Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Σπάνια βυζαντινά ξίφη βρέθηκαν σε μεσαιωνικό οχυρό στο Αμόριο

Αυτό το σιδερένιο ξίφος, πλέον αποσπασματικό και διαβρωμένο, ανακαλύφθηκε το 1993 στη βυζαντινή πόλη του Αμόριου. Η σωζόμενη δακτυλιοειδής λ...

Αυτό το σιδερένιο ξίφος, πλέον αποσπασματικό και διαβρωμένο, ανακαλύφθηκε το 1993 στη βυζαντινή πόλη του Αμόριου. Η σωζόμενη δακτυλιοειδής λαβή είναι μοναδική. [Credit: Amorium Excavation Project]
Αυτό το σιδερένιο ξίφος, πλέον αποσπασματικό και διαβρωμένο, ανακαλύφθηκε το 1993 στη βυζαντινή πόλη του Αμόριου. Η σωζόμενη δακτυλιοειδής λαβή είναι μοναδική. [Credit: Amorium Excavation Project]

Αρχαιολόγοι στην Τουρκία ανακάλυψαν δύο «σπάνια και μοναδικά» ξίφη σε μια βαριά οχυρωμένη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σύμφωνα με μια νέα δημοσίευση. Ένα από τα ξίφη, που ανακαλύφθηκε σε μια εκκλησία, μπορεί να είχε τοποθετηθεί εκεί ως προσφορά.

Και τα δύο σιδερένια ξίφη φέρουν λαβή που τελειώνει σε ένα δακτύλιο. Τα ξίφη με δακτυλιοειδή λαβή ήταν σπάνια στο Βυζάντιο, αλλά αυτά τα ξίφη είναι μοναδικά και για έναν άλλο λόγο: τα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά τους τα διακρίνουν "από τα αντίστοιχα ξίφη των κοντινών πολιτισμών", όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι.

Σύμφωνα με τους ερευνητές τα ξίφη είναι τόσο μοναδικά που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποια εθνότητα ή ομάδα μισθοφόρων τα χρησιμοποιούσε πριν από σχεδόν 1.000 χρόνια.

Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα ξίφη στη βυζαντινή πόλη του Αμόριου, που βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι μεταξύ της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας της Κωνσταντινούπολης και άλλων μεγάλων πόλεων όπως της Νίκαιας και της Άγκυρας.

Το Αμόριο ήταν ένα προσωρινό στρατιωτικό φυλάκιο που εξελίχθηκε σε οχυρό και χρησίμευσε ως η πρώτη γραμμή άμυνας της περιοχής ενάντια στις αραβικές εισβολές, συμπεριλαμβανομένης της αραβικής κατάκτησής του το 838 μ.Χ.

Οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν συστηματικά το Αμόριο από το 1988 και κατά τη διάρκεια αυτών των ανασκαφών βρέθηκαν τα δύο ξίφη με την δακτυλιοειδή λαβή: Το πρώτο ξίφος ανακαλύφθηκε το 1993 στην αυλή μιας εκκλησίας, κατακερματισμένο και διαβρωμένο. Το δεύτερο ξίφος στο κάτω μέρος της πόλης το 2001. Και τα δύο ξίφη χρονολογούνται στον 10ο και 11ο αιώνα μ.Χ., κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (843 έως 1204 μ.Χ).

Η ανακάλυψη ενός ξίφους σε μια εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί "περίεργη", αλλά συνηθιζόταν ως έθιμο της εποχής η κατάθεση των όπλων σε ιερούς τόπους, δήλωσε ο Ερρίκος Μανιώτης, επικεφαλής της μελέτης με μεταπτυχιακό στη Βυζαντινή αρχαιολογία από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


Το ξίφος με τη δακτυλιοειδή λαβή που ανακαλύφθηκε στο κάτω μέρος του Αμόριου μιας μεγάλης πόλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. [Credit: Amorium Excavation Project]
Το ξίφος με τη δακτυλιοειδή λαβή που ανακαλύφθηκε στο κάτω μέρος του Αμόριου μιας μεγάλης πόλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[Credit: Amorium Excavation Project]

Ωστόσο, είναι πιθανό το ξίφος να μην εισήχθη στην εκκλησία με σκοπό τη βία, αλλά ως ανάθημα — ένα ειδικό αντικείμενο που προσφέρθηκε σκόπιμα στο Θεό, στους θρησκευτικούς ηγέτες ή στα ιδρύματα. «Είναι γνωστό από τις ιστορικές πηγές ότι όπλα έχουν κατατεθεί ως αναθήματα σε εκκλησίες», δήλωσε ο Μανιώτης στο Live Science.

Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 913 έως το 959 μ.Χ., έγραψε ότι η ασπίδα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος ήταν κρεμασμένη ως ανάθημα κάτω από τον τρούλο μιας βυζαντινής εκκλησίας προς τιμήν του, είπε ο Μανιώτης. Τα όπλα που τοποθετούνται στις εκκλησίες «συνήθως συνδέονται με ιερά λείψανα που συνδέονται με τους αγίους πολεμιστές», σημειώνει χαρακτηριστικά. «Επιπλέον, έχουμε την κατάθεση οπλισμού σε αγιορείτικα μοναστήρια, όπως ένας αλυσιδωτός θώρακας που φυλάσσεται στη Μονή Ιβήρων. Άρα, αυτό το ξίφος ίσως να έχει αναθηματικό χαρακτήρα, που προσέφερε ο ιδιοκτήτης του στην εκκλησία μαζί με άλλα αντικείμενα».

Το δεύτερο ξίφος, που βρέθηκε στην κάτω πόλη, έχει μια λαβή μήκους 14 εκατοστών και μια δίκοπη λεπίδα μήκους τουλάχιστον 61 εκατοστών, όπως γράφουν ο Μανιώτης και η Zeliha Demirel-Gökalp στη δημοσίευσή τους. Η Demirel-Gökalp είναι η διευθύντρια των ανασκαφών στο Αμόριο και καθηγήτρια στο τμήμα Ιστορίας της Τέχνης, με εξειδίκευση στη βυζαντινή τέχνη, στο Πανεπιστήμιο Anadolu της Τουρκίας.

Οι διαστάσεις αυτού του ξίφους υποδηλώνουν ότι ένας στρατιώτης του βυζαντινού στρατού μπορεί να το χρησιμοποιούσε ως δευτερεύον, εναλλακτικό ξίφος κατά τη διάρκεια της μάχης, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους.

Τα ξίφη με λαβή δακτυλίου, αν και σπάνια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία,  είναι γνωστά από άλλους πολιτισμούς. Η αρχαιότερη γνωστή δακτυλιοειδής λαβή μπορεί να εντοπιστεί στην Κινεζική Δυναστεία των Χαν (206 π.Χ. έως το 220 μ.Χ.) με την πρακτική αυτή να εξαπλώνεται στους νομάδες Σκύθες και τους Ούννους, δηλώνουν οι ερευνητές. Παρόμοια ξίφη εμφανίζονται επίσης σε άλλους πολιτισμούς, συμπεριλαμβανομένων των Σαρματών, που ζούσαν στην Κεντρική Ασία, και των Ρωμαίων, που μπορεί να υιοθέτησαν την πρακτική αυτή από τους μισθοφόρους Σαρμάτες.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τα ξίφη που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι τώρα, το ξίφος που βρέθηκε στην εκκλησία έχει μια δομή που μοιάζει με σταυρό - ένα κομμάτι μετάλλου που βρίσκεται κάθετα στη λεπίδα στο τέλος της λαβής. Οι "σταυροφύλακες" χρησιμοποιούνται συχνά για την αναγνώριση παλαιών σπαθιών, και αυτό μοιάζει με κάτι τέτοιο για τους ερευνητές. Αυτό το χαρακτηριστικό, όπως και άλλα, δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ σε ξίφη με δακτυλιοειδή λαβή στο παρελθόν, «πράγμα που κάνει αυτό το δείγμα ξίφους μοναδικό», έγραψαν οι αρχαιολόγοι στη δημοσίευσή τους.

Τα ξίφη είναι τόσο ασυνήθιστα, που οι αρχαιολόγοι πρότειναν να δώσουν στο σχέδιο τους ένα νέο όνομα: υβριδικά βυζαντινά δακτυλιοειδή ξίφη. Δεδομένου ότι βρέθηκαν το ένα κοντά στο άλλο στο Αμόριο ίσως «υπήρχε ένα συγκεκριμένο οπλοστάσιο στην πόλη που κατασκεύαζε αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο σπαθιών», προτείνουν οι αρχαιολόγοι στη μελέτη τους. «Ή, ίσως είναι απλώς σύμπτωση».

Οι ανασκαφές στο Αμόριο υποστηρίζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, την Τουρκική Ιστορική Εταιρεία και το Πανεπιστήμιο Anadolu. Η μελέτη δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 στο Journal of Art History.

Διαβάστε εδώ τη σχετική επιστημονική δημοσίευση.


Πηγή: L. Geggel, Live Science




Δεν υπάρχουν σχόλια