Η Ιωάννα Παπαντωνίου, η ιδρύτρια του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος μιλάει στο ελculture. Με άσβεστο πάθος για το κοστούμι...
Η Ιωάννα Παπαντωνίου, η ιδρύτρια του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος μιλάει στο ελculture. Με άσβεστο πάθος για το κοστούμι η αειθαλής δημιουργός παρουσιάζει σε μια νέα έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη τη μακρόχρονη σχέση της με τον «ντουλαμά».
Η περίπτωση της Ιωάννας Παπαντωνίου είναι μοναδική. Με άσβεστο πάθος για το κοστούμι η αειθαλής δημιουργός, σκηνογράφος και ιδρύτρια του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, στα 83 της χρόνια, παρουσιάζει στο Μουσείο Μπενάκη τη μακρόχρονη σχέση της με τον ντουλαμά, στην έκθεση που διοργανώνει το μουσείο με τίτλο «Ιωάννα Παπαντωνίου. Ντουλαμάς ο μεγαλοπρεπής. Ένα πανωφόρι αλλιώτικο από τ’ άλλα».
Σκοπός της έκθεσης είναι να παρουσιάσει, ένα ένδυμα που φορέθηκε στα δυτικά Βαλκάνια την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: μια σχέση ερευνητική, η οποία αναδεικνύει τις διαφορετικές τοπικές παραλλαγές του ενδύματος, αλλά κυρίως μια σχέση δημιουργική, εφόσον το ένδυμα αυτό απετέλεσε μια σταθερή πηγή έμπνευσης κατά τη μακρόχρονη πορεία της Ιωάννας Παπαντωνίου στο θέατρο. Δείγματα της δημιουργικής αυτής σχέσης από τη συνεργασία της με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Θεσσαλικό Θέατρο και τη Λυρική Σκηνή θα παρουσιαστούν στην έκθεση.
Η Ιωάννα Παπαντωνίου έξω από την Ακαδημία Αθηνών μετά τη βράβευσή της το 2013 |
Συνάντησα την Ιωάννα Παπαντωνίου στο «Αθηναϊκό» ΠΛΙ, στη οδό Κανάρη 4, στο αρχοντικό σπίτι που οργανώνονται πολλές από τις εκδηλώσεις του Ιδρύματος. Το σπίτι αυτό είναι κυριολεκτικά φτιαγμένο με τα χέρια της, εκεί μετέφερε έπιπλα από το πατρικό της όταν το κληρονόμησε από τη φίλη της μητέρας της Ιωάννα Γεναροπούλου. Το σπίτι ανήκει σήμερα όπως και το σύνολο της περιουσίας της στο Ίδρυμα.
Γεννημένη στην Αθήνα, στην κλινική του Μαγιάκου -εκεί που γένναγαν όλες οι εύπορες κυρίες της Αθήνας-, με ρίζες στο Ναύπλιο και πατρικό στην πλατεία Βικτωρίας, στο οποίο έμενε μέχρι τη δεκαετία του ’90 και πριν όπως λέει η ίδια «η ζωή γίνει εκεί αφόρητη», η Ιωάννα Παπαντωνίου έχασε τον πατέρα της, ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές της βιομηχανίας Κύκνος, στον εμφύλιο με τρόπο τραγικό.
Η Ιωάννα Παπαντωνίου ήθελε να γίνει ενδυματολόγος από τότε που θυμάται τον εαυτό της. “Με έπαιρνε μαζί του ο θείος μου στη Λυρική σκηνή και ήταν το μόνο που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Βλέπαμε οπερέτες είχα δει την εύθυμη χήρα και είχα μείνει άναυδη. Μετά είδα τη νυχτερίδα που τραγουδούσε ο Χορν και είχα μείνει κόκκαλο.Ήταν φυσικά δύσκολο να πείσω τη μητέρα μου και να κάνω τέτοιες σπουδές. Έτσι πήγα μετά το σχολείο στην Αγγλία, σε ένα σχολείο για να γίνω κυρία, εκεί έμαθα αγγλικά και ιππασία. Αυτά έμαθα. Επέστρεψα και παντρεύτηκα στα 21, ως διέξοδο για να φύγω από το σπίτι μου”.
Η Ιωάννα Παπαντωνίου δεν εγκαταλείπει το όνειρό της και φεύγει για να σπουδάσει στην Αγγλία χωρίς προετοιμασία. «Απελπίστηκα, μου τέλειωναν τα χρήματα και πήγα στο Yπουργείο Εσωτερικών της Αγγλίας, είπα την ιστορία μου και μου είπαν ότι υπάρχει ένα σχολείο στο ανατολικό Λονδίνο, που θα μπορούσε να με δεχθεί. Όντως συνέβη, ξεκίνησα τις σπουδές μου και αποφοίτησα και από το Γουίμπλετον με 85%, δεν υπήρχε άλλος φοιτητής που να έχει πάρει μεγαλύτερο βαθμό. Γιατί ήξερα τι ήθελα. Όμως στην Αγγλία δεν έμεινα παρόλο που μου είχαν προτείνει να εργασθώ και παρόλο που στην Ελλάδα είχαμε χούντα και μπορούσα να πάρω πολιτικό άσυλο και παρόλο που αυτά ήταν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Αλλά ήμουν 30 χρονών και είχα στο νου μου να αξιοποιήσω την περιουσία του πατέρα μου και να κάνω αυτό το ίδρυμα».
Ιωάννα Παπαντωνίου-Κάρολος Κουν |
Μάνα Κουράγιο με την Κατίνα Παξινού |
Η Ιωάννα Παπαντωνίου ήταν για χρόνια ενταγμένη στο Λύκειο των Ελληνίδων και εκεί όπως λέει «παρέσυρα τους πάντες να κάνουμε έρευνα για τις ελληνικές φορεσιές, ήμουν εθελόντρια στην ιματιοθήκη. Τότε, για να πάμε στην παραμεθόριο θέλαμε άδεια. Όποιος δεν έχει δει αυτή την Ελλάδα δεν έχει δει τίποτα. Όπου ο χωροφύλακας του χωριού άκουγε λαογραφία και νόμιζε λαοκρατία. Ήμασταν δέκα περίπου άνθρωποι και πηγαίναμε και κάναμε και αυτές τις καταγραφές και σιγά σιγά άρχισε να δουλεύει και το μυαλό μας, γιατί κανένας δεν ήταν εκπαιδευμένος σε αυτή την έρευνα. Κάνοντας αυτές τις επαφές και με τις κουβέντες που κάναμε μετά, αρχίσαμε να βλέπουμε το πράγμα πιο σωστά, να κάνουμε εθνογραφική έρευνα και όλοι όσοι πηγαίναμε τότε σε αυτά τα ταξίδια, στη συνέχεια κάναμε κάτι σε αυτό τον τομέα. Εγώ επιδόθηκα περισσότερα στα ρούχα και σχεδιάσαμε ένα μουσείο ενδυμασίας αυτό που έχει σήμερα το Λύκειο».
Όταν επέστρεψε από την Αγγλία άρχισε να δουλεύει και ως σκηνογράφος. Πήγε με την πτυχιακή της ανά χείρας στον Αλέξη Σολομό, με τον οποίο έκαναν μαζί τον Κοριό του Μαγιακόφσκι, ενώ στο Εθνικό Θέατρο έκανε την πρώτη σκηνογραφική της δουλειά στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος» με την Αρώνη. Το ίδιο καλοκαίρι έκανε το πρώτο της έργο στην Επίδαυρο με τον Κούρκουλο τον Ορέστη. Η Ιωάννα Παπαντωνίου αρνήθηκε τον καλλιτεχνικό «γάμο» που της πρότεινε ο Σολομός και δούλεψε με τον Μινωτή σε παραστάσεις ιστορικές όπως το “Μάνα κουράγιο”, τον “Έμπορο της Βενετίας” και με τον Κουν έκανε το “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας” στην πρώτη τους συνεργασία.
«Αυτό το έργο το λάτρεψα», λέει, «πήγαινα και το έβλεπα κάθε βράδυ. Παραδόξως, για κάποιο περίεργο λόγο, ποτέ δεν κράτησα αρχείο της δουλειάς μου, ούτε μακέτες, τίποτα. Τα μάζευαν οι άλλοι, αν τα μάζευαν. Είχα την πίστη ότι όσο υπάρχει παράσταση υπάρχει και το έργο μου, εμένα αυτό μου αρέσει. Πριν από δεκατρία χρόνια, στα 70 μου έκανα την τελευταία μου σκηνογραφία, τον Κύκλο με την κιμωλία. Ήμουν 70 ετών. Σταμάτησα και να βλέπω θέατρο, έπαθα μια δυο φορές κρίσεις πανικού, είχα πάθει μια άπωση. Έφυγε από τη ζωή μου το θέατρο, δεν το νοσταλγώ».
Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Βασίλειος Παπαντωνίου» ιδρύθηκε το 1974 από την Ιωάννα Παπαντωνίου στη μνήμη του πατέρα της Βασιλείου Παπαντωνίου, με στόχο την καταγραφή, μελέτη, διάσωση και διάδοση του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Οι προσπάθειες της Παπαντωνίου είχαν αρχίσει δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα.
«Είχα κάνει την πρόταση», θυμάται, «όταν ακόμα δεν υπήρχε Υπουργείο Πολιτισμού αυτές ήταν αρμοδιότητες του Υπουργείου Παιδείας. Μεσολάβησε η Κατίνα Παξινού για να προχωρήσει κάπως το θέμα γιατί έστελνες μια επιστολή και για να πάει από το ένα γραφείο στο άλλο περνούσαν τρεις μήνες. Το θέμα του μουσείου το φρόντισε ένας Ναυπλιώτης υπάλληλος στο υπουργείο που δεν θέλησε ποτέ να μάθω το όνομά του. Ανοίξαμε το 1975, με διευθυντή τον Στέλιο Παπαδόπουλο και δεν είχα ακριβώς στο μυαλό μου τι ήθελα να κάνω. Ο Παπαδόπουλος ξεκίνησε τη διαδικασία, πήγε στο Λούβρο, εκπαιδεύτηκε και όταν γύρισε οργάνωσε το μουσείο με υποδειγματικό τρόπο. Αυτός με έμαθε να γράφω και να μιλάω με μόρφωσε, με δίδαξε κυριολεκτικά. Συλλογή και μουσείο, ήταν ο στόχος μας και αγοράσαμε από τον Μαρτίνο τα πρώτα κομμάτια μας. Αν έκανα συλλογή την έκανα χάρη σε αυτόν. Τα πρώτα που αγόρασα ήταν μια φορεσιά Αμαλίας και μια φορεσιά φουστανέλας. Ουδέποτε αγόρασα κάτι από τα χωριά, γιατί θα χάλαγα τη σχέση μου με τους ανθρώπους που έκανα έρευνα».
Σήμερα το ΠΛΙ, όπως το αποκαλεί ο κόσμος, είναι ένα ίδρυμα σταθερά προσανατολισμένο στις αρχές του, κάνει εκθέσεις όχι μόνο για κοστούμια που φορούσαν πριν από έναν αιώνα ή παλαιότερα, αλλά και εκθέσεις για το σύγχρονο ένδυμα. Η Ιωάννα Παπαντωνίου κάνει ακόμα και σήμερα αληθινή σταυροφορία, ώστε να μην παραποιούνται οι παραδοσιακές ενδυμασίες, να διαχωρίζονται τα αυθεντικά από τα αντίγραφα. «Ξέρετε», μας λέει γελώντας, «όσο κι αν δεν το πιστεύετε οι παραδοσιακές φορεσιές έχουν μεγάλη ζήτηση ακόμα και σήμερα».
Το βραβευμένο το 1981 με το European Museum of the Year main Award (EMYA) για την έκθεση του «Παραγωγή, επεξεργασία και εφαρμογή φυσικών υφαντικών υλών», και το 2013 από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά του στον ελληνικό πολιτισμό Ίδρυμα, αριθμεί σήμερα 45.000 αντικείμενα άμεσα συνδεδεμένα με τον λαϊκό και τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Η προσφορά του, όσο και της ιδρύτριάς του, μιας γυναίκας πρωτοπόρου, οραματίστριας και άοκνης είναι διαρκής και ανεκτίμητη. Στο ΠΛΙ έχει δωρηθεί και το σύνολο των συλλογών μόδας του Γιάννη Τσεκλένη, η συλλογή με κούκλες με τοπικές ενδυμασίες της Φανής Καζές, το αρχείο Γιάννη Μέτση και το ιστορικό αρχείο Τάκη Μαύρου.
Πηγή: Αρ. Μποζώνη, ελculture
Δεν υπάρχουν σχόλια