Η μικρόσωμη ευκίνητη γυναίκα την οποία οι φύλακες έβλεπαν παντού, σαν μαγική εικόνα, να τρέχει με το σκυλί της, την Περσεφόνη, από τον αρχαι...
Οι κάτοικοι της Ελευσίνας τη γνωρίζουν με το μικρό της όνομα. Είναι η επιστήμονας που συνέδεσε το όνομά της με τον αρχαιολογικό χώρο και τη σύγχρονη πόλη, ένας άνθρωπος που για δεκαετίες συμπορεύεται μαζί τους. Η Πόπη Παπαγγελή, μία από τις πιο λαμπρές και αφοσιωμένες αρχαιολόγους της εποχής μας, άνθρωπος με σπουδαίες ποιότητες και ανησυχίες, έφτασε στη καρδιά των Μυστηρίων της πόλης που επέλεξε ως «τόπο» της.
Ο σκηνοθέτης Φίλιππος Κουτσαφτής τονίζει πάντα πως χωρίς εκείνη η Αγέλαστος Πέτρα δεν θα είχε γυριστεί ποτέ. Δεν ξεχώρισε ποτέ επισήμους από προσφυγόπουλα, όλοι συμφωνούν ότι είναι μια συναρπαστική ξεναγός που με την ίδια ζέση, λαχτάρα και αδάμαστη πίστη επιθυμεί οι άνθρωποι κάθε τάξης να αγαπήσουν αυτό που βαθιά αγαπά και η ίδια, να μοιραστούν την αγάπη της για έναν αρχαιολογικό τόπο του οποίου η διαμόρφωσή άλλαξε ευεργετικά τη ζωή ολόκληρης της πόλης.
Το νέο μουσείο της Ελευσίνας φέρει τη σφραγίδα της μουσειολογικής της μελέτης και μέχρι την τελευταία μέρα της θητείας της η αεικίνητη τέως προϊσταμένη της Εφορείας Δυτικής Αττικής συνεργαζόταν με τα συνεργεία για κάθε λεπτομέρεια της ανακαίνισης.
Η Πόπη Παπαγγελή, που για σαράντα χρόνια έμπαινε στο λεωφορείο της γραμμής, κάνοντας την ίδια διαδρομή, μέσω της Ιεράς οδού, για να φτάσει στην Ελευσίνα, πιστεύει ότι έκανε απλώς τη δουλειά της. «Ο Προυστ έλεγε “για χρόνια πλάγιαζα νωρίς”, εγώ λέω “για χρόνια ξυπνούσα νωρίς”, αξημέρωτα, βλέποντας την πόλη να αλλάζει μέσα από την ίδια διαδρομή. Αυτό μου δημιουργούσε πάντα και μια αίσθηση, μια υποχρέωση να συγκρατήσω τον χρόνο, να συγκρατήσω τη μνήμη. Στην Αγέλαστο Πέτρα καταφέραμε να αποτυπώσουμε ακριβώς αυτό, τη μνήμη μιας πόλης που δεν είναι η Ελευσίνα σήμερα», λέει.
Όταν παρατηρώ ότι η αρχαιολογία είναι γένους θηλυκού στην Ελλάδα, δεν διστάζει να μου απαντήσει ότι «δεν είναι ένα καλά αμειβόμενο επάγγελμα, οι άντρες στοχεύουν σε κάτι άλλο». |
Λάτρης της ποίησης, της λογοτεχνίας, της σύγχρονης τέχνης, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Βλασαρού, μια γειτονιά κάτω από την Ακρόπολη που δεν υπάρχει σήμερα, θυμάται να περνά με τον πατέρα της τις Κυριακές στην Ακρόπολη, να μπαίνει στον Παρθενώνα και την Αρχαία Αγορά και να πηγαίνει με τους Οδηγούς εκδρομές στον Αρχαιολογικό Χώρο της Ελευσίνας. Όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο, η αγάπη της για τη λογοτεχνία και την αρχαιολογία τη δίχασε.
«Σκέφτηκα ότι λογοτεχνία μπορείς να κάνεις και ιδιωτικά, αρχαιολογία δεν μπορείς να εξασκήσεις παρά μόνο αν είσαι μέσα στην υπηρεσία κι εγώ ήθελα να είμαι αρχαιολόγος πεδίου. Να είμαι στο σκάμμα. Και είχα την τύχη, πριν πάρω πτυχίο, να δουλέψω στον Κεραμεικό με την Ούρσουλα Κνίγκε που έσκαψε το Κτίσμα ζ, το οποίο, όπως αποδείχτηκε, ήταν ένα πορνείο στη άκρη της πόλης· λέω πολύ συχνά ότι άρχισα την καριέρα μου από ένα μπορντέλο».
Η αρχαιολόγος που συνέδεσε όσο κανείς άλλος το όνομά της με τη Ελευσίνα, αν και δεν πιστεύει στα μεταφυσικά πράγματα, σήμερα δεν διστάζει να ομολογήσει ότι «ήταν η μοίρα μου η Ελευσίνα με ένα περίεργο μεταφυσικό τρόπο» και μου αναφέρει μια σειρά γεγονότων που σαν να την οδήγησαν εκεί.
«Κάναμε μια πανεπιστημιακή εκδρομή στην Ελευσίνα και ο καθηγητής μου Β. Λαμπρινουδάκης μου ανέθεσε να μιλήσω για τα προ του κλασικού τελεστηρίου τελεστήρια, τις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις. Ήταν μια δύσκολη ξενάγηση για φοιτήτρια, που, όπως φαίνεται, την έκανα πολύ καλά, γι’ αυτό με ξεχώρισε και με επέλεξε για τη μικρή ομάδα που έπαιρνε μαζί του στις πανεπιστημιακές ανασκαφές στην Επίδαυρο και στο Σαγκρί της Νάξου. Εκεί, ο ναός που σκάβαμε αποδείχτηκε ότι ήταν τελεστήριο της Δήμητρας. Όταν έδωσα εξετάσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία μού έπεσε ο πρωτοκυκλαδικός αμφορέας της Ελευσίνας στην κεραμική και στη γλυπτική – τα θέματα τα είχε βάλει ο αγαπημένος μου Γιώργος Δεσπίνης.
Αν και η πρώτη μου τοποθέτηση ήταν στα Γιάννενα, όταν ήρθα στην Αθήνα η πρώτη μου προϊσταμένη, η Θεοδώρα Καράγιωργα, που τη θεωρώ σημαντικό άνθρωπο στη ζωή μου, με έστειλε στην Ελευσίνα. |
Ξενάγηση ομάδας προσφύγων στον αρχαιολογικό χώρο και αργότερα επίσκεψη στο camp τους στην Ελευσίνα. |
Αν και η πρώτη μου τοποθέτηση ήταν στα Γιάννενα, όταν ήρθα στην Αθήνα η πρώτη μου προϊσταμένη, η Θεοδώρα Καράγιωργα, που τη θεωρώ σημαντικό άνθρωπο στη ζωή μου, με έστειλε στην Ελευσίνα. Ήμουν το νεότερο παιδί στη Εφορεία, δεν ήμουν παντρεμένη και μπορούσα να πάω λίγο πιο έξω από τη Αθήνα, να κάνω αυτήν τη διαδρομή. Ζούμε σε μια χώρα με σπουδαίους αρχαιολόγους.
Θυμάμαι ως φοιτήτρια να διαβάζω το άρθρο του Χρήστου Καρούζου “Περικαλές άγαλμα εξεποίησ’ ουκ αδαής” και να κατεβαίνω μαγεμένη τα σκαλιά του σπουδαστηρίου, λέγοντας “θέλω να γίνω τέτοια αρχαιολόγος» – αυτοί είναι οι άνθρωπο που με ενέπνευσαν”». Όταν παρατηρώ ότι η αρχαιολογία είναι γένους θηλυκού στην Ελλάδα, δεν διστάζει να μου απαντήσει ότι «δεν είναι ένα καλά αμειβόμενο επάγγελμα, οι άντρες στοχεύουν σε κάτι άλλο».
Όταν η Πόπη Παπαγγελή έφτασε στην Ελευσίνα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με ποδήλατα, ήταν λίγοι όσοι είχαν πτυχία. «Σήμερα όλα τα νέα παιδιά έχουν σπουδάσει, αυτή είναι η αισιόδοξη διαφορά» λέει και μοιράζεται μία από τις πρώτες της αναμνήσεις. «Όταν ήμουν παιδί, παρακολουθούσα τις περιφορές που γινόντουσαν στο εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων μέσα στην Αρχαία Αγορά, στην Αθήνα, όταν λειτουργούσε ακόμα. Όταν πρωτοπήγα στη Ελευσίνα είδα ότι στον αρχαιολογικό χώρο υπάρχει ένα μεταβυζαντινό εκκλησάκι το οποίο οι Ελευσίνιοι το λένε “η Παναγίτσα μας”.
Την παραμονή της γιορτής των Εισοδίων έβλεπα τις γυναίκες να έρχονται με τους άρτους μέσα στα πανέρια, σκεπασμένους με τις άσπρες λινές πετσέτες να τους ευλογήσει ο παπάς για να είναι καλή η σοδιά. Εκεί από κάτω, στον ίδιο χώρο, τα πανάρχαια χρόνια, λατρευόταν μια θεότητα, η Δήμητρα, που είχε να κάνει με τη σπορά, και της έκαναν προσφορές – η γιορτή της ήταν φθινόπωρο. Αυτή η συνέχεια με είχε συναρπάσει και άρχισα να την αφηγούμαι ξανά και ξανά, μέχρι που έγινε cult πια. Αυτή η διαστρωμάτωση, η σύνδεση του αρχαίου με το σύγχρονο είναι που με συγκινεί και σήμερα».
Στην Πόπη Παπαγγελή αρέσει να περπατά μέσα στην πόλη της Ελευσίνας και έχοντας κάνει πολλές σωστικές ανασκαφές είναι σαν να ζει σε πολλές εποχές· πατά εδώ που ήταν κάποτε ένα αρχαίο καμίνι, εκεί που ήταν ένα νεκροταφείο παιδιών. Μου διατυπώνει την επιθυμία της να μιλήσει για τις σωστικές ανασκαφές, τους «φτωχούς συγγενείς» των συστηματικών ανασκαφών, τις οποίες κάνει κατ’ επιλογήν κάποιος σε ένα μέρος που δεν κινδυνεύει να πάθει τίποτα.
«Στη σωστική ανασκαφή σώζεις την τεκμηρίωση», λέει. «Γίνεται σε ιδιωτικά οικόπεδα. Οι περισσότερες σύγχρονες πόλεις είναι χτισμένες πάνω σε αρχαίες, οπότε σπεύδουμε να κάνουμε την έρευνα καθυστερώντας τον ιδιοκτήτη. Έχω συναντήσει πολλούς θυμωμένους ανθρώπους που το κράτος δεν αποζημιώνει για τον “χαμένο χρόνο”. Έχω δεχτεί απειλές ακόμα και για τη ζωή μου, αλλά θεωρώ ότι οι άπειρες σωστικές ανασκαφές που έχω κάνει στην Ελευσίνα είναι ένα δείγμα του τι κάνει ένας αρχαιολόγος, δεν είμαι κάτι ξεχωριστό».
Η μικρόσωμη ευκίνητη γυναίκα την οποία οι φύλακες έβλεπαν παντού, σαν μαγική εικόνα, να τρέχει με το σκυλί της, την Περσεφόνη, από τον αρχαιολογικό χώρο σε μια σωστική ανασκαφή, έφτασε πολύ νέα στην Ελευσίνα και είχε να κουμαντάρει άντρες, φύλακες και εργάτες, που σήμερα τη θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Έδειξε πυγμή όταν έπρεπε να συγκρουστεί με συμφέροντα, στήλωσε τα πόδια όταν η διαπλάτυνση της εισόδου της Ελευσίνας επρόκειτο να γίνει πάνω από την αρχαία γέφυρα.
Τα κατάφερε και το έργο έγινε διαφορετικά, υπερασπιζόμενη όχι μόνο το συμφέρον του ελληνικού λαού, όπως λέει, αλλά και «κάτι που αν το χάσουμε δεν θα το ξανάχουμε ποτέ». «Δεν είχα ποτέ ύφος, είχα την αίσθηση του δημόσιου υπάλληλου ως υπηρέτη του κοινωνικού συνόλου. Βέβαια, κάποιες φορές σε πληρώνουν να κάνεις ένα έργο που κάποιοι δεν θέλουν να κάνεις, τους καθυστερείς, υπάρχουν πιέσεις, ακόμα και πολιτικές, αλλά σκεφτόμουν ότι τα καημένα τα αρχαία δεν έχουν ψήφο, εγώ πρέπει να μιλήσω γι’ αυτά, ως δικηγόρος τους».
«H διαστρωμάτωση, η σύνδεση του αρχαίου με το σύγχρονο είναι που με συγκινεί και σήμερα». [Credit: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO] |
Μπορεί να είναι πολύ μετριόφρων, αλλά η διαμόρφωση του Αρχαιολογικού Χώρου της Ελευσίνας που πραγματοποίησε άλλαξε την όψη μιας ολόκληρης πόλης. «Κοιτάζοντας σήμερα, είναι ένα έργο ολοκληρωμένο», λέει. «Εκεί που βλέπουμε τον ωραίο πεζόδρομο ήταν ένας άσημος εμπορικός δρόμος με σπίτια που όταν έγιναν οι απαλλοτριώσεις και γκρεμίστηκαν, ξαφνικά η πόλη είδε τον αρχαιολογικό της χώρο.
Ο άσημος δρόμος έγινε η “Διονυσίου Αρεοπαγίτου” της Ελευσίνας που ενώνει την πλατεία της πόλης με το θαλάσσιο μέτωπο, έτσι αποκτήθηκε μια οικειότητα με τον αρχαιολογικό χώρο. Ο διάσημος για τις φωταγωγήσεις του Πιερ Μπιντό έκανε τον βραδινό φωτισμό και ο κόσμος άρχισε να καταλαβαίνει ότι αυτός ο λόφος είναι ο πυρήνας της ίδιας της πόλης από τα πανάρχαια χρόνια, από τα προϊστορικά μέχρι τη Λεψίνα, και μέχρι σήμερα».
Η Πόπη Παπαγγελή στο παρά πέντε έσωσε το παλιότερο σπίτι της Ελευσίνας, το κίτρινο, που ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου βλέπει μόλις μπαίνει μέσα. «Όταν πήγα στην Ελευσίνα, η προηγούμενη αρχαιολόγος μού είπε “δεν πρόλαβα να το γκρεμίσω, θα το κάνεις εσύ”. Είπα “προς Θεού, δεν πρέπει να γκρεμίσουμε αυτό το σπίτι”, γιατί ήταν το τελευταίο δείγμα κατοίκησης αυτού του λόφου από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι τον 19ο αιώνα, την οθωμανική περίοδο. Ήταν το παλιότερο σπίτι της Ελευσίνας, το αποκαταστήσαμε και είναι συγκινητικό να βλέπεις τη συνέχεια της πόλης από την αρχαιότητα μέχρι την οθωμανική περίοδο στον ίδιο χώρο».
Όταν έφτασε στην Ελευσίνα, το γραφείο της ήταν στην κορυφή του λόφου. Εγκαταστάθηκε εκεί για πολλά χρόνια με μια υπέροχη θέα μπροστά της, τον κόλπο της Ελευσίνας και απέναντι τη Σαλαμίνα. «Εκ των υστέρων έμαθα ότι αυτό σπίτι, το δεύτερο παλιότερο της Ελευσίνας, είχε χρησιμοποιηθεί ως πρώτη αποθήκη αρχαιοτήτων και έμενε εκεί ο πρώτος ανασκαφέας της Ελευσίνας, ο αρχαιολόγος Δημήτριος Φίλιος».
Φωτογραφία αρχείου. |
Φωτογραφία αρχείου. |
Σε αντίθεση με κάποιους που σήμερα πιστεύουν ότι οι άνθρωποι που έπαιρναν μέρος στα Μυστήρια έφταναν σε έξαρση παίρνοντας ψυχοτρόπες ουσίες, η κ. Παπαγγελή πιστεύει ότι αυτή η ελκυστική σε πολλούς θεωρία δεν ισχύει. «Την αρνούμαι αυτήν τη θεωρία. Έχουμε ζήσει τους αναστενάρηδες, οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν μπορούν να πιστέψουν εύκολα ότι οι άνθρωποι μπορούν να έρθουν σε έξαρση χωρίς να έχουν πάρει ψυχοτρόπες ουσίες. Πιστεύω ότι αυτό που ζούσε κανείς στα Μυστήρια ήταν αδύνατο να μεταφερθεί σε λόγια, ήταν άρρητο, μια συγκίνηση απερίγραπτη.
Η μύηση ήταν βίωμα και η τελετουργία όλη είχε σημασία, ήδη από τη διαδρομή μέσα στον Ελαιώνα, τη σύνδεση με τη φύση. Ήμουν τυχερή που βρέθηκα και εργάστηκα και μέσα στο τελεστήριο, που έζησα τη συγκίνηση και τη σιωπή πριν από το άνοιγμα ενός αρχαίου τάφου. Βλέπω τον νεανικό εαυτό μου να μεταφέρει έναν χάλκινο λέβητα με τα οστά και αναρωτιέμαι αν υπήρξε άνθρωπος πιο ικανοποιημένος, πιο πλήρης. Η Ελευσίνα μού χάρισε άπειρες συγκινήσεις, είμαι ευγνώμων και για τις χαρές και για τις δυσκολίες, που σε ατσαλώνουν», λέει.
Η Πόπη Παπαγγελή είναι υπερήφανη που αφοσιώθηκε στην Ελευσίνα, χάνοντας άλλα πράγματα, μια διαφορετική προσωπική ζωή, ωστόσο δεν μετάνιωσε ποτέ. «Ήθελα να είμαι μέρος της πόλης και συμμετείχα σε ό,τι καλό, σε κάθε θετικό που συνέβαινε», λέει. «Συνεργάστηκα με το πολύ ισχυρό εθελοντικό κίνημα της πόλης που μας βοήθησε ακόμα και όταν θέλαμε να καθαρίσουμε χώρους. Με ενδιέφεραν το καλλιτεχνικό εργαστήριο, οι σύλλογοι, οι συνοικισμοί, οι μετανάστες, οι καλλιτεχνικές δράσεις, η πνευματική ζωή. Ήμουν στην ομάδα που συγκρότησε τον φάκελο της Πολιτιστικής.
Τότε είχαμε κάνει μια προσπάθεια να συσταθεί μουσείο νεότερης ιστορίας στο Ελαιουργείο, να συνδέσουμε και τα σημεία της πόλης που είναι έξω από τον αρχαιολογικό χώρο σε έναν μεγάλο περίπατο. Σήμερα μου λένε “ευτυχώς που υπήρξατε αυστηρή”, αναγνωρίζοντας τελικά ότι αυτό που δίνει το κάτι διαφορετικό στην πόλη είναι το αρχαίο της παρελθόν. Και είναι πολύ ωραίο να περπατάς σε αυτή την πόλη και να σε χαιρετούν οι άνθρωποι, αυτή είναι η προίκα μου».
Καθαρισμός της Ρωμαίκής Γέφυρας του ελευσινιακού Κηφισού με το Σύλλογο Εθελοντών Θριασίου. |
Η γυναίκα που γνώρισε διασημότητες, διανοούμενους και πολιτικούς, ξενάγησε προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο, βρίσκει πάντα καταφύγιο στην ποίηση. «Υπήρχαν συνάδελφοι που με ρωτούσαν γιατί χάνω χρόνο διαβάζοντας εξωαρχαιολογικά πράγματα», λέει. «Νομίζω με χαρακτηρίζει αυτό που έγραψε ο Σεφέρης: “Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει / στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή./ Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση / μα ποιoς να ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή./ Χρειάζεται ποίηση η ζωή και χιούμορ”», λέει, «το χιούμορ είναι τρόπος να αντιμετωπίζεις τη ζωή και να αποδράς από τη σοβαροφάνειά της».
Όταν τη ρωτώ ποιος είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος που γνώρισε μου απαντά χωρίς δισταγμό: «Γνώρισα πολύ αξιόλογους ανθρώπους, αλλά επαίρομαι που γνώρισα τον Παναγιώτη Φαρμάκη. Αν σήμερα γράφαμε δημοτικά τραγούδια, θα φτιαχνόταν ένα γι’ αυτόν τον σαλό που είχε πάθος και ανιδιοτέλεια και μάζευε αρχαία μέσα στα μπάζα και τα σκουπίδια, πεταμένα, σπασμένα και χαμένα, και μας τα παρέδιδε. Τον αντιμετωπίσαμε πάντα με σοβαρότητα και αυτό του έδωσε ένα στάτους, τον σέβονταν και τον άφηναν ήσυχο. Και δεν είναι τυχαίο πως όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο, μετά το δυστύχημα, την εφορεία πήραν τηλέφωνο».
Η πιο δύσκολη περίοδος για την Πόπη Παπαγγελή ήταν αυτή της προετοιμασίας, όταν έπρεπε να φύγει από την Ελευσίνα. Με κοιτάζει κατάματα πριν μου πει: «Όλοι οι αποχαιρετισμοί είναι δύσκολοι, δεν είναι; Αλλά έχω τη εντύπωση ότι πάντα ότι θα είμαι στην Ελευσίνα, την κουβαλάω μέσα μου».
Πηγή: Αργ. Μποζώνη, LiFO
Δεν υπάρχουν σχόλια