Από το "Le Régime du corps" του Aldobrandino da Siena (1265-70 μ.Χ.). Ευγενική παραχώρηση της Βρετανικής Βιβλιοθήκης. Πολύς κόσμος...
Από το "Le Régime du corps" του Aldobrandino da Siena (1265-70 μ.Χ.). Ευγενική παραχώρηση της Βρετανικής Βιβλιοθήκης. |
Πολύς κόσμος πιστεύει ότι το ατέλειωτο σκρολάρισμα στα social media και στις άπειρες πηγές πληροφόρησης στο διαδίκτυο ευθύνεται για το «στέγνωμα» του ανθρώπινου μυαλού. Κι όμως, το ζήτημα της ελλειμματικής προσοχής μάς απασχολεί από την αρχαιότητα και κάποιοι έχουν ήδη δώσει λύσεις και εξηγήσεις.
Αν υποψιάζεστε ότι η τεχνολογία του 21ου αιώνα έχει καταστρέψει τον εγκέφαλό σας, ότι δεν υπάρχει στιγμή που να νιώθετε απολύτως συγκεντρωμένοι σε κάτι, εξαιτίας των οθονών και του ατέλειωτου σκρολαρίσματος, τότε ίσως σας παρηγορήσει η γνώση ότι η μέση διάρκεια προσοχής του ανθρώπου ποτέ δεν ήταν αυτό που πιστεύαμε.
Ακόμη και ο αρχαίος Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας ο νεότερος ανησυχούσε για τις νέες τεχνολογίες που υποβαθμίζουν την ικανότητά του να συγκεντρώνεται απερίσπαστος σε μια πνευματική –ή άλλη– εργασία.
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. παραπονέθηκε ότι «το πλήθος των βιβλίων τού αποσπά την προσοχή». Αυτή η ανησυχία επανεμφανίστηκε ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια των επόμενων χιλιετιών. Τον 12ο αιώνα, ο Κινέζος φιλόσοφος Zhu Xi έβλεπε ότι ζούσε σε μια νέα εποχή απόσπασης της προσοχής, λόγω της τεχνολογίας των εντύπων. «Ο λόγος που οι άνθρωποι σήμερα διαβάζουν απρόσεκτα είναι ότι υπάρχουν πολλά τυπωμένα κείμενα», είχε υποστηρίξει.
Αλλά και στην Ιταλία του 14ου αιώνα, ο λόγιος και ποιητής Πετράρχης διατύπωσε ακόμα πιο σαφείς ισχυρισμούς σχετικά με τις επιπτώσεις της συσσώρευσης βιβλίων: «Πίστεψέ με, αυτό δεν τρέφει το μυαλό με λογοτεχνία, αλλά το σκοτώνει και το θάβει με το βάρος των πραγμάτων ή, ίσως, το βασανίζει μέχρις ότου, φρενιασμένο από τα τόσα πολλά θέματα, αυτό το μυαλό δεν μπορεί πλέον να γευτεί τίποτα, αλλά κοιτάζει με λαχτάρα τα πάντα, όπως ο Τάνταλος που διψάει μέσα στο νερό», είχε γράψει.
Η τεχνολογική πρόοδος θα έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Ο χείμαρρος των τυπωμένων κειμένων ενέπνευσε τον λόγιο της Αναγέννησης Έρασμο να παραπονεθεί ότι αισθανόταν να κατακλύζεται από «σμήνη νέων βιβλίων», ενώ ο Γάλλος θεολόγος Καλβίνος έγραψε ότι οι αναγνώστες περιπλανιόντουσαν σε ένα «συγκεχυμένο δάσος» εντύπων. Αυτή η εύκολη και συνεχής ανακατεύθυνση από το ένα βιβλίο στο άλλο φοβόταν ότι θα άλλαζε ριζικά τον τρόπο λειτουργίας του νου.
Στον 21ο αιώνα, οι ψηφιακές τεχνολογίες πυροδοτούν τις ίδιες παλιές ανησυχίες σχετικά με την προσοχή και τη μνήμη – και φυσικά, εμπνέουν κάποιες νέες. Μπορούμε πλέον να ανησυχούμε ότι το γνωστικό κύκλωμα του εγκεφάλου έχει «επανασυνδεθεί» μέσω της αλληλεπίδρασης με την αναζήτηση στο Google, τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το (ας το πούμε έτσι) επανασυνδεδεμένο μυαλό αναθέτει τώρα εργασίες που προηγουμένως διεκπεραιώνονταν από την ενσωματωμένη μνήμη του σε εξωτερικές συσκευές. Οι σκέψεις πετάγονται από ιδέα σε ιδέα, τα χέρια παρασύρονται άθελά τους προς τις τσέπες και τα τηλέφωνα. Φαίνεται ότι η συνεχής πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει υποβαθμίσει την ικανότητά μας για αδιάσπαστη προσοχή, για σοβαρή συγκέντρωση. Αυτή η προφανής επανασύνδεση έχει παρατηρηθεί με γενική καχυποψία, μερικές φορές με ανησυχία και πολύ συχνά με συμβουλές για το πώς να επιστρέψουμε σε έναν καλύτερο, πιο «φυσικό» τρόπο σκέψης. Σκεφτείτε αυτούς τους ανησυχητικούς τίτλους: «Is Google Making Us Stupid?» («Μας κάνει το Google ηλίθιους;», άρθρο του Nicholas Carr στο «Atlantic», το 2007), «Have Smartphones Destroyed a Generation?» («Τα smartphones κατέστρεψαν μια γενιά;», άρθρο του Jean M. Twenge στο «Atlantic», το 2017) ή «Your Attention Didn't Collapse. It Was Stolen» («Δεν κατέρρευσε η προσοχή σου – απλώς κλάπηκε» (τίτλος άρθρου του Johann Hari, στον «Observer», το 2022). Αυτή η λαχτάρα για επιστροφή σε μια παρελθούσα εποχή σωστά διαχειριζόμενης προσοχής και μνήμης δεν είναι καθόλου καινούργια. Η δική μας εποχή της (συνεχούς) διάσπασης της προσοχής και της λήθης εντάσσεται στις πολλές άλλες που έχουν καταγραφεί στην ιστορία: η ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Σενέκα, η δυναστεία Σονγκ του Ζου, η Μεταρρύθμιση του Καλβίνου.
Ο Πλάτωνας θα ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτό το διπλό αίσθημα ανησυχίας και νοσταλγίας είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια η παιδεία, ένα αναπόφευκτο πρόβλημα που είναι εγγενές στην τεχνολογία της γραφής. Σε έναν από τους διαλόγους του, τον «Φαίδρο», αφηγείται πώς ο αρχαίος εφευρέτης της γραφής, ένας Αιγύπτιος θεός ονόματι Θωθ (ή Τωθ ή Θεούθ), παρουσιάζει το έργο του στον βασιλιά των θεών. «Αυτή η εφεύρεση, ω βασιλιά, θα κάνει τους Αιγυπτίους σοφότερους και θα βελτιώσει τη μνήμη τους – γιατί είναι ένα ελιξίριο μνήμης και σοφίας», λέει ο Θωθ. Όμως, ο Αιγύπτιος βασιλιάς των θεών, ο Θαμώς, προβλέπει το αντίθετο: «Γιατί αυτή η εφεύρεση θα προκαλέσει λήθη στο μυαλό εκείνων που θα μάθουν να τη χρησιμοποιούν, επειδή δεν θα εξασκούν τη μνήμη τους. Η εμπιστοσύνη τους στη γραφή, που παράγεται από εξωτερικούς χαρακτήρες που δεν είναι μέρος του εαυτού τους, θα αποθαρρύνει τη χρήση της δικής τους μνήμης. Έχετε εφεύρει ένα ελιξίριο όχι της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης – και προσφέρετε στους μαθητές σας την επίφαση της σοφίας, όχι όμως και την αληθινή σοφία, διότι θα διαβάζουν πολλά πράγματα χωρίς διδασκαλία και επομένως θα φαίνονται να γνωρίζουν πολλά, ενώ είναι ως επί το πλείστον αδαείς και δύσκολα συνεννοούνται, αφού δεν είναι σοφοί, αλλά μόνο φαίνονται σοφοί».
Οι προβλέψεις των θεών αντιφάσκουν μεταξύ τους, αλλά μοιράζονται μια υποκείμενη θεωρία της νόησης. Καθένας από αυτούς υποθέτει ότι οι ανθρώπινες εφευρέσεις, όπως η γραφή, μπορούν να αλλάξουν τη σκέψη, ακόμη και να δημιουργήσουν νέες μεθόδους σκέψης. Το 1998, οι φιλόσοφοι Andy Clark και David J. Chalmers ονόμασαν αυτό το διαδραστικό σύστημα, που αποτελείται από τον εσωτερικό νου που συνεργάζεται με τον εξωτερικό κόσμο των αντικειμένων, «διευρυμένο νου». Η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε, υποστήριξαν, θα μπορούσε να τροποποιηθεί και να επεκταθεί μέσω τεχνολογιών όπως η γραφή. Αυτή η σύγχρονη ιδέα εκφράζει μια πολύ παλαιότερη αντίληψη σχετικά με την εμπλοκή της εσωτερικής σκέψης και των εξωτερικών ερεθισμάτων. Αν και ο Clark και ο Chalmers έγραψαν για αυτή την αλληλεπίδραση με έναν τόνο θαυμασμού, άλλοι μελετητές ήταν λιγότερο αισιόδοξοι για τους τρόπους με τους οποίους η νόηση επεκτείνεται. Για τον Σενέκα, τον Ζου και τον Καλβίνο, αυτή η «επέκταση» γινόταν εξίσου εύκολα κατανοητή ως «γνωστική υποβάθμιση», προαναγγέλλοντας τον πανικό για τα smartphones και την Google που μας «κάνουν ηλίθιους» ή «αφυδατώνουν» τους εγκεφάλους μας.
Για όσο καιρό οι τεχνολογίες της γραφής και της ανάγνωσης επέκτειναν το μυαλό, οι συγγραφείς προσέφεραν στρατηγικές για τη διαχείριση αυτής της αλληλεπίδρασης και έδιναν συμβουλές για τη σωστή σκέψη σε περιβάλλοντα που φαίνονταν εχθρικά προς τη «σωστή» σκέψη. Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς παλαιότερες θεωρίες για τους τρόπους με τους οποίους οι τεχνολογίες, όπως τα τυπωμένα βιβλία ή η γραφή, διαμόρφωσαν την ανθρώπινη σκέψη τις προηγούμενες χιλιετίες. Ωστόσο, αυτές οι θεωρίες δεν μας δίνουν μια αίσθηση του πώς ακριβώς διαμορφωνόταν το ανθρώπινο μυαλό ή μια αίσθηση του τι κέρδιζε κανείς σκεπτόμενος διαφορετικά. Για να κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση (και τη διαπλοκή) των βιβλίων και του ανθρώπινου νου –και ενώ αυτή η ενδιαφέρουσα σχέση βρισκόταν υπό διαμόρφωση–, θα μπορούσαμε να στραφούμε στους αναγνώστες και τους συγγραφείς στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όταν τα ράφια ξεχείλιζαν από χειρόγραφα αλλά η μνήμη και η προσοχή έμοιαζαν να συρρικνώνονται.
Lines of Thought (2021) by Ayelet Even-Ezra |
Γράφοντας κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, ο γραμματικός Geoffrey of Vinsauf είχε πολλές συμβουλές για τους συγγραφείς που κατακλύζονταν από πληροφορίες. Ένας καλός συγγραφέας δεν πρέπει να βιάζεται, πρέπει να χρησιμοποιεί τη «γραμμή μέτρησης του νου» για να συνθέσει ένα νοητικό μοντέλο πριν βιαστεί να γράψει, συμβούλευε χαρακτηριστικά: «Ας μην είναι το χέρι σου πολύ βιαστικό να πιάσει την πένα... Ας αφήσει τις εσωτερικές πυξίδες του νου να σχεδιάσουν όλο το εύρος του υλικού». Ο Geoffrey εκφράζει εδώ ένα ιδεώδες, αλλά το εγχειρίδιό του μάς δίνει ελάχιστη πρόσβαση στη σκέψη όπως πραγματικά διαμορφωνόταν, όταν καθόταν σε ένα μεσαιωνικό γραφείο μπροστά σε μια κενή σελίδα με την πένα στο χέρι. Η ιστορικός της διανόησης Ayelet Even-Ezra ακολουθεί μια διαδρομή προς την απάντηση αυτού του προβλήματος, μέσα από το βιβλίο της «Lines of Thought» (2021). Για την ίδια, οι «γραμμές της σκέψης» είναι οι γραμμές σύνδεσης που δομούν τα πολλά διακλαδισμένα διαγράμματα που γεμίζουν τις σελίδες των μεσαιωνικών χειρογράφων. Ένα τέτοιο δέντρο φαίνεται να «ανθίζει» στο εξώφυλλο του βιβλίου: «Ακολουθήστε αυτά τα κλαδιά μέχρι τη ρίζα και θα δείτε ότι το διάγραμμα αναπτύσσεται από έναν νευρώνα».
Αυτή η ένωση νευρικού συστήματος και διαγράμματος-δέντρου υποδηλώνει μάλλον άμεσα το επιχείρημα του βιβλίου: για την Even-Ezra, αυτά τα «δέντρα» που σχεδίασαν οι γραφιάδες του Μεσαίωνα δεν κατέγραφαν απλώς πληροφορίες: κατέγραφαν μονοπάτια σκέψης που ενεργοποιούνταν από τη διακλαδιζόμενη μορφή του ίδιου του δέντρου. Τα διαγράμματα αποκαλύπτουν πολλά για το ευρύ μεσαιωνικό μυαλό που εν δράσει μάχεται να τα βγάλει πέρα με την πένα, το μελάνι και μια αδειανή σελίδα μπροστά του.
Ένα αντίστοιχο διάγραμμα, που επιχειρεί να χαρτογραφήσει τον κλάδο της ιατρικής, δεν φαίνεται να εξελίσσεται όπως είχε σχεδιάσει ο γραφιάς. Ο πρώτος κλάδος απλώνεται ομοιόμορφα και άνετα. Ωστόσο, ο δεύτερος εκτρέπεται αδέξια και σχεδόν ανεξέλεγκτα. Το κατώτερο «κλαδί» σκέψης είναι ένα πλέγμα αναθεωρήσεων και παρεκκλίνουσας πορείας. H Even-Ezra σημειώνει το προφανές: αυτός ο μεσαιωνικός γραφιάς δεν υπολόγισε εξαρχής σωστά τον διαθέσιμο χώρο μέσα στον οποίο θα έπρεπε να αναπτύξει τις σκέψεις του.
Όσο περισσότερος ο όγκος των πληροφοριών τόσες περισσότερες οι διακλαδώσεις, μοιραία.
Αιώνες αργότερα, μπορούμε να κοιτάξουμε ένα από αυτά τα διαγράμματα και να δούμε πώς σκεφτόταν ο γραφιάς μας και πώς οι πρακτικές της γραφής έκαναν δυνατή μια τέτοια σκέψη. Η Even-Ezra θεωρεί αυτό το διάγραμμα σκέψης ως ένα κρίσιμο εργαλείο του διευρυμένου μεσαιωνικού νου, πολύ χρήσιμο για την εποχή του: ήταν ένα εργαλείο σκέψης που μπορούσε να συμβιβάσει «την πολυπλοκότητα και την απλότητα, την τάξη και τη δημιουργικότητα, ταυτόχρονα». Μέσω αυτού, το μυαλό μπορούσε να αποφορτιστεί. Στο απόγειο του Μεσαίωνα, τον 13ο και στις αρχές του 14ου αιώνα, αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Οι σχολαστικοί θεολόγοι και οι φιλόσοφοι της εποχής προσπαθούσαν να οργανώσουν τις γνώσεις τους για τον κόσμο σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα σκέψης. Ιδανικά, αυτό το σύστημα έπρεπε να είναι κατά κάποιον τρόπο σχολαστικά πολύπλοκο, αλλά να βασίζεται σε βασικές, γνωστές αρχές, όπως ο θεϊκά διατεταγμένος κόσμος που προσπαθούσε να κατανοήσει.
Πάμε τώρα πάλι πίσω στον Θαμώς και στην πρόβλεψή του ότι η γραφή θα κατέστρεφε τα νεανικά μυαλά; Το διάγραμμα διακλάδωσης, στην αφήγηση της Even-Ezra, αντιπροσωπεύει τα προνόμια της εφεύρεσης της γραφής. Αυτά τα διαγράμματα θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον βαθύτερο στοχασμό, κατά τη διάρκεια συνεδριών εντατικής ανάγνωσης. Θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν βοηθήματα για τη μνήμη, αντί για υποκατάστατά της, επειδή αναπλαισιώνουν τις πληροφορίες σε τυπικά μοτίβα που θα μπορούσαν να χαραχτούν στο μυαλό. Οι αντιγραφείς του Μεσαίωνα γέμιζαν τα περιθώρια των βιβλίων τους (ο λόγος για τα περίφημα marginalia) με αυτά τα διαγράμματα, και πολλά από αυτά μαρτυρούν την προσεκτική δουλειά τους, την επιθυμία και την προσπάθεια να αποκρυσταλλωθεί η νέα γνώση. Η Even-Ezra περιγράφει πώς η άνοδος αυτών των διαγραμμάτων –ένα νέο είδος τεχνολογίας γραφής– αναδιαμόρφωσε τη νόηση.
Σκεφτείτε ένα άλλο παράδειγμα: μήπως τα ευρετήρια στα βιβλία μάς έκαναν πιο αφηρημένους αναγνώστες; Στο βιβλίο «Index, A History of the» (2022), ο Άγγλος ιστορικός Dennis Duncan χρησιμοποιεί τον Πλάτωνα και τους Αιγύπτιους θεούς Θωθ και Θαμώς, ως αρχαία αφετηρία ενός μακρινού ιστορικού ταξιδιού που φτάνει μέχρι την Google. Από τον Πλάτωνα έως τις σύγχρονες διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης, ο Duncan καταγράφει την άνοδο του ευρετηρίου ως απαραίτητου εξοπλισμού αναζήτησης για τους αναγνώστες. Οι συντάκτες και οι χρήστες των πρώτων ευρετηρίων τον 16ο αιώνα, όπως ο Ελβετός γιατρός Conrad Gessner, έβλεπαν μεγάλες δυνατότητες σε αυτά, αλλά είχαν και επιφυλάξεις. Ο Gessner χρησιμοποίησε αυτή την τεχνολογία σε πολλά από τα βιβλία του, δημιουργώντας εντυπωσιακά ευρετήρια ζώων, φυτών, γλωσσών, βιβλίων, συγγραφέων, αλλά ανθρώπων, πλασμάτων και πραγμάτων. Πίστευε ότι τα καλά καταρτισμένα ευρετήρια ήταν η «μεγαλύτερη ευκολία» και «απολύτως αναγκαία» για τους μελετητές. Ωστόσο, γνώριζε επίσης ότι οι απρόσεκτοι μελετητές διαβάζουν μερικές φορές μόνο τα ευρετήρια, αντί για ολόκληρο το έργο.
Και ο Έρασμος, αυτός ο γίγαντας της αναγεννησιακής διανόησης, επέκρινε επίσης την κακή χρήση του ευρετηρίου, ωστόσο ανησυχούσε λιγότερο για τους τεμπέληδες, που διάβαζαν πρώτα τα «περιεχόμενα», παρά για τους συγγραφείς που εκμεταλλεύονταν αυτή την τάση. Δεδομένου ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι, μέχρι σήμερα, διαβάζουν «μόνο τίτλους και περιεχόμενα», οι συγγραφείς άρχισαν να τοποθετούν εκεί το πιο αμφιλεγόμενο (ακόμη και πρόστυχο) υλικό τους, αναζητώντας ευρύτερο κοινό και καλύτερες πωλήσεις. Το ευρετήριο, με άλλα λόγια, είχε γίνει το τέλειο μέρος για το πρώιμο clickbait. Εναπόκειτο στον καλό αναγνώστη να κάνει «κλικ» –να διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο και όχι μόνο τις γλαφυρές καταχωρίσεις του ευρετηρίου– προτού βιαστεί να κρίνει.
[Επίσης, τώρα που το συζητάμε, απλώς να αναφέρουμε ότι τα τελευταία χρόνια όλο και σπανίζουν τα βιβλία με «περιεχόμενα» στις πρώτες σελίδες τους, αν κάτι έχει να μας πει αυτό...]
Πόσο διασπασμένη ήταν, λοιπόν, η προσοχή των αρχαίων και των ανθρώπων της Αναγέννησης; Πόση φαιά ουσία χάθηκε μέσα στη θάλασσα των πληροφοριών; Μήπως απλώς νέα είδη μνήμης αντικατέστησαν τα παλιά και απλώς νοσταλγούμε τις εποχές που σκεφτόμασταν διαφορετικά, αλλά όχι απαραιτήτως ελλειμματικά; Αυτή η λαχτάρα είναι που παίρνει τη μορφή νοσταλγίας για τις παλιές καλές μέρες που οι άνθρωποι ήταν «αχόρταγοι αναγνώστες» βιβλίων, ιδίως μυθιστορημάτων.
Ο Johann Hari, στο βιβλίο του «Stolen Focus» (2022), μας συστήνει μια νεαρή βιβλιοπώλη που δεν μπορεί να τελειώσει κανένα από τα βιβλία του Vladimir Nabokov, του Joseph Conrad ή της Shirley Jackson: «Κατάφερνε να τελειώσει μόνο το πρώτο κεφάλαιο ή τα δύο πρώτα, και μετά η προσοχή της έσβηνε, σαν μηχανή που έπαθε βλάβη».
Το μυαλό της επίδοξης αναγνώστριας απλά ξεμένει από δυνάμεις. Και ο συγγραφέας όμως δεν πάει πίσω. Αποσύρεται σε μια παραθαλάσσια πόλη για να ξεφύγει από τα «notifications και τις παρανοήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης» και να ανακτήσει έτσι τη χαμένη εμπειρία της προσοχής και της μνήμης. Η ανάγνωση του Ντίκενς ήταν μέρος της αυτοσυνταγογραφούμενης θεραπείας του: «Βυθιζόμουν πολύ πιο βαθιά στα βιβλία που είχα επιλέξει. Χανόμουν σε αυτά για πραγματικά μεγάλα διαστήματα –μερικές φορές για ολόκληρες ημέρες– και ένιωθα ότι καταλάβαινα και θυμόμουν όλο και περισσότερα από αυτά που διάβαζα», λέει ο ίδιος. Για τον Hari, και για πολλούς άλλους, η εκ νέου εστίαση στην ανάγνωση μυθοπλασίας είναι μια προφανής μέθοδος για την επιστροφή του νου σε κάποια προηγούμενη και καλύτερη κατάσταση προσοχής και μνήμης.
Το να χάνεσαι στα βιβλία, στα μυθιστορήματα, έχει μετατραπεί σε μια ενάρετη πρακτική της σύγχρονης ζωής, έχει γίνει η συνήθεια και η απόδειξη ενός υγιούς πνεύματος. Η ίδια πρακτική, ωστόσο, σε άλλους μοιάζει με αρρώστια. Ο «αχόρταγος αναγνώστης» δεν είναι –κατά πολλούς– παρά ένα υποσιτισμένο μυαλό ή ακόμα χειρότερα ένα ντοπαρισμένο πνεύμα, που σαν τον τοξικοεξαρτημένο αναζητά την ουσία της εξάρτησής του. Ο Δον Κιχώτης προσωποποιούσε τον παθολογικό αναγνώστη, τόσο συνεπαρμένο από τα ρομαντικά βιβλία που το μυαλό του σταδιακά αποσυνδέεται από την πραγματικότητα. Στην Αγγλία της Τζέιν Ώστεν, εκεί κατά το γύρισμα του 18ου αιώνα, όλο και περισσότερες γυναίκες άρχισαν να διαβάζουν μυθιστορήματα και τότε ήταν που εκδόθηκαν προειδοποιήσεις για τις ανθυγιεινές επιπτώσεις αυτής της συνήθειας. Ανήσυχοι παρατηρητές στις αρχές του 1800 έγραφαν ότι το «πάθος για την ανάγνωση μυθιστορημάτων» ήταν μία από τις μεγάλες αιτίες «νευρικών διαταραχών» και μια απειλή για το «γυναικείο μυαλό»!
Αργότερα, τον 20ό αιώνα, ο Walter Benjamin διατύπωσε τη θεωρία ότι η μοναχική ανάγνωση των μυθιστορημάτων μαζικής παραγωγής από τους αστούς είχε καταστήσει σχεδόν αδύνατη την επίτευξη της ψυχικής διαύγειας. Όπως έλεγε, τα μυθιστορήματα –σε συνδυασμό με τις εφημερίδες και την ενημέρωση που παρείχαν με πηχιαίους τίτλους, αλλά με το σταγονόμετρο– έθεταν σε κίνδυνο την ψυχική υγεία των αναγνωστών.
Με άλλα λόγια, πάντα υπήρχε κάτι να μας αποσπά την προσοχή. Ποτέ δεν ήμασταν όσο συγκεντρωμένοι θα θέλαμε. Πάντα θα έρχονται τεχνολογίες που θα «απειλούν» την προσοχή μας, αλλά το μυαλό μας θα βρίσκει τρόπο να προσαρμόζεται στην παρεχόμενη πληροφορία. Αν αφήσουμε το κινητό από τα χέρια μας, έχουμε κάπως καλύτερες πιθανότητες για τέλεια συγκέντρωση; Μπορεί. Αλλά σίγουρα ποτέ δεν ήμασταν τόσο ιδανικοί –πιο έξυπνοι, πιο στοχοπροσηλωμένοι–, όσο θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπήρξαμε κάποτε.
Πηγή: Χρ. Γαλανοπούλου, LiFO, με στοιχεία από aeon.co
Δεν υπάρχουν σχόλια