Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Αφρικανός χορευτής, διασκεδαστής

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας, αρ. ευρ. Χ16787 Προέλευση: Περιοχή των Αμπελοκήπων της Αθήνας [1] . Διαστάσεις:  ...

Αφρικανός χορευτής, διασκεδαστής
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας, αρ. ευρ. Χ16787

Προέλευση: Περιοχή των Αμπελοκήπων της Αθήνας [1].

Διαστάσεις:  Ύψος 25 εκ., διαμ. βάσης 0,097μ. (Το αγαλμάτιο πατάει σε βάση αρχαία, η οποία δεν είναι η αρχική).

Χρονολόγηση: Ίσως 200-150 π.X.

Χώρος έκθεσης: Έκθεση Συλλογής Έργων Μεταλλοτεχνίας, Αίθουσα 38, Προθήκη 51


Σχεδόν ακέραιο αλλά ισχυρά οξειδωμένο διατηρείται το χάλκινο αγαλμάτιο που αναπαριστά ώριμο σε ηλικία άνδρα, σε μια στιγμιαία δυναμική κίνηση. Ο άνδρας γυρίζει τον κορμό του προς τα δεξιά με μια ελικοειδή συστροφή, ενώ γέρνει το κεφάλι ελαφρώς προς τα κάτω. Μαζί με τον κορμό κινεί τους βραχίονες διαγώνια και με τα λεπτά του σκέλη δίνει ρυθμό στην κίνηση και ελέγχει την ισορροπία του σώματος. Ημίγυμνος, μ’ ένα πτυχωτό περίζωμα δεμένο κόμπο στον αριστερό γλουτό, ο άνδρας χορεύει [2] και συγχρόνως με τη χορευτική του φιγούρα παίζει στα δάκτυλα του δεξιού χεριού μια μικρή σφαίρα. Πιθανότατα μια δεύτερη σφαίρα θα ισορροπούσε στο γυμνό του κεφάλι, στο σημείο που απέμεινε μόνο το ίχνος της και με τις συγχρονισμένες κινήσεις των χεριών του θα ενάλλασσε τις σφαίρες στον αέρα, σαν ένας ζογκλέρ [3] της εποχής του. Πλεγμένα με ταινίες που φέρουν ένθετη αργυρή διακόσμηση δύο άνθινα στεφάνια (υποθυμίδες) [4], ένα στο λαιμό και ένα στο κεφάλι, συμπληρώνουν τα διακριτικά του γνωρίσματα.


Αφρικανός χορευτής, διασκεδαστής

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα ψηλόλιγνα σκέλη ταυτίζουν τον άνδρα με Αφρικανό ή Αιθίοπα, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τις εθνοτικές φυλές της Αφρικής οι αρχαίοι Έλληνες [5] και να τις αποδίδουν στην τέχνη [6].  


Αφρικανός χορευτής, διασκεδαστής

Το βλέμμα του διαπεραστικό, ίσως και από το ένθετο ασήμι στις κόγχες των ματιών, το πρόσωπο βαρύ και ταλαιπωρημένο προδίδει τον κάματο της προχωρημένης ηλικίας, σε αντίθεση με το σώμα που φαίνεται να διατηρεί ακόμη λίγη από την ικμάδα του. Οι κάθε είδους και ηλικίας χορευτές ή θαυματοποιοί, εν γένει δεξιοτέχνες διασκεδαστές [7] σε δημόσιους χώρους και ιδιωτικά συμπόσια, εντάσσονται στην ποικιλία των θεμάτων της ελληνιστικής τέχνης, η οποία εκφράζει με τις ρεαλιστικές της εικόνες τον κοσμοπολιτισμό μιας εποχής συγκερασμού ετερόγλωσσων υπηκόων από διαφορετικές εθνότητες, με πολυειδείς συνήθειες. Σ’ αυτόν τον καθημερινό κόσμο των νεοϊδρυμένων μεγαλουπόλεων της Ανατολής και της Αιγύπτου ανήκει και ο Αφρικανός διασκεδαστής. Η μορφή του δεν υπακούει σε θεϊκά ή ηρωικά πρότυπα της τέχνης, αλλά αναπαριστά μια φιγούρα της ζωής, γεμάτη βιώματα και εμπειρίες που ζει από μια τέχνη ταπεινή και εφήμερη. Το θέμα, το στυλ και η καλλιτεχνική ποιότητα του έργου συνηγορούν ότι πρόκειται για ένα δημιούργημα αλεξανδρινού εργαστηρίου [8] , του πρώτου μισού του 2ου αι. π.Χ. [9] Ίσως εκεί λοιπόν ο ικανός χαλκουργός, αξιοζήλευτος ψυχογράφος της εποχής του, χάρισε στο χάλκινο αγαλμάτιο ζωή και συναίσθημα.


Αφρικανός χορευτής, διασκεδαστής

Παραπομπές


[1] Βρέθηκε μαζί με άλλα χάλκινα αγαλμάτια διαφόρων μεγεθών, αντίγραφα σε μικρογραφία ή μεταπλάσεις γνωστών έργων της κλασικής και ελληνιστικής κυρίως περιόδου, μέσα σε λάκκο βάθους περίπου 2μ., κατά τις εργασίες εκσκαφής της Εταιρείας Υδάτων, κοντά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Για τις ενδιαφέρουσες συνθήκες εύρεσης των αγαλματίων βλ. Σταυρόπουλος, ΑΔ 20, ΧΡΟΝΙΚΑ 103-107.


[2] Κατά μια εκδοχή ο άνδρας εκτελεί μια χαρακτηριστική φιγούρα χορού, που αναφέρεται ως «δακτυλοκρότημα», αν πράγματι ενώνονται τα δάκτυλα (ο μέσος και ο αντίχειρας) στη δεξιά παλάμη.


[3] Στην ενδελεχή δημοσίευση του έργου από τη Σέμνη Καρούζου  αναλύεται λεπτομερώς  η άποψη ότι ο άνδρας κρατεί μικρή σφαίρα, παίζοντας σαν να είναι ένας ζογκλέρ, δηλαδή ένας επαγγελματίας του θεάματος.


[4] Υποθυμίδες ονομάζονται από τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί, 15. 674 c-e, 678f) και τον Πλούταρχο (Συμποσιακών Προβλημάτων 3.1.3, 647e-f) τα χαρακτηριστικά άνθινα στεφάνια που προορίζονταν για τους συντελεστές των συμποσίων (συμπότες, μουσικούς, χορευτές, διασκεδαστές και υπηρετικό προσωπικό). Πλεγμένες ταινίες συγκρατούσαν τα άνθη και το άρωμά τους έδινε ξεχωριστή ευωδιά στην ατμόσφαιρα, αλλά και όπως αναφέρεται, απομάκρυνε την ένταση της μέθης. Επίσης, το στεφάνωμα στα συμπόσια υποδήλωνε τη σύνδεσή τους με το θείο στοιχείο και προσέδιδε σε αυτά ιερό χαρακτήρα. Το έθιμο αυτό, γνωστό ήδη στην αττική αγγειογραφία του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., διαδόθηκε από την Ανατολή και μέσω της ιωνικής γης πέρασε και στους άλλους ελληνικούς τόπους. Παρόμοια στεφάνια με αυτά του χάλκινου αγαλματίου φορούν και χορευτές σε πήλινα ειδώλια του Τάραντα (Μ. Ελλάδα)  και της Μύρινας (Μ. Ασία).


[5] Στην Ιλιάδα (Α 423) υπάρχει αναφορά στους άμεμπτους («αμύμονες») Αιθίοπες που κατοικούν στον Ωκεανό και οι οποίοι συντρώγουν με τον Δία και τους άλλους θεούς σε συμπόσια και στους «αθάνατους τρανές θυσίες προσφέρουν» (Ψ 205-207). Κατά τον Ηρόδοτο (Β, 22 και 29 και αλλού στο βιβλίο) ονομάζονται συμβατικά Αιθίοπες γενικώς οι μαύροι που ανήκουν στις μη λυβικές φυλές, κάτω από την μεγάλη έρημο. Ο Ηρόδοτος, επηρεασμένος προφανώς από τον Όμηρο, υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές φυλές Αιθιόπων, που διαφέρουν στη γλώσσα και στα μαλλιά (Η΄ 70), ενώ στη διήγησή του για την εκστρατεία του Καμβύση και την κατάκτηση της Αιγύπτου, αναφέρει και την εκστρατεία του Πέρση αυτοκράτορα εναντίον των «μακροβίων Αιθιόπων, που κατοικούν στη Λιβύη, κοντά στη νότια θάλασσα» (Γ΄ 17), για τους οποίους «λέγεται ότι είναι οι πιο υψηλόσωμοι και οι πιο όμορφοι απ’ όλους τους ανθρώπους» (Γ΄ 20).


[6] Με αυστηρές εικαστικές συμβάσεις αποδίδονται τα φυλετικά χαρακτηριστικά των «ξένων» στην αρχαία ελληνική τέχνη, όπως ακριβώς και των μαύρων Αφρικανών ή Αιθιόπων, απεικονίσεις των οποίων σώζονται σήμερα. Το κύριο χαρακτηριστικό για την ταυτοποίηση των Αιθιόπων στην αρχαιότητα  ήταν το σκούρο χρώμα του δέρματος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα μαλλιά. Επισημαίνεται ότι η κλασική τέχνη επικεντρώθηκε στις ακραίες διαφορές μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων – δηλαδή, όλων των μη Ελλήνων. Ωστόσο, ο ελληνιστικός κόσμος έφερε τους Έλληνες σε πολύ στενότερη επαφή με πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς.


[7] Αξιοσημείωτο είναι ότι το χάλκινο αγαλμάτιο Χ16787 δεν έχει ακριβές στυλιστικό και μορφολογικό παράλληλο. Τα πλησιέστερα σε αυτό παραδείγματα ελληνιστικών χρόνων αποτελούν ένα πήλινο ειδώλιο από τη Βοιωτία (Altes Museum-Antikensammlung του Βερολίνου) που αναπαριστά έναν νέο Αφρικανό σε επίδειξη δεξιοτεχνίας με σφαιρίδια, ο οποίος φορεί στεφάνι στο λαιμό, ένα άλλο χάλκινο ειδώλιο Αφρικανού (Συλλογή Arndt στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου) που χορεύει με παρόμοια κίνηση και φέρει παρόμοιο στεφάνι γύρω από τα μαλλιά και ένα πήλινο ειδώλιο από τη Μέμφιδα (Μουσείο Μπενάκη, αρ. 12224) με το ίδιο στεφάνι στο λαιμό.


[8] Είναι γνωστά κατά την περίοδο αυτή τα καλλιτεχνικά εργαστήρια της πολύβουης Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, που διακρίνονται όχι τόσο για τις μεγάλης κλίμακας μνημειακές δημιουργίες αλλά για την επιμελημένη απόδοση μικρών σε μέγεθος έργων σε χαλκό, μάρμαρο και άλλους λίθους, stucco και κυρίως πηλό.


[9] Ωστόσο, συνυπολογίσιμη παραμένει η άποψη της μελετήτριας Κρυστάλλη-Βότση ότι το αγαλμάτιο με αφομοιωμένη την ελληνιστική παράδοση, ίσως χυτεύτηκε στα αττικά εργαστήρια των χρόνων του, κάτι όμως που δεν ταιριάζει απόλυτα με την τόσο επιμελημένη εργασία των λεπτομερειών, όπως στις αργυρές ενθέσεις των στεφανιών και των βολβών των ματιών, καθώς και με την προσοχή στην τόσο ρεαλιστική απόδοση της ανατομίας του σώματος και των χαρακτηριστικών του προσώπου. Αυτό λοιπόν το έργο διαφέρει από τα υπόλοιπα αγαλμάτια των Αμπελοκήπων που φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν σε σημαντικά αττικά εργαστήρια που ήκμασαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, ειδικότερα από τον 1ο αι. π.X. έως και τον 1ο και 2ο αι. μ.X.


Σαπφώ Αθανασοπούλου


Βιβλιογραφία


Καρούζου, Σ., Χάλκινο αγαλμάτιο σφαιροπαίκτου, θαυματοποιού, ΑΕ 1975, 1-18.

Κρυστάλλη-Βότση, Π.,  Τα Χαλκά των Αμπελοκήπων, Αθήνα 2014, 95-101.

Τιβέριος Μ. Α., Συμπόσιο και συμποσιακό τελετουργικό στην αρχαία Αθήνα, Θεσσαλονίκη 2020, 59-64.

Beardsley, G. H., The Negro in Greek and Roman Civilization: A Study of the Ethiopian Type, Baltimore 1929.

Coleman, J. E. and C. A. Walz, eds. Greeks and Barbarians: Essays on the Interactions between Greeks and Non-Greeks in Antiquity and the Consequences for Eurocentrism, Bethesda, Maryland 1997.

Lacy, C., The Greek View of Barbarians in the Hellenistic Age, as Derived from Representative Literary and Artistic Evidence from the Hellenistic Period. Ph.D. diss., University of Colorado 1976, 163–300.

Snowden, F. M., Blacks in Antiquity: Ethiopians in the Greco-Roman Experience, Cambridge, Mass 1971.


Πηγή: Σ. Αθανασοπούλου, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο



Δεν υπάρχουν σχόλια