Πρόσφυγες στην Παναγία Αχειροποίητο το 1919 και η κεντρική άποψη της έκθεσης στη Ροτόντα (κάτω). [Αρχείο Φ. Μπουασονά MOMUS Μουσείο Φωτογρα...
Πρόσφυγες στην Παναγία Αχειροποίητο το 1919 και η κεντρική άποψη της έκθεσης στη Ροτόντα (κάτω). [Αρχείο Φ. Μπουασονά MOMUS Μουσείο Φωτογραφίας] |
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Θεσσαλονίκη βίωνε μία από τις πιο δύσκολες δεκαετίες της ιστορίας της. Αλλεπάλληλα γεγονότα μετά την απελευθέρωση, όπως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η πυρκαγιά του 1917, η άφιξη προσφύγων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, άλλαξαν τη φυσιογνωμία της και καθόρισαν το μέλλον της. Οι ναοί της που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά (Αγίου Δημητρίου, Αγίου Γεωργίου, Αγίας Σοφίας κ.ά.) καθαγιάζονται και με βασιλικό διάταγμα του 1913 κηρύσσονται «εθνικά μνημεία».
Κύματα προσφύγων συρρέουν διαδοχικά από εμπόλεμες περιοχές (Ανατολική Θράκη, Βουλγαρία, Σερβία, Ρωσία). Διαχέονται στην πόλη και οι βυζαντινές εκκλησίες που μόλις είχαν επανέλθει στη χριστιανική λατρεία γίνονται τόποι εγκατάστασης.
Η πυρκαγιά του 1917 μετασχηματίζει το αστικό της κέντρο. Χιλιάδες άστεγοι πυρόπληκτοι εγκαθίστανται σε δημόσια κτίρια και σε εκκλησίες. Δυο χρόνια αργότερα ο ελληνισμός ξεκινάει το μεγαλύτερο ταξίδι της προσφυγιάς του 20ού αιώνα. Για τρίτη φορά μέσα στη δεκαετία 1912-1922 «οι οίκοι του Θεού έγιναν οίκοι ανθρώπων», όπως λέει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, Ελισάβετ Τσιγαρίδα.
Καταλύματα προσφύγων
Τη διάσταση των μνημείων ως καταλύματα προσφύγων προσεγγίζει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες επετειακές εκθέσεις μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που διοργανώνει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης. Στο εμβληματικό μνημείο της Ροτόντας, ένα χώρο που δέχθηκε τους πρώτους πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, πλούσιο φωτογραφικό υλικό από δημόσιους φορείς και ιδιωτικά αρχεία, καμένα σκεύη νοικοκυριών από ευρήματα της πυρκαγιάς, στρατιωτικές στολές από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, βαλίτσες προσφύγων που διασώθηκαν από το μεγάλο ταξίδι της προσφυγιάς, αποκόμματα εφημερίδων, ξεφυλλίζουν τη δεκαετία και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν.
[Credit: Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης] |
Ταυτόχρονα αναδεικνύουν τον ρόλο που έπαιξαν τα μνημεία και την ανθρώπινη διάσταση από την προσωρινή εγκατάσταση στην «προσφυγομάνα» Θεσσαλονίκη που υποδέχθηκε το 52% του 1,5 εκατομμυρίου των ξεριζωμένων Ελλήνων, όπως μας ενημερώνει η Φλώρα Καραγιάννη, επιμελήτρια της έκθεσης και προϊσταμένη του τμήματος βυζαντινών αρχαιοτήτων της Εφορείας. Περίπου 350.000 πρόσφυγες πέρασαν από τα απολυμαντήρια της Καλαμαριάς, γνωστά και ως λοιμοκαθαρτήρια. Οσοι γλίτωσαν από τις ασθένειες (22.000 απεβίωσαν) διαχύθηκαν σε χωριά της Μακεδονίας, της Θράκης, αναπτύχθηκαν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης (Καλαμαριά, Τούμπα, Αγία Φωτεινή) και ίδρυσαν οικισμούς εις ανάμνησιν των αλησμόνητων πατρίδων, όπως το Κορδελιό, η Μενεμένη, η Ξηροκρήνη κ.ά.
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης οι πρόσφυγες βρήκαν προσωρινή στέγη σε σχολεία, γήπεδα, σε εμπορικές στοές και στο Επταπύργιο, στην Ακρόπολη της πόλης όπου προσάρμοσαν πρόχειρες κατασκευές και ταπεινά σπίτια στα βυζαντινά οχυρωματικά τείχη και στους γύρω ναούς (Αγιος Νικόλαος ο Ορφανός, Προφήτης Ηλίας, Αγιοι Απόστολοι, Αγία Αικατερίνη, Αγιος Μηνάς) με επίκεντρο την Παναγία Αχειροποίητο – το μοναδικό βυζαντινό μνημείο που δεν είχε καθαγιαστεί, καθώς επρόκειτο να στεγάσει το «Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον». Ζούσαν στα κλίτη, στις κόγχες, στους νάρθηκες, στα υπερώα, εκεί γεννούσαν τα παιδιά τους, τις εκκλησιές δήλωναν ως διευθύνσεις στις αγγελίες για να αναζητήσουν τους απολεσθέντες συγγενείς τους.
Ογδόντα οικογένειες έμειναν μέσα στην Αχειροποίητο επί τέσσερα χρόνια. Οι εικόνες περιμετρικά της Ροτόντας είναι συνταρακτικές. Μπόγοι και στρωσίδια, κατσαρόλες, κρεμασμένα σεντόνια και κουβέρτες οριοθετούσαν τα νοικοκυριά τους και στην κόγχη του ιερού βήματος η εικόνα της Παναγίας «Ρευματοκρατόρισσας» από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης.
Κειμήλια
Τη «Ρευματοκρατόρισσα» περιγράφει ο Γιώργος Ιωάννου στο ομώνυμο διήγημά του («Η Σαρκοφάγος», 1982): «Τη φέραν οι παππούληδές μου από μια πολιτεία της Προποντίδας. Την άρπαξαν μια Κυριακή πρωί και φύγαν πάνω στ’ άλογα [..] Σε δυο τρεις μέρες, τραβώντας συνεχώς κατά τα δυτικά, έφτασαν στον Εβρο και διάβηκαν σα λιτανεία το ρεύμα. Η Ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε και πάλι το πολύ νερό. Στη Σαλονίκη τους πιο πολλούς τους στρίμωξαν στην Αχειροποίητο ή εκεί γύρω. […] αφού έστησαν την εικόνα τους στη θέση του ιερού, χώρισαν με κουβέρτες και σεντόνια χώρους σα δωμάτια κι άρχισαν να ζουν. Ερωτες, καβγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές και γεννητούρια γίνονταν πίσω απ’ τα κρεμασμένα σεντόνια, που τότε μόνο σηκώνονταν όλα, όταν ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας το γεγονός. Στα καρναβάλια καίγονταν το πελεκούδι».
Η «Ρευματοκρατόρισσα» και η «Ηλιόκαλλη» φερμένη από τους Επιβάτες δεσπόζουν στο εσωτερικό της κυκλικής κατασκευής κάτω από τον τρούλο της Ροτόντας. Τις πλαισιώνουν 36 εικόνες και θρησκευτικά σκεύη από μητροπόλεις και οικογενειακά κειμήλια δεκατριών απογόνων, παλαίτυπα με σημειώσεις-μαρτυρίες κατοίκων από τις πατρίδες πριν από τον ξεριζωμό. «Ο άγιος Θεός να μας ελευθερώσει από αυτά όσα έχουμε στις ημέρες όπου έρχονται να μας παιδεύουν αυτοί οι αχρείοι», γράφουν και υπογράφουν σε μία από τις σελίδες.
«Η πιο συγκινητική πτυχή της προσφυγικής τραγωδίας είναι η διάσωση των κειμηλίων τα οποία είτε παρέδωσαν στους ναούς είτε τα κράτησαν ως αντικείμενα μνήμης», επισημαίνει η κ. Καραγιάννη. «Αυτοί οι απελπισμένοι άνθρωποι παρά τη βίαιη φυγή, τα δεινά και τις κακουχίες, μαζί με τα ελάχιστα της επιβίωσης, κουβάλησαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Το θεωρούσαν υποχρέωσή τους και χωρίς να το ξέρουν έσωσαν τον πολιτισμό της Ιωνικής γης. Σήμερα, εκατό χρόνια μετά, όλα χάθηκαν. Ο μοναδικός σύνδεσμος των απογόνων των προσφύγων με την πατρογονική εστία είναι τα κειμήλια. Αυτά διαιωνίζουν τις αφηγήσεις, διατηρούν τη μνήμη ζωντανή τώρα και για πάντα».
«Θεσσαλονίκη 1922: Μνημεία και πρόσφυγες», έως 31 Δεκεμβρίου.
Πηγή: Γ. Μυρτσιώτη, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια