Στις 2 Δεκεμβρίου 1977 έφυγε από τη ζωή, συνεπεία καρδιακής προσβολής, ο διαπρεπής αρχαιολόγος Δημήτρης Θεοχάρης, σε ηλικία μόλις 58 ετών. Ο...
Στις 2 Δεκεμβρίου 1977 έφυγε από τη ζωή, συνεπεία καρδιακής προσβολής, ο διαπρεπής αρχαιολόγος Δημήτρης Θεοχάρης, σε ηλικία μόλις 58 ετών.
Ο Θεοχάρης, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1919 (οι γονείς του κατάγονταν από τη Σκύρο), φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε το πτυχίο του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας το 1948.
Αφού εργάστηκε στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς, της Βραυρώνας και του Αγίου Κοσμά, εισήλθε κατόπιν διαγωνισμού στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, το 1950.
Υπηρέτησε ως επιμελητής αρχαιοτήτων στην Αττική (1950-1954) στην Εύβοια (1955) και στη Θεσσαλία (1956-1961), όπου συνέχισε να υπηρετεί και ως έφορος (έως το 1973).
Μετεκπαιδεύτηκε επί δύο έτη στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία.
Το 1968 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ με τη διατριβή του «Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας».
Το 1973 εξελέγη καθηγητής Γενικής Ιστορίας της Τέχνης του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης και το 1975 καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Μέσα στο πλαίσιο των λοιπών δραστηριοτήτων του (συμμετοχή σε επιστημονικά σωματεία και εταιρείες, διαλέξεις, ανακοινώσεις, επιστημονικές δημοσιεύσεις, αρθρογραφία κ.ά.), αξιοσημείωτη υπήρξε η ενασχόληση του Θεοχάρη με τη συλλογή λαογραφικού υλικού στις περιοχές όπου πραγματοποιούσε ανασκαφές (προπάντων στο Σέσκλο και στη Σκύρο).
Η ανασκαφική και ερευνητική δραστηριότητα του Θεοχάρη εντοπίζεται στην Αττική, στην Εύβοια, στη Σκύρο, στη Θεσσαλία (κορυφαίο έργο του, η ανασκαφή του Σέσκλου) και στη Βόρεια Ελλάδα.
Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από το θάνατο του Θεοχάρη, το 1987, είχε πραγματοποιηθεί στο Βόλο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία.
Στο εν λόγω συνέδριο, το οποίο είχε αφιερωθεί στη μνήμη του αξέχαστου δασκάλου και πρωτοπόρου μελετητή της προϊστορίας, είχαν περιληφθεί –πέραν των δεκάδων ανακοινώσεων– ομιλίες που αφορούσαν την προσωπική ζωή, το επιστημονικό έργο, τη σκέψη και τους προβληματισμούς του Θεοχάρη, ώστε να καταστεί ευρύτερα και καλύτερα γνωστή η προσωπικότητα του εκλιπόντος.
Όσα ακολουθούν είναι αποσπάσματα από την ομιλία που είχε εκφωνήσει ο αείμνηστος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Γεώργιος Χουρμουζιάδης (1932-2013), ο ανασκαφέας του Δισπηλιού Καστοριάς (η ομιλία του έφερε τον τίτλο «Θεοχάρης ο πρωτοπόρος»):
Ω το Λεβέντη του Μεσολογγιού μας
τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής
και να μετρώ και να ’ναι ο Τάκη-Πλούμας
τριάντα τρία χρόνια μες στη γης…
Επιτρέψτε μου, Κυρίες και Κύριοι, ν’ αρχίσω την ομιλία μου αυτή σε ένα επιστημονικό συνέδριο με τους στίχους ενός παραδοσιακού ποιητή. Κι αυτό δεν το κάνω, γιατί, όταν μιλάς για έναν νεκρό, αισθάνεσαι βαρύ το συναίσθημα και πιεστική τη συγκίνηση. Ούτε πάλι διάλεξα ν’ αρχίσω με τους στίχους ενός ποιητή, γιατί ξέρω πως είναι πιο βαρύ το συναίσθημα και πιο πιεστική η συγκίνηση, όταν νεκρός για τον οποίο μιλάς ήταν κάποτε δάσκαλος πολύτιμος και ανεκτίμητος φίλος. Διάλεξα ν’ αρχίσω με τους στίχους ενός ποιητή, γιατί τον Θεοχάρη τον έδεναν με την Αρχαιολογία δεσμοί ποιητικοί. Έρχονταν στιγμές, και ήταν πολλές αυτές οι στιγμές, που αναχωρούσε, για να κλειστεί στο αγαπημένο του Σέσκλο, και να μείνει εκεί μονάχος απέναντι στην προσωπική του έμπνευση. Μονάχος απέναντι στον ψίθυρο των αρχαιολογικών πραγμάτων, που για τον αξέχαστο ερευνητή δεν ήταν ακατάληπτος και άναρθρος. Ο ψίθυρος αυτός ήταν λόγος συγκεκριμένος, ήταν ομολογία των πραγμάτων ιστορική. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεοχάρης κατόρθωνε αναχωρώντας να είναι παρών. Γιατί αυτές οι αναχωρήσεις του δεν ήτανε σιωπές, ήτανε χείμαρρος λόγου. Ούτε ήτανε φυγές φόβου, ήτανε στην ουσία τους ασκήσεις σπάνιας τόλμης μπροστά στη μοναξιά και στον επερχόμενο θάνατο, που τον τελευταίο καιρό τον υποπτευόταν. Του ανήκουν λοιπόν οι στίχοι του ποιητή, όχι γιατί μόνο με την ποίηση μπορείς να εγκωμιάσεις ή απλά να θρηνήσεις πιο θερμά αυτούς που αγαπούσες και έφυγαν ξαφνικά. Αλλά γιατί η ποίηση είναι δικαίωμα και κατάκτηση που πραγματώνεται μέσα στη σχέση της έρευνας. Μια σχέση ερωτική με το «άλλο», το οποιοδήποτε «άλλο». Και ο Θεοχάρης ήταν ένας κατεξοχήν ερωτικός αρχαιολόγος.
Η ουσιαστική αρχαιολογική δράση του Θεοχάρη αρχίζει με την ανασκαφή στο Σέσκλο. Είναι μια δράση που δεν ορίζεται ως ένα τυπικό χρονικό ευρηματολογικών εντυπώσεων. Της λείπουν και οι λαμπαδοφορίες και τα κρουστά επινίκια. Γι’ αυτό ορίζεται μόνο και αποκλειστικά ως επίπονη αναζήτηση της ουσίας ευτελών και μηδαμινών πραγμάτων, που συνιστούν, στην έσχατη ανάλυσή τους, το πικρό κουκούτσι της ιστορίας. Ορίζεται ακόμη ως επίπονη προσπάθεια για τη διατύπωση μιας ερμηνείας. Ο Θεοχάρης, με άλλα λόγια, δεν ήταν ο εξειδικευμένος συλλέκτης αρχαιολογικών ευρημάτων. Ήταν όμως μέσα στην ηρεμία της φυγής και της σιωπής του ο πρώτος. […]
[…] Η θεωρία του Θεοχάρη δεν πήρε ποτέ την τελική της μορφή. Δεν απέκτησε ποτέ τη δική της αυτονομία. Έμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή ένας ευέλικτος, μαλακός ιστός στο γραπτό και τον προφορικό του λόγο. Ήταν εξάλλου το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Θεοχάρη αυτή η ευελιξία που τη χρησιμοποιούσε πότε για να μη σε πληγώσει και πότε για να μην τον πληγώσεις εσύ. Έτσι έμεινε η θεωρία αυτή, που ποτέ δεν διατυπώθηκε ολοκληρωμένη, να διαποτίζει το έργο του και να το εμπλουτίζει με μια αδιατάρακτη δυναμική, που δυστυχώς δεν έζησε ο ίδιος να την αξιοποιήσει. Το ότι όμως ο Θεοχάρης δεν πρόλαβε ή δε θέλησε να διατυπώσει σε αυτοτελή μορφή όλες τις θεωρητικές του θέσεις για τα ερμηνευτικά προβλήματα της προϊστορίας, αυτό δε σημαίνει πως αυτές οι θέσεις δεν είχαν πάρει και τη μορφή μιας πρότασης. Όχι. Ο Θεοχάρης χρησιμοποίησε πολλές φορές τις θέσεις του αυτές, για να προτείνει με αρκετή καθαρότητα έναν άλλον τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Έναν τρόπο απαλλαγμένο από τη μηχανιστική πρακτικότητα μιας σειράς θεωριών, που ήταν σε θέση να βγάζουν από το ερμηνευτικό αδιέξοδο την αρχαιολογική έρευνα, δεν κατόρθωναν όμως να ξεφύγουν από τη συμβατικότητα των προτάσεών τους, που δεν μπορούσε να αντιστοιχεί με την αντικειμενική γνώση.
[…]
Μέσα στο έργο του Θεοχάρη υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα που τον αναδείχνουν ως τον πρώτο εκφραστή της «Νέας Αρχαιολογίας» στην Ελλάδα. Συνδυάζει την πίστη στην αποδεικτικότητα των εμπειρικών δεδομένων με την πίστη στην πολιτιστική δύναμη της ανάγκης, ως λειτουργικού πυρήνα. Δέχεται τη συστημική σχέση των πραγμάτων μέσα στο προϊστορικό υλικό. Πιστεύει στην παρεμβατική σημασία του περιβάλλοντος και τονίζει την ανάγκη για τη διεπιστημονική συνεργασία. Αυτά όμως είναι και τα θεμέλια της «Νέας Αρχαιολογίας». Είναι αλήθεια πως ο Θεοχάρης δε μιλούσε ποτέ γι’ αυτήν. Δεν την είχε γνωρίσει, όπως αυτή είχε διατυπωθεί στην καθαρή θεωρητική μορφή της από τα πρώτα άρθρα του Binford και των άλλων εκπροσώπων της αμερικάνικης Αρχαιολογίας. Έτσι, εμείς οι άλλοι, που ήρθαμε ύστερα από αυτόν και αποφασίσαμε να κάνουμε μια συστηματική ανακοίνωση και διάδοση των θεωρητικών απόψεων της «Νέας Αρχαιολογίας» και να διατυπώσουμε την ελληνική παραλλαγή της, δυστυχώς δεν τον έχουμε ανάμεσά μας. Μιλούμε όμως πολύ συχνά γι’ αυτόν. Θέλουμε να τον μιμηθούμε. Ποτέ όμως δεν ξεχνούμε και ούτε θα το ξεχάσουμε πως όλοι εμείς και όλοι οι άλλοι ύστερα από μας θα είναι οι δεύτεροι. Αυτός ήταν ο πρωτοπόρος.
*Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει το παρόν άρθρο, καθώς και τα αποσπάσματα της ομιλίας του Χουρμουζιάδη, προέρχονται από τον τόμο των Πρακτικών του προαναφερθέντος συνεδρίου εις μνήμην του Δημήτρη Θεοχάρη («Διεθνές συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη», έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1992).
Πηγή: Β. Στεργιόπουλος, in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια