Ένα ταφικό σύνολο του 4ου μ.Χ. αιώνα και ένα μεταξωτό, πορφυρό ύφασμα. Η ιστορία ενός μοναδικού και σπάνιου ταφικού συνόλου της αρχαίας Μακε...
Ένα ταφικό σύνολο του 4ου μ.Χ. αιώνα και ένα μεταξωτό, πορφυρό ύφασμα. Η ιστορία ενός μοναδικού και σπάνιου ταφικού συνόλου της αρχαίας Μακεδονίας.
Ήταν μια ώριμη γυναίκα 50-60 χρόνων, με ύψος γύρω στο 1.60μ που κατείχε υψηλή κοινωνική θέση και έζησε στη Θεσσαλονίκη τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Η υγεία της ήταν σε καλή κατάσταση, η διατροφή της πλήρης και προφανώς δεν δούλευε, όπως δείχνει η μυοσκελετική καταπόνηση και η απουσία τραυμάτων στον σκελετό της. Στη διατροφή της είχε καρπούς, πρωτεΐνες, τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες και απολάμβανε μια καλή και άνετη καθημερινότητα.
Κι όταν έφυγε από τη ζωή, οι δικοί της την έθαψαν με δόξα και τιμή και ταρίχευσαν το σώμα της με μια ειδική τεχνική μουμιοποίησης που άφησε αναλλοίωτα κάποια από τα χαρακτηριστικά της. Ο σκελετός και μαλακοί ιστοί διατηρήθηκαν μουμιοποιημένοι σε εξαιρετική κατάσταση, ενώ τα καστανά μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε πλεξούδα και η σορός καλύπτονταν από ένα πολύτιμο χρυσοκέντητο ύφασμα.
Η ανασκαφή - Το εύρημα
Θεσσαλονίκη 15 Μαΐου 1962, οδός Αναπαύσεως, κοντά στο τότε Δημοτικό Νοσοκομείο (σήμερα Άγιος Δημήτριος), η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως μια μαρμάρινη σαρκοφάγο, από το ανατολικό νεκροταφείο. Το σημείο είναι διαχρονικά τόπος ταφής, άλλωστε εκεί ήταν και το πρώτο οργανωμένο νεκροταφείο της ορθόδοξης κοινότητας από το 1875, αυτό της Ευαγγελίστριας. Δύο μέρες μετά, στις 17 Μαΐου 1962, ανοίγεται η σαρκοφάγος κι αποκαλύπτεται το σπουδαίο ταφικό σύνολο: το μολύβδινο φέρετρο και ο σκελετός σκεπασμένος με το βαρύτιμο ύφασμα.
«Στο εσωτερικό μιας εισαγμένης από την Προκόννησο (σ.σ. νησί στη θάλασσα του Μαρμαρά), μαρμάρινης σαρκοφάγου, είχε τοποθετηθεί φέρετρο-θήκη από φύλλα μόλυβδου που περιείχε ένα από τα πιο σπάνια ταφικά ευρήματα του ελληνικού χώρου: μια γυναικεία ταφή στην οποία, εκτός του σκελετού, είχαν διατηρηθεί μεταθανάτια καιμουμιοποιημένοι μαλακοί ιστοί (μύες, δέρμα). Τα φρύδια διατηρούνταν σε άριστη κατάσταση, ενώ τα καστανά μαλλιά πλεγμένα σε πλεξούδα είχαν αποκολληθεί από το κρανίο», λέει στη Voria η Αγγελική Κουκουβού, αρχαιολόγος, προϊσταμένη του Τμήματος Εκθέσεων, Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, όπου εκτίθεται το μοναδικό αυτό εύρημα.
Το δεύτερο συγκλονιστικό στοιχείο της ταφής, το οποίο και την καθιστά μοναδική είναι το υφαντό με χρυσοκλωστές μεταξωτό ύφασμα που κάλυπτε τη νεκρή, εξαιρετικό δείγμα υφαντοποικιλτικής (tapisserie) της αρχαιότητας και από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχαία υφάσματα στον ελληνικό χώρο.
Το 2003 στο πλαίσιο της επανέκθεσης του ανακαινισμένου Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, ανατέθηκε η μελέτη του περιεχομένου της σαρκοφάγου στην ανθρωπολόγο, Χριστίνα Παπαγεωργοπούλου, σήμερα καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ήταν μάλιστα η πρώτη ιστολογική και χημική ανάλυση διατηρημένων ανθρώπινων οστών που έγινε ποτέ σε ελληνική μούμια.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η νεκρή ήταν τοποθετημένησε ξύλινο φορείο και έφερε γάζες υφάσματος τυλιγμένες στο σώμα της, που ορισμένες βρέθηκαν insitu στα άκρα. Στον σκελετό διατηρούνται μουμιοποιημένα υπολείμματα ιστών (μύες και δέρμα), ενώ η κατάσταση διατήρησης των μαλλιών είναι τόσο καλή που, σύμφωνα με τις σχετικές συγκρίσεις, αντιστοιχεί με ταφή μόλις έξι εβδομάδων.
«Οι φυσικοχημικές αναλύσεις και η ιστολογική εξέταση έδειξαν ότι η νεκρή μουμιοποιήθηκε με τη χρήση ρητινών και αρωματικών ελαίων που έχουν έντονη αντιμικροβιακή και αντιμυκητισιακή δράση και σταθεροποιούν τους ιστούς προστατεύοντάς τους από την επίθεση των μικροοργανισμών. Στη διατήρηση της σορού συνέβαλε η ταφή σε φέρετρο από μόλυβδο, που έχει επίσης αντιμικροβιακές και μυκητοκτόνες ιδιότητες», σημειώνει η κ. Κουκουβού.
Με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της η μαρμάρινη σαρκοφάγος, εντός της οποίας είχε τοποθετηθεί η νεκρή, χρονολογείται στο 225-250 μ.Χ., η ταφή ωστόσο ανάγεται στον 4ο μ.Χ. αιώνα, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση πως το μολύβδινο φέρετρο τοποθετήθηκε σε δεύτερο χρόνο στην πρωιμότερη σαρκοφάγο.
Το μεταξωτό ύφασμα
Το δεύτερο ανέλπιστο εύρημα που έκρυβε αυτή η ταφή ήταν το υφαντό με χρυσοκλωτσές μεταξωτό ύφασμα που κάλυπτε τη νεκρή. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχαία υφάσματα στον ελλαδικό χώρο που μάλιστα κοσμείται με δύο κάθετες χρυσές λωρίδες και σώζει γωνιώδες διακοσμητικό θέμα στο τελείωμα.
Αποτελεί δε ένα εξαιρετικό δείγμα υφαντικής, το οποίο μπορεί να προέρχεται από τοπική παραγωγή ή λόγω του ανεπτυγμένου εμπορίου, ίσως έχει γίνει εισαγωγή του μεταξιού ή και ολόκληρου του υφάσματος από την Ανατολή. Δεν αποκλείεται μάλιστα, να έγινε αποκλειστικά για ταφική χρήση και η νεκρή να μην το είχε φορέσει ποτέ στο σώμα της όσο ζούσε.
Τη συντήρησή του ανέλαβε η ειδικευμένη στο ύφασμα συντηρήτρια, Ελπίδα Χριστοφορίδου και η μελέτη έδειξε πως το μοναδικό αυτό ύφασμα φέρει διακόσμηση με φυτικά μοτίβα που έχει γίνει με σύνθετο χρυσόνημα υφασμένο με την υφαντοποικιλτική σε πορφυρό-ιώδες βάθος. Όσο για το χρώμα, προέρχεται όχι από πορφύρα αλλά από την αλκάνα, μία φυτική βαφή, υποκατάστατο της ακριβότερης πορφύρας που παραγόταν από θαλάσσια όστρεα, με πρόστυψη οξειδίων σιδήρου.
«Είναι βέβαιο ότι τα χρυσά νήματα βοήθησαν καθοριστικά στη διάσωση του υφάσματος, αλλά χωρίς αμφιβολία, η διατήρησή του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ίδιες συνθήκες που βοήθησαν και στη διατήρηση του σώματος», εξηγεί στη Voria η κ. Κουκουβού και συνεχίζει: «Ελάχιστα είναι τα υφάσματα που διατηρούνται από την αρχαία Ελλάδα. Ίσως ένα από τα πιο γνωστά είναι ένα χρυσοποίκιλτο ύφασμα που βρέθηκε στη Βεργίνα, μέσα σε μία χρυσή λάρνακα. Τα υπόλοιπα υφάσματα που έχουν διασωθεί από την αρχαία Ελλάδα είναι μικρά τμήματα και συνήθως διασώζονται αν βρεθούν σε επαφή με μεταλλικά αντικείμενα».
Η μούμια της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα μοναδικό και συνάμα εντυπωσιακό, άξιο προσοχής και μελέτης εύρημα. Σύμφωνα με την κ. Παπαγεωργοπούλου, η τεχνητή μουμιοποίησης αποτελεί σπάνια πρακτική στη ρωμαϊκή περίοδο εκτός Αιγύπτου και είναι η πρώτη φορά που εντοπίστηκε μεταθανάτια εφαρμογή ρητινών και λιπιδίων στο σώμα στο συγκεκριμένο γεωγραφικό και χρονικό πλαίσιο.
«Η ύπαρξη μολύβδινου φέρετρου συνέβαλε στη σταθεροποίηση των ιστών. Γενικά, η χρήση μολύβδινων φέρετρων χαρακτηρίζει την υψηλή κοινωνική και οικονομική θέση των νεκρών, όπως επίσης και η μαρμάρινη σαρκοφάγος που είναι ένα εξαιρετικά πολυδάπανο μνημείο, αλλά και το πορφυρό χρυσοποίκιλτο μεταξωτό ένδυμα. Και φυσικά η ίδια η διαδικασία της μουμιοποίησης, που απαιτούσε μεγάλο κόστος και καθιστά το σώμα σύμβολο δύναμης, εξουσίας και αθανασίας», μας λέει η κ. Κουκουβού.
Σήμερα,το σπουδαίο αυτό ταφικό εύρημα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ως σύνολο, μέσα σε δύο ανεξάρτητα τμήματα μιας προθήκης. Ο σκελετός της νεκρής είναι τοποθετημένος μέσα σε αντίγραφο της μολύβδινης λάρνακας, η κατάσταση της οποίας δεν επέτρεπε τη συντήρησή της, ενώ το ύφασμα εκτίθεται χωριστά, κάτω από ειδικές συνθήκες φωτισμού και υγρασίας. Είναι δε ένα από τα πιο αγαπητά εκθέματα του Μουσείου και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των επισκεπτών, ντόπιων και ξένων.
* Οι φωτογραφίες και τα αρχαιολογικά στοιχεία αποτελούν ευγενική παραχώρηση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria
Δεν υπάρχουν σχόλια