Χρυσό διάδημα από τους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών. Ανάμεσα στην πρώτη έκδοση του 1995 και στη δεύτερη μεσολάβησαν 24 χρόνια. Περίπο...
Χρυσό διάδημα από τους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών. |
Ανάμεσα στην πρώτη έκδοση του 1995 και στη δεύτερη μεσολάβησαν 24 χρόνια. Περίπου «μια γενιά» όπως επισημαίνει η αρχαιολόγος Ντόρα Βασιλικού, για την ανατύπωση του βιβλίου της «Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός» από την Αρχαιολογική Εταιρεία, με πλήθος νέων πληροφοριών. Καινούργια στοιχεία από τα ανασκαφικά μέτωπα που εμπλουτίζουν την επιστήμη με νέα ευρήματα, δημοσιεύσεις και απόψεις, αναθεωρώντας παλιά συμπεράσματα, επιβεβαιώνοντας κάποια άλλα.
Η νέα έκδοση φωτίζει τη ζωή και την τέχνη των Μυκηναίων, εστιάζει σε άγνωστα ιερά που ανακαλύφθηκαν, πόλεις και περιοχές άσκαφτες έως τώρα, στην εμπορική δραστηριότητα στα μυκηναϊκά χρόνια, στις συνήθειες των Μυκηναίων, φτάνοντας μέχρι τον εκφυλισμό αυτού του πολιτισμού. Οι γραπτές μαρτυρίες, οι πινακίδες Γραμμικής Γραφής Β΄ που ήρθαν στο φως, συνέβαλαν στη νέα γνώση, όπως αυτές που βρέθηκαν στη Θήβα αλλά και στον Αγιο Βασίλειο Λακωνίας, στο χωριό Ξηροκάμπι, όπου ανασκάπτεται μυκηναϊκό ανάκτορο.
Στο βιβλίο επανεξετάζονται στοιχεία που προέκυψαν από τις πολυάριθμες ανασκαφές κατά τα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση, την οποία είχε τότε προλογίσει ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, παρουσιάζονται καινούργιες αντιλήψεις για τη μυκηναϊκή κοινωνία, τα ανάκτορα, τους λόγους για τους οποίους καταστράφηκαν και μαζί καταστράφηκε αυτός ο πολιτισμός. «Ιστορικές συνθέσεις όπως ο “Μυκηναϊκός Πολιτισμός” απαιτούν πολλή γνώση και έρευνα» σημειώνει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης ο γενικός γραμματέας της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Βασίλειος Πετράκος.
Η 716 σελίδων έκδοση είναι ουσιαστικά ένα καινούργιο βιβλίο που βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει τους Μυκηναίους. Τη βαθιά μεταβολή που διαγράφεται, όπως υπογραμμίζει η συγγραφέας του, στην ιστορία του ελλαδικού πολιτισμού, μια αλλαγή γρήγορη που μετέβαλε τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. «Τον μεσοελλαδικό κόσμο, κλειστό στον εαυτό του, τον διαδέχθηκε ο λαμπρός Μυκηναϊκός πολιτισμός που ξανοίχθηκε σ’ Ανατολή και Δύση και άγγιξε περιοχές στις οποίες δεν έφτασε ποτέ ο Μινωικός».
Οι Έλληνες γνώρισαν τη μινωική Κρήτη γύρω στα 1.700-1.600 π.Χ. με διάφορες διπλωματικές και εμπορικές επαφές, ίσως και στρατιωτικές επιχειρήσεις και, γρήγορα δέχθηκαν τον πολιτισμό της. «Κρήτες καλλιτέχνες ήρθαν στην Ελλάδα να διδάξουν τα μυστικά της τέχνης τους στους Μυκηναίους και η τέχνη της ηπειρωτικής Ελλάδας μεταβάλλεται τόσο πολύ, ώστε ο Εβανς διατύπωσε τη θεωρία ότι οι Κρήτες είχαν καταλάβει την Ελλάδα, πράγμα αστήρικτο ιστορικά», σημειώνει η συγγραφέας. Και προσθέτει ότι οι ανοιχτοί Μυκηναίοι γνώρισαν και υιοθέτησαν τον πολιτισμό της Κρήτης, «θα ήταν όμως σφάλμα να θεωρηθεί ότι ο Μυκηναϊκός πολιτισμός είναι ο ίδιος ο Μινωικός μεταφυτευμένος στην Ελλάδα, γιατί οι Μυκηναίοι δεν απέβαλαν τα δικά τους βιώματα, και η τέχνη τους πολλές φορές έχει τη σφραγίδα της απώτερης, βόρειας καταγωγής τους». Η συγγραφέας τονίζει ακόμη πως η μινωική τέχνη είναι φυσιοκρατική. «Ολα συνθέτουν μια τέχνη εκλεπτυσμένη με τάση προς το περίτεχνο, όπου το αισθητικό στοιχείο υπερέχει του νοητού». Αντίθετα, ο Μυκηναίος καλλιτέχνης εκφράζει τις ιδέες του με τρόπο απλό και ξεκάθαρο, «δίνοντας συγχρόνως στα δημιουργήματά του μια διάσταση επιβλητική, όπου συχνά, μαζί με τη λιτότητα, επικρατεί και η τάση για το αρρενωπό και αγωνιστικό στοιχείο».
Η γενική επισκόπηση του ελληνικού χώρου, που δεν είχε η προηγούμενη έκδοση, είναι πολύτιμη στον αναγνώστη. «Αυτό το κεφάλαιο», λέει στην «Κ» η Ντόρα Βασιλικού, «ασχολείται με όλες τις περιφέρειες του ελληνικού χώρου, δείχνοντας την ενότητα που είχε ο πολιτισμός αυτός, αλλά και τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Στη Θεσσαλία για παράδειγμα προτιμούν τους θολωτούς τάφους από τους λαξευτούς. Στη Λοκρίδα, στις ανασκαφές στον Κύνο που έκανε η Φανουρία Δακορώνια, βρέθηκε εργαστήριο αγγείων εικονιστικού ρυθμού με διάφορα πρωτότυπα θέματα. Κάθε περιοχή έχει δικά της χαρακτηριστικά, που όλα μαζί σχηματίζουν μια ενότητα. Σήμερα, η έρευνα γύρω από τον μυκηναϊκό κόσμο γνωρίζει αλματώδη πρόοδο. Οι νέες ανασκαφές έδωσαν πληροφορίες και για άγνωστα ιερά, τα οποία είναι δυο τύπων υπαίθρια και κτιστά. Τέτοια ιερά βρέθηκαν στο Καλαπόδι της Λοκρίδας, στην Τροιζηνία, καθώς και στο όρος Λύκαιον στην Αρκαδία. Επιπλέον, έχουμε στοιχεία για μεγάλους χώρους που ανασκάφηκαν, όπως είναι η ακρόπολη της Καδμείας, για την οποία ήταν πολύ αποσπασματικά όσα γνωρίζαμε, διότι η σημερινή Θήβα χτίστηκε πάνω στην αρχαία. Εχουμε επίσης τη μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας στην Αργολίδα, που σκαβόταν για πολλά χρόνια, αλλά τώρα μας έδωσε πολλά στοιχεία, όπως και το Διμήνι. Για την αρχαία Ιωλκό ήταν ελάχιστες οι γνώσεις. Οι πινακίδες της Γραμμικής Β΄ και ένα διοικητικό κέντρο κοντά στο Διμήνι που ήρθε στο φως, στις πολυετείς έρευνες της Βασιλικής Αδρύμη - Σισμάνη, έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες».
Το τέλος
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ήταν ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός της Υστερης Εποχής του Χαλκού που αναπτύχθηκε από το 1.650 έως το 1.050 π.Χ. «Δεν είναι αλήθεια ότι σταμάτησε το 1.100 π.Χ. Ούτε συνέβησαν κάποιες τρομερές καταστροφές όπως πιστεύαμε παλιά. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός εκφυλίστηκε σιγά σιγά, με μικροκαταστροφές των ανακτόρων το 1.200 π.Χ. Υπήρξε στην πορεία μια μικρή αναγέννηση με τοπικές ηγεμονίες, αλλά δεν ήταν καλά συγκροτημένες και άρχισαν να φθίνουν. Εσβησε το 1.050 π.Χ., στο τέλος της Εποχής του Χαλκού για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περιοχή. Συμπτωματικά την ίδια εποχή στην ανατολική Μεσόγειο καταστράφηκαν όλα τα μεγάλα κέντρα στη συροπαλαιστινιακή ακτή. Με τις καταστροφές των ανακτόρων ήρθε η φτώχεια αλλά και η μετακίνηση των πληθυσμών. Οι Χετταίοι καταστράφηκαν περίπου την ίδια εποχή, πόλεις της Μικράς Ασίας, ως και η Αίγυπτος μετά επιδρομές των “λαών της θαλάσσης” γνώρισε μια φθορά».
Τι άλλο αναθεωρήθηκε; «Νομίζαμε ότι τα ανάκτορα καταστράφηκαν εξαιτίας ενός ισχυρού σεισμού. Ασφαλώς δεν ήταν αυτός ο λόγος. Εξαντλήθηκαν από την τρομαχτική γραφειοκρατία, διότι εξαπλώθηκαν πολύ με τις εμπορικές σχέσεις στη Μεσόγειο και δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν. Τα ανάκτορα για παράδειγμα στη Μεσοποταμία είχαν μεγάλες εκτάσεις γης και πλούτου, ενώ στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο μικρά τα μεγέθη. Η εξάπλωσή τους και η γραφειοκρατία τα έφθειρε σταδιακά και σίγουρα κάποιες εσωτερικές ανωμαλίες, όπως διαφωνίες οικογενειών».
Το ευρύ κοινό θαμπώνεται από τον χρυσό των Μυκηνών στα μουσεία, τους περίτεχνους τύπους δαχτυλιδιών που είχαν σφενδόνες με έγγλυφες παραστάσεις, τα λεπτοδουλεμένα διαδήματα, τα περίαπτα από λεπτά ελάσματα κ.ά. Όμως «περίπου τα ίδια εντοπίστηκαν και σε άλλες μυκηναϊκές θέσεις της Ελλάδας».
Η τέχνη
Νέα στοιχεία υπήρξαν και στην τέχνη. Η συγγραφέας του επικαιροποιημένου «Μυκηναϊκού Πολιτισμού» (αλλά και των εκδόσεων «Οι ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις Κυκλάδες, 1872-1910», «Το χρονικό της ανασκαφής των Μυκηνών, 1870-1878» και τα «Μυκηναϊκά σφραγιστικά δαχτυλίδια»), εξηγεί ότι προέρχονται από τις τοιχογραφίες που έδωσαν πλουσιότερα θέματα. «Νομίζαμε τα προηγούμενα χρόνια ότι τοιχογραφίες με πλοία μάς έδωσαν μόνο οι ανασκαφές στη Θήρα, όμως βρέθηκαν και στην Ικλαινα Μεσσηνίας, στην Τύρινθα ενώ στην μυκηναϊκή ακρόπολη του Γλα, τοιχογραφία με παράσταση δελφινιών. Στην Καδμεία επίσης βρέθηκαν τοιχογραφίες με πλοία, οι οποίες είναι ακόμη αδημοσίευτες».
Η κεραμική έδωσε επίσης νέες πληροφορίες. «Βλέπουμε θέματα του εικονιστικού ρυθμού που έγιναν γνωστά αργότερα στη Γεωμετρική εποχή, δηλαδή πρόθεση και εκφορά του νεκρού. Τώρα ξέρουμε ότι υπάρχουν και στη Μυκηναϊκή εποχή». «Υπάρχει απόλυτη συνέχεια», τονίζει η αρχαιολόγος κι αυτό «είναι ένα σημαντικό θέμα, διότι συζητείται χρόνια.
Παλιότερες θεωρίες υποστηρίζουν ότι με την καταστροφή των ανακτόρων και του Μυκηναϊκού πολιτισμού υπάρχει ένα κενό, ότι δεν έχουμε τίποτα στην Ελλάδα και πως μετά εμφανίζεται η Γεωμετρική εποχή. Δεν είναι αλήθεια. Οι οικισμοί φτωχαίνουν, όμως οι άνθρωποι συνεχίζουν. Αυτό απέδειξαν οι τελευταίες ανασκαφές στο Καλαπόδι. Το ιερό εκεί ξεκινάει από τη Μεσοελλαδική εποχή και συνεχίζει έως τη Ρωμαϊκή εποχή, χωρίς κενό. Επίσης στον Κύνο, στη Λοκρίδα, όπου έχουμε οικισμό. Για το κενό αυτό μιλούσαν κυρίως οι ξένοι επιστήμονες, οι Ελληνες δεν το πολυπίστευαν. Ο Μυλωνάς και ο Μαρινάτος έλεγαν ότι δεν υπάρχει κενό, απλώς δεν είχαν πραγματοποιηθεί πολλές ανασκαφές».
Πηγή: Γ. Συκκά, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια