Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Ιστορία από μετάξι και πορφύρα

Επιτάφιος, κέντημα, λινό, μετάξι και ποικιλία μεταλλικών νημάτων, έργο του μοναχού Αρσενίου, 1587-1588. Ιερά Μονή Αγίου Νικάνορος (Ζάβορδας)...

Επιτάφιος, κέντημα, λινό, μετάξι και ποικιλία μεταλλικών νημάτων, έργο του μοναχού Αρσενίου, 1587-1588. Ιερά Μονή Αγίου Νικάνορος (Ζάβορδας), Γρεβενά. Φωτ. Αρχείο Ιεράς Μονής Αγίου Νικάνορος
Επιτάφιος, κέντημα, λινό, μετάξι και ποικιλία μεταλλικών νημάτων, έργο του μοναχού Αρσενίου, 1587-1588. Ιερά Μονή Αγίου Νικάνορος (Ζάβορδας), Γρεβενά. Φωτ. Αρχείο Ιεράς Μονής Αγίου Νικάνορος


Υφάσματα που έγιναν δείγματα πλούτου, ισχύος, ιεραρχίας και ιερότητας, εργαλείο πολιτικής, διπλωματίας και εμπορίου.


Δρ Πασχάλης Ανδρούδης, Νικόλαος Βρυζίδης και Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ (επιμ.)

Μετάξι και πορφύρα – Ο κόσμος του βυζαντινού και μεταβυζαντινού υφάσματος

εκδ. Καπόν, 2023, σελ. 280


«Εχει κι αν έχει η θάλασσα! Ποιος θα τη σώσει; Που ασημοζύγιαστη πολλή πορφύρα θρέφει, καινούργια πάντα, για όσα θες να βάφεις φάδια». Τη θάλασσα ως πηγή πρώτης ύλης της πορφύρας από το κοχύλι που μετρούσε το βάρος του σε ασήμι, ανακαλεί η Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα που αρνείται να πατήσει τα «θαλασσοβαμμένα υφάσματα» στο ανάκτορο των Μυκηνών όταν επέστρεψε από την Τροία. Τη θάλασσα επικαλείται και η Θεοδώρα, χίλια χρόνια αργότερα, «είθε να μην αποχωριστώ ποτέ τούτη την πορφύρα» εννοώντας την Κωνσταντινούπολη. Μέσω αυτής της θάλασσας –εκτός από τους χερσαίους Δρόμους του Μεταξιού– έφταναν από Ανατολή και Δύση τα υφάσματα στις πολύβουες αγορές του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με άλλα αγαθά και ιδέες από διαφορετικούς πολιτισμούς.

Τους ίδιους δρόμους διασχίζουν ξανά δώδεκα ερευνητές για να μας ταξιδέψουν στον χρόνο και στους τόπους παραγωγής και διαφύλαξης του πολύτιμου αρχαίου υλικού στον συλλογικό τόμο «Μετάξι και πορφύρα – Ο κόσμος του βυζαντινού και μεταβυζαντινού υφάσματος» (εκδ. Καπόν) που επιμελήθηκαν οι δρες Πασχάλης Ανδρούδης, Νικόλαος Βρυζίδης και Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ.


Ιστορία από μετάξι και πορφύρα

Το Βυζάντιο

Oχημα πλούτου, ισχύος, ιεραρχίας και ιερότητας, σημαντικό εργαλείο πολιτικής διπλωματίας και ανάπτυξης του εμπορίου, «σύμβολο κοινωνικό στις γκαρνταρόμπες της ελίτ», τα υφάσματα και τα ενδύματα ήταν ένα από τα λιγότερο μελετημένα στην πολύπλευρη και πολυσήμαντη διάστασή τους αντικείμενα, μέσα από τα οποία μπορούμε να διαβάσουμε τον κόσμο του Βυζαντίου, εκκλησιαστικό και κοσμικό.

Σε αντίθεση με την πληθώρα των ξενόγλωσσων εκδόσεων, μονοθεματικές μόνο έρευνες, κυρίως για τα θρησκευτικά υφάσματα, κάλυπταν έως σήμερα την ελληνική βιβλιογραφία. Η «άνθηση της μελέτης του τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και η διεπιστημονική έρευνα», επισημαίνουν οι επιμελητές, «προσφέρουν μια διευρυμένη οπτική», καρπός της οποίας είναι ο νέος τόμος.

Οι συγγραφείς (Πασχάλης Ανδρούδης, Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Νικόλαος Βρυζίδης, Φανή Καλοκαιρινού, Αννα Καρατζάνη, Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ, Χριστίνα Μέρη-Burbeck, Αννα Μπαλλιάν, Ελενα Παπασταύρου, Μαρία Σαρδή, Δάφνη Φίλιου, Warren T. Woodfin) αποθησαυρίζοντας γραπτές πηγές και σπαράγματα χειρωνακτικών έργων που διασώζονται σήμερα σε συλλογές μουσείων και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, ελληνικών και ξένων, υφαίνουν τον «πολυποίκιλο και πολύπλοκο επιστημονικό καμβά» του βυζαντινού και μεταβυζαντινού υφάσματος από τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες έως την πρώιμη νεότερη εποχή.

Τα κεφάλαιά του συμπυκνώνουν τα είδη, τα υλικά, τις τεχνικές, την αισθητική, τη εικονογραφία, τη σημειολογία, τα δάνεια και τα αντιδάνεια, όπως διαμορφώθηκαν στην πάροδο των αιώνων. Εκατό τόπους, περίπου, σημειώνει ο χάρτης παραγωγής και διακίνησης των υφασμάτων σε Δύση και Ανατολή. Επίκεντρο, ο ελλαδικός χώρος, σταυροδρόμι τριών ηπείρων και του ευρασιατικού εμπορίου, με σπουδαιότερα κέντρα παραγωγής την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Θήβα (τα υφαντά των εβραϊκών θηβαϊκών εργαστηρίων θεωρούνταν τόσο υψηλής ποιότητας ώστε ομάδα τεχνιτών τους αιχμαλωτίστηκε από τους Νορμανδούς το 1147 για να συμβάλουν στη διάδοση της μεταξουργίας στη Σικελία) και τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας κατά τη βυζαντινή περίοδο, την Προύσα, την Κωνσταντινούπολη και τη Χίο κατά τους οθωμανικούς χρόνους.

Λινά και μάλλινα, μεταξωτά αργυροΰφαντα και χρυσοΰφαντα, σατέν και βελούδα με περίπλοκες υφάνσεις (δαμασκηνά, taquete, εξάμιτα και lampas) σε ενδύματα δηλωτικά αξιωμάτων της αυτοκρατορικής και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, χιτώνες και πετάσματα (εφάμιλλα των μεταγενέστερων ευρωπαϊκών ταπισερί), κεντημένα ή σταμπωτά, μάς αποκαλύπτουν μια χρωματική πανδαισία και εικονογραφική ποικιλία.


Αριστουργήματα, φορείς, παράδοσης, για την καθημερινότητα και τις λατρευτικές ανάγκες. Διακοσμητικό ταπισερί, λινό και μαλλί, του 4ου-5ου αιώνα, από την Πανόπολη (Αίγυπτος). Φωτ. The Metropolitan Museum of Art, δωρεά George F. Baker (αρ. ευρ. 90.5.825).
Αριστουργήματα, φορείς, παράδοσης, για την καθημερινότητα και τις λατρευτικές ανάγκες. Διακοσμητικό ταπισερί, λινό και μαλλί, του 4ου-5ου αιώνα, από την Πανόπολη (Αίγυπτος). Φωτ. The Metropolitan Museum of Art, δωρεά George F. Baker (αρ. ευρ. 90.5.825).

Περίτεχνες δημιουργίες

Μέσα από τα κείμενα και εντυπωσιακές φωτογραφίες που αναδεικνύουν λεπτεπίλεπτες υφάνσεις και περίτεχνα κεντήματα, ταξιδεύουμε στην Αίγυπτο όπου η ξηρότητα του κλίματος διατήρησε αρκετές χιλιάδες σπαράγματα υφαντών από την παλαιοχριστιανική περίοδο (τα γνωστά ως κοπτικά) πλουτίζοντας ιδιωτικές συλλογές και μουσεία του κόσμου. Τρυπώνουμε στις αυτοκρατορικές αυλές και αφουγκραζόμαστε πίσω από τα παραπετάσματα τις κινήσεις και τον θόρυβο που συνιστούσαν στοιχείο εντυπωσιασμού και αναπόσπαστο μέρος στις τελετουργίες. Μπαίνουμε στα αυτοκρατορικά εργαστήρια όπου δημιουργήθηκαν τα πιο όμορφα υφάσματα της μακεδονικής περιόδου με σύνθετες τεχνικές και ισορροπημένο διάκοσμο από ξωτικά ζώα, μοτίβα και λιοντάρια – διαχρονικό βασιλικό σύμβολο.

Εξω από τα παλάτια, η Εκκλησία, πεδίο συνύπαρξης όλων των πλαστικών τεχνών, διασώζει σημαντικές μαρτυρίες της υφαντικής, κυρίως της κεντητικής τέχνης, για την κατανόηση του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού: Επιτάφιοι (σινδόνες), πετάσματα, καλυπτήρια λειτουργικά και νεκρικά πέπλα, σάκοι ή επιτραχήλια, καλύμματα Τιμίων Δώρων ή αέρας, επιγονάτια, άμφια κληρικών με παραστάσεις ισοδύναμες σημασιολογικά με τις εικόνες λατρείας.


Ενα κάλυμμα για το αναλόγιο ανάγνωσης της Τορά (μαπά), που αφιερώθηκε το 1919, από τα Τρίκαλα. Φωτ. Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος (αρ. ευρ. 1978.248).
Ενα κάλυμμα για το αναλόγιο ανάγνωσης της Τορά (μαπά), που αφιερώθηκε το 1919, από τα Τρίκαλα. Φωτ. Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος (αρ. ευρ. 1978.248).

Απ’ την Ανατολή στη Δύση

Και όμως, οι λειψανοθήκες εκκλησιών της Δύσης είναι σήμερα οι θεματοφύλακες της βυζαντινής υφαντικής τέχνης. Οι λόγοι πολλοί: η οθωμανική κατάκτηση, η λεηλασία των Σταυροφόρων μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1204), τα δώρα από τις ανταλλαγές ηγεμόνων, καθώς και η λατρευτική τους χρήση στα ιερά κειμήλια και τα λείψανα αγίων είχαν ως αποτέλεσμα να καταλήξουν και να διατηρηθούν σπουδαία μεταξωτά σε σκευοφυλάκια της Δύσης. Μεταξύ αυτών και ένας αριθμός από υφάσματα λατινικών βασιλείων στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όπως η κεντημένη ενδυτή Αγίας Τράπεζας των μέσων χρόνων, η επονομαζόμενη ενδυτή της κόμισσας του Ετάμπ η οποία αποδίδεται στο Δουκάτο των Αθηνών και φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό της Σενς στη Γαλλία.

Από τα κείμενα δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, οι θρησκευτικές αντιλήψεις, οι ετερόκλητες συνθέσεις πολιτισμών με διεθνή εμβέλεια που επηρέαζαν την εξελικτική πορεία και της υφαντικής τέχνης.

Η ραγδαία ανάπτυξη π.χ. του παγκοσμίου εμπορίου –αποτέλεσμα τριμερούς συνεργασίας των Μογγόλων, των Λατίνων και των Βυζαντινών τον 13ο και 14ο αιώνα– μετέδωσε την αισθητική και υφαντική τεχνολογία της Ασίας στη Δύση, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Πολυτελή υφάσματα της Δυτικής Ευρώπης με ανατολίτικα δάνεια και αντιδάνεια, σύμβολα κύρους και γοήτρου, συνέχισαν να εμπλουτίζουν τα κοσμικά βεστιάρια και τον εκκλησιαστι-κό υλικό πολιτισμό τόσο κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο όσο και μετά την έλευση των Οθωμανών.


Ένα Πέτασμα Ωραίας Πύλης, κέντημα, έργο της Κοκόνας του Ρολογά, περί το 1812, πιθανώς από την Ιερά Μονή της Υπαπαντής (Νάουσα) Φωτ. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (αρ. ευρ. ΒΧΜ 21055)/Νίκος Μυλωνάς
Ένα Πέτασμα Ωραίας Πύλης, κέντημα, έργο της Κοκόνας του Ρολογά, περί το 1812, πιθανώς από την Ιερά Μονή της Υπαπαντής (Νάουσα) Φωτ. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (αρ. ευρ. ΒΧΜ 21055)/Νίκος Μυλωνάς


Οι δρόμοι των υφαντών

Στο οθωμανικό περιβάλλον, υφαντά και κεντήματα από διάφορες γωνιές του κόσμου έφταναν στις αγορές των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Νέοι δρόμοι άνοιξαν, νέα κέντρα άνθησαν. Τα φημισμένα μεταξωτά της Χίου ανταγωνίζονταν τα υφάσματα της Γένοβας, της Βενετίας, της Λυών, του Ιράν και της Ινδίας στις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Μαύρης θάλασσας. Ενα και μοναδικό χιώτικο μεταξωτό πευκί (τάπητας προσευχής 1742), στην Ελλάδα, φυλάσσεται στο μουσείο της Νέας Μονής Χίου, μια ευρεία ποικιλία έργων στις συλλογές του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος μαρτυρούν την παραγωγή συναγωγικών πολυτελών κεντημένων υφασμάτων, ενώ περσικά και ινδικά υφάσματα του 17ου-19ου αι. βρίσκονται σε σκευοφυλάκια του Αγίου Ορους.


Καπιτονέ καπέλο με υφαντή κάλυψη, lampas, μετάξι, 11ος αιώνας(;), Ιράν ή Ιράκ, που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Φωτ. The Cleveland Museum of Art/John L. Severance Fund (αρ. ευρ. 1950.525)
Καπιτονέ καπέλο με υφαντή κάλυψη, lampas, μετάξι, 11ος αιώνας(;), Ιράν ή Ιράκ, που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Φωτ. The Cleveland Museum of Art/John L. Severance Fund (αρ. ευρ. 1950.525)

Μέσα στο θεσμικό πλαίσιο, η συνδυαστική χρήση εκκλησιαστικών και κοσμικών υφασμάτων οριστικοποιούσε τον διττό πλέον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα υφάσματα –ένα από τα επίσημα δώρα που λάμβανε ο νέος προκαθήμενος από τον σουλτάνο– μαζί με την εκκλησιαστική κεντητική τέχνη με τους πολλαπλούς συμβολισμούς κυριάρχησαν για αρκετούς αιώνες. Τα κατάλοιπά τους είναι εμφανή ακόμη και σήμερα στα νεοελληνικά άμφια.


Yφασμα, lampas, μετάξι και χρυσόνημα, 1225-1275, κεντρική Ασία. Φωτ. The Cleveland Museum of Art/J. H. Wade Fund
Yφασμα, lampas, μετάξι και χρυσόνημα, 1225-1275, κεντρική Ασία. Φωτ. The Cleveland Museum of Art/J. H. Wade Fund

Την κατανόηση αυτής της πορείας επιχειρεί ο τόμος. Καλύπτει το πεδίο του βυζαντινού και μεταβυζαντινού υφάσματος, αλλά «σε καμία περίπτωση δεν το εξαντλεί», διευκρινίζουν οι επιμελητές. Αποτελεί ωστόσο ένα επιστημονικό εγχειρίδιο ανοιχτό για συμπληρώσεις ή διορθώσεις, που μοιάζει με την «προετοιμασία ενός αργαλειού για την ύφανση ενός εκλεπτυσμένα πολυσύνθετου σχεδίου». Το εύρος του υφάσματος, όπως επισημαίνει η δρ Μαριέλ Μαρτινιάνι-Ρεμπέρ, είναι σαν τη θάλασσα με κύματα και κινούμενα ρεύματα. Αλλωστε, «τις δε νιν κατασβέσει;».


Πηγή: Γ. Μυρτσιώτη, Καθημερινή


Δεν υπάρχουν σχόλια