Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Πόσο ασφαλή είναι τα ελληνικά μουσεία; – Διευθυντές και αρχαιολόγοι απαντούν

Η θρασεία κινηματογραφική κλοπή των ιστορικών βασιλικών κοσμημάτων, αξίας 88 εκατομμυρίων ευρώ, από το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, το πρ...

Πόσο ασφαλή είναι τα ελληνικά μουσεία; – Διευθυντές και αρχαιολόγοι απαντούν

Η θρασεία κινηματογραφική κλοπή των ιστορικών βασιλικών κοσμημάτων, αξίας 88 εκατομμυρίων ευρώ, από το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, το πρωί της Κυριακής 19 Οκτωβρίου, θορύβησε τους υπευθύνους όλων των Μουσείων στον κόσμο, υπενθυμίζοντας πόσο ευάλωτη είναι η ασφάλεια τους και πόσο εκτεθειμένοι είναι οι κινητοί τους πολιτιστικοί θησαυροί ακόμη και στο φως της ημέρας.

Το ερώτημα «πόσο είναι ασφαλή τα μουσεία μας», που μετά τη θεαματική κλοπή, με τον τόσο άμεσο τρόπο που θύμισε κινηματογραφικές ταινίες τύπου «Αρσέν Λουπέν» (τέσσερις άνδρες ντυμένοι εργάτες, με εργαλεία κι ένα μικρό αναβατόριο, που άρπαξαν μέσα σε 7 λεπτά την πολύτιμη λεία τους κι εξαφανίστηκαν με ένα σκούτερ!) αναπόφευκτα, πέρα από την εμβρόντητη κοινή γνώμη, απασχολεί με ιδιαίτερη ένταση και τους ειδικούς σε όλον τον κόσμο και φυσικά και στην Ελλάδα.

Αυτά ακριβώς τα ερωτήματα, για το «πόσο ασφαλή είναι τα δικά μας μουσεία;» και εάν «υπάρχουν τρόποι να θωρακιστούν καλύτερα οι μηχανισμοί προστασίας της κληρονομιάς μας;» απηύθυνε το ΑΠΕ-ΜΠΕ στους επικεφαλής τριών από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία της Αθήνας. Οι διευθυντές από το Μουσείο Ακρόπολης, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο, αλλά και ο πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) ανταποκρίθηκαν και κατέθεσαν την άποψή τους.


«Το Λούβρο να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αποκατάστασης των Παρθενώνειων γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης»

«Όσο τα μουσεία δεν σέβονται τον εαυτό τους, φοβούμαι ότι τέτοιου είδους φαινόμενα θα υπάρχουν, όπως αυτά που προηγήθηκαν στο Λούβρο και στο Βρετανικό Μουσείο. Εύχομαι το Λούβρο να βρει σύντομα τα κλεμμένα σημαντικά τεκμήρια της ιστορίας της Γαλλίας, συγχρόνως όμως να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αποκατάστασης των Παρθενώνειων γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης που εκλάπησαν από τον Fauvel και τα οποία αποτελούν μέλη του σώματος του Παρθενώνα και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης. «Η ενδελεχής καταγραφή και τεκμηρίωση όλων των τεχνέργων που βρίσκονται στα μουσεία της χώρας μας και στο εξωτερικό, αποτελούν πέραν της εγρήγορσης του φυλακτικού προσωπικού, τα πρώτα βήματα προστασίας των πολιτιστικών μας αγαθών», συμπλήρωσε.


«Εντατικοποίηση, εμπλουτισμός και ολοκλήρωση του Εθνικού Αρχείου Μνημείων»

«Στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 210 δημόσια/κρατικά αρχαιολογικά μουσεία και δεκάδες οργανωμένοι επισκέψιμοι αρχαιολογικοί χώροι. Βάσει της Στατιστικής Αρχής, 6.651.911 ήταν οι επισκέπτες των μουσείων μας και 14.000.000 των αρχαιολογικών μας χώρων το 2024. Παρά τους μεγάλους αυτούς αριθμούς, όπως γνωρίζετε καλύτερα ημών, έχουν σημειωθεί ελάχιστα και μεμονωμένα κρούσματα κλοπών ή βανδαλισμών, η πλειονότητα των οποίων εξιχνιάστηκε ή διαλευκάνθηκε σχεδόν άμεσα.

Σημειώνεται ότι με αφορμή περιστατικά βίας ή κλοπών πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικά σεμινάρια στο φυλακτικό προσωπικό, εκπονήθηκαν κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τα καθήκοντα και το modus operandi των φυλάκων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, ενώ αυστηροποιήθηκαν οι κανόνες εισόδου σε αρχαιολογικές αποθήκες κλπ. Επιπλέον έχει δημιουργηθεί και διαρκώς εμπλουτίζεται το Εθνικό Αρχείο Μνημείων, καθιστώντας άσκοπη όποια προσπάθεια κλοπής/ υπεξαίρεσης αρχαιοτήτων», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Νικολέντζος, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

«Τα μεμονωμένα και άκρως συγκεκριμένα περιστατικά δείχνουν ότι:


– Τα συστήματα ασφαλείας και το φυλακτικό προσωπικό των Μουσείων λειτουργούν ικανοποιητικά και σίγουρα αποτρεπτικά.

– Έχει γίνει κατανοητό ότι τα εκθεσιακά αντικείμενα έχουν απολέσει το εμπορικό ενδιαφέρον, καθώς ουσιαστικά έχουν τεθεί εκτός εμπορίου και συναλλαγών.

– Το κοινό έχει ευαισθητοποιηθεί σε πράξεις βανδαλισμού/ κλοπής αρχαίων.

– Η διεθνής και ευρωπαϊκή νομοθεσία, τα μνημόνια συνεργασίας που έχουν υπογραφεί μεταξύ Ελλάδος με τις χώρες “υποδοχής” αρχαίων, η αυστηροποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων έχουν περιορίσει σημαντικά και καθοριστικά τις δυνατότητες παράνομης διακίνησης αρχαίων.

Περισσότερες πληροφορίες για θέματα παράνομης διακίνησης, κλοπών βανδαλισμών, λαθρανασκαφών μπορείτε να αναζητήσετε και από τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών», συμπληρώνει ο ίδιος και καταλήγει ως προς τα επιπλέον μέτρα που θα πρότεινε για την καλύτερη θωράκιση των μηχανισμών προστασίας της κληρονομιάς μας: «Εντατικοποίηση, εμπλουτισμός και ολοκλήρωση του Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Εισαγωγή νέας τεχνολογίας στα συστήματα ασφαλείας/ διαρκής ανανέωση και επικαιροποίησή τους. Αύξηση του αριθμού του φυλακτικού προσωπικού και μάλιστα με φύλακες υπαίθρου (για τους μη οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους). Εξέταση της σκοπιμότητας σύστασης για τα μεγάλα αρχαιολογικά μουσεία και μουσεία τέχνης ειδικού αστυνομικού σώματος με κατάλληλη εκπαίδευση και εξειδικευμένες γνώσεις».


«Κανένα σύστημα φύλαξης δεν είναι απόλυτα ασφαλές»

Η γενική διευθύντρια του Βυζαντινού & Νομισματικού Μουσείου Αικατερίνη Δελλαπόρτα υπογράμμισε πως καίτοι τα ελληνικά μουσεία είναι κατά κανόνα ασφαλή κι ακολουθούν τα σχετικά πρωτόκολλα, πάντοτε χρειάζονται βελτιώσεις, όσον αφορά το προσωπικό για τη φύλαξη και τα προσήκοντα τεχνολογικά μέσα για την αποτελεσματική προστασία τους.

«Η ληστεία στο Λούβρο απέδειξε το “συμβαίνει και εις Παρισίους” και ότι κανένα σύστημα φύλαξης δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Μεγάλες ληστείες όπως αυτή του Λούβρου σχεδιάζονται προσεκτικά, βρίσκονται ένα βήμα εμπρός από τα συστήματα ασφαλείας, πιθανόν γιατί έχουν συνεργούς από μέσα. Αλλά ούτε και τα κοσμηματοπωλεία είναι ασφαλέστερα όπως ισχυρίζεται η βρετανική Guardian, αν σκεφθεί κανείς τις ληστείες στο Bulgari το 2023 και στο Chopard το 2016 στην πλατεία Vendome αλλά ακόμη και σ’ αυτήν την Lloyds Bank στο Λονδίνο παλιότερα», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Δελλαπόρτα, προσθέτοντας: «Θεωρώ λοιπόν ότι αναλογικά τα ελληνικά Μουσεία είναι ασφαλή, εφαρμόζουν τα διεθνή πρωτόκολλα ασφαλείας και τις Οδηγίες του Υπουργείου Πολιτισμού, χωρίς αυτό να τα καθιστά απόρθητα».

Όσον αφορά τους χρειώδεις μηχανισμούς, η κ. Δελλαπόρτα τόνισε πως «πάντα επιδέχονται βελτιώσεις, ανάλογα και με την ιδιαιτερότητα του κάθε μουσείου, ξεκινώντας από την αύξηση του αριθμού του φυλακτικού προσωπικού και καταλήγοντας στις τεχνολογικές υποδομές ασφαλείας, τους συναγερμούς και τα συστήματα παρακολούθησης. Η τοποθέτηση μηχανημάτων ελέγχου για τους επισκέπτες αλλά και η ειδική εκπαίδευση του φυλακτικού προσωπικού είναι πολύ σημαντική, όπως και η αυστηρή τήρηση των κανόνων φύλαξης, και γιατί όχι, η δημιουργία ενός ειδικού σώματος φυλάκων αρχαιοτήτων στους κόλπους της Ελληνικής Αστυνομίας, που να υπηρετεί στα μεγάλα Μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους», πρόσθεσε η γενική διευθύντρια του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου. Και κατέληξε: «Από την άλλη θέλω να τονίσω ότι το φυλακτικό προσωπικό στα ελληνικά Μουσεία, παρ’ όλες τις μικρές παρεκκλίσεις και τις κριτικές που δέχεται, ασκεί τα καθήκοντά του με μεγάλη ευσυνειδησία γιατί νιώθει το Μουσείο που δουλεύει δικό του και το προστατεύει σαν το σπίτι του».


«Αποτελεσματική φύλαξη δεν γίνεται με κάμερες»

«Ως Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) έχουμε να πούμε πως η ανάγκη πρόσληψης φυλακτικού προσωπικού είναι επιτακτική και πως αποτελεσματική φύλαξη δεν γίνεται με κάμερες, αλλά με επαγγελματίες και με την παρουσία τους σε χώρους και Μουσεία», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΣΕΑ, Κώστας Πασχαλίδης.


Πόσο ασφαλή είναι τα ελληνικά μουσεία; – Διευθυντές και αρχαιολόγοι απαντούν

«Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει πόσο ασφαλή είναι τα μουσεία μετά τη ληστεία»

«Κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει πόσο ασφαλή είναι τα μουσεία μετά τη ληστεία – σοκ στο Λούβρο», λέει στα «ΝΕΑ» η γενική διευθύντρια του MOMus, που έχει στην ευθύνη της πέντε μουσειακούς χώρους, Φανή Τσατσάια. «Κάνουμε όλες τις απαραίτητες κινήσεις, επανεξετάζουμε τα συστήματα ασφαλείας και τα πρωτόκολλα, αλλά πάντα υπάρχει και το απρόβλεπτο». Και η πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Υπαλλήλων Φύλαξης Αρχαιοτήτων, Γεωργία Κονδύλη, προσθέτει: «Η πρόσφατη ληστεία στο Λούβρο αποδεικνύει ότι ακόμη και ένα πολύ καλά φυλασσόμενο μουσείο μπορεί να αποδειχθεί μη ασφαλές μπροστά σε μια κακόβουλη ενέργεια».

«Άπαξ και βρεθεί ένα μουσείο στο στόχαστρο ληστών, το πιθανότερο είναι ότι θα καταφέρουν να φτάσουν στη λεία τους. Το ζήτημα είναι αν θα μπορέσουν να φύγουν με αυτή», λέει στα «ΝΕΑ» έμπειρο στέλεχος μεγάλου μουσείου με έδρα στην Αθήνα. Οι ασκήσεις που γίνονται σε συνεργασία με την Αστυνομία έχουν ως στόχο οι Αρχές να βρίσκονται στο μουσείο το αργότερο μέσα σε τέσσερα λεπτά, αναλόγως με την ώρα της επίθεσης, την κίνηση που ενδεχομένως συναντήσουν οι αστυνομικοί και υπό την προϋπόθεση ότι ο στόχος βρίσκεται εντός αστικού ιστού. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην περίπτωση του Λούβρου υπήρξε διάσταση απόψεων σχετικά με τη διάρκεια της κλοπής, όπου το υπουργείο Πολιτισμού έκανε λόγο για τέσσερα λεπτά και το Εσωτερικών για επτά.

Ρόλο βεβαίως παίζει και το κτίριο το οποίο λειτουργεί ως έδρα του μουσείου. Η αίθουσα Απόλλων στο Λούβρο, επί παραδείγματι, είχε εύκολη σχετικά πρόσβαση στον δρόμο και η μπαλκονόπορτα δεν ήταν θωρακισμένη ούτε με προστατευτική μεταλλική μπάρα ούτε με άθραυστα τζάμια επειδή δεν επιτρέπονται παρεμβάσεις στο κτίριο ως διατηρητέο. Αντιθέτως, στα καθ’ ημάς, το Μουσείο Μπενάκη, αν και νεότερο μνημείο, είναι θωρακισμένο καθώς πολλά από τα παράθυρά του έχουν κάγκελα, διπλά τζάμια και ορισμένα έχουν και κατεβασμένα τα ρολά, όπως εξηγεί ο επιστημονικός διευθυντής του, δρ Γιώργης Μαγγίνης.

Προστατευμένη λόγω σχεδιασμού του κτιρίου είναι και η μόνιμη έκθεση των θησαυρών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, καθώς δεν υπάρχει πρόσβαση στον δρόμο, γεγονός που καθιστά το μουσείο πολύ ασφαλές, εξηγεί η γενική διευθύντριά του, δρ Αναστασία Γκαδόλου.


Ασφάλεια

«Πέρα από τη διαρκή αναβάθμιση των συστημάτων ασφαλείας, το ΑΜΘ είναι το μοναδικό που διαθέτει τεχνολογία RFID: κάθε έκθεμα έχει σημανθεί με ετικέτα, ώστε κάθε του κίνηση να καταγράφεται, οπότε είναι αδύνατον, ακόμη κι αν κάποιος παραβιάσει μια προθήκη και πάρει ένα αντικείμενο, να μη γίνουν άμεσα αντιληπτές οι κινήσεις του», προσθέτει η Αναστασία Γκαδόλου.

«Η φύλαξη πιστεύω ότι είναι επαρκής με όλα τα σύγχρονα μέσα και τα πιο επικαιροποιημένα πρωτόκολλα. Ακόμη και στα σημεία όπου γίνονται εργασίες και υπάρχουν σκαλωσιές έχουμε φροντίσει να υπάρχει επιπλέον έλεγχος, ενώ υπερδιπλασιάζουμε το προσωπικό όταν έχουμε μεγάλες εκδηλώσεις», επισημαίνει η Φανή Τσατσάια, αναφερόμενη στους χώρους του MOMus.

«Είναι σημαντικό να γίνεται προσπάθεια για τη βελτίωση των συστημάτων ασφαλείας, ο ανθρώπινος παράγοντας όμως δεν μπορεί να υποκατασταθεί. Το σύστημα θα σου δώσει σήμα ότι κάτι συμβαίνει, αλλά αν δεν επέμβει ο φύλακας… Η έλλειψη προσωπικού είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, όπως αποδείχθηκε και στο Λούβρο, όπου οι εργαζόμενοι το είχαν ήδη επισημάνει και είχαν προχωρήσει σε απεργίες», λέει η Γεωργία Κονδύλη. «Οι ελλείψεις σε φυλακτικό προσωπικό αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα αγγίζουν το 50%. Οι μόνιμοι αρχαιοφύλακες είναι περίπου 1.500 και άλλοι τόσοι προσλαμβάνονται εποχικά από Απρίλιο μέχρι Οκτώβριο, ενώ τους υπόλοιπους μήνες αριθμούν περί τους 500 για να αντιμετωπίζονται στοιχειωδώς οι ανάγκες. Και, ξέρετε, θησαυροί δεν φυλάσσονται μόνο στο Εθνικό Αρχαιολογικό», συνεχίζει και αναφέρει ότι εκκρεμούν από το 2022 οι 450 προσλήψεις μόνιμου προσωπικού.


Οι βανδαλισμοί

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ασφάλεια των μουσείων είναι η περικοπή κονδυλίων, πρώτη συνέπεια της οποίας είναι η μείωση προσωπικού, που επηρεάζει και τους φύλακες», σχολιάζει ο Γιώργης Μαγγίνης και υποστηρίζει ότι στην υπόθεση του Λούβρου περισσότερο όλων τον προβλημάτισε η παραβίαση των προθηκών. «Αν κατάφεραν να σπάσουν αυτές τις βιομηχανικές προθήκες υψηλών προδιαγραφών, τι μπορεί να συμβεί σε πιο απλές ή παλιού τύπου;», θέτει το ερώτημα.

Τόσο για τον Γιώργη Μαγγίνη όσο και για τη Φανή Τσατσάια δεν είναι μια ενδεχόμενη κλοπή που τους τρομάζει περισσότερο, όπως λένε, αλλά ο βανδαλισμός ενός έργου, καθώς και στα μουσεία ευθύνης τους υπάρχουν πολλά εκτεθειμένα αντικείμενα.

Ατυχές, αναμενόμενο ή μη, το περιστατικό της κλοπής στο Λούβρο ίσως αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για να ξαναδούν μικρά και μεγάλα μουσεία τα συστήματα και τα πρωτόκολλα ασφαλείας τους, αλλά και να ληφθεί υπ’ όψιν στον σχεδιασμό ασφαλείας του «νέου» Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.


Πηγή: Καθημερινή, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα

Δεν υπάρχουν σχόλια