Εικόνα 1: John William Waterhouse (1849 – 1917), «Ναϊάδα», 1893 - ιδιωτική συλλογή Τον πρωταπάντησα στα ριζά της Ίδης (1) στην Τρωάδα...
Εικόνα 1: John William Waterhouse (1849 – 1917), «Ναϊάδα», 1893 - ιδιωτική συλλογή |
Τον πρωταπάντησα στα ριζά της Ίδης (1) στην Τρωάδα (2). Λεβεντονιός και ευκίνητος, προσπαθούσε να πιάσει το μελανό ατίθασο ταυρί του κοπαδιού του που ξεμάκραινε κατά τον Σκάμανδρο.
Λαμπύριζε ο ίδρως (3) στο πρόσωπό του, βγαλμένο θαρρείς από μήτρα θεϊκή και το κορμί του έσταζε αντροσύνη, έτσι όπως ροβολούσε (4) γοργά τις πλαγιές και σίμωνε στις νερωσιές του οίκου μου. Λαχανιαστά έσκυψε να πιεί νερό απ’ το ρυάκι κι έπειτα ξάπλωσε χαμαί σφαλίζοντας τα μάτια, αποκαμωμένος απ’ το τρεχαλητό. Το γυμνό του στήθος αντιφέγγιζε στο δειλό ηλιόφως μέσα απ’ τις φυλλωσιές, ενώ το δερμάτινο περίζωμα, κολλημένο απ΄ τον ίδρω πάνω στη σάρκα, διέγραφε καθάρια την αντρίκια φύση και τα μεριά του.
Μισοαναδύθηκα ξανά απ’ το νερό. Απόμεινα έκθαμβη να τον θωρώ ώρα πολλή, κρυμμένη πίσω απ’ τις καλαμιές και τις πικροδάφνες μου (5). Και όπως θωρούσα, θαύμαζα τούτο το ανθρώπινο άγαλμα που ΄ρθε να πλαγιάσει απρόσκλητα στην όχθινη στρωμνή μου, θωρούσα, θαύμαζα, θαύμαζα - θωρούσα απ’ την αρχή κι ύστερα σφάλισα τα μάτια και τον έπλαθα στο νου μου ξανά και ξανά για να μη τον λησμονήσω.
«Ό,τι πλάθει ο νους, ξόρκι στο χρόνο γίνεται» είπε κάποτε ο ποιητής. Και η Εφυδάτια, λένε οι παλιοί, μόλις πρωταντίκρισε τον Ύλα να σκύβει στην πηγή, αμέσως αναδύθηκε, τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό (6). Μα τι τα μελετάω τώρα αυτά; Τι έπαθα στα ξαφνικά; Παίζει παιγνίδια άχαστα ο νους, αν τον αφήσεις λεύτερο. Ώρα να φύγω θαρρώ…μα ακόμα στέκω δω μισοκρυμμένη. Λίγο ακόμα…
Εικόνα 2: John William Waterhouse (1849–1917), «Ο Ύλας και οι Νύμφες», 1896. Manchester Art Gallery |
Προσεύχομαι η μάντισσα, αυτό ξέρω να κάνω. Προσεύχομαι αμίλητη, τα λόγια τρυπώνουν σιγαλά στ΄άλικα σχίνα και τα αγρολούλουδα μην τ΄ακούσει ανθρώπου αυτί και τα μολύνει η Γνώση:
Απόλλωνα και κύρη μου
Μέγιστε θεέ και μάντη μου
Πέμψε μου λόγο μαντικό
Για τούτο δω το νιο
Προφήτεψε παρακαλώ
Σ΄Ανατολή σε Δύση
Ποια δίχως του θε να γενώ
Μοίρα για μας τι θε να πει
Και τι να ιστορήσει
Αμίλητα αποκρίθηκαν τ’ άλικα σχίνα και τα αγρολούλουδα, ριγώντας και θροϊζοντας εξ Ανατολών ορθό χρησμό:
Κρασί, έρως, θανή. Ουδέτερο, σερνικό και θηλυκό
ορίζουν τη ζωή σου. Ζωή, θανή ένα και το αυτό.
Διάλεξε Ναϊάδα μου, Νύμφη αμόλυντη
ποιο θάν’ το ριζικό σου. Το ένα το ΄χεις ήδη.
Κατάλαβα η μάντισσα. Το ένα το ΄χω ήδη: κρασένιο όνομα. Οινώνη (7) με καλούν, κρασένια Νύμφη είμαι. Ναϊάδα (8) απολλώνια είμαι, αλαφροπάτητα στους σπήλιους (9), στις εσχατιές και στα τριπόταμα γυρνώ, στα ντροπαλά ρυάκια και στις ηλιάχτινες όχθες, μακρύκομη κόρη άσπιλη, ντυμένη τα μαλλιά μου είμαι, ριγμένα ανάρια (10) στο κορμί σα ρούχο από μούστο καστανό. Δροσερή σαν το καλό κρασί, το νερωμένο με πηγαία νάματα, φέρνω γλυκιά ζαλάδα στους θνητούς κάθε που νεραϊδογυρνώ στις “χίλιες πηγές της Ίδης”. Πόθους ερωτικούς ξυπνώ στους σερνικούς, ακόμα και στον Απόλλωνα προστάτη μου, μα όλα τούτα αδιάφορη μ΄ αφήνουν. Νεράιδα του φωτός, της φύσης, των πηγών, των δέντρων, της απλωσιάς του κόσμου είμαι. Έτσι είμαι. Έτσι θέλω να ΄μαι. Ελεύθερη κυνηγήτρα της ζωής, μια μικρή Αρτέμιδα, μια διάφανη Πότνια (11) των Ιδαίων νερών…για όσο έκλωσαν οι Μοίρες το ημίθεο νήμα της ζωής μου.
Εικόνα 3: Lorenzo Bartolini (1777-1850): "Nύμφη με σκορπιό", 1845. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι |
Μα να που ετούτο θέλω, κι άλλο νιώθω. Το παλικάρι τόξεψε με τα πυρωμένα βέλη τού Έρωτα το κέντρο της καρδιάς μου κι αυτή φτερουγίζει άρρυθμα, άγρια, πρωτόγνωρα. Αφροδίτης γιε, τι μου κάνεις; Μη, μη! Απόστρεψε τα βέλη! Άσε με να είμαι. Μόνο τ’ όνομα να έχω. Τίποτ’ άλλο. Απόστρεψε!
Οι παλιοί λένε πώς οι ερωτευμένοι «έχουν», «δεν είναι». « Έχουν» τον έρωτα ο ένας του άλλου, πλέουν αγκαλιά σε ωκεάνια πάθη, αγγίζουν ουράνιους βυθούς, οργώνουν αθάνατες στιγμές και στο τέλος τσακίζονται στου κορεσμού τις ξέρες. Και όπως «δεν είναι πια ακέραιοι», γιατί ο έρωτας θέλει ισόψυχο μοίρασμα στα δυο, κανένας δεν μπορεί να σώσει τον άλλο. Κάποιος γλυτώνει και φεύγει μισερός, κάποιος ματωμένος ντύνεται την ξέρα.
Εικόνα 4: John William Waterhouse (1849–1917), «Μιράντα», 1875. Ιδιωτική συλλογή, Σκωτία |
Έρως, θανή λέει ο αμίλητος χρησμός…τα υπόλοιπα δυο, αυτά που δεν έχω, δεν θέλω να έχω- εγώ θέλω μόνο να είμαι- και όμως αυτά ορίζουν τώρα τη ζωή μου, εγώ μια μικρή Αρτέμιδα, η κόρη των νερών της Ίδης…ερωτοχτυπημένη! Είναι αργά να φύγω…
Ξύπνησε. Με θωρεί, θαυμάζει. Θαυμάζει - θωρεί. Ανασηκώνεται, πλησιάζει, σιμώνει κι άλλο, η ανάσα του λάβα στο πρόσωπό μου, εγώ η Οινώνη των νερών καίγομαι, λιώνω. Με τραβά κοντά του. Κολλάει το κορμί του πάνω μου. Πρέπει ν’ αντισταθώ…νομίζω. Ναϊάδα είμαι. Μπορώ να τρελάνω όποιον ασεβή με ακουμπήσει ή με κρυφοκοιτάξει, να τον κάνω να χάσει τα λογικά του, να κυριευθεί από έκσταση και ν’ αναζητήσει αβέβαιη λύτρωση μονάχος στις εσχατιές.
Μπορώ κι ίσως πρέπει, αλλά δεν θέλω ν’ αντισταθώ. Πώς ν’ αντρειώσεις στο ηφαίστειο; Χοχλάζει τα νερά, τα εξαερώνει, εξαγνίζει, αφήνει πίσω του άλλο κόσμο, γυμνά ουράνια τοπία, άλλα πρόσωπα, ερωτευμένα…
Αφήνομαι απλό νερό στη λάβα… σε ωκεάνια πάθη, σε ουράνιους βυθούς, σε αθάνατες στιγμές μαζί του. Δυο ακέραια, μισά γίναμε, ο Αλέξανδρος (12) και η Οινώνη, η Οινώνη κι ο Αλέξανδρος, μόνοι κάτοικοι στον κόσμο, στην απεραντοσύνη της όχθινης στρωμνής, μέσα στις φυλλωσιές, τις καλαμιές, τις πικροδάφνες μας.
Εικόνα 5: Πικροδάφνη (Nerium oleander) |
Εικόνα 6: Agostino Carracci (1557-1602), «Πάρης και Οινώνη» |
- Ανοίγω τα μάτια, ανοίγω την ψυχή μου Αλέξανδρε σε σένα, να μ’ αγαπάς όσο μπορείς, για όσο το μπορείς. Στην Ίδη μ’ έπλασες γυναίκα σου, σύντροφο στων κοπαδιών σου τη βοσκή και στο κυνήγι, και μάνα στον γιο μας Κόρυθο, το Πρώτιστο γέννημα της αγάπης μας. Πόση ευτυχία χωράει σε μια ζωή; Όχι, όχι, μην μου ορκίζεσαι πάνω στο πάθος. Μην λες θα μ’ αγαπάς «παντοτινά». Οι όρκοι μικραίνουν την αγάπη, τη φτωχαίνουν και σαν έρθει η ώρα του Μαχαιριού, η Μεγάλη Ώρα της Επιλογής μετεωρίζονται στο νοτισμένο αγέρα και σιγοξεψυχούν σαν άδοτα φιλιά. Ένα μόνο σου ζητώ: μη με σπάσεις. Γυάλινη γίνηκα στο σχήμα του κορμιού και της ψυχής σου, διάφανη, λεπτόφλουδη σχεδόν αιθέρια, εγώ η μισή…
- Αν δεν πιστεύεις όρκους, θα χαράξω τ’ όνομά σου σε όλα τα δεντριά της Ίδης, σε κάθε λεύκα και βελανιδιά να το θροϊζουν στους ανέμους πως σ’ αγαπώ Οινώνη μου. Θα στέκεται ορθός κορμός δρυός η αγάπη μου. Τι και αν πέφτουν σωροί τα φύλλα της στο ράπισμα του Βορέα; αγέρωχο κι ακλόνητο θα μένει το ξύλινο κορμί της στις βροχές και στις μπόρες, στις κάψες του καλοκαιριού, και μόνο η μυριοδάκτυλη σάρκα της θε να δακρύζει στ’ όνομά σου. Σ’ αγαπώ, καλή μου! Θεά της καρδιάς μου, σ’ αγαπώ! Δικά σου τα ταυριά μου, τα κοπάδια όλα, πάρτα και κάντα ό,τι θες (13) και ό,τι άλλο έχω ή πεθυμείς, σπονδή θα το κάνω στα λατρεμένα πόδια σου. Δική σου κι η ψυχή μου, θρόνος να καθήσεις βασίλισσά μου!
Εικόνα 7: Jean-François de Troy, «Ο Πάρης χαράζει το όνομα της Οινώνης στο δέντρο», περίπου 1725-30. Bernheimer-Colnaghi galleries. |
- Κοίτα, χαράζω τη λεύκα για σένα, ακριβή μου:
cum Paris Oenone poterit spirare relicta,
ad fontem Xanthi uersa recurret aqua. (14)
(Όταν ο Πάρις θα μπορεί να αναπνέει έχοντας εγκαταλείψει την Οινώνη,
τότε του Ξάνθου τα νερά θα τρέξουν πίσω στην πηγή τους)
- Άσε με να σου πω τα μελλούμενα, ακριβέ μου. Τα είδα στο ιερό νερό καθάρια να προβάλλουν κι η ψυχή μου γέμισε θλίψη. Έλα να οχυρώσουμε την αγάπη μας. Καλύτερα προστατευμένος είναι κείνος που γνωρίζει. Θα ΄ρθούν μαύροι καιροί που θα…
Εικόνα 8: John William Waterhouse, «Circe Indiviosa», 1892 |
Δεν θέλησε ν’ ακούσει. Δεν θέλησε να μάθει. Άφησε να σηκώσω το βάρος της Γνώσης μόνη μου, μισή ως ήμουν… Πέρασαν 36 ασημένια φεγγάρια και άλλοι τόσοι αστροκέντητοι ουρανοί. Ο ερωτικός παροξυσμός, το άγριο οργασμικό παραλήρημα καταλάγιαζε σιγά σιγά. Μαλάκωνε σαν άρτινο ζυμάρι, πλαθόταν στ’ ακροδάκτυλα με την τριβή, έπαιρνε το σχήμα μιας όμορφης οικογένειας, γινόταν αγάπη ήρεμη, καθημερινή, σπιτική. Οι παλιοί λένε πώς τότε ακριβώς ξημερώνει η ώρα του Μαχαιριού. Έχουν δίκιο. Η κάμα κόβει απ’ τις δυο μεριές…
Το έβλεπα. Ο ουρανός σκοτείνιαζε σαν την καρδιά του αγαπημένου μου στις ατελείωτες σιωπές και το απόμακρό του βλέμμα. Τα κοπάδια τού ήταν βάρος, εγώ αδιάφορη, ο γιος μας- που ζουζούνιζε πεταλουδίσια- ενοχλητικός, το κυνήγι κι οι εξορμήσεις μας στα πεδινά κουραστικές. Το έβλεπα η μισή, αλλά τι να κάνω παραπάνω; Άφριζαν μανιασμένα τα νερά του Ξάνθου, ζητώντας το μερτικό τους στον όρκο. Και γω βούλιαζα πικραμένη μέσα τους. Πώς ν’ ανάψω φωτιά στην αγάπη, εγώ η νεράιδα του νερού; Άλλωστε, η αγάπη δεν καίγεται, ο έρωτας καίγεται. Η αγάπη ρέει ελεύθερα στη δική της κοίτη. απαιτεί το αίμα και των δυό ισόψυχα. Αλλιώς, δεν ρέει. Λιμνάζει και προκαλεί αποφορά.
Νομίζω ήταν έτοιμος πια. Στο τέλος, ύψωσε τοίχο ανάμεσά μας. Ποιος ήταν μέσα; Ποιος έξω; Η Μεγάλη Ώρα της Επιλογής πλησίαζε απειλητικά. Ήρθε, κι έφερε το αντίο.
«Η θεά Αφροδίτη θέλει, εγώ πρέπει, ο διαγωνισμός ομορφιάς των θεαινών, το ταξίδι μου στην Ευρώπη, θα δούμε, είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου, θέλω την ελευθερία μου, πνίγομαι, τότε ήμασταν πολύ νέοι και νομίζαμε πως όλα είναι δυνατά, η ζωή μού χρωστάει πολλά ακόμα» και άλλα τέτοια είπε, όπως λένε οι Αλέξανδροι του κόσμου.
Εικόνα 9: Ο Πάρης στην Ίδη με την Οινώνη, κόρη του ποταμού Κεβρήνα που παριστάνεται προσωποποιημένος χαμηλά στο ανάγλυφο. Εποχή Αντωνίνων (2ος αι. μ.Χ.). Ρώμη, Palazzo Spada |
Κάποιος γλυτώνει και φεύγει μισερός, κάποιος ματωμένος ντύνεται την ξέρα. Αχ Αλέξανδρε! Εγώ στην ξέρα με τον Κόρυθο και την απουσία σου… Απ’ τη μανία περνάω στη θλίψη και ξανά και ξανά. Δεν θα πω άλλα γι’ αυτό. Τι να πω; Πώς να περιγράψω την ώρα του Μαχαιριού; Γονατίζεις ματωμένος και μένεις εκεί, ακίνητος, έρημος, νεκρόψυχος. Όποιος το ΄χει ζήσει, ξέρει.
Πέρασαν χρόνια, γκριζάρισαν λίγο τα μαλλιά μου, δεν τα φορώ χιτώνα-μούστο καστανό τώρα πια. Δεν μου χρειάζεται…Ακόμα με κατακλύζουν θύμησες βαριές, προδοτικές. Eλένη τη λέγανε την κάθε Ελένη, Πάρη, Πάρη της. Και τι να πεις για τη γυάλινη Οινώνη που έσπασε απ’ τα χέρια του Αλέξανδρου για όλες τις Ελένες του κόσμου;
Ποιος είπε ότι ο χρόνος γιατρεύει; Απλώς ναρκώνει…Μόνο ο Κόρυθος μ’ αγκαλιάζει τρυφερά και δεν κόβεται. Υγρά τα μάτια του καμιά φορά όταν σε σκέφτεται κι αυτός. Πόσο μεγάλωσε το παλικαράκι μας!
Εικόνα 10: John William Waterhouse, “Listen to my sweet pipings”, 1911 |
Θα γύριζες κοντά μου κάποτε, πληγωμένος απ’ τα βέλη του Ηρακλή, για να σε γιάνω. Το ΄ξερα η μάντισσα. Και ήρθες. μισός, όπως έφυγες, κι ίσως λιγότερος ακόμα απ’ το ξόδεμά σου στον καινούργιο έρωτα, με όλες τις δικαιολογίες για τα τερτίπια της θεάς του έρωτα που σε ξεγέλασε, για τις νεανικές σου απερισκεψίες, για την αδύναμη φύση σου μπρος στις παρορμήσεις του κορμιού, για το θάνατο που σε αγγίζει τώρα και μόνο στα βότανά μου ελπίζεις για γιατρειά. Λόγια, λόγια, λόγια κούφια κι άστοχα. Δεν έφτασαν ως την καρδιά μου. Και πώς να φτάσουν; Ο θάνατος σε μένα δεν έχει εξουσία. Εγώ τη ζω τη θανή. Άλλο χειρότερο έχει;
Μίλησε ο πόνος μου, ο βουβός κι άγριος πόνος μου που θέριεψε στα χρόνια, έσμιξε με οργή, ματαίωση, πίκρα και γίνηκε χολή. Μαύρη χολή. Την ξέρασα όλη πάνω στο θανάσιμο τραύμα του να λυτρωθώ. «Έδωσες τη Μεγάλη Μαχαιριά στην πίστη, στην εμπιστοσύνη που σου είχα, με την ίδια κάμα που χάραζες κάποτε τα δέντρα με όρκους αγάπης για μένα. Η Μεγάλη Ώρα της Επιλογής πέρασε προ πολλού και για τους δυο μας. Διάβηκες τον ποταμό. Να πας στην Ελένη να σε γιατρέψει. Φύγε».
Εικόνα 11: Gericault, Η Οινώνη απορρίπτει τον ετοιμοθάνατο Πάρη, 1816-9 |
Κι έφυγε αιμορραγώντας, όπως ήρθε. Ξωπίσω του και γω, μετανιωμένη για τη στάση μου, ανάλαφρη από το ξέρασμα της μαύρης χολής που σκότιζε την καρδιά μου. Αν προλάβω να τον σώσω, θα σωθώ και γω. Δυο που αγαπήθηκαν κάποτε, δεν τελειώνουν έτσι. Οι κρόκινες κλωστές του λώρου που δένουν σφιχτά τα δυο μισά, δε σπάνε ποτέ. Σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα (15) οι εραστές παίζουν στη σκηνή όσο να τελειώσει το έργο κι οι θεατές να φύγουν. Μετά, είναι η ώρα η δική τους…
Δεν πρόλαβα. Μέχρι να γυρίσει πίσω στην Τροία πέθανε. Πέθανα και γω. Όλα έγιναν καταπώς έγιναν. Ισορρόπησε πια ο ζυγός ψυχοστασίας (16).
Δεν θα πω άλλα. Κρόκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, Αλέξανδρέ μου. Μαζί τώρα;
Χρ. Μποκόρος |
Εικόνα 13: Clara Lieu, "Unseen III", lithographic crayon on Dura-Lar, 48” x 30”, 2009. |
(1) Ίδη ή Ίδα= (οι τόποι με τα πυκνά δάση ονομάζονταν «Ίδαι»). Εδώ οροσειρά της Μυσίας στην Μικρά Ασία, που οριοθετεί την περιοχή της Τροίας. Αναφέρεται ως «όρος Ίδη εν Τρωάδα» ή «Φρυγική Ίδη», σε αντίθεση με το όρος Ίδη της Κρήτης. Είναι το σημερινό Καζ Νταγ (στα τουρκικά Kaz Dağı), οροσειρά με μέγιστο ύψος 1.774 μ. Οι ποταμοί Σκάμανδρος, Σιμόεις και Γρανικός πηγάζουν από την Ίδη, καθώς και αριθμός μικρότερων ποταμών και ρεμάτων. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει την οροσειρά ως «Ίδη με τις χίλιες πηγές» (Ιλιάδα, ΙΔ΄, 307). Οι πλαγιές των ορέων είναι καλυμμένες από δάση, τα οποία φιλοξενούν μεγάλο αριθμό άγριων ζώων, με αποτέλεσμα η Ίδη να χαρακτηρίζεται, επίσης, ως «μητέρα των κτηνών» (Ιλιάδα, ΙΔ΄, 283).
(2) Τρωάδα= Η Τρωάδα, η ομηρική Τρωάς (Τουρκ.: Biga Yarımadası), είναι πανάρχαια ονομασία της περιοχής στην ασιατική πλευρά του Ελλήσποντου, εκεί που ήταν κτισμένη η πόλη της Τροίας. Αργότερα απετέλεσε ΒΔ περιοχή της Μυσίας που κάλυπτε την έκταση από τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα προς Βορρά μέχρι τον κόλπο του Αδραμυττίου και μαζί με τη «Φρυγία του Ελλησπόντου» συνιστούσε τη «Μικρή Μυσία». Κύρια φυσικά γνωρίσματα της περιοχής το όρος Ίδη, ο ποταμός Σκάμανδρος και βέβαια ο Ελλήσποντος. Πόλεις της Τρωάδας ήταν: η Άβυδος, η Αλεξάνδρεια η Τρωάς, η Αμαξιτός, η Δάρδανος, η Ζέλεια, το Ίλιον (Τροία), η Λάρισα, η Σκαμάνδρεια, η Σκήψις και πολλές άλλες.
(3) ίδρως και ἱδρώς= ο ιδρώς (αρσενικό, θηλυκό στην Αιολική διάλεκτο), ίδρως στη Σαπφώ (Εκ δε Fίδρως κακχέεται…), ιδρώτας
(4) ροβολούσε= κατηφόριζε
(5) πικροδάφνη= Το επιστημονικό της όνομα είναι Nerium oleander και ανήκει στην οικογένεια Apocynaceae. Έχει καταγωγή από την Μεσόγειο και την Ανατολή. Είναι ένας θάμνος, ύψους έως 4 μ. Έχει φύλλα στενά λογχοειδή, δερματώδη, μοιάζουν με της δάφνης του Απόλλωνα, αλλά διαφέρουν στη λεπτότητα των κοντών μίσχων. Τα άνθη της φτάνουν μέχρι 4 εκατοστά. Οι καρποί της θυμίζουν εκείνους του μπιζελιού, αλλά είναι πολύ μεγαλύτεροι και το χρώμα τους είναι καφέ σκούρο. Η πικροδάφνη έχει πικρή γεύση, είναι δηλητηριώδες φυτό και μπορεί να σκοτώσει εξαιτίας της υψηλής τοξικότητάς της. Παρόλα αυτά έχει χρησιμοποιηθεί από τους Βαβυλώνιους και τους Άραβες ως φάρμακο για την αντιμετώπιση του «κρασοπονοκεφάλου» και του καρκίνου αντίστοιχα. Επιπλέον, οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τις ευεργετικές και τις δηλητηριώδες ιδιότητες της.
(6) Εφυδάτια και Ύλας= η Εφυδάτια ήταν Νύμφη του νερού, κατοικούσε σε μια πηγή μαζί με τις φίλες της και συνεχώς τραγουδούσε τους ύμνους της Αρτέμιδας. Ο Ύλας ήταν σύντροφος του Ηρακλή και μια μέρα, λέει ο μύθος, διψασμένος πλησίασε στην πηγή αυτή για να γεμίσει την υδρία του. Η Εφυδάτια από τα βάθη της πηγής σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από τη θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Καθώς εκείνος έσκυψε να γεμίσει το κανάτι, η Νύμφη τον αγκάλιασε από το λαιμό σφιχτά και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό. Οι σύντροφοί του μάταια έψαξαν να τον βρουν. Δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
(7) Οινώνη= Ναϊάδα Νύμφη της Ίδης. Τη θεωρούν και Ορε(ι)άδα Νύμφη, δηλαδή νύμφη των ορέων. Το όνομά της σχετίζεται με τον οίνο. Ο πατέρας της ήταν ο Κεβρήν, Κεβρηνός ή Κεβρήνος (ποτάμιος θεός, παραπόταμος του Σκάμανδρου) ή ο Οινέας. Η Οινώνη ήταν σοφή, πανέξυπνη και γεμάτη κατανόηση για τ’ ανθρώπινα. Είχε το χάρισμα της μαντικής και της γνώσης των ιαματικών βοτάνων, ιδιότητες που της έδωσε ο Απόλλωνας ως έπαθλο για την παρθενία της. Όταν ήταν νέος ο Πάρης, την ερωτεύθηκε και απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Κόρυθο, ωστόσο σύντομα την εγκατέλειψε για την ωραία Ελένη. Προτού φύγει, η Οινώνη τον προειδοποίησε για τα επερχόμενα δεινά του. Επειδή δεν τον έπειθε, του είπε σε περίπτωση που τραυματισθεί να καταφύγει σε αυτήν· γιατί μόνο η ίδια μπορούσε να τον θεραπεύσει με τα ιαματικά της βότανα.
Όταν ο Πάρης στη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, τραυματίστηκε από τον Φιλοκτήτη που χρησιμοποιούσε τα τόξα του Ηρακλή, επέστρεψε στην Οινώνη, στην Ίδη. Αυτή όμως, πληγωμένη απ’ την απιστία και την υπερδεκαετή απουσία του, αρνήθηκε να τον θεραπεύσει. Ο Αλέξανδρος, επιστρέφοντας στην Τροία, πέθανε. Στο μεσοδιάστημα η Οινώνη, μετανιωμένη, έφερνε τα φάρμακα που θα τον θεράπευαν. Όταν τον βρήκε νεκρό, κρεμάστηκε απ’ τη ζώνη της [Ψευδο-Απολλόδωρος (2ος αι. μ.Χ.), Βιβλιοθήκη 3. 154 και Κόιντος Σμυρναίος (κατά πάσα πιθανότητα 3ος ή 4ος αι. μ.Χ.), Τα μεθ' `Ομηρον 10.332-333, 362-363] ή γκρεμίστηκε από ένα βράχο κοντά στην Τροία.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν η Ελένη που πήγε στο όρος Ίδη να ικετεύσει την Οινώνη να γιατρέψει τον τραυματισμένο θανάσιμα Πάρη. Η Οινώνη αρνήθηκε, η Ελένη επέστρεψε άπραγη στην Τροία, ο Πάρις πέθανε την ίδια μέρα και η Νύμφη της Ίδης, μετανιωμένη, έπεσε στη νεκρική πυρά του. Νωρίτερα, ο Πάρης σκότωσε από ερωτική αντιζηλία τον γιο που είχε αποκτήσει με την Οινώνη, τον Κόρυθο, χωρίς όμως να γνωρίζει την ταυτότητά του, όταν τον βρήκε στο κρεβάτι της Ελένης (Παρθέν., Ερωτ. Παθ. 34 και Ελλάνικος 1a,4,F.29.2-1a,4,F.29.6).
Οινώνη και Πάρης θάφτηκαν μαζί στην ενδοχώρα της Τροίας που ονομαζόταν Κεβρήνη ή Kεβρηνία από τον ομώνυμο ποταμό (Στράβων, Γεωγρ. 13. 1. 33).
Για την Οινώνη έγραψαν πολλοί αρχαίοι και μεταγενέστεροι συγγραφείς: ο Βακχυλίδης (5ο αι. π.Χ. – απ. 20 D 3 Maehler), ο Λυκόφρων (3ος αι. π.Χ.- Αλεξάνδρα 61) και ο ελεγειακός ποιητής και γραμματικός Παρθένιος της Νίκαιας (1ος αι. π.Χ.- 14 μ.Χ.) στα Ερωτικά Παθήματα 4. Ο Οβίδιος (43 π.Χ.-18 μ.Χ.) περιλαμβάνει ένα φανταστικό γράμμα της Οινώνης προς τον Πάρη στη συλλογή του «Ηρωίδες» (Epistulae Heroidum), επιστολή 5η (5.29-30). Εκεί ο Πάρης εμφανίζεται τόσο ερωτευμένος με την Οινώνη που χαράζει το όνομά της στα δέντρα. Το βουκολικό ειδύλλιο (=ποίημα ερωτικού και ποιμενικού περιεχομένου) «Δάφνις και Χλόη» του Λόγγου (3ος αι. μ.Χ.) βασίζεται στην ιστορία αγάπης της Οινώνης και του Αλέξανδρου-Πάρη.
Οινώνη, Οινώνα ή Οινοπία ονομαζόταν και η Αίγινα από το καλό κρασί της, πριν μετονομασθεί από τον Αιακό σε Αίγινα από το όνομα της Νύμφης μητέρας του.
(8) Ναϊάδα-ες= Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των λιμνών. Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ' αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Μέσα στις σπηλιές τους απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα με τον Ερμή ή τους Σιληνούς. Ζούσαν όσο έβγαζαν νερό οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν. Όταν στέρευαν τα νάματα, οι Ναϊάδες έσβηναν. Στις Ναϊάδες απέδιδαν διάφορες ιδιότητες: έλεγαν πως μπορούσαν να κάνουν τα νερά μιας πηγής ιαματικά, γι' αυτό και συχνά πρόσφεραν οι θνητοί θυσίες προς τιμήν τους. Οι πιο ονομαστές περιπτώσεις Ναϊάδων με παρόμοιες ικανότητες βρίσκονταν στην Πελοπόννησο (Ανιγρίδες Ναϊάδες του ποταμού Άνιγρου στην Ηλεία οι πηγές του οποίου πιστεύεται ότι θεράπευαν δερματικές ασθένειες, Αστεριονίδες Ναϊάδες του ποταμού Αστερίωνα στο Άργος, οι οποίες ήσαν τροφοί της Ήρας, Ερασινίδες Ναϊάδες του Ερασίνου ποταμού στο Άργος και υπηρέτριες της θεάς Βριτομάρτιδος, Ινακχίδες Ναϊάδες του ποταμού Ίνακχου και των πηγών του Άργους, Ιονίδες Ναϊάδες των πηγών του ποταμού Κυθέρου στην Ήλιδα (Ηλεία) των οποίων τα νερά πιστεύετο ότι θεράπευαν τους πόνους, Λαδωνίδες Ναϊάδες του ποταμού Λάδωνα στην Αρκαδία, Λυκαιΐδες Νύμφες: οι εννέα Ωκεανίδες Νύμφες, Ναϊάδες και Δρυάδες του Λυκαίου όρους στην Αρκαδία, που ήταν τροφοί του Δία) και τη Σικελία (Ιμέριες Ναϊάδες των πηγών της Ιμέρας)· εκεί, στις θερμές πηγές της Ιμέρας, έλεγαν ότι πήγαινε ο Ηρακλής για ν' ανανεωθεί η δύναμή του. Πίστευαν ακόμη πως οι Ναϊάδες είχαν ιατρικές θεραπευτικές ικανότητες, κυρίως λόγω της σχέσης τους με τον Απόλλωνα, καθώς και το χάρισμα να προφητεύουν τα μελλούμενα. Για την ακρίβεια, επικρατούσε η αντίληψη πως ήξεραν να ερμηνεύουν τη θέληση της ανώτερης θεότητας. Οι Νύμφες γενικά κατατάσσονταν μεταξύ θεών και θνητών, ως ημίθεες. Δεν ήταν αθάνατες, ζούσαν όμως πάρα πολλά χρόνια και τρέφονταν με αμβροσία.
(9) σπήλιος= σπηλιά και Σπήλιος πελοποννήσιο βαφτιστικό όνομα. Όταν γεννιόταν ένα παιδί 7μηνίτικο στην Πελοπόννησο, το έβαζαν για 3 μήνες να μεγαλώσει σε σπηλιά, επειδή το μικροκλίμα εκεί ήταν παρόμοιο με ενός νοσοκομείου. Όσα παιδιά επιζούσαν τελικά και μεγάλωναν, τα βάφτιζαν «Σπήλιο».
(10) ανάρια= ανάριος < μεσαιωνική ελληνική ἀνάριος < ανα- + ἀραιός αρχαία ελληνική. Επίσης ανάερος.
(11) Πότνια-αι (πληθ.)= βασίλισσα, δέσποινα, κυρία, θεά (ως ουσιαστικό) και σεβαστή (ως επίθετο, όπου ενν. θεά). Επίσης, «Πότνια θηρών»= η βασίλισσα των θηραμάτων, των άγριων ζώων, η πρώτη μορφή της Αρτέμιδος. πρβλ. και τη χρήση τής λέξης στη Μυκηναϊκή ως επίθ. της Αθηνάς και άλλων θεοτήτων με τη μορφή potinija και σπανιότερα με τη σημασία «κυρία τού σπιτιού», για την οποία χρησιμοποιείται η λέξη δέσποινα.
(12) Αλέξανδρος= ή Αλάξανδος, ήταν ο δευτερότοκος γιος του Πριάμου και της Εκάβης, ο γνωστός μας Πάρης του Τρωικού πολέμου.
(13) Σύνηθες παιγνίδι των βουκόλων ήταν ο αγώνας μεταξύ ταύρων. Στο νικητή φορούσαν ανθοστέφανο στα κέρατα, ενώ στο νικημένο αχυροστεφάνι.
(14) Οβίδιος, Ηρωίδες 5.29-30. Ο Πάρις φυσικά δεν θα κρατήσει τον όρκο του και θα παρατήσει την Οινώνη για την ωραία Ελένη. Και τα νερά του Ξάνθου θα γυρίσουν πίσω στην πηγή τους, όταν ο Αχιλλέας στη μάχη θα μπλοκάρει τη ροή του με τα πτώματα των Τρώων.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο της Ιλιάδας, όπου ο ποταμός Ξάνθος παραπονιέται στον Αχιλλέα ότι έχει μπλοκάρει τη ροή του με τους πολυάριθμους νεκρούς που έχει στοιβάξει, θυμίζει (τηρουμένων των αναλογιών) την έμμεση αναφορά στο ίδιο επεισόδιο από τον Οβίδιο.
πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα,
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν
στεινόμενος νεκύεσσι· (Ιλιάδα, Υ 218-20)
("Η όμορφη ροή μου έχει γεμίσει πτώματα
κι ούτε μπορώ να εκβάλω τα νερά μου στη θάλασσα τη θεϊκή
έτσι που οι νεκροί στοιβάχτηκαν στο ρεύμα μου")
(15) σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα= νευρόσπαστα (μαριονέτες) που χειρονομούν. Φράση του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου μετά το 172 μ.Χ., «Τα εις εαυτόν», 7.3.γ. Η ωραία παρομοίωση των ανθρώπων με μαριονέτες που χειρονομούν σπασμωδικά απαντά και σε άλλα σημεία του κειμένου του Αυρηλίου και υποδηλώνει τους ανθρώπους που κυριαρχούνται από τα πάθη της ψυχής. Η ιδιότητα αυτή, όπως επισημαίνεται στο στοχασμό 12,19, προσιδιάζει στη φύση των ζώων. Η συγκεκριμένη εικόνα άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην ποίηση του Γ. Σεφέρη.
(16) Ζυγός ψυχοστασίας= Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως κάθε ψυχή, ανάλογα με τις πράξεις της, αποκτά και διαφορετικό βάρος. Και για να της δώσουν τη θέση που της άξιζε στον Κάτω Κόσμο έπρεπε να τη ζυγίσουν. Ακριβώς αυτόν τον ρόλο έχουν και οι ζυγοί ψυχοστασίας που βρέθηκαν στους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών, του βασιλείου του μυθικού Αγαμέμνονα. Κατά τον Όμηρο, οι ζυγοί ψυχοστασίας είχαν και έναν διαφορετικό ρόλο. Στη χρυσή ζυγαριά του Διός τοποθετούνταν τα είδωλα ή οι κήρες - οι θανατικές μοίρες - των ανθρώπων και το αποτέλεσμα έκρινε ποιος θα έχανε τη ζωή του κατά τη διάρκεια της μάχης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση που κρίνεται η τύχη του Αχιλλέα και του Έκτορα. Η πλάστιγγα έγειρε προς την πλευρά του Έκτορα και κατά συνέπεια ήταν εκείνος που αποφασίστηκε να πεθάνει.
Υπάρχει και τραγωδία του Αισχύλου υπό τον τίτλο «Ψυχοστασία» στην οποία η θεά Θέτις - μητέρα του Αχιλλέα - και η Ηώς - μητέρα του Μέμνονα - ζύγιζαν τις ζωές των παιδιών τους.
Βασιλική Χριστοπούλου
Αρχαιολόγος, ΜΑ
Πηγές-πρόσθετες πληροφορίες:
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/mantises/page_027.html
Οικεία λήμματα από Βικιπέδια (https://el.wikipedia.org): Όρος Ίδη (Τρωάδα), Τρωάδα, Οινώνη, Νύμφες κλπ.
Αρ. Τσόμης, Μακροεπική και μικροεπική αφήγηση. Ο θάνατος της Οινώνης: Κόιντος Σμυρναίος, 2005 στον σύνδεσμο:
Ει. Μητούση, «De genere: Φύλο και γένος στις Ηρωίδες του Οβιδίου», (διδ. Διατρ.) Θεσσαλονίκη 2007, σ. 133-155
R. Laffineur - R. Hägg (επιμ.): Potnis. Deities and Religion in the Aegean Bronze Age (Proceedings of the 8th International Aegean Conference Götborg, Göteborg University, 12-15. April 2000; Aegaeum 22). Bopen 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια