Ο Άγιος Γεώργιος γύρω στο 1840, λεπτομέρεια από υδατογραφία του James Skene (από την έκδοση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, J. Sken...
Ο Άγιος Γεώργιος γύρω στο 1840, λεπτομέρεια από υδατογραφία του James Skene (από την έκδοση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, J. Skene, Μνημεία & τοπία της Ελλάδος, 1838-1845, Αθήνα 1985). |
Το πιο παραγνωρισμένο από τα αρχαιολογικής σημασίας μνημεία του Αμαρουσίου είναι αναμφίβολα η μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο κοιμητήριο της πόλης. Κάτω από την απλοϊκή, σε πρώτη ματιά, εμφάνισή της, τις νεότερες εικόνες και τον σύγχρονο εξοπλισμό, κρύβεται ένα κτήριο απροσδιόριστης ηλικίας, το οποίο ακολουθεί έναν σπάνιο αρχιτεκτονικό τύπο. Δυστυχώς, η ίδρυσή του καλύπτεται από πλήρες σκοτάδι και τα στοιχεία εκείνα που θα μας βοηθούσαν να φωτίσουμε, έστω έμμεσα, την ιστορία του, έχουν οριστικά χαθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα άγνωστα ευρήματα της εκ βάθρων ανακαίνισής του που πραγματοποιήθηκε το 1928, τα οποία παρουσιάζουμε στο κείμενο που ακολουθεί.
Έρευνα – Κείμενο: Γιώργος Πάλλης, Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ |
Οι πρώτες μαρτυρίες για τον ναό και η αρχιτεκτονική του
Ο Άγιος Γεώργιος εμφανίζεται πρώτη φορά στο προσκήνιο της τοπικής ιστορίας το 1828, σε πωλητήριο συμβόλαιο όπου αναφέρεται ένας ομώνυμος ναός στη θέση «Μοναχό Δέντρο». Λίγα χρόνια αργότερα τον απεικόνισε σε μια υδατογραφία του ο Σκωτσέζος James Skene, πατέρας του James Henry Skene, ιδιοκτήτη τότε ενός μεγάλου μέρους του μετέπειτα κτήματος Συγγρού. Την ερημιά του τοπίου γύρω από τον ναό, όπως το αποτύπωσε ο Skene, διέκοπτε μόνον το μεγάλο πεύκο που υψωνόταν δίπλα του, στο οποίο ίσως οφειλόταν η ονομασία «Μοναχό Δέντρο».
Τίποτε δεν είναι γνωστό για τους συντελεστές και την αφορμή της οικοδόμησης του Αγίου Γεωργίου. Το αρχιτεκτονικό του σχέδιο ακολουθεί τον τύπο του λεγόμενου σταυρεπίστεγου ναού, στον οποίο η λιθόκτιστη καμάρα που στεγάζει τον ορθογώνιο χώρο διακόπτεται από μια δεύτερη, που τοποθετείται ψηλότερα και κάθετα προς την πρώτη και εξέχει στα πλάγια, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένας νοητός σταυρός. Ο τύπος αυτός εμφανίστηκε πρώτη φορά κατά τον 13ο αιώνα -το παλαιότερο ακριβώς χρονολογημένο παράδειγμά του είναι η Αγία Τριάδα στο Κρανίδι, του 1245- και διαδόθηκε στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια, μέχρι τον 17ο-18ο αιώνα.
Στην Αττική οι σταυρεπίστεγοι ναοί είναι λιγοστοί, με κοντινότερο παράδειγμα την Παναγία Ξυδού στην Κηφισιά, που κτίστηκε μάλλον την εποχή της Λατινοκρατίας στην περιοχή (1204-1456). Παραμένει ασαφές πότε ανεγέρθηκε ο Άγιος Γεώργιος στο Μαρούσι: δεν σώζει καμία επιγραφή, ούτε τοιχογραφίες που να βοηθούν στον προσδιορισμό της ηλικίας του. Το επίχρισμα που σκεπάζει τους τοίχους του, εξωτερικά και εσωτερικά, εμποδίζει την παρατήρηση του υλικού και του τρόπου κατασκευής τους, που ίσως παρείχαν κάποια στοιχεία. Μόνον ένα αρχαίο ανθέμιο ήταν άλλοτε ορατό επάνω από το παράθυρο του ιερού βήματος – ένδειξη ότι στο κτίσιμό του είχε χρησιμοποιηθεί και αρχαίο υλικό. Δυστυχώς, στην τελευταία επισκευή του 1928, καλύφθηκε με επιχρίσματα.
Οι ιστορικοί της βυζαντινής αρχιτεκτονικής που έχουν αναφερθεί στον ναό μέχρι σήμερα, τον έχουν κατατάξει στα μνημεία της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας, χωρίς να επιχειρήσουν μια πιο συγκεκριμένη χρονολόγηση – προφανώς ελλείψει σχετικών τεκμηρίων. Η σημασία του ήταν ωστόσο διαπιστωμένη από νωρίς, γι’ αυτό και ήδη από το 1923 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο του κράτους, με βασιλικό διάταγμα.
Τα ευρήματα της ανακαίνισης του 1928
Η κήρυξη του ναού σε διατηρητέο μνημείο το 1923, δεν εμπόδισε την ανακαίνισή του με λάθος τρόπο, λίγα χρόνια αργότερα. Ο Άγιος Γεώργιος αποτελούσε πλέον την εκκλησία του νέου κοιμητηρίου της Κοινότητος Αμαρουσίου, κατόπιν σχετικής δωρεάς του τελευταίου ιδιοκτήτη του, Αθανασίου Γ. Πάλλη. Ήταν το 1927, όταν ο καπνοβιομήχανος Νικόλαος Μαργαρίτης αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την εκ βάθρων ανακαίνισή του, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σκόκου. Ο Μαργαρίτης είχε χάσει τον μικρό γιό του, ο πολυτελής τάφος του οποίου δεσπόζει μέχρι σήμερα στα δεξιά του εισερχόμενου στο νεκροταφείο. Η ανακαίνιση του ναού αποτελούσε δωρεά στη μνήμη του.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ενέκρινε τα σχέδια του Σκόκου και ανέθεσε την επίβλεψη των εργασιών στον φιλόλογο Χρήστο Ηλιόπουλο, που εκτελούσε τότε χρέη άμισθου εκπροσώπου της («έκτακτου επιμελητή») στη βορειοανατολική Αττική. Ο Ηλιόπουλος είχε επιτύχει πριν από λίγα χρόνια την αναστύλωση της ερειπωμένης Νεραντζιώτισσας και ήταν επίσης πρόεδρος του πρώτου Συνδέσμου των Αθμονέων. Παράλληλα, αρθρογραφούσε τακτικά στην εβδομαδιαία εφημερίδα “Kηφισσιά”, που κάλυπτε την επικαιρότητα της Κηφισιάς, του Αμαρουσίου, του Χαλανδρίου και του Ηρακλείου. Μια σειρά δημοσιευμάτων του εκεί, συνιστούν τη μόνη πηγή για τις εργασίες που έγιναν στον Άγιο Γεώργιο και όσα αυτές έφεραν στο φως.
Η ανακαίνιση αναγγέλθηκε στο φύλλο 133 της 18ης Δεκεμβρίου 1927 της “Kηφισσιάς”, με εκτενές ανυπόγραφο σημείωμα, το οποίο όμως πρέπει να συνέταξε ο ίδιος ο Ηλιόπουλος. Οι εργασίες ξεκίνησαν στις αρχές του 1928 και σύντομα απέδωσαν σημαντικά ευρήματα. Σύμφωνα με επόμενο σημείωμα του Ηλιόπουλου στην “Kηφισσιά”, στο φύλλο 139 της 29ης Ιανουαρίου, η αφαίρεση των παλαιών επιχρισμάτων αποκάλυψε, εκτός από πολλές και επικίνδυνες ρωγμές, τα εξής:
α) «ότι ο ναός ήτο πλήρης αγιογραφιών άλλοτε, αίτινες απεσβέσθησαν υπό της κατηραμένης συνηθείας του ασβεστοχρίσματος»·
β) «ότι υπήρχον προς τα άνω δύο παράθυρα αντιμέτωπα»·
γ) «ότι η εξώθυρα ήτο μεγάλη θολωτή (τρίθολη) επί δύο κιόνων στηριζομένη»·
δ) «ότι ο ναός ούτος όπως και πάντες οι άλλοι ηγέρθη επί των βάσεων αρχαιοτέρου τοιούτου»·
ε) «ότι διά τον φόβον πτώσεως εκ της μη επιμελούς κτίσεως κατεσκευάσθη εσωτερικώς μία αψίς, κατά εκατόν έτη μεταγενεστέρα, προς υποστήριξιν του προς Α μεγάλου θόλου».
Τα ευρήματα αυτά ήταν όντως σπουδαία και κρίσιμα για τη χρονολόγηση του μνημείου – ιδίως η ύπαρξη τοιχογραφιών και η διαμόρφωση της πρόσοψης. Δυστυχώς, ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτά είναι η παραπάνω σύντομη και προβληματική περιγραφή του Ηλιόπουλου, ο οποίος ήταν ένας φιλόλογος δίχως αρχαιολογική κατάρτιση και ασκούσε τα καθήκοντά του με ζήλο μεν, αλλά ερασιτεχνικά. Για όσα περιγράφει, δεν έχει σωθεί άλλο κείμενο, ούτε φωτογραφία ή σχέδιο.
Η ύπαρξη τοιχογραφιών είναι αναμενόμενη για έναν σταυρεπίστεγο ναό του μεγέθους του Αγίου Γεωργίου – οι περισσότερες εκκλησίες αυτού του τύπου είναι συνήθως τοιχογραφημένες. Ο χρόνος που φιλοτεχνήθηκαν θα μείνει όμως άγνωστος για πάντα, καθώς ο ναός επιχρίστηκε εκ νέου εσωτερικά και ό,τι σωζόταν από τη ζωγραφική του, χάθηκε.
Η «τρίθολη» διαμόρφωση της εισόδου, αποτελούμενη προφανώς από δύο κίονες που στήριζαν τόξα, υποδεικνύει ότι η πρόσοψη είχε ιδιαίτερα επιμελημένη αρχιτεκτονική διαμόρφωση, η οποία πιθανότατα αναγόταν σε πρώιμους χρόνους – στην περίοδο της Λατινοκρατίας ή ως τον 16ο αιώνα το αργότερο. Η διαμόρφωση αυτή σπανίζει ανάμεσα στους σωζόμενους σταυρεπίστεγους ναούς και υποδεικνύει ότι ο Άγιος Γεώργιος δεν κτίστηκε ως ένα απλό εξωκκλήσι της υπαίθρου, αλλά πιθανότατα ήταν το καθολικό μιας μικρής μονής. Το γεγονός δε ότι το τρίτοξο άνοιγμα τοιχίστηκε κατόπιν, δείχνει ότι το κτίσμα είχε μακρά χρήση και δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις. Δυστυχώς, το σπάνιο αυτό στοιχείο δεν διατηρήθηκε:
«Την ωραίαν και μεγαλοπρεπή εξώθυραν την τρίθολον, ήτις ήτο κεκαλυμμένη κτισθείσα, επιμόνως προσεπάθησεν ο κ. Ηλιόπουλος να διατηρήση επαναφέρων εις την αρχικήν της όψιν, πλην τούτου τεχνικώς μη δυνατού όντως, κατά τον κ. Σκόκον, μη αναλαμβάνοντος ευθύνην, εγκαταλήφθη η ιδέα και ο πόθος της επανορθώσεως», αναφέρει η “Kηφισσιά”. Δεν γνωρίζουμε αν ο τοίχος επιδιορθώθηκε διατηρώντας στο εσωτερικό του τους κίονες και τα τόξα. Ακόμα και αν έγινε έτσι, το 1953 κατεδαφίστηκε για να επεκταθεί ο ναός, οπότε η καταστροφή της μνημειακής πρόσοψης είναι ολοκληρωτική.
Όσο για τα άλλα γραφόμενα του Ηλιόπουλου, η πληροφορία ότι ο ναός «ηγέρθη επί των βάσεων αρχαιοτέρου τοιούτου», δεν συνοδεύεται από καμία απόδειξη ή διευκρίνιση, ώστε να μην μπορούμε καν να υποθέσουμε τί ήταν αυτό που τον οδήγησε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα.
Οι μετέπειτα επεμβάσεις
Ο ανακαινισμένος Άγιος Γεώργιος εγκαινιάστηκε με επισημότητα στις στις 25 Μαΐου 1928 από τον τότε επίσκοπο Σταυρουπόλεως Θεόκλητο, μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1957-1962). Με την εξαίρεση του αρχιτεκτονικού του τύπου, κατά τ’ άλλα έμοιαζε πλέον να είναι νεόδμητος, με τα διακοσμητικά σχέδια στα επιχρίσματα, τα νέα μεγάλα παράθυρα και τον ξύλινο νάρθηκα στη δυτική πλευρά. Το εσωτερικό απέκτησε εντελώς νεωτερική εμφάνιση, με νέο τέμπλο και αξιόλογης τέχνης εικόνες, που διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Το αρχαίο ανθέμιο που βρισκόταν εντοιχισμένο επάνω από το παράθυρο του ιερού ως το 2004. |
Το 1953, ο ξύλινος νάρθηκας έδωσε τη θέση του σε μια κτιστή προσθήκη, με την οποία το κτήριο επεκτάθηκε προς τα δυτικά, αφού κατεδαφίστηκε ο τοίχος της πρόσοψής του. Με την επέμβαση αυτή, χάθηκε για πάντα ό,τι τυχόν απέμενε από τα πολύ σπουδαία ευρήματα των εργασιών του 1928 στο ίδιο σημείο.
Η νέα ανακαίνιση του Αγίου Γεωργίου το 2004, διατήρησε τη μορφή που πήρε το μνημείο το 1928, η οποία δεν παρουσιάζει κάτι το οποίο να χρήζει προστασίας – και πολλά μάλιστα από τα διακοσμητικά σχέδια των επιχρισμάτων της εποχής εκείνης δεν αναπαρήχθησαν με τον ίδιο τρόπο. Δυστυχώς η επέμβαση αυτή ήταν μια χαμένη ευκαιρία, αφενός για να αποκατασταθεί η εξωτερική έστω εμφάνιση του κτηρίου στην αρχική του μορφή, αφετέρου για να διαφωτιστεί με αυτόν τον τρόπο η ιστορία του. Αντίστοιχη ευκαιρία, θα αργήσει πολύ να δοθεί. Έκτοτε, αν και παραμένει πάντα προστατευόμενο μνημείο, ο ναός έχει υποβαθμιστεί περαιτέρω, λόγω των αναγκών που εξυπηρετεί σε καθημερινή βάση ως κοιμητηριακή εκκλησία. Ένα μεγάλο υπόστεγο, τα πλαστικά πάνελ και οι άστοχοι χρωματισμοί, στερούν ακόμη περισσότερο από τον σπουδαίο αλλά άτυχο Άγιο Γεώργιο, την ιστορική του ταυτότητα και τη σημασία του.
Πηγή: Γ. Πάλλης, Αμαρυσία
Δεν υπάρχουν σχόλια