Αρκούμαι να απολαμβάνω την ωραία αρχιτεκτονική έτσι όπως μιλάει μόνη της, χωρίς επένδυση από κείμενα. Μου αρέσουν πολλά στην πόλη, που μπ...
Αρχιτέκτονας. Γεννήθηκε στην Κυψέλη, κατοικεί στα Μελίσσια. Πάντα παρατηρούσε την πόλη από ψηλά. Και η πόλη δεν ήταν ποτέ ακίνητη.
Γεννήθηκα το 1948 στην Κυψέλη. Πήγα στο 24ο Δημοτικό και στο 15ο Γυμνάσιο. Τη δεκαετία του '50 είχα πλήρη συνείδηση. Είχα την εμπειρία της καθημερινής γειτονιάς. Έζησα στην Κυψέλη όλη μου τη ζωή, μέχρι προ δεκαετίας που μετακινήθηκα στα Μελίσσια. Το κυριότερο είναι ότι σε μεγάλη ηλικία έγινα πατέρας. Είχα δικό μου μέρος στα Μελίσσια, εγκατέλειψα το αγαπημένο μου κέντρο και πήγα εκεί. Ο πατέρας μου ήταν πρακτικός υπομηχανικός, άνθρωπος της σκληρής εργασίας, η μητέρα μου ήταν περισσότερο των γραμμάτων. Ήταν η εποχή της ανασυγκρότησης και ο πατέρας μου έπρεπε να εργάζεται σκληρά. Η μητέρα μου είχε ταλέντο στην ποίηση, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να αναπτύξει αυτή την πλευρά της.
Ο πατέρας μου πέθανε πολύ νέος και η μητέρα μου έπρεπε να προσγειωθεί στην καθημερινότητα και να τα βγάζει πέρα. Είμαστε τρία παιδιά κι εγώ ο μεσαίος.
Όλοι οι Κορρέδες κατάγονται από τη Νάξο, από ένα απομονωμένο μέρος, ορεινό, που επομένως ήταν και το πιο φτωχό, στη βορειοανατολική γωνία του νησιού, από την Κωμιακή. Είναι περίεργο το ότι, παρόλο που είναι μικρό το μέρος, οι Κορρέδες είναι αναρίθμητοι, εκατοντάδες. Επικρατεί η άποψη ότι ήταν αρρενογονικές οικογένειες και γεννούσαν πολλά παιδιά. Ο πατέρας μου είχε άλλα οκτώ αδέρφια. Έφευγαν από ένα μέρος φτωχό, απλώνονταν και πολλαπλασιάζονταν. Είναι τόσο πολλοί, που οι συγγένειες πολλές φορές γίνονται μεταξύ τους. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι το όνομα έχει βενετσιάνικη καταγωγή. Από την άλλη, οι Βενετσιάνοι δεν θα πήγαιναν να κατοικήσουν στο πιο φτωχό μέρος. Άρα, ίσως ήταν κάποιοι υπάλληλοι, υπηρέτες, που μπορεί να πήραν το όνομα. Ποιος να ξέρει;
Εκείνη την εποχή διαβάζαμε πολύ περισσότερο απ' ό,τι σήμερα τα δικά μας παιδιά. Πρώτα διάβασα βιβλίο χωρίς εικόνες ή με λιγοστές και μετά εικονογραφημένα. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν η ελληνική μυθολογία με λιγοστές εικόνες – το τονίζω αυτό. Το δεύτερο ήταν ένα που δεν θα μπορούσα να το καταλάβω και πολύ καλά – ήταν του Γιάκοβ Πέρελμαν, Οι αριθμοί παίζουν. Έδειχνε αυτές τις εντυπωσιακές δυνατότητες των αριθμών μεταφερμένες σε παραδείγματα απάτης και εντυπωσιασμού. Αυτό με συνάρπαζε. Αυτό το βιβλίο δεν το κατάλαβα, αν και το είχα από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Στην πρώτη τάξη είχα διαβάσει, όμως, το Σήμα των Τεσσάρων του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Πάλι δεν είχα καταλάβει τίποτα, αλλά το ότι διαδραματιζόταν σε μέρη ξενικά και αναφέρονταν ξενικά τοπωνύμια και συνήθειες και ονόματα φαγητών, αυτό είχε αυτομάτως μια γοητεία, οπότε έμπαινα στον κόπο να διαβάζω παρακάτω και ό,τι καταλάβαινα. Αυτά ήταν συνήθως βιβλία του παππού μου, που διάβαζε γενικής ύλης βιβλία, χωρίς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση – αρκεί να ήταν μια ωραία ιστορία. Κάποια στιγμή, αγόρασα ένα Μίκι Μάους και Κλασικά Εικονογραφημένα. Πάντως, πολύ περισσότερο θυμάμαι τη μυθολογία των βόρειων λαών, που δεν είχε καμία εικόνα. Μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση.
Με εντυπωσίαζαν οι κατασκευές. Εκείνη την εποχή στην Κυψέλη είχαν αρχίσει να τα γκρεμίζουν όλα και να χτίζουν παντού. Ήμουν τόσο αφελής –όπως όλα τα παιδιά–, που έβλεπα πολύ θετικά το ξεφύτρωμα μιας πολυκατοικίας. Καταρχάς, ήταν πολύ εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πώς γίνεται. Δηλαδή, εκεί που τα πράγματα ήταν ακίνητα, άρχιζε μια διαδικασία – καταλάβαινα την αντοχή της κατασκευής από την κατεδάφιση. Όλα αυτά για μένα ήταν πολύ εντυπωσιακά. Άφηνα τις δουλειές μου και πήγαινα και στηνόμουν κι έβλεπα τη φάση της κατεδάφισης, της εκσκαφής, της κατασκευής. Όταν δεν δούλευε το εργοτάξιο, χωνόμασταν μέσα, μέχρι που τελείωνε κι ερχόντουσαν οι νέοι ένοικοι. Αυτά ήταν καθημερινά βιώματα. Η ανάμειξη των λειτουργιών ήταν πλήρης. Καθώς πήγαινα στο σχολείο, περνούσα από τα μαγαζάκια και κόλλαγα στη βιτρίνα βλέποντας τι έκανε ο κάθε τεχνίτης με την τανάλια, τη σέγα. Δηλαδή, ζούσαμε σε ένα περιβάλλον εργασίας.
Όταν ήμουν 14 ετών έπαιρνα το τρόλεϊ μόνος, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, πήγαινα στο τέρμα κι επέστρεφα, απλώς για να βλέπω την πόλη – έκανα το δρομολόγιο. Αυτό που κάνει σήμερα το sightseeing, το έκανα με το τρόλεϊ. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν τα κενά μέσα από το μέτωπο των οικοδομών. Επίσης, έβλεπες και τις οικοδομές να ξεφυτρώνουν μεμονωμένες, χωρίς ενότητα. Τότε ακόμα επικρατούσε το κενό. Πολύ σύντομα, όμως, άρχισα να αισθάνομαι μεγάλη λύπη και θλίψη γι' αυτή την κατάσταση, μέσα μου υπήρχαν δύο αντίθετες προτιμήσεις ή επιθυμίες. Η μία ήταν να παρακολουθώ το συναρπαστικό τού πώς γίνονται οικοδομές, το άλλο να μην αλλάξουν μερικές πολύ όμορφες γωνιές της γειτονιάς μου.
Δεν είχα αποφασίσει να κάνω το ένα ή το άλλο, αλλά όταν ήρθε η εποχή των εξετάσεων, η αρχιτεκτονική ήταν κάτι που με επηρέασε. Όταν σπούδαζα, με επηρέασαν οι περιστάσεις. Όπως λέει μέχρι τώρα ο δάσκαλός μου, ο Χαράλαμπος Μπούρας, η τύχη παίζει ρόλο περισσότερο από τα σχέδια. Το πιστεύω ακράδαντα, εάν κανείς δεν είναι ανορεκτικός ή μονόπλευρος. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι οι ευφυείς, με κοινωνική προσαρμοστικότητα, πρέπει να είναι ικανοί να κάνουν πολύ διαφορετικές δουλειές και, το σπουδαιότερο, να έχουν την ετοιμότητα να αγαπήσουν πολύ διαφορετικές δουλειές. Και να αποδείξουν ότι μπορεί να έχουν ταλέντο σε αυτές. Είναι θέμα διαθεσιμότητας. Δεν πιστεύω ότι γεννιέται κανείς με ταλέντο, παρά μόνο για να γίνει ζωγράφος, και μάλιστα ορισμένης τεχνοτροπίας. Αν έχει κανείς αληθινή ετοιμότητα να ανακατεύεται, να δοκιμάζει, είναι και θέμα τύχης να αποφασίσει τι θα κάνει στο τέλος.
Από το πανεπιστήμιο δεν θυμάμαι απλώς τους δασκάλους μου αλλά και τις στιχομυθίες μας, λέξη-λέξη. Μπήκα στη Θεσσαλονίκη και καθυστέρησα να κατέβω στην Αθήνα γιατί ήθελα να παρακολουθώ τα μαθήματα του Μπούρα. Αργότερα, ξανάπαιρνα το τρένο και πήγαινα ν' ακούω τα μαθήματά του. Ως φοιτητής εργαζόμουν και σε τεχνικά γραφεία. Είχα φτάσει να μου δίνουν έως δυόμισι φορές τον μισθό πτυχιούχου – και ήμουν τριτοετής. Έχοντας τελειώσει το πρώτο έτος, μου πρότειναν να πάω στην Πτολεμαΐδα να δουλέψω σε ένα έργο της ΔΕΗ. Ήμουν είκοσι ετών. Ήταν τέτοια η εμπειρία, που όταν έφτασα στο πέμπτο έτος, ανακάλυψα ότι η ύλη του Πολυτεχνείου δεν είχε καλύψει αυτά που έμαθα σε τρεις μήνες. Ήδη, ως φοιτητής, βρέθηκα να δουλεύω πολύ με τους αρχαιολόγους. Με σύστηναν ο ένας στον άλλον και χωρίς να το έχω αποφασίσει καλά-καλά ότι είναι το δικό μου μέλλον, πρόλαβαν και με απασχόλησαν πρώτοι.
Το 1975, όταν συστήθηκε η επιτροπή αναστήλωσης των μνημείων Ακροπόλεως, ήμουν ο πρώτος που προσέλαβαν για να οργανώσω το γραφείο. Έφυγα μετά από τρεις μήνες για τη Γερμανία. Έμεινα δύο χρόνια – έπρεπε να επιστρέψω γιατί η μητέρα μου είχε νοσήσει. Έτσι, ξαναγύρισα στα ίδια μέρη. Η υπηρεσία ήταν στην πλατεία Καρύτση και μόλις τελείωνα, στις 2:30, ανέβαινα και δούλευα στην Ακρόπολη εθελοντικά, μέχρι τις 9 το βράδυ. Έτσι ετοίμασα τις μελέτες της αναστήλωσης. Πήρε κάποια χρόνια. Με την ενθάρρυνση και τη συνεχή έμπνευση του Μπούρα, του Αγγελίδη και σε συνεργασία με τον Κώστα Ζάμπα, ο οποίος είχε το θάρρος να αντιμετωπίζει πολύ δύσκολα πράγματα – γιατί ο καλός πολιτικός μηχανικός, εκτός από επιστημοσύνη, πρέπει να έχει και πολύ υψηλό φρόνημα. Ξέρετε, ο μηχανικός μπορεί να έχει τύψεις αν του γκρεμιστεί μια οικοδομή, αλλά ο αρχιτέκτων ποτέ δεν έχει τύψεις, αν δεν λειτουργεί η οικοδομή του.
Στον Βράχο έμεινα δεκάξι χρόνια. Όταν κανείς είναι βυθισμένος σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, δεν βλέπει τίποτε άλλο, δεν βλέπει γύρω του. Τα μάτια, όμως, είναι ανοιχτά και φακελώνουν πληροφορίες πολύ διαφορετικές. Όταν δεν είσαι υπό πίεση, αποθηκεύονται οι οπτικές παραστάσεις. Πάντα παρατηρούσα την πόλη από ψηλά. Η πόλη ποτέ δεν ήταν ακίνητη. Από το '60 συνεχώς. Οι ρυθμοί της ανάπτυξης άρχιζαν να καλπάζουν μετά τη Μεταπολίτευση. Δηλαδή σε έργα ευμάρειας μη ανταποδοτικά. Αν είχαν δοθεί σε εργοστασιακές υποδομές ίσως σήμερα να μην είχαμε χρέη.
Ποιo ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου; Τίποτα δεν μπορώ να πω ότι ήταν το πιο σημαντικό. Όλα γίνονται τμηματικά και αποσπασματικά, ώστε πρέπει κανείς να ενώσει πολλά διαφορετικά συμβάντα για να συνθέσει κάτι. Για το Ηρώδειο, για το οποίο και βραβεύτηκα, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως πάντα πίστευα ότι είχε στέγη. Απλώς μπήκα στον κόπο κι έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο, για να μην υπάρχει δικαιολογία για τους αρνητές να υποστηρίξουν ότι δεν το είχαμε πει. Στην Ακρόπολη, ήμουν όλη μέρα πάνω στις σκαλωσιές. Όταν ήμουν μόνος, μετακινούσα μεγάλους λίθους, έβγαζα χόρτα, δούλευα σκληρά σωματικά. Κρύο και ζέστη, νύχτες με χιόνι να δουλεύω με λάμπες, αυτά τα θυμάμαι σαν ένα υπέροχο όνειρο. Είχε μια μαχητικότητα όλο αυτό. Νιώθει κανείς ότι έζησε μετά από κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχει ευθεία σχέση ανάμεσα στην ευχαρίστηση, τον ενθουσιασμό για μια ανακάλυψη και στο μέγεθός της, την αξία της. Πολλές φορές αισθάνθηκα ανακούφιση και ενθουσιασμό επειδή βρήκα απλώς μια μικρή πέτρα, τίποτα δηλαδή. Και από την άλλη, πέρασε, χωρίς να με αγγίξει πολύ, μια διαπίστωση που είχε πολύ μεγάλη αξία και σημασία για την αρχαιολογία. Έχει σχέση με το πόσο έντονη είναι η επιθυμία να βρεις κάτι, με το να ψάχνεις κάτι διακαώς. Στο Μολύκρειον, στην ορεινή Ναυπακτία, στην ανασκαφή, μια φορά είχα την ιδέα να μη μαζευτούν όλα τα κεραμίδια και μου πήρε τρεις-τέσσερις μέρες να ενώσω τα κομμάτια. Ήταν αρχαία κεραμίδια με μήκος 1,30 – τόσο μεγάλα, δεν το περίμενα. Κάθε μέρα μαζεύαμε θραύσματα και κάθε μέρα αυτό το παζλ συμπληρωνόταν. Είναι καταπληκτικό να το ζήσει κανείς μια φορά κι ας είναι δέκα και δώδεκα ώρες σκυφτός και πεσμένος, με τα γόνατα κολλημένα στο στήθος. Είναι πάντα η ίδια ευχαρίστηση. Ο Παρθενώνας είναι το τέλειο, το γιγάντιο, το Μολύκρειο είναι το πολύ ταπεινό. Η χωρητικότητα της ψυχής είναι ορισμένη. Μπορεί να φτάσει κανείς στο εκατό, αν καταφέρει σε μια ημέρα να φτάσει σε αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ. Αυτό είναι, τέλειωσε, γέμισε. Είτε πρόκειται για τα επιστύλια του Παρθενώνα, είτε για τα μαρμάρινα θραύσματα από ένα άγαλμα, είτε για τα κομμάτια ενός κεραμιδιού, το ίδιο κάνει. Άλλο το μέγεθος της ανακάλυψης και άλλο η ικανοποίηση.
Από την Ακρόπολη έφυγα το 1999, για να έρθω στο Πολυτεχνείο ως καθηγητής. Με ρώτησε ο προϊστάμενος αν θα ήθελα να διατηρήσω και τις δύο ιδιότητες. Μου είπε να πάρω δεκαπέντε μέρες άδεια να το σκεφτώ. Δύσκολα θα άφηνε κανείς την Ακρόπολη. Τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος ήσυχος χώρος για να το σκεφτώ. Το μάτι μου έκοψε ένα σαλονάκι πίσω από ένα πλατύφυλλο φυτό. Κάθισα πέντε λεπτά και γύρισα να πω την απόφασή μου. Πέντε λεπτά. Σκέφτηκα ότι αυτό που είναι μπροστά μου είναι κάτι που δεν το ξέρω. Να διδάσκω, να είμαι καθηγητής, και μάλιστα σε μεγάλη ηλικία. Το άλλο το ήξερα πάρα πολύ καλά. Και είπα, καλύτερα να μείνω να αφοσιωθώ σε αυτό το νέο πεδίο. Ακριβώς αυτήν τη σειρά σκέψεων έκανα και δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Δούλεψα πολύ με τους αρχαιολόγους. Αν δεν ήμουν αρχιτέκτων, θα ήθελα να είμαι αρχαιολόγος. Πολλές ανακαλύψεις είναι χρήσιμες στην αρχαιολογία. Εισάγουν νέες απόψεις, μια νέα πτυχή. Τις βλέπω ως συμπλήρωση, ως προσθήκη. Έστω και αν καμιά φορά ανατρέπεται κάτι, αναθεωρείται. Αυτό είναι συνήθως κάτι που με λυπεί. Θα προτιμούσα να συμπλήρωνα, να επιβεβαίωνα αυτά που έχουν γίνει από άλλους. Διότι είναι πιο ωραίο να χτίζεις, παρά να γκρεμίζεις. Δεν μου είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα. Είναι έργα ανθρώπων στους οποίους εγώ έχω βασιστεί, τους θαυμάζουμε. Για πολλούς αρχαιολόγους της εποχής μας, όπως και για μένα, είναι έτσι. Για άλλους, παλιότερης εποχής, το μοντέλο των επιστημόνων ήταν να βρίσκονται σε αντιπαράθεση με αντίθετες γνώμες. Οι σημερινοί αρχαιολόγοι γνωρίζουν ότι η αρχαιολογία είναι απέραντη και υπάρχει χώρος για όλους, αρκεί μόνο να προσθέτεις. Από αυτή την άποψη, με ικανοποιεί πολύ να προσθέτω. Έχει περάσει ο καιρός του δογματισμού.
Οι αρχιτεκτονικές συνθέσεις που μου αρέσουν εξηγούνται με απλά λόγια. Οι πολλές θεωρητικοποιήσεις και νοηματοδοτήσεις με βρίσκουν άκρως επιφυλακτικό. Αρκούμαι να απολαμβάνω την ωραία αρχιτεκτονική έτσι όπως μιλάει μόνη της, χωρίς επένδυση από κείμενα. Μου αρέσουν πολλά στην πόλη, που μπορεί να μην είναι γνωστά, να είναι ταπεινά. Οι διπλοκατοικίες του '30. Η απλή μεταφορά των ιδεών του μοντέρνου κινήματος στην αστική αρχιτεκτονική στη μικρή κλίμακα. Η μετρημένη χρήση των αναλογιών, μια ενότητα στυλ. Αυτά είχαν μια ενότητα και μια χειρωνακτική ποιότητα. Μου άρεσαν και μου αρέσουν ακόμη. Αυτό είχε η δεκαετία του '30. Κάθε κτίριο στην Αθήνα είναι η συνισταμένη πολλών διαφορετικών δυνάμεων και πνευμάτων και όλα αυτά προσδιορίζουν αυτό που βλέπουμε απέναντί μας. Ο αρχιτέκτων είναι μόνο μία από αυτές. Οι τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες έδωσαν έργα που ξεκόλλησαν από τις εμμονές του μοντέρνου κινήματος και το Μπαουχάους. Ελευθερώθηκε η φαντασία, αλλά φτάσαμε και σε μια μεγάλη φλυαρία.
Πιστεύω πολύ στο ταλέντο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο από αυτό. Απλώς, αν έχει κανείς πείρα, τον προστατεύει ώστε να μην κάνει προηγούμενα λάθη. Δεν τον προστατεύει όμως, όταν θέλει να είναι πρωτότυπος, από καινούργια λάθη σε περιοχές για τις οποίες δεν έχει πείρα. Δεν μπορείς να έχεις πείρα σε όλα. Χρειάζεσαι πεντακόσια χρόνια. Μέχρι τότε, θα κάνεις λάθη στα πεδία που δεν έχεις εμπειρία. Αντιθέτως, αν είσαι ταλαντούχος και συνετός και ηθικός από την πρώτη μέρα, κάνεις σταθερά βήματα. Μετρημένα, χωρίς φιγούρες, χωρίς να είσαι μαξιμαλιστής.
Οι φοιτητές σήμερα έρχονται με προσδοκίες – η λέξη «όνειρα» δεν θα άρεσε και στους ίδιους. Κάτι περιμένουν. Έχουν κάποια ασαφή σχέδια για το μέλλον τους. Η κρίση δεν τους αφήνει ένα καθαρό σύστημα δεδομένων συνθηκών πάνω στο οποίο να θεωρήσουν αυτονόητη τη συνέχεια της ζωής τους. Στα δικά μου χρόνια ήταν αυτονόητο ότι θα τελείωνες, θα έβρισκες μια δουλειά, θα έπαιρνες έναν μισθό, θα έκανες οικογένεια. Τώρα οι νέοι δεν έχουν καν τη δυνατότητα να εργαστούν. Οπότε, δεν μπορείς να είσαι τελείως καλά, γιατί η κρίση αγγίζει τον καλό μας απόφοιτο, τον γείτονα που βλέπαμε να είναι μια χαρά – η κρίση είναι πολύ σοβαρή. Ακόμα και στη διδασκαλία, σε επίπεδο συνειρμών, λέω κάποια πράγματα. Αν δεν σε επηρεάζει καθόλου η κρίση, νιώθεις ενοχές. Και φοβούμαι ότι οι άνθρωποι που κάνουν μια δουλειά που τους ευχαριστεί πολύ, στην πραγματικότητα δεν έχουν γίνει δυστυχείς λόγω της κρίσης. Για μένα η κρίση, αν είναι απλώς μια φτώχεια, δεν είναι σπουδαίο. Το χειρότερο είναι ότι μας οδηγεί σε μια ακραία συμπεριφορά. Διογκώνεται η βία. Είναι λεηλασία ζωών. Παρόλο που είμαι αισιόδοξος ως άνθρωπος εκ φύσεως, η πραγματικότητα είναι αυτό που είναι και δεν μπορεί κανείς να τη διορθώσει.
Η μεγαλύτερη αξία στη ζωή είναι ιδιότητα, η υγεία. Η καλή φυσική κατάσταση. Επισκιάζει τον πλούτο, τα υλικά αγαθά, τα πάντα. Αυτό που πίστευαν οι Αρχαίοι είναι η υπέρτατη αξία: «καλός καγαθός».
O Μανόλης Κορρές διδάσκει στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Το 2014 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μέλισσα η μελέτη του, Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις.
Πηγή: Αρ. Μποζώνη, LiFO
Δεν υπάρχουν σχόλια