Τέσσερις ναοί, στοές και μια κρύπτη για μυστηριακές τελετές συγκροτούν το μεγαλύτερο μακεδονικό ιερό για τη λατρεία Αιγύπτιων θεών στον ελλα...
Τέσσερις ναοί, στοές και μια κρύπτη για μυστηριακές τελετές συγκροτούν το μεγαλύτερο μακεδονικό ιερό για τη λατρεία Αιγύπτιων θεών στον ελλαδικό χώρο.
Το ονόμασαν Σαραπιείο, από τα αγάλματα του Αιγύπτιου θεού Σάραπι που βρέθηκαν εντός του, στην πραγματικότητα όμως τα αγάλματα των θεών του Ολύμπου είναι πολλά περισσότερα. Το όνομα έδωσε το 1921 ο αρχαιολόγος-ανασκαφέας του, Ευστράτιος Πελεκίδης, καθώς έτσι αναφέρονταν σε μια επιγραφή που βρέθηκε εκείνη τη χρονιά.
Αυτός ο λατρευτικός χώρος με τους τέσσερις ναούς και τα άλλα κτήρια διαφόρων χρήσεων, αποτελεί το μεγαλύτερο μακεδονικό κέντρο λατρείας των Αιγύπτιων θεών και ταυτόχρονα ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα στον χώρο του Αιγαίου, δεύτερο σε σημασία μετά το αντίστοιχο ιερό της Δήλου.
Και σε αντίθεση με τη σχετικά περιορισμένη χρονική διάρκεια του αιγυπτιακού ιερού της Δήλου, η λατρεία των Αιγύπτιων θεών στη Θεσσαλονίκη διήρκησε πάνω από 600 χρόνια, αφού το Σαραπιείο ιδρύθηκε πιθανόν στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα -σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης- και ήταν σε χρήση μέχρι και τον 4ο αιώνα μ.Χ., όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι επιγραφές και τα υπόλοιπα ευρήματα.
Τα ακριβή όρια του Σαραπιείου δεν είναι γνωστά, όμως από τις ανασκαφικές ενδείξεις φαίνεται ότι καταλάμβανε μεγάλη έκταση, μεταξύ των σημερινών οδών Καραολή και Δημητρίου (πρώην Διοικητηρίου), Ελένης Σβορώνου, Σελευκιδών και Πτολεμαίων.
Αυτό όμως δεν είναι το μοναδικό μυστήριο που καλύπτει τον ιδιαίτερο και σπάνιο αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος βρίσκεται κατά ένα μέρος καταχωμένος στα έγκατα της καρδιάς του κέντρου της πόλης, κάτω από το οδόστρωμα της Καρολή και Δημητρίου.
Κάτω από έναν ναό ρωμαϊκών χρόνων που εντοπίστηκε στις ανασκαφές του 1939 σε οικόπεδο της ίδιας οδού, βρέθηκε σφραγισμένη από την αρχαιότητα μια υπόγεια κρύπτη, στην οποία οδηγούσε σήραγγα μήκους 10 μέτρων. Εντός της κρύπτης αυτής βρέθηκε σε μία κόγχη μια μικρή ερμαϊκή στήλη.
Ο ανασκαφέας Χαράλαμπος Μακαρόνας έγραψε για το «απροσδόκητο και μυστηριωδώς υποβλητικό περιβάλλον. Η ζωηρά συγκίνησις από το ξαφνικό αντίκρισμα της αγαθής μορφής του Θεού, η οποία σχεδόν εζωντάνευε από το σαλεύον φως του ηλεκτρικού φανού, θα μείνει ασφαλώς αλησμόνητος». Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τον υπόγειο χώρο ως «κρύπτη», που χρησιμοποιείτο για μυστηριακές, θρησκευτικές τελετές.
Είναι γνωστό από τις πηγές ότι οι μυστηριακές λατρείες προέρχονται από την Αίγυπτο και βασίζονται στις μυθικές τελετουργίες της Ίσιδας, που βρίσκεται στην κορυφή του αιγυπτιακού πάνθεου, με έντονη παρουσία σε όλον τον μεσογειακό χώρο. Ήταν θεά της φύσης και της βλάστησης, γι΄αυτό την ταύτιζαν με τη Δήμητρα. Αλλά και του Κάτω Κόσμου -ταυτίζονταν και με την Περσεφόνη-, αφού αναζητούσε την ανάσταση του αγαπημένου της συζύγου Όσιρι κι ο Πλούταρχος αναφέρει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε σε αυτή την αναζήτηση.
Η Ίσιδα εμφανίζεται συνήθως φορώντας χιτώνα και ιμάτιο με κρόσσια δεμένο στο στήθος και στο κεφάλι φέρει συχνά ένα στέμμα στη μορφή ηλιακού δίσκου με δύο φτερά, ενώ στο δεξί της χέρι κρατά σείστρο, ένα είδος μουσικού οργάνου που με τον ήχο του ρύθμιζε την άμπωτη και την παλίρροια του Νείλου και στο αριστερό ένα αγγείο σε σχήμα γυναικείου μαστού, το οποίο περιείχε ιερό νερό του Νείλου.
Επιγραφές που βρέθηκαν στο Σαραπιείο επιβεβαιώνουν τον μυστηριακό χαρακτήρα του ιερού, άλλωστε μυστηριακές λατρείες υπήρχαν και προς τιμήν των ελληνικών θεοτήτων, όπως τα ελευσίνια και τα ορφικά μυστήρια. Στη λατρεία της Ίσιδας προσέφευγαν άνθρωποι που είχαν δυσκολίες και επιζητούσαν λύση στα προβλήματά τους ή άλλοι που επεδίωκαν τη μετά θάνατον ζωή.
Ο Σάραπις ήταν προσιτός και ανθρώπινος, είχε το ρόλο του μάντη και θεραπευτή και το όνομά του αναφέρεται σε 16 αναθηματικές επιγραφές -ενώ της Ίσιδας σε πάνω από 30-, συνοδευόμενος πάντα από άλλες θεότητες.
Επιπλέον ο Σάραπις ήταν προστάτης της Αλεξάνδρειας και της πτολεμαϊκής δυναστείας και σημαντικός εκφραστής της βασιλικής εξουσίας, μαζί με την Ίσιδα.
Το ιερό ζευγάρι Σάραπις-Ίσιδα συγκινούσε την κοινωνία της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, που αποζητούσε την ελπίδα για να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου, γι΄αυτό και το Σαραπιείο της Θεσσαλονίκης γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας και επεκτείνονταν όλο και περισσότερο.
Είναι πολύ πιθανόν στο ιερό να υπήρχε και ονειροκρίτης, ένας ιερέας δηλαδή που ερμήνευε τα όνειρα στα οποία εμφανίζονταν η Ίσις και ο Σάραπις.
Από τις επιγραφές προκύπτει πως στο ιερό λατρεύονταν η Ίσιδα, ο Σάραπις, ο Όσιρις, ο Αρποκράτης, ο Άνουβις, αλλά και θεοί των Ελλήνων, όπως η Αφροδίτη.
Αγάλματα, αναθηματικά ανάγλυφα και πάνω από 70 επιγραφές, κυρίως στην ελληνική γλώσσα που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές από το 1921 ως το 1960, τεκμηριώνουν την εξελληνισμένη εκδοχή της λατρείας των Αιγύπτιων θεών, αλλά και την ύπαρξη συλλόγων λατρείας που συγκεντρώνονταν στο ιερό και πραγματοποιούσαν συνάξεις.
Οι ανασκαφές σταμάτησαν γιατί δεν βρέθηκε διαθέσιμο... κάρο
Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν το 1921, όταν μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο Εμπράρ για την αναμόρφωση και τον επανασχεδιασμό του κέντρου της Θεσσαλονίκης.
Τότε ήταν που βρέθηκε, κατά τη διάνοιξη της «Διαγωνίου Βαρδαρίου» (σήμερα Καραολή και Δημητρίου), ένας μικρός ναός διαστάσεων 11x8 μέτρων από τον Ευσ. Πελεκίδη εντός του οποίου εντοπίστηκε ένα άγαλμα της Αφροδίτης σε φυσικό μέγεθος, καθώς και ένα της Άρτεμης, μικρότερα της Αθηνάς και του Δία με αετό, όπως και μια ανδρική κεφαλή αγάλματος. Αυτά τα πρώτα ευρήματα, μαζί και οι επιγραφές έκαναν τον Πελεκίδη να αντιληφθεί πως εκεί υπήρχε κάτι πολύ σπουδαίο και σίγουρα αρκετά μεγαλύτερο. Μια μικρή αιγυπτιακή σφίγγα από μαύρο βασάλτη και 25 επιγραφές με αναφορές στους Αιγύπτιους θεούς Σάραπι, Ίσιδα, Αρποκράτη, αλλά και στον Διόνυσο, ώθησαν τον ανασκαφέα στο να ταυτίσει το ιερό ως τμήμα του Σαραπιείου.
Ο Πελεκίδης έστειλε έγγραφο στον Δήμο για να ζητήσει βοήθεια σε τεχνικά μέσα και η απάντηση που πήρε έλεγε πως ο Δήμος «δυστυχώς δεν δύναται να διαθέσει το αιτούμενον κάρον προς μεταφορά χωμάτων και λίθων». Παρά τις δυσκολίες οι ανασκαφές συνεχίστηκαν ως το 1925 και έφεραν στο φως και άλλα αγάλματα, επιγραφές και οικοδομικά κατάλοιπα.
Τα ευρήματα σήκωσαν στο πόδι τη Θεσσαλονίκη και μέσω του τύπου της εποχής γράφτηκαν άρθρα που ζητούσαν την ανάδειξη του ναού, με αναστήλωση των κιόνων και του επιστύλιου και τη δημιουργία μιας πλατείας στο σημείο, αντί για τη διάνοιξη δρόμου.
Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τις αντιδράσεις, ο Οργανισμός Σχεδίου Πόλεως προέκρινε «τη διατήρηση του ναού εν υπογείω», καλύπτοντας τα ευρήματα με ένα σιδηροπαγές κέλυφος-το οποίο ωστόσο το 1937 στη διάρκεια νέων εργασιών οδοποιίας διαπιστώθηκε ότι ήταν μια κακή λύση από στατικής άποψης και ξηλώθηκε, ενώ ο ναός καταχώθηκε.
Σχεδόν 20 χρόνια μετά, το 1939 οι ανασκαφές σε οικόπεδο της Καραολή και Δημητρίου από τους Χ. Μακαρόνα και Ευσ. Πελεκίδη αποκάλυψαν και νέα ευρήματα, συμπληρώνοντας έτσι την εικόνα του μεγάλου τεμένους. Ναός ρωμαϊκών χρόνων, στοές, επιγραφές και αγάλματα ενίσχυσαν την αρχική θέση ότι το ιερό ήταν μεγάλο σε έκταση και σπουδαίο σε λειτουργία.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, οι άρχοντες της πόλης, μετανάστες ιταλικής καταγωγής, ευκατάστατες δεσποινίδες, εύποροι και λαϊκοί, πιστοί κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και οικονομικής θέσης συμμετείχαν ενεργά σε μια ενιαία λατρεία.
Οι ανασκαφές έπρεπε και αυτή τη φορά να ολοκληρωθούν με συνοπτικές διαδικασίες για την ανέγερση μιας μεγάλης καπναποθήκης. Το κόστος για τις απαλλοτριώσεις ήταν υπέρογκο για τα δεδομένα της εποχής -όπως και νωρίτερα κατά τη δεκαετία του 1920- κι έτσι αφού αφαιρέθηκαν τα κινητά ευρήματα και μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, όλα τα αρχιτακτονικά κατάλοιπα διαλύθηκαν για την οικοδόμηση της καπναποθήκης και με έξοδα του ιδιοκτήτη, υπό την επίβλεψη του Πελεκίδη, κατασκευάστηκε το γύψινο πρόπλασμα του ναού, το οποίο εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Το 1957 κατά τη διάρκεια εργασιών για την ανέγερση πολυκατοικίας σε οικόπεδο της οδού Διοικητηρίου και Ελένης Σβορώνου βρέθηκαν αρχαία γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη και επιγραφές έξι από τις οποίες αναφέρονταν σε Αιγύπτιους θεούς, ενώ μεταξύ των γλυπτών ξεχωρίζει ένα κεφάλι αγάλματος της Ίσιδας.
Σήμερα έναν αιώνα μετά το πρώτο εύρημα, η μελέτη του υλικού οδηγεί με βεβαιότητα στο συμπέρασμα πως το Σαραπιείο ήταν μεγάλο σε διαστάσεις, με πολλά κτίσματα και σπουδαίο για τον ρόλο που είχε.
Το σύνολο των κινητών ευρημάτων φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και τα σπουδαιότερα εκτίθενται σε αυτό, δίνοντας μια αντιπροσωπευτική εικόνα για τη σημαντική θέση που κατείχε η λατρεία των Αιγύπτιων θεών στη Θεσσαλονίκη.
Η λατρεία των Αιγύπτιων θεών στην αρχαία Ελλάδα
Οι πρώτες ενδείξεις πως οι Έλληνες γνώριζαν του Αιγύπτιους θεούς χρονολογούνται ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα όταν εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και ήρθαν σε επαφή με τον πολιτισμό και τις λατρείες της.
Ο πρώτος Αιγύπτιος θεός που λάτρεψαν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ο Άμμωνας Δίας -ιερό του οποίου έχει ανασκαφεί στην Άφυτο Χαλκιδικής- και στις πηγές αναφέρεται το μαντείο του θεού στην όαση της Σίβα.
Ωστόσο η λατρεία των αιγυπτιακών θεοτήτων κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής. Τον 3ο π.Χ. αιώνα επί Πτολεμαίου Β΄Φιλάδελφου έγινε επίσημη κρατική λατρεία στην Αττική, ενώ μια από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες εκτός Αιγύπτου αφορά στο αίτημα για ίδρυση ιερού της Ίσιδας στο λιμάνι του Πειραιά, κάποια χρόνια πριν από το 330 π.Χ.
Στις πόλεις που είχαν λιμάνια και ανθούσαν οι εμπορικές συναλλαγές με την Αίγυπτο στήθηκαν ιερά και ναοί προς τιμήν Αιγύπτιων θεοτήτων σε ορισμένες περιπτώσεις με ιερείς που κατάγονταν από την άλλη πλευρά της Μεσογείου.
Το ιερό της Θεσσαλονίκης έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση της λατρείας των αιγύπτιων θεών στη Μακεδονία, αλλά και ακόμη πιο πέρα, όπως μαρτυρεί μια επιγραφή που αναφέρεται στη μεταφορά της λατρείας του Σάραπι και της Ίσιδας στον Οπούντα Λοκρίδας. Άλλα ιερά Αιγύπτιων θεών έχουν ανασκαφεί στο Δίον Πιερίας, καθώς και στους Φιλίππους Καβάλας.
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Αρχείο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria
Δεν υπάρχουν σχόλια