Ναός Αγίας Σοφίας, Θεσσαλονίκη: οι άγγελοι που κρατούν τη δόξα του Χριστού είναι από τις ωραιότερες μορφές της βυζαντινής τέχνης. Τη δεκα...
Πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και παρθενική θητεία της Μελίνας Μερκούρη στην ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη και ξενάγηση στις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της πόλης. Σκαρφαλωμένη σε σκαλωσιά μαζί με την τότε έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χρυσάνθη Μαυροπούλου - Τσιούμη, στέκεται σε απόσταση αναπνοής από τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας. Δεν ακούγεται τίποτα. Η Μελίνα μοιάζει άναυδη. Περνάνε λίγα λεπτά πριν σπάσει η ίδια την απόκοσμη σιωπή: «Αυτό να μην το χάσει ο Τζούλης».
Τα εντοίχια βυζαντινά ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης θεωρούνται (και είναι) αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης ανυπολόγιστης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Αριστουργήματα που όμως «δεν έχουν τύχει της ανάλογης προσοχής», υπογραμμίζει ο κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής, επίσης έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατά την περίοδο 1996 - 2007.
Αν ξετυλίξει κανείς την ιστορία συντήρησης και ανάδειξής τους, από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι σήμερα, τους πολλούς μοναχικούς αγώνες φωτισμένων αρχαιολόγων που πάλεψαν με την άγνοια και τα πενιχρά οικονομικά του ελληνικού κράτους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στα ψηφιδωτά της βυζαντινής Θεσσαλονίκης αποτυπώνεται μία άγνωστη διπλωματική ήττα της σύγχρονης Ελλάδας.
Αν ρωτήσετε έναν Βρετανό ή έναν Ισπανό μεσαίας μόρφωσης για τα πιο διάσημα ψηφιδωτά στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι βέβαιο ότι θα αρχίσουν να σας μιλάνε για τα ανεκτίμητα ψηφιδωτά που διασώζονται στα μνημεία της όμορφης ιταλικής πόλης Ραβένα: στο μαυσωλείο της Γάλας Πλακιδίας, στη Βασιλική του Αγίου Βιταλίου στην Κλάσε, στο Βαπτιστήριο του Νέωνος, στο Βαπτιστήριο των Αριανών...
Κανείς, όμως, δεν θα αναφέρει τη λέξη «Θεσσαλονίκη». Ρωτήστε τον κ. Μωυσή και την κ. Ραχήλ Καπόν που αναζήτησαν χορηγούς και βοήθεια εκτός Ελλάδας στην προσπάθεια να εκδώσουν το πρώτο εμπεριστατωμένο βιβλίο για τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης. Η πιο συνηθισμένη αντίδραση που εισέπρατταν στο εξωτερικό ήταν «ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα για τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης». Τι κι αν ειδικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν την ανωτερότητά τους ακόμα και σε σχέση με τα διάσημα «ξαδελφάκια» τους της Ραβένας; Τελικά, το βιβλίο κυκλοφόρησε στην ελληνική και στη διεθνή αγορά με μεγάλες οικονομικές θυσίες από τους δύο ιδρυτές των εκδόσεων Καπόν.
Έκδοση και ημερίδα
Η έκδοση «Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης 4ος - 14ος αιώνας» (συγγραφείς: Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη), εκτός από την υποδειγματική τεκμηρίωση των ψηφιδωτών της πόλης με εικόνες εξαιρετικής ποιότητας και την κάλυψη ενός μεγάλου κενού στην ελληνική και και στη διεθνή βιβλιογραφία, έδωσε το έναυσμα για τη διοργάνωση διεθνούς ημερίδας, πριν από λίγες ημέρες, στο φημισμένο Courtauld Institute of Art του Λονδίνου, σε συνεργασία με το Ιδρυμα Λεβέντη. Η ανταπόκριση της επιστημονικής κοινότητας ξεπέρασε κάθε προσδοκία, φέρνοντας στη βρετανική πρωτεύουσα καθηγητές και μελετητές των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης από κάθε γωνία του πλανήτη. Επιβεβαιώνοντας, έτσι, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για ένα κάποτε σχετικά παροπλισμένο κομμάτι της βυζαντινής Ιστορίας.
Αντιπαράθεση για τη Ροτόντα
Παρά τον μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων και τον γοητευτικό θεματικό πλουραλισμό, πολλοί είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους στις αναμενόμενες αντιπαραθέσεις σχετικά με τη χρονολόγηση ορισμένων μνημείων και κυρίως του τεράστιου ψηφιδωτού της Ροτόντας, που έχει χρονολογηθεί από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα.
Οι ομιλητές δεν τους απογοήτευσαν καθώς ο διάλογος υπήρξε ανά διαστήματα έντονος. Η κ. Μυρτώ Χατζάκη από το Ίδρυμα Λεβέντη, επιμελήτρια της ημερίδας, θεωρεί ότι η ημερίδα υπήρξε πολύ σημαντική: «Η ανταλλαγή ιδεών και απόψεων επισήμανε τι πρέπει ακόμα να γίνει, υπογράμμισε τα “θολά σημεία”, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να μπορέσει η έρευνα να προχωρήσει, εστιάζοντας σε θέματα ερμηνείας και χρονολόγησης, αλλά και στην ανάγκη να εκμεταλλευτούν οι ερευνητές τα σύγχρονα μέσα που προσφέρει η τεχνολογία».
Ειδικότερα ως προς τη Ροτόντα, ο κ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής υποστήριξε την άποψή του ότι δεν πρόκειται για χριστιανικά ψηφιδωτά αλλά για ψηφιδωτά με έντονα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής λατρείας. «Η ερμηνεία αυτή, σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική του κτιρίου, που είναι ένα τυπικό δείγμα μαυσωλείου της ύστερης αρχαιότητας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα -με τη βοήθεια και άλλων παραγόντων βέβαια- ότι η Ροτόντα είναι μαυσωλείο που ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε στη Θεσσαλονίκη πριν από το 324, όταν σκόπευσε να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσά του. Μετά το 324 και τη νίκη του έναντι του Λικινίου, ο δρόμος προς την Ανατολή ήταν ανοιχτός και αποφάσισε να ιδρύσει την Κωνσταντινούπολη όπου έκτισε το μαυσωλείο του και όπου ετάφη».
Εξαιρετικά καχύποπτος με αυτήν τη θέση εμφανίστηκε ο καθηγητής Μπιτ Μπρενκ από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Υποστήριξε ότι η σύγχρονη έρευνα στις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από σημαντικό αριθμό υποθέσεων και ελάχιστη ουσιαστική βελτίωση στη βάση των γνώσεών μας: «Η πολλαπλότητα τεχνο-ιστορικών μεθόδων τείνουν να έχουν δημιουργήσει, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, περισσότερες παρανοήσεις παρά να έχουν οδηγήσει σε αξιόπιστα συμπεράσματα». Και πρότεινε να δοθεί περισσότερος χώρος σε πρόσφατες χημικές αναλύσεις νεότερων αναλυτών όπως ο Βενιαμίν Φούρλας. Πιο κατηγορηματικός ο καθηγητής Hjalmar Torp από το Πανεπιστήμιο του Όσλο, επέμεινε στο συμπέρασμά του ότι τα ψηφιδωτά έγιναν όταν η Ροτόντα μετατράπηκε σε εκκλησία. «Αυτό ήταν ένα σχέδιο το οποίο προγραμματίσθηκε και ξεκίνησε στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395)».
Για την κ. Χρυσάνθη Μαυροπούλου - Τσιούμη το θέμα της χρονολόγησης δεν είναι τελικά το πιο σημαντικό. «Στην Ελλάδα πάσχουμε από πολιτική δημοσιεύσεων. Ας διδαχθούμε από τους Ιταλούς ή ακόμα και από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Όταν έχεις δημοσιεύσεις μπορείς να μελετήσεις σε βάθος». Αλλά ας είμαστε αισιόδοξοι: η μαγεία, τα μυστικά και το μυστήριο που περιβάλλουν τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης είναι ένα δώρο που εξακολουθούμε να κρατάμε στα χέρια μας. Η αρχή έχει γίνει.
Πηγή: Δ. Ρηγόπουλος, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια