Ο Τάσος Μαργαριτώφ στο εργαστήριο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, 1970. «Εγώ ήμουνα με μια βέσπα, είχα τα εργαλεία μου και τ...
Ο Τάσος Μαργαριτώφ στο εργαστήριο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, 1970. |
Ο Τάσος Μαργαριτώφ έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική αναβάθμιση της συντήρησης, που μέχρι τότε γινόταν από σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο Δημήτριος Πελεκάσης και ο Φώτης Κόντογλου, ο οποίος όταν είδε τον τρόπο δουλειάς του τού είπε: «Μαργαριτώφ, τώρα που βλέπω τι κάνεις, σταματάω να συντηρώ».
Στη διάρκεια της συνάντησής μας στο καφέ του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, ο κ. Μαργαριτώφ διέκοπτε συχνά τον λόγο του κομπιάζοντας από συγκίνηση. Πώς να ανατρέξεις σε μια τόσο πλούσια και τόσο συναρπαστική ζωή 90 χρόνων. Είναι από τους σημαντικότερους Έλληνες συντηρητές αρχαιοτήτων, εικόνων, ψηφιδωτών, σχεδόν θρύλος. Από τα άξια χέρια του έχουν περάσει αριστουργήματα. Ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Στη Σαντορίνη, τη Βεργίνα, τη Δήλο, τον Μυστρά, τα Κύθηρα, την Κέρκυρα. Συντήρησε τοιχογραφίες παλαιοχριστιανικών, βυζαντινών, μεταβυζαντινών χρόνων, σε κρύπτες ερημιτών του 12ου αιώνα στην Ιταλία, στα Ιεροσόλυμα, στο Σινά όπου έκανε συστηματική καταγραφή και φωτογράφηση των εικόνων της Μονής της Αγίας Αικατερίνης. Εκεί, σ’ ένα μικρό κελί της μονής, στο φως μιας λάμπας πετρελαίου, συντήρησε τη σπουδαιότερη εγκαυστικής τεχνικής σωζόμενη εικόνα του Χριστού, την οποία ο ίδιος χρονολόγησε στον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Από βιοτέχνης
«Οι γονείς μου ήταν προύχοντες, ο πατέρας μου άρχοντας στη Ραιδεστό, όχι πλούσιος, ζάπλουτος, ήλεγχε όλο το εμπόριο της Ανατολικής Θράκης και ο θείος μου ήταν ο τελευταίος δήμαρχος Ραιδεστού. Από την πλευρά της μητέρας μου, ο πατέρας της ήταν μεγαλέμπορος στο Πέραν. Η προίκα που πήρε ο πατέρας μου ήταν 22.000 χρυσές λίρες. Το ’22 με την ανταλλαγή πληθυσμών ήρθαν στην Αθήνα. Δεν τους βοήθησε κανείς. Ούτε τα πτυχία του πατέρα μου αναγνωρίζονταν τότε στην Ελλάδα, κι ας μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, τουρκικά, ελληνικά. Έγινε ένας απλός λογιστής και δεν κατάφερε να κάνει τίποτα». Ο Τάσος Μαργαριτώφ γεννήθηκε το 1925. «Και πρωτοέφαγα σοκολάτα το ’33», λέει γελώντας. «Μεγάλωσα πολύ δύσκολα». Και στην περίοδο της Κατοχής; «Στην Κατοχή μπήκα στην ΕΠΟΝ και λύσσαξα».
Η πρώτη επαφή του με την τέχνη ήταν μέσω της αδελφής του. Ήταν ζωγράφος, μαθήτρια του Παρθένη. «Πάντα έπιαναν τα χέρια μου. Ζωγράφιζα, σκάλιζα... Το 1950 άρχισα να ψάχνω δουλειά. Ήθελα να πάω στη σχολή ασυρματιστών για να δουλέψω στα καράβια του Ωνάση, αλλά μόλις το έμαθε ο πατέρας μου, έβαλε λυτούς και δεμένους να μην πάω στη σχολή. Η πρώτη μου δουλειά λοιπόν ήταν να ζωγραφίζω αυγά του Πάσχα, μια ιδέα που είχε ένας ξάδελφός μου η οποία δυστυχώς ναυάγησε. Κάποια στιγμή έρχεται στο σπίτι μας μια φίλη από την Αμερική και μου δίνει δύο σατέν υφάσματα να ζωγραφίσω επάνω τον Παρθενώνα, τους στύλους του Ολυμπίου Διός κι έναν τσολιά. Τα φτιάχνω με τις λαδομπογιές της αδελφής μου. Τρελάθηκε όταν τα είδε. Μου λέει: “Να πας να τα δείξεις κάπου”. Πού να πάω; Ντρεπόμουν. Τελικά πείστηκα να τα δείξω σε ένα μαγαζί με τουριστικά είδη στην Ερμού. Τρεις μέρες συνεχόμενες πήγαινα και δεν έβρισκα το κουράγιο να μπω μέσα, την τελευταία μέρα αποφάσισα να πιω ένα καρτούτσο κι έτσι κατάφερα και μπήκα. Ε, αυτό ήταν. Μετά δεν προλάβαινα να φτιάχνω μαντίλια. Με τον Γιάννη Μαυρομάτη, τον ιδιοκτήτη, γίναμε φίλοι, με σύστησε στην αγορά, μπήκα στα μεγαλύτερα μαγαζιά και σαλόνια της Αθήνας. Οι γραβάτες μου, τα μαντίλια μου, τα παιδικά μου ρούχα πουλήθηκαν για παριζιάνικα. Εκείνη την εποχή κατάφερα να βγάζω τέσσερα δολάρια την ώρα. Είχα βρει ένα σύστημα και δούλευα ταυτόχρονα τέσσερα τελάρα με ένα πινέλο. Ξεκινούσα από το ανοιχτό χρώμα και κατέληγα στο σκούρο κι έτσι δεν χρειαζόταν να πλένω το πινέλο. Ως βιοτέχνης λοιπόν δεν είχα κανένα πρόβλημα. Πήγα πολύ καλά».
Οι 12,5 χρυσές λίρες «χορηγία» μιας οικογενειακής φίλης, που πίστευε στο ταλέντο του, έκαναν τον Τάσο Μαργαριτώφ να ταξιδέψει στην Ιταλία για να ανοίξει το βλέμμα του. Το πλάνο ήταν να μείνει εκεί μία εβδομάδα. Έμεινε επτά χρόνια. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης και συντήρηση στο περίφημο Instituto Centrale di Restauro. «Η τύχη με έκανε να γίνω συντηρητής. Είχα επισκεφθεί μια φίλη και κατά λάθος έσπασα ένα βάζο. Το πήρα, το συντήρησα και όταν το είδε δεν πίστευε ότι ήταν το ίδιο βάζο».
Το 1958 ο Τάσος Μαργαριτώφ επιστρέφει στην Ελλάδα, αν και είχε την πρόταση να γίνει καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης. Τότε, ξεκινάει η περιπέτεια της συντήρησης σε μια μικρή αποθήκη του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου που του παραχώρησε ο διευθυντής Γιώργος Σωτηρίου. Ένα τραπεζάκι, μια καρέκλα και το κασελάκι με τα εργαλεία του ήταν τα μόνα του εφόδια. «Μέχρι το 1963 που ήρθε στο μουσείο ο Σταύρος Μπαλτογιάννης και φτιάξαμε ένα πιο οργανωμένο εργαστήριο, δούλευα σε αυτές τις συνθήκες».
Οι μπλε πίθηκοι
Το 1962 ο Τάσος Μαργαριτώφ μαζί με τον Μανόλη Χατζηδάκη, διευθυντή τότε του Β&Χ Μουσείου, ταξίδεψε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. «Πήγαμε να δούμε τι μπορούσαμε να σώσουμε από την καταστροφή που είχε προκαλέσει στις σταυροφοριακές εικόνες ο Γουές, ο συντηρητής του Κουρτ Βάισμαν από το Πρίνστον. Θυμάμαι είχαμε εξασφαλίσει μόνο 120.000 δραχμές, τη στιγμή που ο Βάισμαν είχε κατέβει με τρία φορτηγά εξοπλισμό. Το πρώτο βράδυ ανέβηκα σε μια σκάλα για να κατεβάσω δύο εικόνες του Αποστόλου Παύλου και του Αποστόλου Πέτρου που ήθελε να δει ο Χατζηδάκης. Ανάμεσά τους είδα τον Χριστό. Μόλις είδα την εικόνα, φώναξα στον Χατζηδάκη: “Αφεντικό, εδώ έχουμε ένα αριστούργημα”. Ναι, ναι, το ξέρω, μου λέει εκείνος, το έχει μελετήσει ο Σωτηρίου, είναι του 13ου αιώνα. Τι λες, αφεντικό, του λέω, είναι εγκαυστικής τεχνικής!».
Ο Μαργαριτώφ παρατήρησε ότι η εικόνα είχε πολλές επιζωγραφίσεις. Η αφαίρεσή τους έγινε τμηματικά στην περίοδο 1962-1967. Η μοναδική επιζωγράφιση (εγκαυστική επίσης) που παρέμεινε ήταν το πρόσωπο του Χριστού, χρονολογίας 7ου-8ου αιώνα. Η εικόνα χρονολογήθηκε στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα.
Ο Μαργαριτώφ παρατήρησε ότι η εικόνα είχε πολλές επιζωγραφίσεις. Η αφαίρεσή τους έγινε τμηματικά στην περίοδο 1962-1967. Η μοναδική επιζωγράφιση (εγκαυστική επίσης) που παρέμεινε ήταν το πρόσωπο του Χριστού, χρονολογίας 7ου-8ου αιώνα. Η εικόνα χρονολογήθηκε στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα.
Το 1967 ανέλαβε την επιστημονική συντήρηση των τοιχογραφιών του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης: το δωμάτιο της άνοιξης, ο πρίγκιπας και οι δορκάδες, οι κροκοσυλλέκτριες, ο ψαράς και άλλες πολλές τοιχογραφίες. Σε μία απ’ αυτές, ο υπεύθυνος της ανασκαφής, αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος, πίστευε ότι υπήρχαν λίμνες και ποτάμια. «Μόλις είδα το έργο, του είπα: Δεν είναι ποτάμια, είναι ουρές, και είμαι σίγουρος γιατί αν τις ζωγράφιζα εγώ, έτσι θα τις έφτιαχνα». Πράγματι, λίγο καιρό αργότερα αποκαλύφθηκαν οι περίφημοι μπλε πίθηκοι της Σαντορίνης.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Τάσος Μαργαριτώφ βρέθηκε στη Βεργίνα. «Πήγα για να επιβλέψω την Ελβετίδα που ήταν υπεύθυνη για το ύφασμα της Βεργίνας που είχαν βρει μέσα στη χρυσή λάρνακα. Είχε αρχίσει και έκοβε κομμάτια που εξείχαν για να κάνει πειράματα. Είχε προτείνει να “λύσει” το ύφασμα και να το ξαναμοντάρει, και η πρότασή της είχε γίνει δεκτή! Ευτυχώς κατάφερα και τη σταμάτησα. Άρχισα να δουλεύω εκεί την πρώτη νύχτα του μεγάλου σεισμού της Θεσσαλονίκης και εμένα το άγχος μου ήταν μη τυχόν και σκεπαστεί η ανασκαφή».
Το 1985 ο Τάσος Μαργαριτώφ κατάφερε τον πρώτο παγκοσμίως επιτυχημένο αποχωρισμό ζωγραφικών στρωμάτων από την εικόνα των Τριών Ιεραρχών του 18ου αιώνα. Η διαδικασία κράτησε τρεις ημέρες και όταν ολοκληρώθηκε, αποκαλύφθηκε μια παλαιότερη εικόνα των Τριών Ιεραρχών του 14ου αιώνα χωρίς καμία φθορά. Και οι δύο εικόνες εκτίθενται στη μόνιμη έκθεση του Β&Χ Μουσείου.
Τα 32 προσόντα
Τι πρέπει να διαθέτει ένας συντηρητής; ρωτάω τον κ. Μαργαριτώφ. «Τριάντα δύο προσόντα», απαντάει ακαριαία. «Είχα φτιάξει παλαιότερα έναν κατάλογο, δεν τα θυμάμαι πια όλα. Το βασικότερο που πρέπει να διαθέτει είναι μεγάλη υπομονή. Να είναι παρατηρητικός, προσεκτικός, να μη βιάζεται και, κυρίως, να μην κρύβει τα λάθη που μπορεί να κάνει. Κατά τη γνώμη μου η συντήρηση είναι απλά να διατηρείς ένα έργο τέχνης σε καλή κατάσταση. Όλα τα άλλα, καθαρισμοί, αισθητικές παρουσιάσεις, είναι συμπληρωματικές εργασίες που σαφώς πρέπει να γίνονται από συντηρητές. Πολλοί, όμως, δεν κάνουν απλά τον καθαρισμό, τη στερέωση και τη διατήρηση του αντικειμένου σε μια καλή όψη, αλλά προκειμένου να φαίνονται πιο ωραία, επεμβαίνουν και αισθητικά επάνω στα έργα. Τα ζωγραφίζουν, και εκεί αλλοιώνεται η έννοια της συντήρησης. Αν ποτέ επισκεφθείτε εργαστήριο και δείτε συντηρητή με πινέλο, να μην του έχετε εμπιστοσύνη. Επίσης, είναι μέγα λάθος να καθαρίζεις το ξύλο της εικόνας, γιατί χάνεται η ιστορική διαδρομή του έργου. Χάνονται τα ίχνη».
Ο Τάσος Μαργαριτώφ ετοιμαζόταν να φύγει, είχε κουραστεί αρκετά από τη συζήτηση, ήταν φορτισμένος συναισθηματικά. Μπήκα στον πειρασμό για μια τελευταία ερώτηση: Υπάρχει κάτι σε όλη αυτή την πορεία που σας πληγώνει;
«Το πόσα αριστουργήματα έχουν κάνει φτερά από την Ελλάδα, αλλά δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Και έχω κι ένα απωθημένο. Που δεν μ’ άφησαν να επέμβω στην εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ (14ος αι. Β&Χ Μουσείο). Πιστεύω ότι κάτι κρύβει κάτω από την επιφάνειά της...».
Δεν υπάρχουν σχόλια