Ο Λέων της Χαιρώνειας, 1913. [Hodder and Stoughton, London, 1913]. Artist Unknown. Η πρώτη αντίδραση μπροστά στα ημερολόγια και τις επιστολέ...
Ο Λέων της Χαιρώνειας, 1913. [Hodder and Stoughton, London, 1913]. Artist Unknown. |
Η πρώτη αντίδραση μπροστά στα ημερολόγια και τις επιστολές του Παναγιώτη Σταματάκη που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της έκθεσης του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης «Χαιρώνεια, 2 Αυγούστου 338 π.Χ.: Μια μέρα που άλλαξε τον κόσμο», είναι μία σχετική αμηχανία.
Μπορεί η επική Μάχη της Χαιρώνειας που έφερε αντιμέτωπους τον στρατό των Μακεδόνων με αυτόν των συμμαχικών ελληνικών πόλεων (κυρίως τον Ιερό Λόχο της Θήβας και τον στρατό της Αθήνας) και την ίδια στιγμή τον Μέγα Αλέξανδρο στο προσκήνιο, να είναι σε όλους μας λίγο έως πολύ γνωστή, το όνομα Παναγιώτης Σταματάκης ωστόσο, παραμένει άγνωστο. Όπως και η μορφή του -δεν υπάρχει καμία απεικόνιση του.
Και μπορεί η έκθεση με τις 240 αρχαιότητες και τα ιστορικά τεκμήρια -πολλά εκ των οποίων εκτίθενται για πρώτη φορά- να εκκινεί με τους τρεις διάσημους πρωταγωνιστές, τον Φίλιππο, τον Δημοσθένη και τον 18χρονο Αλέξανδρο που ηγήθηκε του μακεδονικού ιππικού, και να καταλήγει με ένα απολαυστικό διόραμα της μάχης της Χαιρώνειας με 800 χειροποίητες φιγούρες playmobil, όμως μπροστά στο αφιερωμένο στον ίδιον τμήμα της έκθεσης, το ερώτημα επιμένει: Ποιος είναι ο Παναγιώτης Σταματάκης, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα κάνει ανασκαφές στο Πολυάνδριο των Θηβαίων Ιερολοχιτών που έπεσαν στη μάχη της Χαιρώνειας, όπου βρέθηκαν 254 σκελετοί ενταφιασμένων πολεμιστών, μαζί με τα προσωπικά τους αντικείμενα; Και για ποιόν λόγο ο σημαντικός αυτός «άγνωστος» χαρακτηρίζεται πρωτοπόρος;
Ημερολόγια και επιστολές του Παναγιώτη Σταματάκη. [Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου με τίτλο «Χαιρώνεια, Αύγουστος 338 π.Χ.: Μια σύνοψη του ζητήματος» (28 Φεβρουαρίου -1η Μαρτίου), που διοργανώνεται από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη και την Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, η HuffPost απευθύνθηκε στην αρχαιολόγο, προϊσταμένη Διεύθυνσης Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, Μαρία-Ξένη Γαρέζου, αναζητώντας πληροφορίες για την προσωπικότητα και το έργο του Παναγιώτη Σταματάκη.
Με αφορμή την ομιλία της στο συνέδριο, η οποία επικεντρώνεται στον Παναγιώτη Σταματάκη, η κυρία Γαρέζου σκιαγραφεί -σε μία συναρπαστική αφήγηση- το πορτρέτο του «άοκνου ανιχνευτή και λάτρη των αρχαιοτήτων», όπως τον χαρακτήριζε ο Τύπος της εποχής, ενός ανθρώπου ο οποίος υπήρξε «λιτός στον προσωπικό του βίο, ανθεκτικός στις κακουχίες που συνεπάγονταν τα συνεχή ταξίδια με τα μεταφορικά μέσα της εποχής» και που εκτός όλων των άλλων ερευνών (ακόμη και στην Ακρόπολη της Αθήνας), επόπτευσε τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν «σώζοντας πολλά από τα ευρήματα από τη βέβαιη καταστροφή».
[Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
[Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
- Ποιός ήταν ο Παναγιώτης Σταματάκης; Ήταν όντως «αυτοδίδακτος αρχαιολόγος»; Και εάν ναι, πώς ανέλαβε σύμβουλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας;
Ο Παναγιώτης Σταματάκης γεννήθηκε και έζησε σε μια περίοδο κατά την οποία διαμορφώθηκε η νεότερη Ελλάδα. Λάκων στην καταγωγή, από τη Βαρβίτσα του Πάρνωνα, έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ορεινό αυτό χωριό και στη συνέχεια με υποτροφία και πολλές στερήσεις τελείωσε το Βασιλικό Γυμνάσιο, το πρώτο Γυμνάσιο της Αθήνας, γύρω στα 1855.
Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τον βίο του, αλλά το 1863 τον βρίσκουμε να υπηρετεί ως γραφέας-βοηθός του Γενικού Εφόρου των Αρχαιοτήτων στο Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, όπου υπαγόταν η ολιγομελέστατη Αρχαιολογική Υπηρεσία. Μην φανταστείτε τα σημερινά Υπουργεία με τους πολλούς Δημόσιους υπαλλήλους. Τότε, οι υπάλληλοι ήταν λιγοστοί και όσοι είχαν απολυτήριο Γυμνασίου θεωρούνταν- και ήταν- μορφωμένοι.
Ο Σταματάκης, ωστόσο, πρέπει να είχε φοιτήσει και στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, καθώς αργότερα, όταν διορίζεται Έφορος Πελοποννήσου από τον Γεώργιο Α΄ το 1875, στο σχετικό διάταγμα αναφέρεται ως «απόφοιτος του ημετέρου Πανεπιστημίου». Καθώς μέχρι σήμερα δεν έχουμε εντοπίσει στοιχεία για ενδεχόμενες σπουδές του Σταματάκη στην αρχαιολογία, έχει επικρατήσει- και από μια άποψη δεν είναι λάθος- ο χαρακτηρισμός του ως «αυτοδίδακτου αρχαιολόγου».
Στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ο Σταματάκης θα διοριστεί το 1866 και θα εξακολουθήσει να εργάζεται ασταμάτητα, ανεβαίνοντας χάρη στην ακεραιότητα, την αφοσίωση και την αποτελεσματικότητά του όλα τα σκαλιά της ιεραρχίας και φθάνοντας στο βαθμό του Γενικού Εφόρου των Αρχαιοτήτων λίγους μήνες πριν τον θάνατό του από ελονοσία το 1885.
Στο διάστημα αυτό θα οργώσει κυριολεκτικά ολόκληρη τη χώρα με σκοπό να διασώσει τις αρχαιότητες από την άγνοια των κατοίκων που τις χρησιμοποιούσαν ως οικοδομικό υλικό, αλλά και τη μάστιγα της αρχαιοκαπηλίας. Πολλές τις αγόραζε για λογαριασμό είτε του κράτους είτε της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας που ήταν από το 1837 ο κύριος αρωγός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην προστασία των αρχαιοτήτων, καθώς, όπως γνωρίζουμε, οι πόροι ήταν πάντοτε περιορισμένοι σε σχέση με τις ανάγκες.
Ο ίδιος χρησιμοποίησε όλα τα νόμιμα μέσα για να επιτύχει το ύψιστο γι αυτόν καθήκον, τη σωτηρία και διαφύλαξη, δηλαδή, των κειμηλίων του έθνους. Και αυτό διότι για τον Σταματάκη και τους φωτισμένους σύγχρονους του, η αποκάλυψη, αποκατάσταση και προστασία των αρχαίων μνημείων, αποτελούσε «εθνική υπόθεση». Συνδέονταν δηλαδή τα αρχαία μνημεία άμεσα με τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.
[Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
Για να σώσει τις αρχαιότητες ο Σταματάκης εφαρμόζει άλλοτε την πειθώ, άλλοτε την επιβολή. «Άοκνος ανιχνευτής και λάτρις των αρχαιοτήτων», όπως τον χαρακτηρίζει ο Τύπος της εποχής και του οποίου είναι «πασίγνωστη η σπανία αφοσίωσις στο έργο του και η τιμιότης», δεν διστάζει να συγκρουστεί τόσο με τους κατοίκους, τις τοπικές αρχές και τους διάφορους πολιτικοοικονομικούς «παράγοντες» όσο και την ίδια την ιεραρχία στο Υπουργείο, όταν κρίνει ότι το δημόσιο συμφέρον το επιβάλλει.
Ανυποχώρητος σε κάθε είδους εξωγενείς πιέσεις, λιτός στον προσωπικό του βίο, ανθεκτικός στις κακουχίες που συνεπάγονταν τα συνεχή ταξίδια με τα μεταφορικά μέσα της εποχής και η διαβίωση στους απομακρυσμένους τόπους, όπου τον οδηγούσε το υπηρεσιακό του καθήκον και οι αρχαιολογικές έρευνες. Σκεφθείτε ποιά ήταν η Ελλάδα αυτών των χρόνων, μόλις τριάντα, σαράντα ή ακόμη και πενήντα χρόνια μετά την Επανάσταση.
Την περιγράφουν άλλωστε γλαφυρά οι ξένοι περιηγητές: δρόμοι υπήρχαν ελάχιστοι, τα ταξίδια διαρκούσαν μέρες, η ύπαιθρος είχε καταστραφεί, ο πληθυσμός, στην πλειονότητά του φτωχός και αμόρφωτος, υπέφερε από διάφορες ασθένειες, οι υποδομές ήσαν στοιχειώδεις. Ενδεικτικά, στον περιηγητικό οδηγό Βάιδεκερ του 1900 διαβάζουμε ότι για το ταξίδι από την Αθήνα στη Θήβα, μέσω Κιθαιρώνος ή Φυλής με άμαξες ή άλογα, απαιτούνταν οκτώ με εννέα ώρες!
[Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
Στο περιβάλλον αυτό που σας περιέγραψα, ο Σταματάκης κατορθώνει να δημιουργήσει τις πρώτες αρχαιολογικές συλλογές, να ιδρύσει το πρώτο Περιφερειακό Μουσείο της Ελλάδας στη Σπάρτη, να πραγματοποιήσει σπουδαίες ανασκαφές στις Μυκήνες, τα Σπάτα και το Μενίδι, οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στην αποκάλυψη του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Ίσως δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό ότι τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στις Μυκήνες, επόπτευσε ο Παναγιώτης Σταματάκης, σώζοντας πολλά από τα ευρήματα από τη βέβαιη καταστροφή, καθώς ο Σλήμαν έδιδε σημασία μόνον στα πολύτιμα και εντυπωσιακά αντικείμενα, αγνοώντας σε πολλές περιπτώσεις την υστερότερη κεραμεική, παραβλέποντας ολόκληρες ιστορικές περιόδους και νεότερα αρχαιολογικά στρώματα, που θεωρούσε ότι δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Αντίθετα, ο Σταματάκης κατέγραφε μεθοδικά τα πάντα και είναι αυτός που έλεγχε ξανά τα χώματα και τα μπάζα της ανασκαφής που απομάκρυνε ο Σλήμαν για να διασώσει ακόμη και το πιο μικρό και ταπεινό τεκμήριο.
Στη Βοιωτία, από τη δεκαετία του 1870 ο Σταματάκης ερεύνησε συστηματικά εκτός από τη Χαιρώνεια, τις Πλαταιές, τη Θήβα, τη Λιβαδειά, τον Ορχομενό, τις Θεσπιές και τα γειτονικά Λεύκτρα και βεβαίως την Τανάγρα.
Αλλά επίσης, μην ξεχνάμε ότι ο Σταματάκης ήταν αυτός που ξεκίνησε τη μεγάλη ανασκαφή της Αθηναϊκής Ακρόπολης, την οποία συνέχισε και ανέπτυξε ο Παναγής Καββαδίας.
Σε ό,τι αφορά στη σχέση του Παναγιώτη Σταματάκη με την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, αυτή ήταν μάλλον αμφίθυμη. Από το 1871 και κάποιο διάστημα εργάστηκε και ως «απόστολος», απεσταλμένος δηλαδή της Εταιρείας ιδίως σε περιοχές εκτός Αθηνών στις οποίες η τυμβωρυχία και η αρχαιοκαπηλία παρουσίαζαν έξαρση, προκειμένου να καταγράψει και να περισυλέξει αρχαιότητες, κυρίως λίθινες επιγραφές και γλυπτά.
Ο ίδιος υπήρξε και μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, αλλά τα οικονομικά του μέσα ήταν τόσο πενιχρά, που γνωρίζουμε από σχετικές μαρτυρίες ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορούσε να καταβάλει την ετήσια συνδρομή των μελών. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι τα μέλη του Συμβουλίου, ο καθένας για δικούς του λόγους, τον υποτιμούσαν, αν και δέχονταν ευχαρίστως τις αναφορές του σχετικά με τον εντοπισμό νέων επιγραφών, τις οποίες μάλιστα δημοσίευαν στα επιστημονικά περιοδικά με τη δική τους υπογραφή. Ταυτόχρονα, πρέπει και να τον «φοβούνταν», καθώς τους έφερε προ των ευθυνών τους απέναντι στην πιεστική πραγματικότητα που ο ίδιος μέσα από την καθημερινή του δράση στην επαρχία αντιλαμβανόταν διαφορετικά από τους λόγιους αστούς των Αθηνών. Αλλά και από πλευράς του Σταματάκη, από όσο μπορούμε να καταλάβουμε από τα κατάλοιπά του, τα αισθήματα δεν ήταν ιδιαίτερα θερμά. Ενδεικτικός είναι και ο μάλλον τυπικός επικήδειος που εκφώνησε στην κηδεία του Σταματάκη ο Στέφανος Κουμανούδης, για πολλά χρόνια Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας και στενός του συνεργάτης.
[Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
Πάντως, σήμερα στο Αρχείο της Αρχαιολογικής Εταιρείας διασώζονται πολύτιμα τεκμήρια σχετικά με τη συνεργασία της με τον Σταματάκη, τα οποία συμπληρώνουν αυτά που φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού. Ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Βασίλειος Πετράκος, δημοσίευσε μάλιστα πρόσφατα τη μεγάλη δίτομη βιογραφία του Σταματάκη, όπου αξιοποιεί υλικό προερχόμενο και από τα δύο Αρχεία.
O Σταματάκης βρέθηκε στη Βοιωτία κατ’ αρχάς προσπαθώντας να περισώσει τις αρχαιότητες από την αρχαιοκαπηλία -οι ανασκαφές του στο Πολυάνδριο των Θηβαίων Ιερολοχιτών που έπεσαν στη μάχη της Χαιρώνειας, άρχισαν λίγα χρόνια αργότερα.
Εξ όσων γνωρίζουμε σήμερα, ο Σταματάκης πρωτοπήγε ως υπάλληλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Βοιωτία γύρω στο 1868. Έκτοτε, και ολόκληρη τη δεκαετία του 1870 έως το 1880 που ανέσκαψε τη Χαιρώνεια, πραγματοποίησε πολλές περιοδείες, όπως προανέφερα, για τον εντοπισμό, την καταγραφή και την περισυλλογή αρχαιοτήτων, προκειμένου να περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν από την αρχαιοκαπηλία, η οποία ήταν πράγματι εξαιρετικά διαδεδομένη εκείνα τα χρόνια στην περιοχή. Ειδικότερα στα αρχαία νεκροταφεία της Τανάγρας δρούσαν οργανωμένα συνεργεία, με διασυνδέσεις στην Αθήνα και το εξωτερικό, όπου πουλούσαν τις περίφημες «Ταναγραίες», τα χρωματισμένα πήλινα ειδώλια γυναικών, που είχαν γίνει μόδα και ως εκ τούτου είχαν ιδιαίτερη ζήτηση, τόση ώστε να κατασκευάζονται ακόμη και πλαστά. Ο Σταματάκης πήγε εκεί το 1874 προκειμένου να ελέγξει επιτόπου την κατάσταση. Όμως, η σύγκρουσή του με τους αρχαιοκάπηλους και τους προστάτες τους εξελίχθηκε σε ένοπλη και αναγκάσθηκε να ζητήσει φρουρά! Στη συνέχεια, καθώς εκτιμούσε ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Εταιρεία δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το φαινόμενο, υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία δεν έγινε, ευτυχώς, δεκτή.
Η ανασκαφή πάλι στο Πολυάνδριο της Χαιρώνειας εντάσσεται σε άλλο πλαίσιο: δεν ξεκίνησε ως σωστική έρευνα, αλλά πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της αναστήλωσης του Λέοντα, που είχε τοποθετηθεί κατά τους αρχαίους χρόνους ως «σήμα». Στους νεότερους χρόνους, το βάθρο του είχε γκρεμισθεί και το λιοντάρι είχε σχεδόν θαφτεί στο χώμα. Λόγω της ιστορικής σημασίας του μνημείου, αλλά και του γεγονότος ότι αυτό είχε αποκτήσει μια νέα διάσταση ως σύμβολο της αναγεννημένης Ελλάδας, η αναστήλωσή του υπήρξε για πολλά χρόνια πάγια επιδίωξη της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Ο Λέων της Χαιρώνειας. [Credit: Ευθύμης Θεοδόσης] |
Όλες αυτές τις πληροφορίες, τις αντλούμε σήμερα από τις σωζόμενες υπηρεσιακές αναφορές και την υπηρεσιακή αλληλογραφία του Σταματάκη με τον προϊστάμενό του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Παναγιώτη Ευστρατιάδη και το Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η σημασία των τεκμηρίων αυτών είναι μεγάλη, διότι μέσα από αυτά μπορούμε να ανασυνθέσουμε σε σημαντικό βαθμό την ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή και να συμπληρώσουμε σήμερα τις γνώσεις μας για τα μνημεία με στοιχεία που στην αντίθετη περίπτωση θα είχαν χαθεί.
- Πώς υποδέχτηκε τότε η επιστημονική κοινότητα τα αποτελέσματα της ανασκαφής του στο Πολυάνδριο;
Η ανασκαφή της Χαιρώνειας και το μοναδικό από κάθε άποψη εύρημα, που γρήγορα ταυτίστηκε από τον ανασκαφέα με τους νεκρούς Ιερολοχίτες προξένησε μεγάλη εντύπωση, καθώς ακριβώς συνδέθηκε με ένα σπουδαίο γεγονός για την εξέλιξη του αρχαίου κόσμου, αλλά και μια συγκινητική ιστορία αυτοθυσίας των Θηβαίων πολεμιστών για την πατρίδα και τα ιδανικά τους. Γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα στον Τύπο της εποχής, ελληνικό και ξένο και φυσικά δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες και στην επιστημονική κοινότητα, η οποία, ωστόσο, μάταια περίμενε την επιστημονική δημοσίευση των αποτελεσμάτων. Και αυτό διότι, ο Σταματάκης πέθανε λίγα χρόνια μετά την ανακάλυψη, ακόμη νέος, περίπου πενήντα χρονών. Έτσι, τα αποτελέσματα της ανασκαφής έμειναν ουσιαστικά αδημοσίευτα, παρά τις αναφορές στον Τύπο μετά τον θάνατο του Σταματάκη για την πρόθεση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να δημοσιευθούν τα ημερολόγιά του.
[Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
[Credit: Πάρις Ταβιτιάν, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης] |
Άλλωστε, τα κατάλοιπα του Σταματάκη γνώρισαν πολλές περιπέτειες. Αρχικά τα κράτησαν οι κληρονόμοι του, η αδελφή του και ο γαμπρός του, γεωργός στο χωριό Σκούρα, κοντά στη Σπάρτη, καθώς ο Σταματάκης δεν είχε κάνει οικογένεια.
Τα διεκδίκησε όμως δικαστικά το Υπουργείο δεδομένου ότι περιείχαν υπηρεσιακά έγγραφα και πολύτιμες σημειώσεις για το σύνολο των υπηρεσιακών αποστολών του Σταματάκη. Κατέληξαν στο Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δίχως ωστόσο να αναζητηθούν και πολύ περισσότερο να τύχουν κάποιας επεξεργασίας για την αξιοποίηση τους, μολονότι σε αυτά συμπυκνώνεται όχι μόνον η δράση του Σταματάκη, αλλά οι αρχαιολογικές έρευνες πεδίου και το έργο της προστασίας των μνημείων που πραγματοποιήθηκε στην επικράτεια από την Υπηρεσία για χρονικό διάστημα περίπου είκοσι ετών. Αντίθετα, παρέμειναν «σφραγισμένα», όπως μαρτυρούν οι πηγές, σε «σάκκο», ο οποίος αποσφραγίστηκε δέκα χρόνια αργότερα, μόλις το 1895. Πάντως, ούτε και στη συνέχεια φαίνεται να αξιοποιήθηκε το συγκεκριμένο υλικό, παρά το γεγονός ότι η έρευνα της Βοιωτίας συνεχίστηκε από σπουδαίους Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους.
Η μάχη και το εύρημα της Χαιρώνειας, ωστόσο, πάντοτε προσήλκυαν το ενδιαφέρον των ειδικών. Μετά τη δημιουργία της αρμόδιας Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 πραγματοποιήθηκε και η αναδιοργάνωση του Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από τον επίτιμο Διευθυντή Αρχαιοτήτων Πάντο Πάντο και στη συνέχεια η μεταφορά του σε κτήριο στην οδό Ψαρομηλίγκου 22, στον Κεραμεικό. Έκτοτε, τα αρχειακά τεκμήρια κατέστησαν προσβάσιμα σε όλους ανεξαιρέτως- και το τονίζω αυτό διότι δεν συμβαίνει πάντοτε σε άλλα Αρχεία- τους ενδιαφερόμενους μελετητές, Έλληνες και ξένους. Το 2014, τα Ημερολόγια εκτέθηκαν στο κοινό, σε έκθεση στους χώρους του Αρχείου, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της συναδέλφου Έλενας Κουντούρη, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα. Έτσι, στάθηκε δυνατόν να μελετηθούν και να δημοσιευθούν στο πλαίσιο διεπιστημονικών ερευνών, ορισμένες από τις οποίες θα παρουσιαστούν και στο προσεχές συνέδριο που διοργανώνει το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Αρχειακά τεκμήρια σχετικά με τον Σταματάκη, αλλά και τον έτερο ανασκαφέα της Χαιρώνειας Παναγιώτη Σωτηριάδη, εκτίθενται αυτή την περίοδο στην αφιερωμένη στη Χαιρώνεια έκθεση, στην οποία εξάλλου συνεργάζονται πολλές Υπηρεσίες και συνάδελφοι του Υπουργείου Πολιτισμού, με τον δανεισμό εξαιρετικά σημαντικών κινητών μνημείων και τη συγγραφή λημμάτων του καταλόγου. Οι ενδιαφερόμενοι γι αυτά ή για άλλα τεκμήρια, μπορούν μέσα από τον ιστότοπο μας, στην ηλεκτρονική διεύθυνση nam.culture.gr, να επισκεφθούν ψηφιακά την έκθεσή μας, αλλά και να «κατεβάσουν» και να μελετήσουν ιστορικά έγγραφα από τα περίπου 13.000 που είναι αναρτημένα στην Πύλη.
Θα ήθελα τέλος να αναφερθώ με την ευκαιρία στην πρόσφατη πρωτοβουλία του Υπουργείου Πολιτισμού σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων: στην ψηφιακή αναπαραγωγή και εκτύπωση των επτά Ημερολογίων του Παναγιώτη Σταματάκη που αφορούν ακριβώς στην ανασκαφή της Χαιρώνειας, εγκαινιάζοντας μια νέα εκδοτική σειρά τα «Τεκμήρια Ελληνικής Αρχαιολογίας». Η σειρά αποσκοπεί στην ανάδειξη του πολύτιμου Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ενός μοναδικού Αρχείου που εξιστορεί την ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας στον τόπο μας συνάμα με την ίδια την ιστορία του τόπου.
- Ο Παναγιώτης Σταματάκης είναι ο άγνωστος (στο ευρύ κοινό) πρωτοπόρος ανασκαφέας της Χαιρώνειας. Συμφωνείτε;
Συμφωνώ μαζί σας: είναι και άγνωστος και πρωτοπόρος. Πρωτοπόρος γιατί νομίζω πως ήταν ο πρώτος που ερεύνησε σε τέτοια έκταση την ελληνική περιφέρεια- στην ουσία ο Σταματάκης έδρασε σχεδόν σε ολόκληρη την τότε ελληνική επικράτεια. Μέχρι τότε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, λόγω και των περιορισμένων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων, ήταν η Αθήνα. Ήταν επίσης ο πρώτος που διενήργησε τόσες ανασκαφές και ανέπτυξε αυτό που σήμερα ονομάζουμε αρχαιολογική έρευνα πεδίου. Πραγματοποιούσε τις έρευνές του με εξαιρετικά συστηματικό τρόπο, εφαρμόζοντας καινοτόμες μεθόδους και συνδυάζοντας τη βαθειά εξοικείωση με τα αρχαία κειμένα με γνώσεις από άλλους τομείς του επιστητού. Τα ημερολόγια της Χαιρώνειας είναι από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο, δείγμα ημερολογίου συστηματικής ανασκαφής στην ιστορία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
- Θα μπορούσατε να μας δώσετε ένα ελάχιστο δείγμα των νέων στοιχείων για τον Παναγιώτη Σταματάκη που θα παρουσιάσετε στο συνέδριο;
Γι αυτά θα πρέπει να περιμένετε σε τρεις ημέρες (σ.σ. σήμερα) την ανακοίνωση που κάνουμε με τη συνάδελφο, Δρ Αθηνά Χατζηδημητρίου, Προϊσταμένη του Τμήματος Ιστορικού Αρχείου Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού, στο συνέδριο για τη Μάχη της Χαιρώνειας.
Κάποια από τα νέα αυτά στοιχεία περιλαμβάνονται και στον τόμο που εξέδωσε με την ευκαιρία της συναρπαστικής έκθεσης το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, σε επιμέλεια των καθηγητών Πάνου Ιωσήφ και Γιάννη Φάππα, οι οποίοι είχαν και την εξαιρετική ιδέα να δουν με μια νέα ματιά και να μας ξαναμιλήσουν για τη Μάχη της Χαιρώνειας, αλλά και την αρχαιολογική έρευνα του Πολυανδρίου, που σχετίζεται άμεσα με την ιστορία της ελληνικής αρχαιολογίας.
Πηγή: Ειρ. Ορφανίδου, The Huffington Post
Δεν υπάρχουν σχόλια