Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Θησαυροί για λίγους;

Πόζα φωτογραφίας μπροστά στον Δία του Αρτεμισίου. Φωτογραφία: Κατερίνα Καμπίτη. Διαθέτει μοναδικές συλλογές. Μέσα από 11.000 εκθέματα ...

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Θησαυροί για λίγους;
Πόζα φωτογραφίας μπροστά στον Δία του Αρτεμισίου.
Φωτογραφία: Κατερίνα Καμπίτη.
Διαθέτει μοναδικές συλλογές. Μέσα από 11.000 εκθέματα αφηγείται την ανθρώπινη περιπέτεια στον ελληνικό χώρο από την προϊστορική εποχή μέχρι τα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Στις αποθήκες του υπάρχουν 200.000 αντικείμενα που παραμένουν αθέατα.

Αλλά αυτά δεν φαίνεται να αρκούν. Το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας, και ένα από τα σημαντικότερα στον κόσμο, παλεύει ακόμα με τα προβλήματα και τις παθογένειες δεκαετιών, σε μια... δύσκολη γειτονιά. Πώς θα μπορέσει να ξαναβρεί τη λάμψη του; Πώς θα καταφέρει να γίνει πιο ελκυστικό στους ξένους επισκέπτες της Αθήνας αλλά και στους Έλληνες;

Παρκάρω στη Βασιλέως Ηρακλείου. Ερημιά. Τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά. Περπατώ στην οδό Μπουμπουλίνας, χωρίς να συναντήσω ούτε έναν περαστικό, και κατεβαίνω την Τοσίτσα που είναι επίσης άδεια, με εξαίρεση έναν νεαρό -πιθανότατα τζάνκι- που κοιμάται σε ένα παγκάκι κάτω από το λιοπύρι. Μέχρι και οι πωλητές λαθραίων τσιγάρων, που αφθονούν τον υπόλοιπο χρόνο, λείπουν. Στο υπαίθριο καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μόνο δυο-τρία τραπέζια έχουν πελάτες. Προχωρώ προς την είσοδο. Μια παρέα βαριεστημένων Ιταλών κάθονται στη μαρμάρινη σκάλα -που μοιάζει να αχνίζει από τη ζέστη- και πληκτρολογούν με απίστευτη ταχύτητα μηνύματα στο κινητό τους. Μπαίνω στον προθάλαμο. Η ουρά στα εκδοτήρια δεν είναι μεγάλη. Το σύστημα έκδοσης ηλεκτρονικών εισιτηρίων δεν έχει ακόμη αρχίσει να λειτουργεί, αλλά έτσι κι αλλιώς εδώ δεν χρειάζεται κανείς να περιμένει πολύ.

Κόβω το εισιτήριο των 7 ευρώ και μπαίνω στην πρώτη αίθουσα, με τα γλυπτά. «Oh, mon Dieu, il est enorme!» Η έκπληξη μιας ηλικιωμένης Γαλλίδας («Θεέ μου, είναι τεράστιος!») μπροστά στον Κούρο του Σουνίου είναι αναμενόμενη. Το ύψους 3,05 μ. μνημειακό μαρμάρινο άγαλμα, από τα πιο εντυπωσιακά της σειράς των κούρων, προκαλεί αναπόφευκτα δέος. «Βρέθηκε στο ιερό του Ποσειδώνα», την ενημερώνει ο σύζυγός της, διαβάζοντας την πληροφορία από την ταμπλέτα του. «Εκεί όπου θα πάμε αύριο». Λίγo πιο κάτω, στην αίθουσα με τις επιτύμβιες στήλες, μια Αμερικανίδα στέκει βουρκωμένη μπροστά στην Ηγησώ. «Κρίμα να πεθάνει τόσο νέα...» λέει στη φίλη της, πριν βγάλει μαζί της -χαμογελαστή, αίφνης- ένα σέλφι. Μια αρχαιοφύλακας κάνει αέρα στο πρόσωπό της με μια βεντάλια. «Ο κλιματισμός δεν λειτουργεί καλά. Σε μερικές αίθουσες, μάλιστα, δεν λειτουργεί καθόλου», σπεύδει να μου εξηγήσει.

Ο κόσμος είναι αρκετός, χωρίς να μπορείς να πεις ότι δεν πέφτει καρφίτσα. Από την άλλη, πώς να σου δώσει την εντύπωση της ασφυκτικής πολυκοσμίας ένα μουσείο 9.500 τ.μ. και 64 αιθουσών; Ή μήπως αυτό είναι απλώς... άλλοθι; Σύμφωνα με τη λίστα της έγκυρης The Art Newspaper που δόθηκε στη δημοσιότητα την άνοιξη, το μεγαλύτερο μουσείο της Ελλάδας δεν κατάφερε το 2014 να καρπωθεί ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των 22,5 εκατομμυρίων τουριστών που έφθασαν στη χώρα. Υποδέχτηκε 459.115 άτομα, παρά το γεγονός ότι στο πρώτο εξάμηνο της χρονιάς φιλοξενούσε την πιο δημοφιλή περιοδική έκθεση των τελευταίων ετών, για το ναυάγιο των Αντικυθήρων. Έτσι, στη λίστα με τα 100 μουσεία απ’ όλο τον κόσμο με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, μόνο ένα ελληνικό είναι παρόν, το Μουσείο Ακρόπολης: στην 41η θέση με 1.377.405 επισκέπτες.

Θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε το ΕΑΜ με το Λούβρο (9.260.000 επισκέπτες), το Βρετανικό (6.695.213) ή το Metropolitan της Νέας Υόρκης (6,162,147). Και με το Μουσείο Ακρόπολης η σύγκριση θα ήταν ίσως ανώφελη, δεδομένου ότι η Ακρόπολη είναι διεθνές brand name. Aλλά δεν θα μπορούσε άνετα να συναγωνιστεί το Istanbul Modern, που φιγουράρει στην 97η θέση με 641.013 εισιτήρια, ή την Triennale του Μιλάνου, που κλείνει τη λίστα με 615.732 επισκέπτες; Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του πλανήτη, ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο της αρχαίας ιστορίας και τέχνης, που υπόσχεται μέσα από 11.000 εκθέματα ένα συναρπαστικό ταξίδι από την προϊστορική εποχή μέχρι τα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Ο δίσκος της Φαιστού και τα καπκέικ

Το «περιεχόμενο» υπάρχει. Υπάρχει όμως και το περιέχον «πακέτο» που θα κάνει το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο πιο ελκυστικό, όχι μόνο για τους ξένους αλλά και για τους Έλληνες; Δύσκολο να το πει κανείς. Δεν είναι μόνο τα προβλήματα της περιοχής που -παρά τις κάποιες βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια- εξακολουθεί να αποπνέει εγκατάλειψη, χωρίς εμπορική κίνηση, με ναρκομανείς και λαθρεμπόρους τσιγάρων ή με ταραξίες που συχνά-πυκνά ξεσπούν στα τρόλεϊ που διέρχονται την οδό Πατησίων. Δεν είναι μόνο το πρόβλημα της στάθμευσης που αναγκάζει πολλά τουριστικά γραφεία να μην περιλαμβάνουν το ΕΑΜ στο πλάνο των ξεναγήσεών τους στην πόλη. Είναι το ίδιο το μουσείο, που μοιάζει να έχει πέσει σε ύπνο.

Εδώ και δύο μήνες, δηλαδή στην πιο τουριστική περίοδο, το πωλητήριό του παραμένει κλειστό «για τεχνικούς λόγους». Στ’ αυτιά μου έφτασαν πληροφορίες για κακοτεχνίες στην ηλεκτρολογική εγκατάσταση που προκαλούσαν βραχυκυκλώματα - επικίνδυνα για την ασφάλεια και των εργαζομένων και των επισκεπτών. Έτσι, ένα μικρό μέρος του έχει μετακομίσει, σαν φτωχός συγγενής, σε μια γωνιά στον προθάλαμο. Η ποικιλία των αντικειμένων είναι πενιχρότατη. Κι ενώ μπορεί κανείς να αγοράσει αντίγραφο του δίσκου της Φαιστού (από το Μουσείο Ηρακλείου) ή έναν πήλινο λαγό (από το Μουσείο Πέλλας), δεν υπάρχει ούτε ένα αντίγραφο που να αντιστοιχεί σε έκθεμα του ΕΑΜ. Αγόρασα μια θήκη γυαλιών με σχέδιο εμπνευσμένο από μινωικό κεραμικό. Απόδειξη, για να λέμε και τα σωστά, πήρα. «Έχουν προγραμματιστεί διαγωνισμοί ντιζάιν και παραγωγής αντικειμένων ώστε αυτή η τραγική εικόνα να αλλάξει», με ενημέρωσε η πρόεδρος του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, Ασπασία Λούβη.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Το πρώτο μουσείο της χώρας δεν διαθέτει λογαριασμό στο facebook. Άρα, δεν έχει ανοίξει διάλογο με το (νεανικό κυρίως) κοινό που χρησιμοποιεί τα social media. Η ιστοσελίδα του είναι δύσχρηστη και ντεμοντέ και η προβολή του στα ΜΜΕ περιορισμένη. Στο καφέ του μπορεί κανείς να παραγγείλει τυρόπιτες, πίτσα και καπκέικ (!) αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά σκέψη για προβολή της ελληνικής γαστρονομίας με κάποια «ψαγμένα» προϊόντα. Σύμφωνα με το ΤΑΠ, σύντομα και αυτό θα λυθεί, με θεσμοθέτηση νέων προδιαγραφών για τα κυλικεία των μουσείων όλης της χώρας. Αλλά το καλοκαίρι θα έχει περάσει. Μαζί με τους τουρίστες.

«Συγκρινόμαστε μόνο με τον εαυτό μας»

Η εδώ και δέκα μήνες διευθύντρια, Μαρία Λαγογιάννη, στην κουβέντα μας, που ακολούθησε τις δύο απανωτές επισκέψεις μου στο μουσείο, δεν έδειξε να συμμερίζεται τον προβληματισμό μου, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό. «Μην είστε αυστηροί με το μουσείο μας, μην το πυροβολείτε», με προέτρεψε σχεδόν τρυφερά, ενημερώνοντάς με ότι τα φετινά στοιχεία επισκεψιμότητας θα δείχνουν εντυπωσιακή άνοδο. Και μάλιστα σε σύγκριση όχι μόνο με το 2014 αλλά με όλη την πενταετία, ακόμα και σε μήνες όπως ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος. «Αλλά η επιτυχία ενός μουσείου δεν μετριέται με αυστηρά οικονομικούς όρους, δεν κρίνεται από τα εισιτήρια, αλλά και από το εκπαιδευτικό του έργο και τη συμβολή του στην έρευνα», συνέχισε. «Μη μας συγκρίνετε με το Μουσείο Ακρόπολης. Αυτό είναι μουσείο αρχαιολογικού χώρου -κάτι που του δίνει σαφές πλεονέκτημα- και ένα γυαλιστερό κτίριο. Εμείς είμαστε η ναυαρχίδα των ελληνικών μουσείων και μόνο με τον εαυτό μας μπορούμε να συγκριθούμε».

Με εξέπληξε η άποψή της, για να είμαι ειλικρινής. Ποια είναι η αποστολή ενός τέτοιου μουσείου; Να λειτουργεί ως «αποθήκη» όπου φυλάσσονται και εκτίθενται αρχαιότητες; Μάλλον όχι. Ο εκπαιδευτικός του ρόλος είναι το βασικό. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση, η επιτυχία του μοιραία κρίνεται από την προσέλευση του κοινού. Δεν είναι θέμα προσώπων, ας μην παρεξηγηθώ. Η Μαρία Λαγoγιάννη είναι μια παθιασμένη με τη δουλειά της αρχαιολόγος. Με ξενάγησε στις υπό διαμόρφωση αίθουσες όπου θα φιλοξενηθεί, από τον Οκτώβρη, η έκθεση για τα 150 χρόνια από τη θεμελίωση του ΕΑΜ και ο ενθουσιασμός της ήταν συγκινητικός. Συγκινητική είναι και η αφοσίωση των εργαζομένων – αρχαιολόγων, αρχαιοφυλάκων και συντηρητών. Υπάρχουν, όμως, παθογένειες δεκαετιών, προβλήματα φιλοσοφίας και δομών, όπως στα περισσότερα δημόσια μουσεία. Χρειάζονται ευελιξία στις αποφάσεις και στον προγραμματισμό, στρατηγικές έξυπνου μάρκετινγκ, εκθέσεις που να αφουγκράζονται τις ανάγκες της εποχής.

Τα τελευταία χρόνια δεν είναι λίγοι και όσοι εγείρουν θέμα δημιουργίας ενός νέου, σύγχρονου κτιρίου που θα στεγάσει τους θησαυρούς του μουσείου, σε διαφορετικό, προφανώς, σημείο της Αθήνας, με καλύτερη προσβασιμότητα. Ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού, Νίκος Ξυδάκης, δεν συμφωνεί. «Δεδομένων των οικονομικών συνθηκών, είναι ανεδαφική η συζήτηση για νέο μουσείο», δήλωσε στο «Κ». «Το υπάρχον κτίριο έχει τεράστιους υπόγειους χώρους, πολύ όμορφους και αναξιοποίητους. Αν μπορούσαν να μεταφερθούν κάπου αλλού οι αποθήκες του, η υπόγεια επέκτασή του θα έδινε λύση για αρκετές δεκαετίες». Για τον ίδιο, άλλα είναι τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. «Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία στον κόσμο αλλά δεν το δείχνει. Έχει θαμπώσει. Πρέπει να ξαναβρεί την ταυτότητά του και να αποκαταστήσει την εικόνα του. Το θέμα της διοικητικής αυτοτέλειας είναι κάτι που επίσης μας απασχολεί, αλλά για κάτι τέτοιο απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, δεν είναι απλή διαδικασία».

Έπειτα από δύο πολύωρες επισκέψεις, έφυγα ακόμη πιο προβληματισμένη. Το στοίχημα είναι μεγάλο για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά και για όλους τους Έλληνες που το αγαπούν, το καμαρώνουν και το πονούν. Όλοι θα χαρούμε αν το κερδίσει. Ας το τιμήσουμε, λοιπόν, με μία ακόμα επίσκεψη δεν έχει ανάγκη μόνο τους ξένους επισκέπτες. Επίσης, ας έχουμε στο μυαλό μας και το προφανές, αυτό που επεσήμανε κάποια στιγμή η φίλη Αθανασία Ψάλτη, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδας και υπεύθυνη του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου Δελφών: «Η θέληση της ίδιας της πολιτείας για την ανάδειξη του ΕΑΜ θα το οδηγούσε στη λίστα των πλέον επισκέψιμων μουσείων. Και, φυσικά, υπάρχουν και ανέξοδοι τρόποι, όπως μια επίσκεψη του ιδιαίτερα δημοφιλούς πρωθυπουργού μας...»


Πηγή: Τ. Επτακοίλη, Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια