Η προγενέστερη χάραξη αντικαταστάθηκε από μια ασαφή πολυγωνική επιφάνεια που εφάπτεται προσβλητικά και στα δύο βασικά κτίρια του συγκροτήματ...
O νέος φωτισμός της Ακρόπολης κρίθηκε κατά γενική ομολογία επιτυχής, ιδιαίτερα διότι ανέδειξε τον Βράχο της ως φυσικό φορέα των μνημείων και άρρηκτα δεμένο μαζί τους, γεγονός που οδήγησε στην ιεροποίησή του. Ο Παρθενώνας είχε ήδη φωτιστεί με επιτυχία από την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Δεν ισχύει δυστυχώς το ίδιο σήμερα για τους νέους διαδρόμους κυκλοφορίας στο επίπεδο των μνημείων, λόγω της κλίμακας, των χαράξεων και του αισθητικού ύφους των επιστρώσεων. Η πλέον προβεβλημένη διεθνώς εικόνα του κορυφαίου μνημείου του δυτικού πολιτισμού του Ικτίνου, του Καλλικράτη και του Φειδία αλλοιώνεται λόγω του σφιχτού εναγκαλισμού του από μια αλλότριου ύφους κατασκευή που καταλαμβάνει τον σημαντικότερο βορειοδυτικό του χώρο, στον οποίο κινείται ο εισερχόμενος από τα Προπύλαια του Μνησικλή και από όπου του προσφέρεται η συγκίνηση της πρώτης οπτικής επαφής του με αυτό.
Η προγενέστερη χάραξη του Ι. Τραυλού για την κίνηση των επισκεπτών, μήκους 150 μ., δυστυχώς δεν τηρήθηκε. Αυτή συγκροτείτο από έναν λιτό τεθλασμένο διάδρομο σταθερού πλάτους περίπου 4 μ., που αποτελούσε φυσική προέκταση του κεντρικού άξονα των Προπυλαίων, τον οποίο διέτρεχε η Ιερά Οδός των Παναθηναίων (με πλάτος περίπου 3,70 μ.) και με χάραξη από εκεί και πάνω που στόχευε, στο πρώτο τμήμα της, τη ΒΔ γωνία του ναού, ενώ μετά, στο δεύτερο τμήμα της, αναπτυσσόταν σχεδόν παράλληλα αλλά σε απόσταση από αυτόν και με πλάτος περίπου 4 μ.
Ατυχώς η χάραξη αυτή αντικαταστάθηκε από μια ασαφή πολυγωνική επιφάνεια που εφάπτεται προσβλητικά και στα δύο βασικά κτίρια του συγκροτήματος, δηλαδή τον Παρθενώνα και τα Προπύλαια, που μοιάζουν τώρα να ασφυκτιούν τόσο το πρώτο για τον ανερχόμενο όσο και το δεύτερο για τον κατερχόμενο, με πλάτος που ενίοτε υπερβαίνει και τα 8 μ., ενώ στην αφετηρία της πλησιάζει, με 18 μ., το συνολικό πλάτος των Προπυλαίων.
Ξεχάσαμε φαίνεται ότι ιδιαίτερα ο ναός της Πολιάδος Αθηνάς (θεάς της Σοφίας, του Λόγου και Μητέρας των Τεχνών) αλλά και όλα τα άλλα κτίρια του Βράχου αποτελούν στην ουσία κτισμένες «μουσικές συμφωνίες» γραμμένες στο «πεντάγραμμο» του ανθρώπινου μέτρου, όπου τα πάντα έχουν νόημα. Γιατί αυτά θα πρέπει να καθορίζουν τις όποιες πράξεις μας πάνω εκεί και όχι βέβαια η μαζική προσέλευση τουριστών των γκρουπ, όπως έχει ήδη συμβεί σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στη χώρα μας, με τις γνωστές παραμορφωτικές συνέπειες.
Η παλιά χάραξη του Ι. Τραυλού, που δεν τηρήθηκε, συγκροτείτο από έναν λιτό τεθλασμένο διάδρομο πλάτους περίπου 4 μ. (φωτ. Σ. Μαυρομματακης) |
Μοναδική εξαίρεση σε αυτή τη λογική αποτελεί ο νέος, σταθερού πλάτους 3 μ. και μήκους περίπου 65 μ., κάθετος προς τα προηγούμενα, διάδρομος των ΑμεΑ προς τον ανελκυστήρα τους, που χαράχτηκε αφιστάμενος από τις αρχαιότητες και που δικαιολογημένα προβάλλεται εμφαντικά στα μαζικά μέσα, διότι προσφέρει μια πιο ήπια και λιτή εικόνα του νέου συνόλου.
Αλλά και η πολυσυζητημένη σύσταση του υλικού λειτουργεί προς την ίδια κατεύθυνση, διότι η «τέλεια», στιλπνή και βιομηχανοποιημένη (πιθανόν εκτυφλωτική το καλοκαίρι λόγω της πιο φωτεινής απόχρωσής της από τις αρχαιότητες και το περιβάλλον τοπίο) επίστρωσή του αντιτίθεται προσβλητικά στη χειροποίητη και υπέργηρη από 25 αιώνες επιδερμίδα των μνημείων, ενώ οι βυθισμένες αποτμήσεις και οι τρύπες στο εσωτερικό της διάστρωσης για έναν υποτιθέμενο «διάλογο» με το φυσικό στοιχείο και τα ανοξείδωτα κολονάκια με τα τοξωτά σχοινιά και τις μαρμάρινες βάσεις δεν χρειάζονται σχολιασμό.
Ούτε ασφαλώς χρειάζεται για όλους τους παραπάνω λόγους να καλέσουμε τον Ι. Τραυλό ή τον Δ. Πικιώνη στα εγκαίνια του έργου.
Εκείνο όμως που χρειάζεται, με δεδομένο τον αναστρέψιμο χαρακτήρα της παρέμβασης, είναι ο περιορισμός της επιφάνειας διάστρωσης στα όρια του περιγράμματος Τραυλού, η διασφάλιση επαρκών αποστάσεων αναπνοής των μνημείων από αυτήν και η επινοητική επεξεργασία της επιδερμίδας της για τη μείωση της «στιλπνότητας» και του αχανούς της επιφάνειάς της, ώστε να γίνει ανεκτή (αν όχι αρμονική) η συνύπαρξή της με τις αρχαιότητες και το τοπίο τόσο από πλευράς χαρακτήρα όσο και κλίμακας.
Αλλά με αυτή την ευκαιρία θα πρέπει επίσης εδώ να σχολιαστεί και άλλη, παλαιότερη παρέμβαση ακριβώς αντίθετου χαρακτήρα στην τεθλασμένη ράμπα ανόδου προς τα Προπύλαια του Μνησικλή. Εκεί, στα πρώτα δύο σκέλη της δίπλα στο βάθρο του μνημείου του Ευμένους, χρησιμοποιήθηκαν ξαφνικά πολύχρωμες, λιλιπούτειες και σκαπιτσαριστές πλάκες μαρμάρου για τη διάστρωσή τους, με «χαριτωμένο» χαρακτήρα ακριβώς κάτω από τη στιβαρή και ρωμαλέα, δωρική παρουσία της μνημειακής πύλης και κάτω από το γειτονικό της μικρό ιωνικό κομψοτέχνημα, ως αντιθετικού προπομπού της, του Ναού της Απτέρου Νίκης του Καλλικράτη.
Εύλογα, μετά τα παραπάνω, διερωτάται κανείς: άραγε ο σχεδιασμός των όποιων απαραίτητων παρεμβάσεων στην Ακρόπολη καθορίζεται από τις αισθητικές επιλογές των εκάστοτε αρμοδίων; Και αν πράγματι συμβαίνει αυτό, μήπως θα πρέπει άμεσα να θεσπιστεί σχετικός λεπτομερής κανονισμός με συγκεκριμένους περιορισμούς, αρχές, προδιαγραφές και πλαίσια για οποιαδήποτε αντιμετώπιση των όσων στοιχείων του μνημείου γηράσκουν, φθείρονται ή χρήζουν κάποιας μέριμνας, μεταξύ των οποίων και τα όποια λειτουργικά στοιχεία του χώρου και του εξοπλισμού του;
Αλλά, πριν από όλα αυτά, μήπως πρέπει, πριν από την όποια χειρονομία μας στα σεπτά αυτά χώματα που διαπνέονται από την αναζήτηση του Ωραίου, του Καλού και του Αληθινού, να ανατρέχουμε στο κατά τον Κωστή Παλαμά «ένα από τα πιο αγνά, μεστά τραγούδια που τραγούδησε ο λόγος μέσα στους καιρούς», δηλαδή στη «Δέηση πάνω στην Ακρόπολη» του Ε. Ρενάν του 1876; Διότι ενώ οφείλουμε μέγιστο φόρο τιμής στα όσα ανεκτίμητα μας προσφέρθηκαν πλουσιοπάροχα, δυσκολευόμαστε ακόμη μέχρι σήμερα να τα αφομοιώσουμε, «γιατί όλα εδώ… δεν είναι παρά σύμβολο και όνειρο»… «Symbole et Songe». Τελικά, όμως, μήπως η αδυναμία μας αυτή οφείλεται και στο ότι η «Μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι, πασών Αθήναι τιμιωτάτη πόλις» έπαψε πλέον, μέσα σε δυο γενιές, να εμπνέει ποιητές;
* Ο κ. Αλέξανδρος Δ. Τριποδάκης είναι αρχιτέκτονας – πολεοδόμος ΕΜΠ – Harvard, πρόεδρος Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Εταιρείας, πρ. καθηγητής Αρχ/κού – Αστικού Σχεδιασμού στο Πολυτεχνείο Κρήτης.
Πηγή: Αλ. Τριποδάκης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια