Ο καθηγητής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης μιλάει για τη γοητεία του παρελθόντος, για την αγαπημένη του ...
Ο καθηγητής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης μιλάει για τη γοητεία του παρελθόντος, για την αγαπημένη του Ελεύθερνα και για τους ανθρώπους που τον σημάδεψαν.
Τον συναντώ ένα απόγευμα Σαββάτου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Κάθε εκατοστό του γραφείου του είναι καλυμμένο με έγγραφα και βιβλία παντός είδους. Ο Νίκος Σταμπολίδης μοιάζει σχεδόν να το διασκεδάζει. «Αυτό που βλέπετε δεν είναι τίποτα» λέει γελώντας. «Αν με είχατε επισκεφθεί πριν από έναν μήνα, προτού δηλαδή γίνει και μια εκκαθάριση των εγγράφων από έναν εθελοντή φοιτητή μου, πιθανόν δεν θα μπορούσατε καν να με διακρίνετε. Θα ήμουν ολοκληρωτικά καλυμμένος από χαρτιά».
Πολυάσχολος; Σαφώς. Μια μικρή ματιά στο βιογραφικό του με τις πολλαπλές του ιδιότητες το αποδεικνύει. Γιατί είναι ο αρχαιολόγος που έχει ταυτίσει το όνομά του με τη σπουδαία ανασκαφή στην αρχαία πόλη και στη νεκρόπολη της Ελεύθερνας, αλλά και ο δημιουργός του αρχαιολογικού πάρκου και του μουσείου της. Γιατί είναι ο καθηγητής που με την πολυετή διδασκαλία του στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης έχει διαμορφώσει γενιές αρχαιολόγων. Γιατί είναι ο άνθρωπος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης από το 1996, όταν η Ντόλλη Γουλανδρή τον έπεισε τελικά, έπειτα από τέσσερα χρόνια προσπαθειών, να αναλάβει τη θέση του διευθυντή. Ταυτόχρονα είναι μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και μέλος του ΔΣ του Μουσείου της Ακρόπολης. Είναι επίσης ο Ελληνας που έχει βραβευθεί με τρεις μεγαλόσταυρους: έναν από την Ελληνική Προεδρία, έναν από την Ιταλική Προεδρία και προσφάτως από τη Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία της Ισπανίας. «Ένα 24ωρο αρκεί για όλα αυτά που κάνετε;» τον ρωτώ. «Νομίζω πως ναι. Ίσως κλέβοντας λίγο χρόνο από τον ύπνο. Ληστεύοντας ίσως λίγο χρόνο από παρέες και διασκεδάσεις» απαντά. «Τα τελευταία χρόνια πάντως, όταν συναντώ σοφούς ανθρώπους τούς ρωτώ αν γνωρίζουν πού πωλούν χρόνο για να αγοράσω. Και δυστυχώς απάντηση δεν έχω λάβει…».
Θα ήθελε, λέει, να έχει ασχοληθεί με το μέλλον. Αλλά το μέλλον είναι άδηλο. «Αντίθετα, το παρελθόν είναι το πιο σταθερό στοιχείο που έχουμε» αναφέρει. «Το πιο σταθερό στοιχείο για να διδαχθεί η ανθρωπότητα» προσθέτει. «Και διδάχθηκε;» τον ρωτώ. «Όχι, και αυτό το γεγονός έχει να κάνει με τη φύση του ίδιου του ανθρώπου. Μάλλον, η φύση του δεν του το επιτρέπει, όσο και να προχωρά, να φτάσει στο τέλειο, το θείο».
Ο δάσκαλος
«Ποια από όλες τις ιδιότητές σας σάς κάνει πιο ευτυχισμένο;» τον ρωτώ. Διστάζει. Εξηγεί ότι είναι συγκοινωνούντα δοχεία. «Ίσως η πιο έντιμη από όλες να είναι αυτή του δασκάλου» καταλήγει. «Και δεν εννοώ μέσα στο Πανεπιστήμιο μόνο, στα θρανία. Εννοώ και στην ανασκαφή και στις εκθέσεις του Μουσείου, γιατί εκεί διδάσκεις ένα ευρύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Τέλος, νομίζω, διδάσκεις και με το παράδειγμά σου» αναφέρει. «Και η αρχαιολογία είναι δημόσιο αγαθό. Δεν ανήκει σε κανέναν από εμάς. Ούτε τα αρχαία μάς ανήκουν προσωπικά. Ανήκουν στις απελθούσες και τις επερχόμενες γενιές, στον κόσμο ολόκληρο».
Πρόκειται για έναν χαρισματικό συνομιλητή. Μου διηγείται πως μικρός στα Χανιά, όπου μεγάλωσε, μάζευε τα παιδιά γύρω του και τους έκανε μάθημα. «Ακόμα και οι μεγαλύτεροι με άκουγαν» λέει γελώντας. Η δική του μεγάλη δασκάλα όμως ήταν η μητέρα του. «Κάποια στιγμή μού είπε: «Δεν έχει σημασία αν είσαι ψηλός, αν έχεις σγουρά μαλλιά, αν είσαι όμορφος, αν μιλάς ωραία. Γιατί όλα αυτά δεν είναι χαρίσματα δικά σου. Μπορεί να συντέλεσε στο να τα αποκτήσεις η ερωτική στιγμή που έγινε η σύλληψή σου. Μπορεί να σ’ τα έδωσε η φύση ή ο Θεός, αν θες. Οποιος και να σ’ τα έδωσε όμως, σ’ τα έδωσε για να τα κάνεις χάρισμα στους άλλους. Γιατί μόνο τότε αξίζουν»» καταλήγει επαναλαμβάνοντας συγκινημένος τα λόγια της μητέρας του και συμπληρώνει: «Η μητέρα μου υπήρξε ένας άνθρωπος που με διαμόρφωσε με ελευθερία, αλλά με όρια. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι ένας σωστός άνδρας πρέπει να έχει ένα παιδί, έναν έφηβο και έναν άνδρα μέσα του. Το παιδί για να παίζει και να χαίρεται, τον έφηβο για την ορμή του και για τους έρωτες, τον άνδρα για να κουμαντάρει τους άλλους δύο».
Στην πορεία του όμως συνάντησε και άλλους σπουδαίους δασκάλους, όπως τον Μανόλη Ανδρόνικο και τον Γιώργο Δεσπίνη. Ακόμη κρατάει, όπως διηγείται, τη συστατική επιστολή που του έδωσε ο ανασκαφέας της Βεργίνας όταν έφευγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βόννης στη Γερμανία. «Είναι πλέον σαρακοφαγωμένη από τον χρόνο» λέει. «Θυμάμαι λοιπόν που ο Ανδρόνικος είχε γράψει όλα αυτά που συνήθως μπορεί να γράψει ένας καθηγητής για έναν καλό μαθητή του. Οτι είμαι έξυπνος, καλός και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Στο τέλος όμως είχε προσθέσει και μία φράση διαφορετική: «Αν έπρεπε όμως να διαλέξω έναν μόνο από τους μαθητές μου, θα διάλεγα αυτόν» έγραφε. Και αυτή είναι μια δύσκολη φράση να τη γράψει ένας άνθρωπος όπως ο Ανδρόνικος».
Μνημονεύει λοιπόν συχνά κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας τους δασκάλους του, τους άξιους συναδέλφους του, αλλά και την Ντόλλη Γουλανδρή. «Από το 1992 ήθελε να έρθω στο Μουσείο. Και με έφερε τελικά μία φράση της» εξηγεί. «Όταν μου είπε ότι αυτό το μουσείο θα είναι το βήμα για να μπορέσω να υλοποιήσω τα όνειρά μου. Και είχε δίκιο. Η πρώτη έκθεση για την Ελεύθερνα έγινε εδώ, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, το 1994».
Η ανασκαφή
Στην πρώτη ανασκαφή του πήρε μέρος ενώ ήταν ακόμη μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο. «Η θεία μου είχε ένα σπίτι στο Καστέλι Χανίων και θυμάμαι οι αρχαιολόγοι έσκαβαν δίπλα ακριβώς. Έβγαζαν τα μπάζα και, ξέρετε, καμιά φορά τούς ξέφευγε κάποιο μικρό όστρακο ή ένα κομμάτι αγγείου στο χώμα. Το έβγαζα και τους το έδινα» θυμάται. Βέβαια στο σχολείο οι μισοί καθηγητές του ήθελαν να γίνει δικηγόρος και οι άλλοι μισοί να γίνει ηθοποιός – από τα Χανιά καταγόταν και ο Αλέξης Μινωτής. Οι αδελφές του, πάλι, ήθελαν να γίνει γιατρός, όπως και ο πατέρας τους. Και ο ίδιος, ο μικρότερος από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, ρώτησε τελικά τη μητέρα του. «Να γίνεις αυτό που θέλεις να γίνεις» του είπε. «Αλλά να γίνεις ο καλύτερος. Δηλαδή αν γίνεις παπάς, να γίνεις πατριάρχης. Και αν γίνεις δάσκαλος, να γίνεις καθηγητής στο Πανεπιστήμιο».
«Πώς είναι να φέρνεις στο φως ένα αντικείμενο έπειτα από 3.000 χρόνια;» τον ρωτώ. «Ο αρχαιολόγος μοιάζει με έναν χειρουργό που τέμνει το σώμα της γης σε χώρο και σε χρόνο» εξηγεί. «Ίσως το περιγράφει καλύτερα από όλους ο Σεφέρης στο ποίημα «O βασιλιάς της Ασίνης» με τον στίχο «γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες». Αγγίζουμε δηλαδή με τα δάχτυλά μας την τελευταία αφή ενός ανθρώπου που απόθεσε κάτι σε έναν χώρο».
Διηγείται μια χαρακτηριστική ιστορία. «Ήταν Αύγουστος, θυμάμαι, όταν σκάβαμε στη νεκρόπολη της Ελεύθερνας, πριν από μερικά χρόνια» λέει. «Βρισκόμασταν μπροστά σε έναν ταφικό πίθο. Ενώ συνήθως η ανασκαφή ολοκληρώνεται πιο νωρίς, εκείνη την ημέρα είχα αποφασίσει να συνεχίσω μέχρι τη δύση του ηλίου για λόγους προφανείς (δεν αφήνεις έναν τάφο μισοσκαμμένο). Την ώρα που ανοίγαμε το στόμιο, ο ήλιος έδυε και η τελευταία του ακτίνα φώτισε μετά από 2.700 χρόνια το εσωτερικό του πίθου. Τα κοσμήματα της νεκρής άστραφταν και ταυτόχρονα χτυπούσε η καμπάνα για τις παρακλήσεις στην Παναγία πριν από τον Δεκαπενταύγουστο. Ήταν μια συγκλονιστική σκηνή και σύμπτωση που σε καταλαμβάνει. Θα σας διηγηθώ κάτι. Το 1928 στην Ελεύθερνα είχε καταφθάσει ο σπουδαίος αρχαιολόγος Χάμφρι Πέιν, διευθυντής τότε της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, για να σκάψει. Εφυγε λέγοντας ότι η Ελεύθερνα δεν έχει θησαυρό. Το 1989 συνάντησα στο Λονδίνο τη σύζυγό του, τη σπουδαία κριτικό κινηματογράφου των «Sunday Times», την Ντίλις Πάουελ. Ήταν μια ενενηκοντούτις κυρία με το σκυλάκι της, τον Σπάικ. Της μίλησα για την ανασκαφή στην Ελεύθερνα που είχα ξεκινήσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Μου αποκάλυψε ότι ο Πέιν και εκείνη είχαν επιστρέψει στην Ελεύθερνα το 1931, αλλά μια δυνατή καταιγίδα τούς σταμάτησε. «Σαν να ήθελε το χώμα να σκαφτεί από ελληνικά χέρια και όχι από ξένα» μου είπε με το βρετανικό φλέγμα της».
Η αλήθεια του Ομήρου
Πίσω λοιπόν ξανά στον αρχαιολογικό χώρο και στο Μουσείο της Ελεύθερνας, το πρώτο μουσείο αρχαιολογικού χώρου στην Κρήτη που δημιούργησε ο Νίκος Σταμπολίδης. Σήμερα, πάνω από τρία χρόνια μετά τα εγκαίνιά του, είναι το δεύτερο σε επισκεψιμότητα μουσείο της Κρήτης, δανείζοντας συγχρόνως εκθέματά του στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου (Metropolitan Museum, National Geographic Museum, Louvre-Lens, Musei Capitolini).
Στον χώρο της Ελεύθερνας άλλωστε αναδεικνύεται η αλήθεια του Ομήρου ως προς τα ταφικά έθιμα, η αλήθεια δηλαδή της Ραψωδίας Ψ, με την περιγραφή της ταφικής πυράς του Πατρόκλου και τη σφαγή 12 τρώων αιχμαλώτων από τον Αχιλλέα προς τιμήν του νεκρού. «Ήδη από τον 4ο αιώνα το ομηρικό ζήτημα είχε ξεκινήσει» αναφέρει ο κ. Σταμπολίδης. «Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι η σφαγή των αιχμαλώτων Τρώων μπροστά από την πυρά ήταν μια ποιητική υπερβολή. Το αντίθετο πίστευε ο Αριστοτέλης. Εμείς φέραμε στην Ελεύθερνα στο φως ένα αντίστοιχο τελετουργικό ταφής που ακολουθήθηκε για έναν αριστοκράτη πολεμιστή της περιοχής και περιελάμβανε σφαγή αιχμαλώτου. Το 1993 μάλιστα πραγματοποιήθηκε ένα συνέδριο από την Ολλανδική Αρχαιολογική Σχολή πάνω στο θέμα. Θυμάμαι ένας ξένος καθηγητής με ρώτησε: «Πώς είστε βέβαιος, κύριε Σταμπολίδη, ότι τον σφαγιασμένο άνδρα που βρήκατε μπροστά στην πυρά δεν τον σκότωσαν, για παράδειγμα, πέντε μήνες πριν ή δύο χρόνια αργότερα και άρα δεν συνδέεται με την ταφική πυρά;». «Είχα τύχη αγαθή» του απάντησα. Γιατί τα οστά στη βάση του αυχένα, εκεί που έγινε η τομή για τη σφαγή, είχαν καψαλιστεί από τις φλόγες της ταφικής πυράς του ελευθερναίου πολεμιστή και αυτό αποδεικνύει τη συγχρονικότητα των δύο γεγονότων».
Σπάνιες εκθέσεις
Την ίδια στιγμή ο ίδιος μέσα από ένα δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων έχει καταφέρει να διοργανώσει σπάνιες εκθέσεις στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – όχι μόνο αρχαιολογικές με πανανθρώπινα θέματα, αλλά και της Αναγέννησης, της μοντέρνας τέχνης, καθώς και συνδυασμούς αρχαίας και σύγχρονης τέχνης -, φέρνοντας μάλιστα σπάνια ευρήματα και έργα τέχνης στους χώρους του, τα οποία δεν έχουν βγει ποτέ από τα μουσεία των χωρών όπου αυτά φυλάσσονται. «Το πρόσωπο είναι σπαθί» λέει κοιτώντας την εικόνα της περίφημης Κυρίας της Ωξέρ, η οποία βρίσκεται τοποθετημένη πάνω από το τζάκι του γραφείου του. «Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ εκτός Λούβρου. Με τον διευθυντή του μουσείου όμως, τον Ζαν-Λικ Μαρτινέζ, είμαστε φίλοι από παλιά. Οταν βρήκα την Κόρη της Ελεύθερνας το 1987, έτυχε να περάσει από την Κρήτη. Με ρώτησε αν τη συνδέω με την Κυρία της Ωξέρ. Του απάντησα καταφατικά. Με ρώτησε: «Μπορώ να το γράψω;». Το να ζητήσεις από έναν αρχαιολόγο να δημοσιεύσεις εσύ κάτι πριν από εκείνον που το ανακάλυψε είναι casus belli. Eγώ τότε όμως του απάντησα ότι μπορεί να το κάνει. Δεν το ξέχασε ποτέ. Το 2004 μάς δάνεισε την Κυρία της Ωξέρ».
Ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα ότι μια μέρα τα κλεμμένα Γλυπτά του Παρθενώνα θα επιστρέψουν. «Αλίμονο αν δεν το πίστευα» λέει εμφατικά. «Έγιναν λάθη στη διεκδίκησή τους όλα αυτά τα χρόνια;» τον ρωτώ. «Εσείς τι λέτε; Οτι δεν έγιναν;» απαντά επιστρέφοντάς μου το ερώτημα.
Τον τελευταίο καιρό το όνομά του ακούγεται έντονα για τη θέση του διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης. «Πρόκειται για μια παλιά ιστορία» εξηγεί. «Ακούστε, όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το Μουσείο της Ακρόπολης το 2008 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ένα οργανόγραμμα που όριζε ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας πρόεδρος, ένα ΔΣ, ένας γενικός διευθυντής, οι διευθυντές, οι τμηματάρχες… Το θέμα του γενικού διευθυντή δεν προχώρησε ποτέ γιατί είχε να κάνει με τα νομικά προσκόμματα του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης, που πλέον πέρυσι καταργήθηκε, αλλά και σε έναν βαθμό θεωρώ πως σχετίζεται και με το γεγονός ότι ο πρόεδρος του Μουσείου, ο καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλής – ο οποίος έχει δώσει μεγάλες και δύσκολες μάχες για αυτό -, όντας και ο ίδιος αρχαιολόγος, θεώρησε ότι μπορεί να το προχωρήσει και μόνος του πολύ καλά, χωρίς διευθυντή. Και πράγματι τα πήγε εξαιρετικά και περίφημα. Αν εκείνος λοιπόν θεωρεί ότι πλέον το Μουσείο χρειάζεται και έναν γενικό διευθυντή, είναι αρκετά έξυπνος και ικανός να το πράξει, φυσικά πάντα σε συνεννόηση με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου».
Την ίδια στιγμή ο ίδιος πρεσβεύει ότι εφόσον το θέμα προχωρήσει, όπως και αναμένεται να συμβεί, ο ορθότερος δρόμος για την επιλογή του διευθυντή του Μουσείου είναι μέσω διαγωνισμού και όχι με απευθείας διορισμό. «Προσωπικά, ένας απευθείας διορισμός δεν με ενδιαφέρει» ξεκαθαρίζει. «Και σας λέω ότι εφόσον και εάν εκδοθεί μια τέτοια προκήρυξη για διαγωνισμό, θα δω ποια είναι τα κριτήρια, θα εξετάσω όλες τις σχετικές παραμέτρους, και τότε και μόνο τότε θα δω αν θα λάβω μέρος».
Λίγο προτού κλείσει η κουβέντα μας, τον ρωτώ αν εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε κοινά στοιχεία με τους αρχαίους ημών προγόνους. Χαμογελάει. «Ναι. Ζηλεύουμε, φθονούμε. Συμπεριφερόμαστε ως προς τον νόμο πολλές φορές όπως και αυτοί. Για παράδειγμα, έχουμε δει σε ανασκαφές έπειτα από έναν σεισμό να χτίζουν σε σταθερό έδαφος σε πλακόστρωτο δρόμο, παίρνοντας δηλαδή κομμάτι από τον δημόσιο χώρο. Είμαστε, νομίζω, και το ίδιο δύσπιστοι. Για να μιλήσουμε τώρα πιο σοβαρά, για εμένα τελικά σημασία έχει η φράση του Ισοκράτη «καλούνται Έλληνες οι της ημετέρας παιδεύσεως μετέχοντες». Ένας Κινέζος δηλαδή μπορεί να είναι πολύ περισσότερο Έλληνας και ένας Έλληνας μπορεί να είναι και καμιά φορά Εφιάλτης».
Πηγή: Ε. Βαρδάκη, Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια