130 αριστουργήματα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου συγκεντρώθηκαν σε μία σημαντική έκθεση στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο Νέας Υόρκης, αποκαλύπτοντας τον κόσμο των αισθημάτων της αρχαίας Ελλάδας.
Kάτω από το γυαλί και το ατσάλι του oλυμπιακού ουρανοξύστη του Ωνάση στο πλάι της Πέμπτης Λεωφόρου, στο ήσυχο και μισοφώτιστο υπόγειο προβάλλουν μέσα από ψιθυρισμούς δύο γυναίκες καθισμένες σε ένα σκαλιστό ντιβάνι. Είναι φτιαγμένες από πηλό.
Η μία ακουμπάει με το ένα της χέρι στο ντιβάνι και με το άλλο σφίγγει το στήθος της, τα χείλη μισάνοιχτα, με μια έκφραση συγκρατημένης οδύνης· η άλλη γέρνει προς το μέρος της, την κοιτάει στα μάτια με στοργή και έγνοια, σχεδόν οι ανάσες τους σμίγουν, μαντεύεις τα δάκρυα. Στις πτυχώσεις του ρούχου τους σώζεται ακόμη μια υπογάλαζη χροιά. Είναι μια σκηνή θρήνου από τη Μύρινα της Μικράς Ασίας, ένα μικρό πήλινο εύρημα της ελληνιστικής περιόδου που ανασύρθηκε πιθανότατα από κάποιον τάφο και ήρθε εδώ από το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο ανήκει.
Από 7 ξένα μουσεία και 21 ελληνικά συλλέχθηκαν προσεκτικά τα εκθέματα αυτής της έκθεσης, που τα συνδέει η έκφραση του βασικού και κύριου υλικού της ανθρώπινης δημιουργίας: τα Αισθήματα.
Αισθήματα ποικίλα, όσα και οι άνθρωποι. Το αίσθημα ενός ανθρώπου που πενθεί, αλλά και το αίσθημα που νιώθουμε όταν βλέπουμε κάποιον να πενθεί. Αισθήματα αρχαία (ο φθόνος, η μήνις, ο ίμερος, η ερωτική λαχτάρα, η ζήλια) που πήραν ανθρώπινη μορφή, πρώτη φορά, στην αρχαία ελληνική τέχνη, έγιναν μέχρι και θεότητες, κι ακόμα ταλαιπωρούν ή θέλγουν τα κοκοράκια με τα γκρι κουστούμια και τον αλαζονικό αέρα στους γύρω δρόμους που πάνε στις δουλειές τους – δεν είμαι σίγουρος αν τους απασχολεί ακριβώς τι είναι έρωτας και πένθος, σίγουρα πάντως φθόνος, οργή και ζήλια ξέρουν καλά τι είναι. Είναι το καύσιμο αυτής της γιγαντιαίας μηχανής.
Είθισται, για λόγους ευγένειας, να λες καλά λόγια για εκείνον που σε κάλεσε. Αλλά εννοώ κάθε λέξη που λέω. Η έκθεση αυτή, προϊόν συνεργασίας ανάμεσα σε τρεις ξεχωριστούς επιστήμονες –τον Άγγελο Χανιώτη, τον Νίκο Καλτσά και τον Γιάννη Μυλωνόπουλο–, σε λίγα μόλις τετραγωνικά κατορθώνει πολλά. Δείχνει πώς πρώτοι οι Έλληνες (οι πρώτες σωζόμενες λέξεις της ελληνικής γραμματείας είναι το ομηρικό Μήνιν άοιδε) μίλησαν για τα αισθήματα ή θέλησαν να τα κινητοποιήσουν στο θυμικό των θεατών μέσα από λέξεις, εικόνες ή κινήσεις του σώματος – το μειδίαμα μιας Κόρης ή το διάπλατο στόμα μιας Μέδουσας με τη γλώσσα έξω και τα δόντια τεταμένα, τη λάγνα κλίση των γοφών ενός Πόθου από πεντελικό μάρμαρο που κατά τη σωκρατική ερμηνεία εκφράζει το αίσθημα μιας ηδονής παλιάς που αποζητάς και πάλι, με το είδος της εγκαρτέρησης που τόσο γνώριμα εξέφρασε κι ο Καβάφης. Δείχνει πώς, βάζοντας μέσα στο ανθρώπινο κορμί πνοή και αίμα, πάθη και αισθήματα, οι Έλληνες αναγκαστικά το έφεραν στα μέτρα τους. Το εξανθρώπισαν – όπως περίπου και τους θεούς τους.
Θα ήταν αδύνατον π.χ., και να 'θελαν, τα μνημειακά αγάλματα της Αιγύπτου να εκφράσουν πόθο, λαχτάρα ή οργή. Θα ήταν γελοία. Είναι εκεί για να προκαλούν δέος, πέρα και πάνω απ' τα ανθρώπινα.
Αλλά οι Έλληνες όλα τα ήθελαν στο μέτρο του ανθρώπου. Γι' αυτό ακόμα συγκινούν. Έτσι, όπως το Κάλλος ήταν γι' αυτούς μια κλίμακα πνευματική (και όχι απλή απόλαυση στο μάτι), έτσι και η αρχαία ελληνική τέχνη δεν ήθελε απλώς να τη θαυμάζεις αλλά να σε αλλάζει μέσα από τα αισθήματα που εκφράζει και ταυτόχρονα σου προκαλεί.
Είχα την τύχη να με ξεναγήσει ο Νίκος Καλτσάς στην έκθεση, ο λαμπρός διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επί 11 χρόνια, ένας άνθρωπος σοβαρός και απροσποίητος, που μιλάει για τα αγάλματα και τις σκηνές των αγγείων σαν να περιγράφει ένα δράμα στο διπλανό διαμέρισμα. Με τη στοχαστική συμπάθεια ενός ανθρώπου που ξέρει, όταν πιάνει ένα μάρμαρο, πόσα άλλα χέρια περαστικά το έχουν αγγίξει, πλησιάζει την κύλικα του Ζωγράφου της Πενθεσίλειας, αυτό το ερυθρόμορφο αριστούργημα της αττικής αγγειογραφίας, χαμηλώνοντας κάπως τη φωνή του. Η κύλικα, η χαμηλή πεπλατυσμένη κούπα απ' όπου έπιναν κρασί, στο πλάι ενός μαύρου ηλικιωμένου φύλακα που μας παρακαλεί να μην την πλησιάζουμε πολύ, δείχνει εξωτερικά μια ομάδα νεαρών πολεμιστών που ετοιμάζονται για μάχη. Αλλά στο εσωτερικό υπάρχει μια πολύ πιο δραματική σκηνή: ο Αχιλλέας σκοτώνει κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου την Πενθεσίλεια, τη βασίλισσα των Αμαζόνων, που πολεμούσε στο πλευρό των Τρώων. Την ύστατη στιγμή, η βασίλισσα, γονατισμένη, πιάνεται απ' τα χέρια του φονιά της και τον κοιτάει με λατρεία στα μάτια, ενώ ο Αχιλλέας, αντιγυρίζοντας το βλέμμα της, νιώθει το πρώτο σκίρτημα ενός έρωτα ανέφικτου, μετανιώνοντας για την πράξη του. Το βλέμμα των ερωτευμένων, χωρισμένο από το ξίφος που μπήγεται στο στήθος, είναι όντως μια κορυφαία στιγμή της αρχαίας ελληνικής τέχνης αλλά και της συγκεκριμένης έκθεσης, καθώς δείχνει μια καραμπόλα αξεδιάλυτων αισθημάτων: έρωτα, πόνο, μετάνοια, πένθος, απαντοχή, λαχτάρα για ζωή...
Στις ομιλίες τους, όλοι είπαν ωραία πράγματα. Η ψυχή του Ιδρύματος, ο Αντώνης Παπαδημητρίου, έβγαλε έναν μεστό λόγο. Η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ομολογώ, με εξέπληξε ευχάριστα – η εικόνα της και τα δελτία Τύπου της την αδικούν, είναι μια σοβαρή κι ευχάριστη παρουσία, με ωραία αγγλικά και γνώση των κανόνων, επίσης διαβασμένη για το θέμα. Ο επιμελητής της έκθεσης Άγγελος Χανιώτης μίλησε με την άνεση, την απλότητα και το χιούμορ εκείνου που κατοικεί μέσα στην επιστήμη του.
|
Αττική ερυθρόμορφη κύλικα με παράσταση του Αχιλλέα που σκοτώνει τη βασίλισσα των Αμαζόνων, Πενθεσίλεια. Αποδίδεται στον Ζωγράφο της Πενθεσίλειας. Γύρω στο 470-460 π.Χ. |
|
Θρήνος για έναν αξιαγάπητο χοίρο, θύμα τροχαίου ατυχήματος. Εικονίζεται τετράτροχη άμαξα με τέσσερις ημίονους σε κίνηση σε επικλινές έδαφος. Επάνω στην άμαξα καλυπτροφόρος οδηγός κρατάει τα ηνία και πίσω του αδιάγνωστο αντικείμενο, ίσως φαλλός. Μπροστά από τις σηκωμένες οπλές των ζώων βρίσκεται ένας όρθιος χοίρος και κάτω από τους τροχούς της άμαξας εικονίζεται ο ίδιος χοίρος στο έδαφος. Το επίγραμμα τον παρουσιάζει να διηγείται την τραγική του ιστορία: «Εγώ, ο Χοίρος, αγαπητός σε όλους, τετράποδος νιoς, είμαι θαμμένος εδώ. Άφησα τη γη της Δαλματίας, όταν με έκαναν δώρο. Πάτησα το Δυρράχιο και πόθησα την Απολλωνία, και με τα πόδια μου γύρισα όλη τη γη, μόνος κι ακαταμάχητος. Τώρα όμως άφησα το φως εξαιτίας της βίας του τροχού. Λαχταρώντας να δω την Ημαθία και το άρμα της φαλλοφορίας, τώρα βρίσκομαι θαμμένος εδώ, χωρίς να έχει φτάσει η ώρα μου να πεθάνω». Αφού προσφέρθηκε ως δώρο ο χοίρος, ξεκίνησε με τον κύριό του την πορεία κατά μήκος της Εγνατίας Οδού από τη Δαλματία προς την Έδεσσα για να συμμετάσχει σε διονυσιακή γιορτή, ίσως για να εκτελέσει ακροβατικά νούμερα. Σε μια κατηφόρα, ο κύριός του φαίνεται ότι έχασε τον έλεγχο της άμαξας, με αποτέλεσμα ο χοίρος, που προπορευόταν, να βρεθεί κάτω από τους τροχούς της και να σκοτωθεί. Με έκδηλη πίκρα και αγάπη ο κύριος του χοίρου τον τίμησε, εγείροντας επιτύμβιο στον τόπο του ατυχήματος. Ελισάβετ Μπεττίνα-Τσιγαρίδα, Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Πέλλας Μαρμάρινο, ενεπίγραφο επιτύμβιο ανάγλυφο, 2ος-3ος αι. μ.Χ. Αρχαιολογικός χώρος Λόγγου Έδεσσας, Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας, AKA 1674 © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Φωτογραφία: Κώστας Ξενικάκης |
|
Σκηνή δεξίωσης-αποχαιρετισμού. Η παράσταση εικονίζει, ακολουθώντας γνωστό αττικό τύπο του 4ου αι. π.Χ., καθιστή σε δίφρο ανδρική μορφή να δεξιώνεται όρθια μπροστά του γυναικεία μορφή. Η νεκρή Αλεξιβώλα, όπως παραδίδει εγχάρακτη επιγραφή στο επάνω μέρος του κυβολίθου, σκύβει προς το μέρος της ανδρικής μορφής και ακουμπά το πηγούνι της με το δεξί χέρι, ενώ η ανδρική μορφή αγκαλιάζει και με τα δύο απλωμένα χέρια της το αριστερό προτεταμένο χέρι της νεκρής. Σε μια σκηνή όπου το τρυφερό άγγιγμα εκφράζει και προβάλλει τη στενή σχέση και τη συγγενική σύνδεση των μορφών, η κλειστή στάση των σωμάτων τους και το σκύψιμο της κεφαλής, τυποποιημένες κινήσεις και χειρονομίες του ύστατου αποχαιρετισμού, αναδίδουν τα συναισθήματα θλίψης και μελαγχολίας που τις διακατέχουν. Αδημοσίευτο. Μνεία στο: Ζαφειρόπουλος 1961, 203-204, πίν. 164. Μάγια Ευσταθίου Μαρμάρινος κυβόλιθος με ανάγλυφη παράσταση, αρχές 3ου αι. π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Θήρας, 321 © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Φωτογραφία: Κώστας Ξενικάκης |
|
Κατάδεσμος εναντίον επαγγελματικού ανταγωνιστή και πιθανώς αντιδίκου. Το κείμενο είναι χαραγμένο από τα δεξιά προς τα αριστερά, αλλά πολλά από τα γράμματα είναι γραμμένα με τη σωστή κατεύθυνση. Στον τελευταίο στίχο το όνομα του θύματος είναι γραμμένο ανάποδα σε σχέση με την υπόλοιπη επιγραφή, ώστε η τύχη του να αντιστραφεί, όπως και τα γράμματα. Με την κατάρα ο Φίλων «δένει» τη γλώσσα, την ψυχή, τα χέρια και τα πόδια του Μικίωνα και εύχεται η γλώσσα του αντιπάλου του να γίνει μολύβι (όπως η πινακίδα) και να τρυπηθεί, τυπική έκφραση για τις κατάρες κατά αντιδίκων. Σε δεύτερο κατάδεσμο ανάλογου περιεχομένου, γραμμένο από τον ίδιο γραφέα, ο Φίλων καταριέται, εκτός από τον Μικίωνα, δύο ακόμα άνδρες και μια γυναίκα. Επειδή οι κατάρες στρέφονται επίσης κατά της περιουσίας και εργασίας των αντιπάλων, το υπόβαθρο ίσως ήταν επαγγελματικός ανταγωνισμός. Ένας τρίτος κατάδεσμος κατά κάποιου Φίλωνα (του ίδιου προσώπου;) ίσως να ήταν παραγγελία ενός από τα θύματά του. Συλλογή Αγγείων και Έργων Μικροτεχνίας και Μεταλλοτεχνίας Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ενεπίγραφη μολύβδινη πινακίδα, 4ος αι. π.Χ. (;), Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Χ7525 © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Φωτογραφία: Κώστας Ξενικάκης |
|
Κεφάλι παιδιού που χαμογελάει. Η ένταση του χαμόγελου που εκφράζεται από το μισάνοιχτο στόμα και το βλέμμα αντανακλά την αθωότητα, την εγκαρδιότητα και τη χαρά του παιδικού προσώπου. Η μικρή κοτσίδα πάνω από το μέτωπο συνηθίζεται σε παραστάσεις αγοριών και κοριτσιών, ιδιαίτερα στο β' μισό του 4ου αι. π.Χ., γι' αυτό και δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη για τη διάκριση του φύλου του παιδιού. Τα αγάλματα παιδιών, η χαρακτηριστικότερη κατηγορία αναθημάτων στο ιερό της Άρτεμης στη Βραυρώνα, αποτελούσαν δώρα ευχαριστίας των γονέων προς τη θεά είτε για την αίσια έκβαση της γέννας είτε για την ανάρρωση των παιδιών μετά από ασθένεια είτε για τη συνεχή επίβλεψη και προστασία τους από την Άρτεμη. Μέσα από το χαμόγελο του παιδιού εκφράζεται αφενός η τρυφερότητα και η ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, αφετέρου η ευγνωμοσύνη προς τη θεά, καθώς με την εύνοιά της τα μεν κορίτσια ανατρέφονταν ώστε να ολοκληρωθούν με τον γάμο και την απόκτηση παιδιών, τα δε αγόρια, μετά την ενηλικίωσή τους, εντάσσονταν ως υπεύθυνοι πολίτες στην κοινωνία, συμβάλλοντας στην εύρυθμη λειτουργία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Κατερίνα Πέτρου - Βασιλική Σκαράκη Κεφάλι από μαρμάρινο αναθηματικό αγαλμάτιο, 325-300 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Βραυρώνας, 1296 © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Φωτογραφία: Κώστας Ξενικάκης |
|
Το ερωτικό αγκάλιασμα της Λήδας με τον Δία. Το ανάγλυφο εικονογραφεί την ερωτική συνεύρεση της Λήδας, βασίλισσας της Σπάρτης, με τον θεό Δία.Ο Δίας, κυριευμένος από έρωτα για την όμορφη θνητή, προκειμένου να την κατακτήσει, πήρε τη μορφή του κύκνου. Με τη βοήθεια της Αφροδίτης, η οποία μεταμορφώθηκε σε αετό που καταδίωκε δήθεν τον κύκνο, κατάφερε να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά της Λήδας. Στη συνέχεια, η Λήδα γέννησε δύο αυγά, από τα οποία γεννήθηκαν η Ελένη της Τροίας και οι αδελφοί της Κάστωρ και Πολυδεύκης. Οι πρωταγωνιστές εικονίζονται σε πλάγια θέση. Ο κύκνος, υπερμεγέθης με απλωμένες φτερούγες, καταλαμβάνει το κέντρο της παράστασης. Η γυμνή Λήδα, σκυμμένη με λυγισμένα γόνατα, δέχεται τον έρωτα του κύκνου που γραπώνεται με τα γαμψά του νύχια από τους μηρούς της, ενώ ένας φτερωτός Έρωτας βοηθάει στην πραγματοποίηση της ένωσης, σπρώχνοντας τον κύκνο με τα χέρια και το δεξί του πόδι. Μαρία Κυρίμη. Μαρμάρινο ανάγλυφο, 1ος-2ος αι. μ.Χ. Από την Κνωσό. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Γ367 © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Φωτογραφία: Κώστας Ξενικάκης |
|
Προχαραγμένα όστρακα κατά του Θεμιστοκλή. Σε πηγάδι στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης απορρίφθηκαν στο πρώτο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. 190 όστρακα με το όνομα του Θεμιστοκλή, κυρίαρχου στην πολιτική σκηνή της Αθήνας για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Τα όστρακα, κυρίως σε βάσεις από κούπες κρασιού, φαίνεται ότι είχαν προετοιμαστεί ομαδικά από μικρό αριθμό χαρακτών και προορίζονταν για διανομή σε αναλφάβητους ή αναποφάσιστους Αθηναίους πολίτες. Στα τέσσερα όστρακα που παρουσιάζονται εδώ το όνομα «Θεμιστοκλής Νικοκλέους» έχει χαραχθεί από 3 ή 4 διαφορετικούς χαράκτες. Για άγνωστο λόγο δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Ο Θεμιστοκλής, ηγέτης των δημοκρατικών, ήταν συχνά υποψήφιος για οστρακισμό τη δεκαετία του 480, αλλά οστρακίστηκε μόλις στο τέλος της δεκαετίας του 470, λόγω των φημών για την υπέρμετρη φιλοδοξία του και των επιλογών του στην εξωτερική πολιτική. Broneer 1938. Βάσεις μελαμβαφούς κύλικας, 487-482 π.Χ., Μουσείο Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, ΑΟ 93, 96, 97, 98. © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Φωτογραφία: Μάριος Teriade Ελευθεριάδης |
Την επόμενη μέρα ένα ήσυχο χιόνι έπεφτε ανάμεσα στους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Στα μικρά παρτέρια και στο Σέντραλ Παρκ το έστρωσε. Πόναγε το κρέας μου απ' το κρύο, αλλά τα στελέχη με προσπερνούσαν ανήμερα, αμέριμνα, χωρίς να καταλαβαίνουνε Χριστό. Όλα είναι δύναμη σε αυτή την πόλη. Κι η έκφραση αυτής της δύναμης έχει απομειωθεί σε μια παντομίμα στοιχειωδών εκφράσεων, που βασικά της αισθήματα είναι το Κερδίζω και το Χάνω. Ειδικά στην εποχή του Τραμπ.
Πόσο πιο πλούσιος, ποικίλος, ποιητικός και όμορφος είναι ο Κόσμος των Ελλήνων στο υπόγειο της έκθεσης. Πόσο πιο μετρημένος, ανθρώπινος και απτός...
Πηγή: Στ. Τσαγκαρουσιάνος, LiFO
Δεν υπάρχουν σχόλια