Η έρευνα του Κωνσταντίνου Χιούτη ρίχνει φως στη φυγάδευση πολύτιμων κειμηλίων από την Αθωνική Πολιτεία το 1822. «Διά του συναδέλφου ημών κυρ...
Η έρευνα του Κωνσταντίνου Χιούτη ρίχνει φως στη φυγάδευση πολύτιμων κειμηλίων από την Αθωνική Πολιτεία το 1822.
«Διά του συναδέλφου ημών κυρίου Γερασίμου επί εθνικού πλοίου, ελάβομεν ανελιπώς όσα Ιερά σκεύη και κειμήλια ενεχείρησε προς αυτόν εν Υδρα κύριος Ν. Χρυσόγελος ο επί των εκκλησιαστικών ευλαβέστερος γραμματεύς της θεοκυβερνήτου κυβερνήσεως της Ελλάδος […]».
Η ευχαριστήρια επιστολή της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου του Αγίου Ορους προς τον κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια έφερε ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 1830. Γράφτηκε εν μέσω πανηγυρισμών και συγκίνησης μετά την υποδοχή του πλοίου «Λεωνίδας» στη Χερσόνησο του Αθω. Το βρίκι με καπετάνιο τον Δ. Ορλόφ είχε σαλπάρει από την Υδρα και η ιερή αποστολή του στέφθηκε με επιτυχία. Στα αμπάρια του είχε φορτωμένα κειμήλια και ιερά σκεύη για να τα παραδώσει στα ιερά καθιδρύματα οκτώ χρόνια μετά τη φυγάδευσή τους σε ασφαλείς προορισμούς του ελληνικού Νότου.
Ανάμεσά τους, τα «Δώρα των Μάγων» της Μονής Αγίου Παύλου, η «Χρυσή λεμονιά» όπως αποκαλούν στο Αγιον Ορος την επτάφωτη λυχνία με 30 επιχρυσωμένα λεμόνια –δώρο των κατοίκων της Μόσχας στη Μονή Ιβήρων–, το «Τίμιο Ξύλο» της Ξηροποτάμου μαζί με δεκάδες άλλα κειμήλια και ιερά σκεύη που απομακρύνθηκαν από την Αθωνική Πολιτεία στα χρόνια της Επανάστασης, είτε για να συνδράμουν στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας είτε για να γλιτώσουν από τις λεηλασίες του οθωμανικού στρατού.
Διακόσια χρόνια έχουν περάσει από τη μυστική φυγάδευση θησαυρών της Αθωνικής Πολιτείας (1822), αλλά η επιχείρηση της διάσωσής τους ήρθε με λεπτομέρειες πρόσφατα στο φως από τον ερευνητή Κωνσταντίνο Χιούτη. Η έρευνά του παρουσιάστηκε στο 11ο Διεθνές Συνέδριο της Αγιορειτικής Εστίας Θεσσαλονίκης, όπου οι επιστήμονες σκιαγράφησαν τη δυσμενή θέση στην οποία βρέθηκε το «Αγιον Ορος στα χρόνια της Επανάστασης» μετά το ατυχές κίνημα των Φιλικών στη Χαλκιδική.
Οι Αγιορείτες πλήρωσαν ακριβά την προσχώρησή τους στο κίνημα του Εμμανουήλ Παπά, ανέφερε ο ιστορικός Κρίτων Χρυσοχοΐδης συνοψίζοντας την εικόνα του Ορους στα δύσκολα χρόνια του 1821. Τα τουρκικά στρατεύματα που είχαν εγκατασταθεί με την ατυχή έκβαση της επανάστασης στη Χαλκιδική, απομυζούσαν τις μοναστικές περιουσίες με έκτακτους και διπλάσιους τακτικούς φόρους.
Οι δανειστές κερδοσκοπούσαν, τα μετόχια της Χαλκιδικής υπέστησαν βαριές ζημιές και η είσπραξη των εσόδων από τα προσοδοφόρα μετόχια της Μολδαβίας διακόπηκε τουλάχιστον για μία πενταετία. Τα χρέη διογκώθηκαν, πολλοί μοναχοί εγκατέλειψαν το Ορος και οι ελάχιστοι που είχαν απομείνει αναγκάστηκαν να εκποιήσουν μεγάλο αριθμό κειμηλίων, αν και τα πολυτιμότερα από αυτά φυγαδεύτηκαν στα νησιά της επαναστατημένης Ελλάδας.
«Παρότι οι Αγιορείτες συνθηκολόγησαν με τον Μεχμέτ Εμίν πασά και επίσημα μετά την πτώση του επαναστατικού μετώπου στην Κασσάνδρα, οι μονές δεν ένιωσαν ασφαλείς απέναντι στην κρατική εξουσία. Γι’ αυτό, από πολύ νωρίς, από τον Φεβρουάριο του 1822, μοναχοί άρχισαν να αναχωρούν από τη χερσόνησο φυγαδεύοντας ιερά κειμήλια και σκεύη στον Νότο πριν αυτά κινδυνεύσουν να περάσουν στην κατοχή Οθωμανών στρατιωτών που είχαν εγκατασταθεί στις Μονές», σημειώνει ο κ. Χιούτης.
Για τη διάσωση των κειμηλίων, εξηγεί, οι μοναχοί ακoλούθησαν δύο πρακτικές. Η πρώτη να φυγαδεύσουν τους θησαυρούς εκτός Αγίου Ορους και η δεύτερη να κρύψουν τα αντικείμενα μέσα στα κτιριακά συγκροτήματα των μονών ή σε δασώδεις περιοχές της Χερσονήσου. «Η δεύτερη επιλογή όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις αποδείχθηκε μοιραία. Στη Μονή Δοχειαρίου, για παράδειγμα, Οθωμανοί στρατιώτες εντόπισαν την κρυψώνα έπειτα από βασανισμούς μοναχών».
Αν και για ορισμένα καθιδρύματα δεν προέκυψε έως τώρα τεκμηριωτικό υλικό για την τύχη των κειμηλίων τους στα χρόνια της Επανάστασης, διασωθέντα έγγραφα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους αποδεικνύουν ότι οκτώ μονές (Ιβήρων, Ξηροποτάμου, Αγίου Παύλου, Σιμωνόπετρα, Καρακάλλου, Γρηγορίου, Ρωσικού και Εσφιγμένου) προώθησαν μυστικά τα κειμήλιά τους σε περιοχές του Νότου.
Οι επιχειρήσεις φυγάδευσης, σύμφωνα με την έρευνα, πραγματοποιήθηκαν είτε με μεμονωμένες είτε με μαζικές αποστολές. Από τις σωζόμενες καταγραφές της Υδρας και από την αλληλογραφία της εποχής φαίνεται ότι δεκάδες αντικείμενα (λείψανα αγίων, κειμήλια ιερατικά άμφια, εκκλησιαστικά βιβλία, κανδήλες, αρτοφόρια, εξαπτέρυγα, δισκοπότηρα, σταυροί αγιασμού και λιτανείας, εικόνες, καμπάνες, θυμιατά, πετραχήλια, εγκόλπια, λειτουργικά σκεύη ακόμη και ρουχισμός) συσκευασμένα σε μπαούλα, σεντούκια και δέματα φορτώθηκαν στα καΐκια που χρησιμοποιούσαν τα μοναστήρια για τις μεταφορές των γεωργικών προϊόντων από τα μετόχια.
Πρώτος σταθμός ήταν η Σκόπελος, όπου ορισμένες μονές ασφάλισαν εκεί τα πολύτιμα αντικείμενά τους. Κάποια μοναστήρια επέλεξαν τα μετόχια τους στον Νότο (Β. Σποράδες και Πελοπόννησο), οι περισσότερες όμως ακολούθησαν πιο οργανωμένη διαδικασία. Εμπιστεύτηκαν την ειδική επιτροπή της Διοίκησης που μετέβη στη Σκόπελο το 1822 για την καταλογογράφηση, την παραλαβή, τη μεταφορά και τη φύλαξη των κειμηλίων στην Υδρα ως ισχυρό παράγοντα στο Αιγαίο.
Παρά το ρευστό και αβέβαιο κλίμα της επαναστατημένης Ελλάδας, «η επιλογή της Υδρας αποδείχθηκε η πιο ασφαλής», λέει ο κ. Χιούτης. «Κειμήλια και ιερά σκεύη τα οποία ανέλαβαν να διαφυλάξουν μεμονωμένοι μοναχοί οι οποίοι κατέφυγαν στον Νότο, δεν είχαν την ίδια τύχη», αναφέρει ο κ. Χιούτης. «Αγνωστος αριθμός αντικειμένων πέρασε στην κατοχή ιδιωτών από τους οποίους οι μονές τα διεκδικούσαν μεταγενέστερα άλλοτε επιτυχώς, άλλοτε όχι».
Οι θησαυροί παρέμειναν εκτός Αγίου Ορους καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους οι Αγιορείτες ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την επιστροφή των κειμηλίων τους. Τον Αύγουστο του 1830 αξιωματούχοι της κυβέρνησης μετέβησαν στην Υδρα και παρουσία προκρίτων και απεσταλμένων των μονών άνοιξαν τα κιβώτια. Ακολούθησε νέα καταγραφή, για να διαπιστωθούν οι ελλείψεις σε σχέση με τους καταλόγους του 1822.
Τα περισσότερα από τα αντικείμενα που είχαν φυγαδευτεί πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Παραμένει ωστόσο άγνωστο πόσα και ποια αργυρά σκεύη εξαργυρώθηκαν για να ενισχύσουν τον Αγώνα. Το σίγουρο είναι ότι από τον κατάλογο της Μονής Ιβήρων ένα από τα αντικείμενα που δεν θυσιάστηκε υπέρ της πατρίδας, ήταν η αργυρεπίχρυση λεμονιά, από τα ωραιότερα κειμήλια του Αγίου Ορους.
«Φυτεμένη» σε μια αργυρή γλάστρα με 30 επιχρυσωμένα λεμόνια κοσμεί μια επτάφωτη λυχνία. Στη βάση της έμμετρη επιγραφή στα ελληνικά και ρωσικά, με ημερομηνία 1η Απριλίου 1818, μας πληροφορεί ότι ήταν δώρο του αρχιμανδρίτη Κυρίλλου από τους κατοίκους της Μόσχας στην Ιερά Μονή Ιβήρων.
Οι προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι όταν η επτάφωτη λυχνία επέστρεψε στο μοναστήρι, από το επίχρυσο δένδρο έλειπαν δύο λεμόνια. «Ωρίμασαν και έπεσαν», απάντησε στους πατέρες ο Γ. Κουντουριώτης. Οι γραπτές πηγές ωστόσο μαρτυρούν τον ιερό σκοπό.
Η «Λεμονιά», γράφει ο Γεράσιμος Σμυρνάκης στο βιβλίο του «Αγιον Ορος» (1903), ήταν ένα από τα χρυσά και αργυρά κειμήλια που πρόσφερε, εκτός από χρηματική βοήθεια, η Μονή Ιβήρων για τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 με σκοπό το λιώσιμό τους και τη χρησιμοποίησή τους για αγορά πολεμοφοδίων. Το συγκεκριμένο έργο τέχνης δεν καταστράφηκε. Ο Γ. Κουντουριώτης το επέστρεψε στην αγιορείτικη μονή «διά να καίει», όπως δήλωσε, «υπέρ του έθνους έμπροσθεν της Παναγίας (Πορταΐτισσας)».
Πηγή: Γ. Μυρτσιώτη, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια