Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Μέγιστες οι Μικρές Κυκλάδες

Οι Μικρές Κυκλάδες αποδεικνύονται παμμέγιστες μετά τη μελέτη του ανασκαφικού υλικού των νεκροταφείων που βρέθηκαν στα Κουφονήσια και α...


Οι Μικρές Κυκλάδες αποδεικνύονται παμμέγιστες μετά τη μελέτη του ανασκαφικού υλικού των νεκροταφείων που βρέθηκαν στα Κουφονήσια και αποτελούν αψευδείς μάρτυρες της ζωής των ανθρώπων που έζησαν εκεί.

Η επ. έφορος Αρχαιοτήτων Φωτεινή Ζαφειροπούλου που έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής δουλειάς της στις Κυκλάδες, μιλώντας στο σεμινάριο της Αρχαιολογικής Εταιρείας με θέμα «Ερευνώντας τα Πρωτοκυκλαδικά Κουφονήσια», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα στις Μικρές Κυκλάδες συνηγορούν στην ανάπτυξη ενός πολιτισμού που αποτελεί τον προάγγελο του Κυκλαδικού Πολιτισμού ο οποίος άνθησε στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου την 3η χιλιετία π.Χ.

Ας ταξιδέψουμε λοιπόν στο κεντρικό Αιγαίο, τη Νάξο και τα νησιά των Μικρών Κυκλάδων (Αμοργός, Ηρακλειά, Σχοινούσα, Κουφονήσια, Κέρος και Δονούσα) τα οποία, σύμφωνα με την κ. Ζαφειροπούλου, αποτελούν «ένα σημαντικότατο χώρο πολιτιστικής ανάπτυξης πληθυσμιακών ομάδων, που εγκαταστάθηκαν και έδρασαν στην περιοχή ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. και στη Νάξο ακόμη παλιότερα (7η-6η χιλιετία π.Χ.)».

Στα ίχνη των αρχαιοκάπηλων

Η αρχαιολόγος θεωρεί πως από τις Μικρές Κυκλάδες «μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πρωτοκυκλαδική τους ζωή παρουσιάζουν τα Κουφονήσια και η Κέρος». Στα Κουφονήσια (κουφό νησί σημαίνει κλειστό και ασφαλές) η Αρχαιολογική Υπηρεσία έκανε ανασκαφές το 1969 και το 1970 ακολουθώντας τα ίχνη που άφηναν πίσω τους οι αρχαιοκάπηλοι. Έτσι ήρθαν στο φως τρία νεκροταφεία, σε τρία διαφορετικά σημεία του νησιού.

Το μεγαλύτερο από αυτά (τα νεκροταφεία) βρέθηκε στην περιοχή της Αγριλιάς βόρεια του χωριού. Καθώς η δράση των τυμβωρύχων εκεί δεν ήταν τόσο εντατική, έγινε δυνατή η διερεύνηση εβδομήντα δύο άθικτων τάφων, και λίγο πιο μακριά άλλων είκοσι κατεστραμμένων. «Ο τύπος των τάφων ήταν πρωτοφανής για τις Κυκλάδες», όπως επισημαίνει. Λαξευμένοι στον μαλακό ασβεστολιθικό βράχο, διμερείς με ένα εξωτερικό προθάλαμο και έναν εσωτερικό υπόσκαφο θάλαμο που ανοιγόταν στη μία πλευρά του προθαλάμου. Το άνοιγμα του θαλάμου έφρασσε μια όρθια πλάκα που εξείχε και από το επίπεδο των λίθων κάλυψης του τάφου, χρησιμεύοντας ως ένα είδος σήματος. Ο νεκρός συνοδευόταν από ελάχιστα κτερίσματα (λεπίδες οψιανού, χάλκινοι οπείς, όστρεα και χαλίκια) και σχεδόν πάντα ένα πώμα πήλινης πυξίδας το οποίο υπήρχε ακόμη κι αν έλειπε ο σκελετός. Σε μόλις δύο τάφους ο θάλαμος περιείχε ένα ακέραιο μαρμάρινο αγγείο, ενώ στον προθάλαμο έβρισκαν πολλά κτερίσματα (αγγεία πόσης, πυξίδες, κλειστά αγγεία πιθανώς γεμάτα με κάποιο υγρό, τελετουργικά αγγεία όπως τηγανόσχημα και βαρύτατες μεγάλες καρποδόχες). Από τους 72 τάφους οι 19 βρέθηκαν ασύλητοι και άδειοι χωρίς καν σκελετό.

Πήλινο τηγανόσχημο αγγείο
Το δεύτερο νεκροταφείο στην περιοχή του Επάνω Μύλου, όχι μακριά από την παραλία, το είχαν σκάψει οι τυμβωρύχοι σε όλο τον αγρό, αφήνοντας πίσω τους αναμοχλευμένη γη με ανοικτούς λάκκους και σπασμένα αγγεία. Έτσι οι αρχαιολόγοι υποχρεώθηκαν να ξανασκάψουν ό,τι είχε απομείνει, με αποτέλεσμα να εντοπισθούν εννέα «τάφοι-λάκκοι» μέσα και γύρω από τους οποίους περισυλλέχθηκαν σπασμένα πήλινα και λίθινα αγγεία σε αφθονία μαζί με λίγα μετάλλινα αντικείμενα, οψιανοί, τμήματα μαρμάρινων ειδωλίων κ.ά.

Το τρίτο νεκροταφείο ερευνήθηκε τον Αύγουστο του 1970, εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών, που δεν επέτρεπαν στο κλιμάκιο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να πάει για μια προγραμματισμένη ανασκαφή στη Δονούσα. Το νεκροταφείο βρέθηκε σε ένα χαμηλό λόφο στο ακρωτήρι που χωρίζει τον όρμο των Λουτρών από εκείνον του Παριανού, που ήταν τότε το κύριο λιμάνι των ψαράδων του νησιού. Οκτώ χρόνια πριν, είχαν σκάψει αρχαιοκάπηλοι και είχαν φέρει στο φως τάφους με πλούσια κτερίσματα. «Σκάψαμε στα σημεία που έμοιαζαν άθικτα για να έχουμε όσο περισσότερες πληροφορίες ήταν δυνατόν», θυμάται η κ. Ζαφειροπούλου. «Στην επιφάνεια του αγρού υπήρχε πλήθος από διάσπαρτα όστρακα, μερικά σπασμένα αγγεία και πολλά μαρμάρινα και λίθινα σκεύη. Στο υψηλότερο επίπεδο του χωραφιού είχαν λαξευθεί στον μαλακό ασβεστόλιθο λάκκοι που περιείχαν διάφορα ευρήματα, ενώ σε ένα κατασκευασμένο πλάτωμα βρέθηκαν σκελετικά υπολείμματα που πιθανώς είχαν αποτεθεί απευθείας στο έδαφος».

Οι τάφοι εκείνοι με τους περιβόλους τους, θυμίζουν αυτούς που έφερε στο φως ο Γ. Μαρινάτος στο Τσέπι Αττικής, στον Μαραθώνα.

«Οι σχεδόν ταυτόχρονες ανακαλύψεις του νεκροταφείου στην περιοχή Αγριλιά στο Επάνω Κουφονήσι και εκείνου της Αγίας Φωτιάς στη νοτιοανατολική Κρήτη, που χρονολογείται περίπου την ίδια περίοδο και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες από την άποψη των ευρημάτων, αναπτέρωσαν τη συζήτηση σχετικά με το πρόβλημα των μετακινήσεων των νησιωτικών πληθυσμών και τις εμπορικές και πολιτιστικές τους δραστηριότητες και τις αλληλεπιδράσεις στο χώρο του Αιγαίου», εκτιμά η αρχαιολόγος. Και ιδού επιπλέον αποδείξεις για την κινητικότητα των Κυκλαδιτών και πέραν του Αιγαίου, μέχρι την Αττική.


Ο Γεώργιος Μυλωνάς, όταν δημοσίευσε την ανασκαφή του Αγίου Κοσμά Αττικής, ανέφερε ότι στην περιοχή αυτή είχε αναπτυχθεί μια «αποικία των Κυκλαδιτών». «... Μια ομάδα από τα νησιά εγκαταστάθηκε στον Αγ. Κοσμά και χρησιμοποίησε αυτή την περιοχή ως εμπορείον για οψιανούς» έγραφε. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, ο Σπυρίδων Μαρινάτος στην ανασκαφική έκθεσή του για το Τσέπι Μαραθώνα, έγραψε ότι μια άλλη αποικία των Κυκλαδιτών ήταν εγκατεστημένη εκεί. Η Μάνικα στα δυτικά παράλια της Εύβοιας έχει επίσης θεωρηθεί ως μια αποικία των Κυκλαδιτών.

Μετά την έρευνα που έχει γίνει από τότε «είμαστε σε θέση» λέει η κ. Ζαφειροπούλου «να μιλήσουμε για τους πιθανούς θαλάσσιους δρόμους που ακολουθούσαν οι νησιώτες για τις μετακινήσεις τους, όχι μόνο στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου, αλλά και πολύ μακρύτερα π.χ. προς το βόρειο Αιγαίο, την Εύβοια, τη Χαλκίδα και τη Μάνικα, και ακόμη πιο πέρα, στο Ιόνιο Πέλαγος, στην Ηλεία, στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου.

«Με αυτές τις νέες μελέτες είναι πλέον δυνατό να γίνονται αναφορές σε επαφές πληθυσμών με ανταλλαγές αγαθών καθώς και ιδεών αλλά και την πιθανή δημιουργία, για ορισμένους μελετητές, μιας αποικίας στη βορειοανατολική ακτή της Κρήτης, στην Αγία Φωτιά κοντά στη Σητεία».

Άλλωστε, το Επάνω Κουφονήσι βρίσκεται πάνω στο θαλάσσιο δρόμο που συνέδεε δύο μεγάλα εμπορικά κέντρα του ΠΚυκλαδικού κόσμου: την Πολιόχνη, στην ανατολική ακτή της Λήμνου, στο Βορειοανατολικό Αιγαίο με τη νοτιοανατολική ακτή της Κρήτης.

Ήταν όλοι τους ψαράδες

«Η θαλάσσια περιοχή γύρω από τα Κουφονήσια από τη Δονούσα ώς την Ηρακλειά είναι μία από τις πλουσιότερες περιοχές για αλιεία ψαριών στο κεντρικό Αιγαίο. Οι σύγχρονοι επισκέπτες δεν γνωρίζουν αυτό το χαρακτηριστικό του νησιού όπως έχει γίνει τώρα ένα καλά διαφημισμένο καλοκαιρινό θέρετρο. Όταν όμως μείναμε εκεί κατά τη διάρκεια της ανασκαφής όλοι οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες, χωρίς εξαίρεση, ήταν ψαράδες κατά κύριο και μόνο επάγγελμα, και τροφοδοτούσαν όχι μόνο τα γειτονικά νησιά, αλλά και την ψαραγορά του Πειραιά στην Αττική. Εκείνη την εποχή, ακόμη και το ψωμί ερχόταν από τη Νάξο, καθώς και όλα τα άλλα τρόφιμα. Η καλλιέργεια ενός χωραφιού ή ενός κήπου ήταν κάτι άγνωστο για τους Κουφονησιώτες».

Ως εκ τούτου δεν βρίσκει καθόλου περίεργο ότι μια πληθυσμιακή ομάδα μάλλον δραστήριων ανθρώπων εγκαταστάθηκε σε μια τόσο προνομιακή τοποθεσία, στη μετάβαση από την πρώιμη φάση, την ΠΚ Ι, στην αμέσως επόμενη ΠΚ ΙΙ, κρίνοντας όχι μόνο από τον αριθμό των τάφων στην Αγριλιά (αφού αυτό το νεκροταφείο ήταν το μόνο που σώθηκε εν μέρει άθικτο από την αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα), αλλά και από τα άλλα δύο, που παρά την καταστροφή τους, αποτελούν μάρτυρες μιας σχετικά πολυάνθρωπης, για την εποχή, οικιστικής εγκατάστασης.


Πηγή: Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, Ελευθεροτυπία

Δεν υπάρχουν σχόλια