Ο Γιώργος Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη μιλά πρώτη φορά μετά την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του για τι...
Ο Γιώργος Μαγγίνης, επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη μιλά πρώτη φορά μετά την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του για τις προτεραιότητες και τις πρόκλησεις εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Πέρασα για πρώτη φορά την πόρτα του Μουσείου Μπενάκη όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών, πριν από την επανεκκίνηση της δεκαετίας του 1990. Ήταν ένα κουτί γεμάτο θησαυρούς και ο κοζανίτικος οντάς αποτελεί την πρώτη μου ανάμνηση. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο Μουσείο και, με αφορμή μια παρουσίαση, χρειάστηκε να φωτογραφιστώ, ζήτησα να είναι μπροστά από τα περίτεχνα θυρόφυλλά του.
Γοητεύτηκα από τον κόσμο της αρχαιολογίας χάρη στις συχνές επισκέψεις με τους γονείς μου στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Το αρχαίο μέσα στο παρόν και η γεμάτη ένταση αλλά αυθεντική συνύπαρξη του φυσικού τοπίου, των μνημείων και των ανθρώπων με υποψίασαν για τη σημασία των επιστημών του παρελθόντος στη ζωή μας, για τον τρόπο που νοηματοδοτούν τις αποφάσεις και τις πράξεις μας.
Ανάμεσα στον ρόλο του διευθυντή μουσείου και του ακαδημαϊκού δασκάλου αρνούμαι να επιλέξω διότι ένας από τους βασικότερους ρόλους κάθε μουσειακού οργανισμού είναι το να αποτελεί φορέα «διά βίου μάθησης» και διότι ένας από τους ιδανικότερους χώρους για τη διδασκαλία της Ιστορίας είναι το μουσείο. Η εμπειρία μου κατά τα τελευταία 17 χρόνια στην Ελλάδα και τη Βρετανία με δίδαξε ότι η συνύπαρξη της εκπαιδευτικής και της μουσειακής λειτουργίας είναι φυσική και αποτελεί στόχο όλων εμάς στο Μουσείο Μπενάκη να τις φέρουμε ακόμη πιο κοντά.
Το να είναι κάποιος διευθυντής σε έναν ελληνικό μουσειακό οργανισμό στον 21ο αιώνα, αλλά και στη σκιά της κρίσης, είναι μια εμπειρία παρόμοια με όσα βιώνουν υπεύθυνοι πολιτιστικών οργανισμών σε όλον τον κόσμο. Δεν πιστεύω στην «ελληνική ιδιαιτερότητα» και διαπιστώνω μιλώντας με συναδέλφους στην Ευρώπη και την Αμερική πως μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες, δηλαδή το τέλος του ανθρωποκεντρικού συστήματος αξιών που επικράτησε στη μεταπολεμική Δύση και την άνοδο του πολιτικού και πολιτιστικού ανορθολογισμού. Η κρίση είναι μια ατυχής αλλά παροδική συγκυρία. Οφείλουμε να δούμε πέρα από την κρίση προς τα πολλαπλά ευρύτερα ερωτήματα τα οποία καλούμαστε να διαπραγματευτούμε με αίσθημα ευθύνης. Οι συνάδελφοι στην Ασία – πολλοί τέως φοιτητές μου εργάζονται πλέον σε μουσεία της Μέσης και Απω Ανατολής, οπότε έχω τη χαρά της προσωπικής επαφής μαζί τους – αντιμετωπίζουν διαφορετικά ζητήματα, τα οποία όμως αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Δεν έχουμε την πολυτέλεια μιας ελληνοκεντρικής θέασης της θεμελιώδους κρίσης του ανθρώπινου πολιτισμού που εκδιπλώνεται τα τελευταία χρόνια.
Το να διαδέχεσαι τον Άγγελο Δεληβορριά σημαίνει να κατανοείς, να σέβεσαι και να προσπαθείς να ακολουθήσεις τις αξίες που έθεσε και ενέπνευσε όχι μόνο σε όλους εμάς που είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε προσωπικά και να εργαστούμε μαζί του, αλλά και σε χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι διάβασαν τα γραπτά του, παρακολούθησαν τις διαλέξεις και συνεντεύξεις του και ακολούθησαν τις ξεναγήσεις του. Το να διαδέχεσαι τον Άγγελο Δεληβορριά αποτελεί έργο όλων εμάς στο Μουσείο Μπενάκη αλλά και όλων όσοι ενστερνίζονται το όραμά του.
Ο πρώτος στόχος που έχω θέσει είναι και ο τελευταίος που ίσως να επιτευχθεί: να βοηθήσω ώστε, μέσα από τις πλουσιότατες συλλογές του Μουσείου Μπενάκη από όλον τον κόσμο και μέσα από την ποικίλη εκπαιδευτική και ερευνητική του δραστηριότητα, να γίνει προσιτό στους επισκέπτες και κάθε λογής χρήστες των υπηρεσιών του το πανόραμα του ανθρώπινου πολιτισμού μέσα από την τέχνη καθώς και η θέση και η σημασία του τόπου που μας φιλοξενεί στην πορεία αυτού του πολιτισμού.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που καλούμαι να αντιμετωπίσω είναι να ισορροπώ ανάμεσα στην καθημερινότητα της μουσειακής λειτουργίας (τα μηνύματα και τηλεφωνήματα, τις συναντήσεις, τις εκδηλώσεις), την ανθρωπιά που μια τέτοια δουλειά απαιτεί (κάθε συνάδελφος, επισκέπτης και συνομιλητής αξίζει χρόνο και κατανόηση) και την προγραμματική διάσταση που συχνά ξεχνιέται μέσα στον ορυμαγδό (στο κάτω κάτω της γραφής, το μέλλον υπάρχει πρώτα στις σκέψεις μας). Ολο τούτο πρέπει να γίνεται αποφεύγοντας στον βαθμό του δυνατού την οποιαδήποτε πεπατημένη – και αυτή είναι μια αισθητική επιλογή και η προσωπική μου πολυτέλεια.
Ονειρεύομαι με μεγάλη δυσκολία στον ξύπνιο μου. Η αναπόληση δεν με ενθουσιάζει και τείνω να κάνω σχέδια βασισμένος σε αυτό που είναι προσιτό, υλοποιήσιμο. Πρώτα διαπιστώνουμε την παρούσα συγκυρία, αναγιγνώσκουμε μέσα της τις τροχιές των γεγονότων προβάλλοντάς τες στο μέλλον και συστήνουμε δράσεις βασισμένοι στις αρχές μας. Μια τέτοια «γειωμένη» προσέγγιση δεν έχει να κάνει μόνο με τη δύσκολη οικονομική πραγματικότητα, η οποία δεν επιτρέπει τολμηρά και υψιπετή βήματα. Αποτελεί στάση ζωής και ευθύνης. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τα όνειρα του ύπνου (απόψε «ταξίδεψα» στο ομεϋαδικό τέμενος της Δαμασκού, το οποίο δεν έχω επισκεφθεί ακόμη) – υποψιάζομαι όμως πως δεν είχατε αυτό κατά νου.
Δεν πιστεύω στην «επιτυχία», υπάρχει νεύρωση στο κυνήγι της. Η ουσιαστική προσφορά δεν ολοκληρώνεται, δεν υπάρχει ένα σημείο – πέρας, κορύφωση. Κάθε μέρα αποτελεί ένα βήμα στο ταξίδι. Με την έννοια αυτή, όταν το τελευταίο φως στα γραφεία μας στο υπόγειο του Μουσείου Ελληνικού Πολιτισμού έχει κλείσει, όταν ο τελευταίος επισκέπτης έχει αποχαιρετήσει τους φύλακες στην Πειραιώς 138, όταν το τελευταίο παιχνίδι σιγήσει στο Μουσείο Παιχνιδιών, τα έχουμε όλοι μαζί καταφέρει – αύριο είναι μια άλλη μέρα».
Πηγή: Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια