Κορυφαία επιστήμονας και δασκάλα, δεξί χέρι του Μανώλη Ανδρόνικου, μια μεγάλη κυρία της Ελληνικής Αρχαιολογίας που ποτέ δεν κυνήγησε τη δημο...
Κορυφαία επιστήμονας και δασκάλα, δεξί χέρι του Μανώλη Ανδρόνικου, μια μεγάλη κυρία της Ελληνικής Αρχαιολογίας που ποτέ δεν κυνήγησε τη δημοσιότητα, ποτέ δεν επεδίωξε την προβολή, μιλά για τη ζωή της και εξηγεί πώς και η ίδια ανήκει στην περίφημη γενιά της σιωπής.
-Εγώ είμαι Σαλονικιά, από μάνα Εβραία Σαλονικιά, το υπογραμμίζω αυτό, και πατέρα Καβαλιώτη, μουσικός. Γεννήθηκα στο Ρωσικό νοσοκομείο, μετά με πήγαν οι γονείς μου σε ένα παλιό σπίτι, Ιταλίας λεγόταν ο δρόμος και μετά άρχισαν να τριγυρίζουν από δωμάτιο σε δωμάτιο, από σπίτι σε σπίτι για χρόνια.
–Γύρισε απ’ τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως μόνο ο αδερφός της μητέρας, η μητέρα ήταν η μόνη που έμεινε πίσω, ο θείος όταν γύρισε ανέλαβε να τους βοηθήσει η κοινότητα. Κατόπιν ο θειός μου έφυγε στην Αμερική ο μόνος που διασώθηκε από 30 συγγενείς μας.
–Οι γονείς μου τριγύρισαν σε διάφορα δωμάτια, Αγία τριάδα και τριγύρω. Σχολείο πήγα στην Παπαναστασίου απέναντι από τον Ευκλείδη. Τα μισά παιδιά ερχόντουσαν στο μάθημα χωρίς παπούτσια. Και κανένας μας δεν μιλούσε. Υπόβοσκε πάντα. Ή θα ήτανε άτακτα αγόρια που παίζουν στο δρόμο ή εμείς τα κορίτσια ήμασταν…
-Εγώ τουλάχιστον ανήκω στα στη γενιά της σιωπής. Δεν λες ότι η μάνα σου είναι η εβραία. Δεν λες ότι ο πατέρας σου είναι αριστερός, δεν λες τίποτα και το ξέρεις από παιδί 8 χρονών.
-Τη μάνα μου την έκρυψε ο πατέρας μου γιατί υπήρχε ειδύλλιο πριν απ’ τον πόλεμο, έκαναν παρέα όλοι αυτοί. Οι θείοι μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου, ανεξαρτήτως θρησκειών, ήταν όλοι τους ανεξίθρησκοι. Και κάναν παρέα και εγένετο ειδύλλιο.
–Ο πατέρας μου εκλήθη στην Αλβανία. Κι όταν επέστρεψε, αποφάσισε, με τις ευλογίες και της γιαγιάς μου που έχω το όνομά της, Εστρέλα, να τα φτιάξουν να ζήσουν μαζί. Έκρυψε τη μαμά μου εκεί στα ερείπια του Γαλερίου, σε ένα χαμόσπιτο. Όλη η γειτονιά το ήξερε. Κανένας δεν είπε τίποτα και έτσι σώθηκε η μάνα μου. Η υπόλοιπη οικογένεια κάπου 30 άτομα χάθηκαν και γύρισε μόνο ο ο θείος μου. Ο οποίος είδε την κατάσταση στο 47 και έφυγε. Εγώ είμαι ενός έτους μωρό. Η οικογένεια της άλλης της γιαγιάς της Μαρίας Καβαλιώτισσας είχαν να κάνουν με τα καπνά, καπνεργάτες. Μεγάλωσαν και τα άλλα παιδιά της γιαγιάς της Μαρίας οπότε ο πατέρας μου μόλις ελευθερωθήκαμε πήρε τη μάνα και παντρεύτηκαν, άλλαξε και θρήσκευμα. Κι άρχισε ένας αγώνας επιβίωσης μέχρι που πήγαμε εμείς σχολείο.
-Δε με ρώτησαν ποτέ για αυτή την ιστορία, όταν σας λέω είμαι της σιωπής… Όλη η Θεσσαλονίκη ήταν στη σιωπή.
-Εγώ δεν αναπαράγω τη σύγχρονη μυθιστορία που έχει γίνει πολύ της μόδας. Εγώ σας λέω πράγματα που είναι στο υπόστρωμα. Ακόμα κι αυτά που γράφονται τώρα για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, τα ιστορικά θεωρητικά, είναι μια φλούδα, δεν πάμε πιο πέρα. Κάποιοι ιστορικοί δεν είναι οκνηροί. Όταν βρίσκουν έτοιμες απόψεις, έτοιμα πράγματα- το ίδιο κάνουν και με τον Αλέξανδρο, τον Ναπολέοντα- όταν βρούμε έτοιμα πράγματα, μας βολεύει και κάνουμε ότι κάνουμε. Δεν είναι έτσι.
-Το μόνο που θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια ότι διάβαζα πολύ. Ο Χατζής έχει ένα μυθιστόρημα για την εβραϊκή κοινότητα στα Γιάννενα κι εκεί οι αντιθέσεις και οι δυσκολίες είναι ταξικές, όχι θρησκευτικές. Το ίδιο κι εδώ. Της γιαγιάς μου η οικογένεια ήταν γραμματιζούμενη, πολιτικοποιημένη και η ανάγκη της οικογένειας την έφερε να παντρευτεί τον παππού μου που, απ’ ότι έλεγε η μάνα μου, γιατί δεν τους γνώρισα, ήτανε λίγο α λα τούρκα, κάποτε είχε λεφτά, είχανε σιδεράδικο, και μετά χαθήκαν τα λεφτά, σκόρπισαν τα αδέρφια, παντρεύτηκαν οι αδερφές με πιο πλούσιους και η γιαγιά παντρεύτηκε τον παππού, τον Δαυίδ, για να συντηρήσει τα μικρότερά της αδέρφια γιατί είχε πεθάνει και η μάνα της. Κι αυτά όλα τα αδέρφια ήταν στο Κόμμα. Ο πρώτος από την οικογένεια που απ’ ότι κατάλαβα από τις κουβέντες της μάνας μου, ήταν πια ο άγιος της οικογένειας ήταν ο Σαμουέλ, ο οποίος τουφεκίστηκε πάνω ως αριστερός μες στο ’43, αναφέρεται στις λίστες: για αντίποινα οι Γερμανοί σκότωσαν 14-15 Έλληνες και μεταξύ αυτών ήταν κι αυτός. Κι έλεγε πάντα πως εκείνος ο νέος ο άνθρωπος φρόντιζε για την γειτονιά, έκανε το ιδεολογικό του καθήκον. Αυτός ο άνθρωπος προδόθηκε, τον πιάσαν και στα αντίποινα τον σκότωσαν.
-Από εκεί και πέρα ήταν και η γιαγιά τα παιδιά της τα μεγάλωσε ανεξίθρησκα, με πολλή αγάπη για τη Θεσσαλονίκη- ήταν η πατρίδα τους. Ο πατέρας μου, από τα καπνεργοστάσια της Καβάλας είχε πάρει κατάλληλη μόρφωση και είχαν πάντα μια κουβέντα. Υπήρχε δηλαδή μια πολιτική συνείδηση με την ευρύτερη έννοια. Δεν ήταν δηλαδή επάγγελμα. Αγαπούσαν πολύ και όλοι μπλέξαν με τη μουσική κ ι όταν ήρθαν παιδιά από μια ομηρία στη Βουλγαρία, η γιαγιά και τα παιδιά της, τα μεν κορίτσια άρχισαν να δουλεύουν εργάτριες εδώ κι εκεί, ο δε πατέρας σιγά σιγά με την κιθάρα, με το τραγούδι, μετά με την περίφημη ορχήστρα Πάρμεν. Ο πατέρας είχε μια συγκεκριμένη δουλειά, μετά εγκατέλειψε τα εργοστάσια και αφιερώθηκε στη μουσική.
«Ήθελα να δω πώς γεννιέται ο φασισμός σε μία κοινωνία»
-Η ορχήστρα Πάρμεν ήταν η ορχήστρα που μαζί με την ορχήστρα Σπάθη, οι δυο μεγάλες ορχήστρες της Θεσσαλονίκης. Λουξεμβούργο, Μεντιτερανέ, μυθικά κέντρα, όλη η μεταπολεμική αστική τάξη που ανέβαινε, με πολύ πλούτο είχε όλα αυτά τα πράγματα, τις εξόδους και οι δυο ορχήστρες είχαν αυτή την εξέλιξη.
-Στα κέντρα που έπαιζε δεν πηγαίναμε, όταν γίναμε 8 χρονών μας το έκοψε ο πατέρας, αλλά ακούγαμε πάρα πολύ μουσική στο σπίτι, μετά ταξιδεύαμε μαζί τους- εγώ την δεύτερη τάξη του δημοτικού την έκανα στην Κύπρο με μετάλαβε ο Μακάριος, ήταν μια ακόμη Αγγλοκρατία. Από εκεί και πέρα αποκτήσαμε κι ένα είδος «κοσμοπολίτικου». Είχαμε τους καλλιτέχνες με τις απορίες τους, με τα σκέρτσα τους, αλλά ήταν ανοιχτό περιβάλλον, ήταν πολύ ωραίο. Γυρίσαμε, πάλι ο αγώνας για την επιβίωση. Ο πατέρας σιγά σιγά δυσκολευόταν γιατί στη δεκαετία πια του 60 αυτή η αστική τάξη δεν ήταν πια έτσι. Το ρεμπέτικο βγαίνει στην επιφάνεια και θυμάμαι ότι ο πατέρας ήταν αντίθετος σε όλη αυτή τη ρεμπέτικη μουσική, αλλά όταν εμφανίστηκε ο Μίκης, ήταν για αυτόν η μουσική που μπορούσε να υπηρετήσει. Το ’67 ήρθε η δικτατορία, τα ανέτρεψε όλα κι από εκεί και πέρα υποστήκαμε όλοι τις συνέπειες.
-Ξεκίνησα το πανεπιστήμιο με τον Επιτάφιο του Ρίτσου, πρώτο μάθημα, και λέω «να ο λόγος, αυτό είναι λόγος». Και τελείωσα το ’69-’70 ακούγοντας τον Μάνεση- απ’ τα τελευταία τους μαθήματα- τον Μαρωνίτη, είχαμε πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Λίνος Πολίτης, Μπακαλάκης, Ανδρόνικος, Σακελλαρίου τον ιστορικό. Ποιον να θυμηθώ, Καραγιαννόπουλος… Στη Χούντα αυτοί είχαν απομονωθεί, ο Μάνεσης είχε φύγει, ο Ανδρόνικος ήταν μια σιωπηλή φυσιογνωμία, ο Κακριδής μας εξήγησε που δε φοράει γραβάτα και ότι δεν έχει πια νόημα, ο Ανδρόνικος όταν ήταν στην ανασκαφή άνθισε και μπορούσες να εισπράξεις ότι μπορείς να φανταστείς, από στίχους του Ερωτόκριτου, από την ανατολίτικη κουλτούρα του, μέχρι συμπεριφορές καθόλου ακαδημαϊκές, έπρεπε να παίξει τάβλι το απόγευμα για να ξυπνήσει. Αυτό ήταν πολύ σπουδαίο.
-Στο σχολείο, που επίσης είχαν περάσει, μικρασιάτες απ’ την Προύσα, καταλάβαινες ότι περνούσε μέσα από το λόγο τους, ήταν η κόρη του Κακριδή καθηγήτριά μας, ήταν η Αγάθωνος, η μάνα του Κυρμπανίδη. Καταλάβαινες ότι το να μάθεις γράμματα είναι ένα δικαίωμα αλλά ένα δικαίωμα που το πολεμάς, βασανίζεσαι για να το αποκτήσεις. Δεν ήταν πείσμα.
-Μετά, μες στη Χούντα, όλοι πήραμε τη μερίδα μας της τρομοκρατίας και τους φόβου. Εγώ όταν τελείωσα δούλεψα από δω κι από κει, λίγο στο Πανεπιστήμιο και να πληρωθώ δε μπορούσα, γιατί είχα ήδη το ιστορικό μου στην αστυνομία. Υπήρξε ό,τι υπήρξε και μετά, λίγο καιρό έκανα βοηθός του Μπακαλάκη, μέχρι να πάρει τη σύνταξή του, και μετά μου είπε ο Μπακαλάκης «δεν πας στην Θράκη»; Ήταν ο καημός του. Όλα τα χρόνια τα φοιτητικά είμαι Βεργίνα και ξέρω ανθρώπους από την κοιλιά της μάνας τους.
-Εκεί απέκτησα χωριό. Εγώ αστή, προλετάρια όπως θέλετε πείτε το, εξ αστών, απέκτησα χωριό. Και ο καημός του Μπακαλάκη ήταν η Θράκη. Στα προπολεμικά χρόνια ο Μπακαλάκης είχε διοριστεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία κι έφτιαξε το μουσείο της Καβάλας και το μουσείο της Θάσου. Κι από εκεί και πέρα, περπάτησε την Θράκη κι έκανε κι ανασκαφές στην Στρύμη, στο Πόρτο Λάγος, ίσως τον τραβούσε η πατρίδα του, κατάγονταν έξω από την Κωνσταντινούπολη, την παλιά Χηλή. Κι επίσης, ο ίδιος αισθανόταν Ίωνας, επειδή ήταν από εκεί. Κι ο Ανδρόνικος ήταν, Προυσιώτης ήταν απ΄τη μάνα του. Ύστερα, είδε τις δυσκολίες και μου λέει «δε φεύγεις για τη Γερμανία»; Γιατί, πρώτα απ’ όλα είχα μια υποτροφία, δεύτερον, η γερμανική βιβλιογραφία ήταν η κυρίαρχη στην αρχαιολογία.
-Υπήρχε ένα αγκάθι βέβαια, η καταγωγή, το οποίο συζήτησα με τη μάνα μου και μου είπε «θα κάνεις το καλύτερο για σένα, μόνο μη ξεχνάς». Αν και υπέφερε πάρα πολύ από την ιδέα ότι δεν πήγε μαζί με τους γονείς της, πέθανε το 2004 και ξαναμίλησε σπανιόλικα. Κατάφερε αυτή η γυναίκα και ισορρόπησε, χάρη στον πατέρα μου, πάρα πολλά πράγματα. Μας έκανε περήφανους.
-Εγώ δεν καταδέχτηκα στην Γερμανία να πω σε κανέναν τίποτα, απλώς άρχισα να διαβάζω για τον γερμανικό Μεσοπόλεμο. Ήθελα να μάθω πως δημιουργείται ο φασισμός σε μια κοινωνία. Και, έμαθα πάρα πολλά και προσπάθησα να είμαι δίκαιη. Εκεί, ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη με ένα πανεπιστήμιο καταπληκτικό, είναι σπουδαίο για την ιατρική. Την πρώτη μέρα που πήγα στο Ινστιτούτο μου είπαν «γιατί μιλάς έτσι σιγά»; Λέω, δεν ξέρετε; Με κοίταξαν περίεργα.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Ελλάδα όσο ήταν η Χούντα»
-Μέσα σε λίγες μέρες αποφάσισα πώς δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Ελλάδα όσο ήταν η Χούντα. Σε πολύ λίγες μέρες πήγα σε μια συγκέντρωση Ελλήνων. Κι όταν είδα τις όψεις και τις συμπεριφορές λέω, ως εδώ ήταν. Δεν υπάρχει περίπτωση να συνεννοηθούμε. Ήταν εντεταλμένοι πράκτορες κλπ. Οι εργάτες ήταν πολύ κλεισμένοι στον εαυτό τους. Στον κύκλο που μπήκα εγώ, τον ακαδημαϊκό, δεν είχαν καμία θέση. Τους ανακάλυψα όταν άρχισα να ψωνίζω, στο σουπερμάρκετ. Γιατί, δεν είναι όπως τώρα που πάνε μορφωμένοι Έλληνες εκεί. Ήταν στα πιο φθηνά, στον σιδηροδρομικό σταθμό και είχαν συνείδηση της διάκρισης που υπήρχε στην γερμανική κοινωνία που ήταν έντονη. Μια φορά πήγα στο σουπερμάρκετ και περίμενα στη σειρά, ξέρετε όλα αυτά τα μαγαζιά είναι σιωπηλά, παίρνεις τα πράγματα αν έχεις λεφτά, τα πληρώνεις, φεύγεις… Αλλά, φαινόμουν ότι δεν ήμουν Γερμανίδα, με παραμέριζε η ταμίας. Αγανάκτησε μια Γερμανίδα και της είπε «μα, για όνομα του θεού, γιατί δεν εξυπηρετείτε πρώτα την κυρία»; Και της έκανε παρατήρηση.
-Από εκεί και πέρα, μετά όταν πήγα Βερολίνο, είδα διάφορα πράγματα, απλώς ήμουν λίγο προστατευμένη από τους Γερμανούς συναδέλφους οι οποίοι αγαπούσαν την Ελλάδα και ερχόμουν από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Οι συνάδελφοι εκεί, που ήταν μια καθηγήτρια εξαιρετική, μεγάλο όνομα στη δουλειά μας, μόλις της είπα ότι είμαι από Μπακαλάκη, Ανδρόνικο, Αριστοτέλειο, τελείωσε. Ήταν χρυσή κάρτα. Όταν πήγα στον φιλόλογο για να κάνω και φιλολογία, μου έδωσε για να κάνω τη διατριβή μου ένα δευτερεύον μάθημα. Εντάξει, το έκανα, κάναμε και μια συμφωνία, του λέω, εγώ αρχαία κείμενα δε διαβάζω με ερασμιακή, θα διαβάζω όπως τα έχω μάθει. Την πήρε την εκδίκησή του στις εξετάσεις. Μου λέει «εσείς, που είστε μαθήτρια του Κακριδή, αφήστε το θέμα που έχετε, ελάτε να μιλήσουμε τώρα για το ομηρικά. Νόμιζε ότι θα με έπιανε. Και πήγε πάρα πολύ καλά. Η δε καθηγήτριά μου, μόλις με εξέτασε, με εξέτασε όχι στο θέμα μου. «Α, λέει, Θεσσαλονίκη. Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη». Και ήξερε ότι εμείς μάλλον κάναμε κεραμική. Μου φέρνει έναν δίσκο με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, θραύσματα. Θέλω να πω ότι ήμουν προστατευμένη.
-Είχα ένα ατύχημα στη Γερμανία. Με χτύπησε ένα αυτοκίνητο μες στην αγορά της πόλης που ζούσα. Έμεινα αρκετή ώρα, έχασα αίμα, με πήγαν στο νοσοκομείο. Χωρίς χαρτιά, είχα βγει να αγοράσω κάτι και να γυρίσω στο Ινστιτούτο να δουλέψω. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε μες στο νοσοκομείο για μένα, γιατί δεν είχα χαρτιά. Σου λέει, μια ξένη, με πέταξαν έτσι. Την Δευτέρα, που είδαν ότι στο Ινστιτούτο όλα μου τα πράγματα ήταν πάνω στο γραφείο, ξαμολήθηκαν όλοι να δουν τι γίνεται. Συνάδελφοι κι από το γραφείο της καθηγήτριάς μου. Με το που μάθανε ότι είμαι υπότροφος του Γερμανικού κράτους, μα ήρθε ο ένας, μα ήρθε η αστυνομία να ρωτήσει. Θέλω να πω, πολλές φορές το έζησα αυτό, κι αυτό ήταν ένα είδος προστασίας. Αλλά δεν ήθελα να δικαιολογηθούν.
-Μετά, είχα φοιτητές Γερμανούς εδώ, και κάναμε μια κουβέντα. Όπα, του λέω, δε θα μου πεις ότι αισθάνεσαι, θέλω να μου πεις τις απόψεις σου καθαρές. Είχα συζητήσει μόνο, όταν πήρα μια άλλη υποτροφία το ’80, πήρα τη Χουμπουλντ, που είναι πολύ μεγάλη υποτροφία. Εκεί ήμουν πια τελειωμένη, μπορούσα πήγαινα σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, έκανα μια κουβέντα με έναν παράγοντα της υποτροφίας. Δάσκαλος. Και κάναμε μια μεγάλη κουβέντα. Μου λέει έχεις δίκαιο. Εμείς φτάνουμε στα σχολεία μας μέχρι τη Δημοκρατία πριν την άνοδο του Χίτλερ. Εκεί σταματάει η εκπαίδευσή μας.
-Παρατηρούσα σε αυτή τη μικρή πόλη, όταν ανέβαινα στο λεωφορείο, πιο πολλές γυναίκες, εκεί στα 60, λίγοι άνδρες. Μπορεί να είναι τα αντανακλαστικά του λαού. Αλλά εγώ νομίζω ότι από αυτό το σημείο και μετά υπήρχε ένας προγραμματισμός ιατρικός. Δηλαδή, να ξεπεράσουμε αυτή την ψυχολογική κατάσταση του λαού, εκεί τρέχουν οι θεσμοί. Ας πούμε, όταν πήρα εγώ το ’80την υποτροφία, κάναμε ένα τουρ σε όλη την Γερμανία. Πήγαμε σε όλα τα εργοστάσια τα μεγάλα, τη μεγάλη τη μετα- βιομηχανία στα σύνορα. Ακούσαμε πολλά για την ιστορία, πήγαμε σε μεγάλες βιομηχανίες στο λιμάνι του Αμβούργου, πήγαμε στη βιομηχανία της Volkswagen, στο μουσείο της. Όλη αυτή η υποδομή έδειχνε μια ανάπτυξη τρομερή. Γι’ αυτό αφήσανε έναν Βιλι Μπράντ, σε εκείνη τη δεκαετία, να ανθίσει. Αν ήταν τώρα ένας άνθρωπος σαν τον Βιλι Μπράντ, θα κάνανε ότι κάνανε οι Σουηδοί που σκοτώσαν τον Πάλμε. Γιατί τώρα η παλάντζα είναι πάρα πολύ οικονομική. Έπρεπε να συγκρατηθούν πάρα πολλά πράγματα τότε.
-Εγώ, είμαι ένα στοιχείο μικρό, ένας κόκκος άμμου, που εισπράττει τις δεκαετίες του 20ου αιώνα που εισπράττει το παρελθόν αυτής της χώρας εδώ, και εισπράττει το παρόν αυτού τότε του παρελθόντος. Και πως μεταλλάσσεται. Όλο αυτό για μένα είναι πάρα πολύ ζωντανό και ζωηρό. Και ξαφνικά, βρίσκομαι στη Βεργίνα.
«Γιατί δεν έμεινα ποτέ έξω»
-Δε σκέφτηκα ποτέ να μείνω έξω. Πρώτα πρώτα, για μένα η γλώσσα και ο λόγος είναι πάρα πολύ μεγάλο πράγμα. Στο τέλος, μιλούσα πάρα πολύ καλά γερμανικά αλλά εμένα, η γλώσσα μου ήταν άλλο πράγμα. Δεύτερον, είχαμε μάθει απ΄τους γονείς μου να αγαπάω τη Θεσσαλονίκη. Για μένα η Θεσσαλονίκη ήταν σημείο αναφοράς. Αλλά και η ίδια η καθηγήτριά μου, μου είχε πει, δηλαδή δεν έβλεπε ότι θα μείνω. Μου λέει «να γυρίσεις στην πατρίδα σου». Μου είχαν δώσει μια θέση στο Μόναχο. Γιατί τους άρεσε η διατριβή μου. Όταν γύρισα εδώ, γύρισα τον Αύγουστο μετά τον Καραμανλή. Να είμαι σίγουρη ότι δε θα με τσιμπήσουν, μισό χρόνο με είχαν από πίσω. Υπήρχε κι ένα πραγματικό τέτοιο στοιχείο, αν συνεχιζόταν η χούντα δεν επρόκειτο, θα είχαμε άλλα ντράβαλα, άλλα ταξίδια. Γύρισα, έπρεπε να δουλέψω. Και βρήκα δουλειά στην Πέλλα με τη συγχωρεμένη την Μαρία την Σιγανίδου και τον Γιάννη τον Τουράτσογλου, και περίπου ένα χρόνο δούλεψα μεροκάματο, ημερομίσθιο στην Πέλλα, στην Βέροια πρώτα, μετά στην Πέλλα και κάποια στιγμή, έτσι όπως έρχονταν τα κονδύλια στην Εφορεία Αρχαιοτήτων, είδα και αποείδα, δεν μπορούσε ο Δρούγος να μου πληρώνει τα ταξιδιωτικά να πάω στη Βέροια και στην Πέλλα, τα μάζεψα και πήγα πίσω στη Γερμανία να δω τι γίνεται.
-Το μουσείο που πήγα να δουλέψω μου είπε, ξέρετε κυρία Δρούγου, διάφορα ευγενικά, ήταν η πολιτική τους, τέτοιες θέσεις ακαδημαϊκές δεν δίνονταν σε ξένους. Ακόμα και μαθητές μου, που πήγαν στη Γερμανία, παντρεύτηκαν Γερμανούς, δεν βρήκαν δουλειές της προκοπής. Τώρα που έχει αλλάξει το οικονομικό καθεστώς, βλέπεις, τους γιατρούς τους παίρνουν στα νοσοκομεία αλλά σε μας πάντα, ήταν πολύ λίγες οι θέσεις, και πολύ περισσότερο έξω από την Ελλάδα που δεν έχει, το πρωτογενές υλικό είναι πολύ λίγο, τα αρχαία.
-Δέχομαι ένα τηλεφώνημα, σε ζητάνε ο Μπακαλάκης, σε ζητάει ο Ανδρόνικος. Επέστρεψα, είχα ακόμη έναν χρόνο για την διατριβή μου την τύπωσε η καθηγήτριά μου η Γερμανίδα, ό,τι χρήματα μάζεψε ως βραβείο για τη διατριβή, τον καλό βαθμό κλπ, τα κανόνισε η ίδια και τυπώθηκε η διατριβή αμέσως. Βλέπεις, οι θεσμοί, έχουν ένα μηχανισμό ο οποίος αποδίδει. Γύρισα τον Μάρτιο του ’76 ορκίστηκα, μαζί με τον συγχωρεμένο τον Τάσο Χρηστίδη που έκανε γλωσσολογία, ένας απ’ τους πιο σπουδαίους, ήμασταν σειρά τότε στο πανεπιστήμιο και, μου λέει ο Ανδρόνικος «μάζεψτα, πάμε Βεργίνα». Να δούμε, ειχε διακοπεί η ανασκαφή το ’70 γιατί οι φοιτητές εκεί τα βράδια ήταν άτακτοι, τραγουδούσαν στη Χούντα Θεοδωράκη. Κι έπρεπε να κλείσει η ανασκαφή.
-Λοιπόν, έκλεισε η ανασκαφή και ο καημός του Ανδρόνικου δεν ήταν μόνο φιλοδοξία. Στο βάθος ο Ανδρόνικος είχε έναν παλιό ρομαντισμό. Ήταν τα φοιτητικά του χρόνια, που πήγε το ’48 με το Ρωμαίο και γνώρισε φοιτητές, ήταν ο Φώτης ο Πέτσας, ήταν η πρώτη γυναίκα του Θεοτοκά. Έκανε παρέα με όλα εκείνα τα παιδιά, που όταν πήγαμε εμείς το ’76 ήταν πια μεγάλοι άνδρες και γυναίκες. Ήθελε να καταφύγει ξανά στη Βεργίνα. Άλλωστε, όταν γύρισε από τη Μέση Ανατολή και διορίστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, για ένα διάστημα έσκαψε στη Βεργίνα το προϊστορικό νεκροταφείο. Είναι ένα νεκροταφείο από τον 10ο μέχρι τον 7ο αιώνα, της εποχής του Σιδήρου που λέμε εμείς, και είχε ήδη κάνει τις πρώτες του σκέψεις. Μου λέει, σήκω να πάμε Βεργίνα.
Η μεγάλη μεταρρύθμιση του ’82 και η ανασκαφή
-Το ’82 έγινε η μεγάλη μεταρρύθμιση όπου καταργήθηκε η έδρα κι έγινε ο τομέας και το τμήμα γίνεται department. Και όλοι εμείς που είχαμε διατριβές κριθήκαμε και γίναμε λέκτορες, επίκουροι και διάφορα τέτοια. Αλλά, εγώ διορίστηκα το ’76 ως επιμελήτρια στην έδρα του Ανδρόνικου. Ξεκινάμε την ανασκαφή με 500 χιλιάδες δραχμές της πρυτανείας. Το Υπουργείο Πολιτισμού, είναι ακόμα Προεδρίας νομίζω. Το Υπουργείο δεν ξέρει που πέφτει η Βεργίνα, Κομοτηνή-Καστοριά, τα μπερδεύουν. Εμείς συνεχίζουμε την παράδοση του πανεπιστημίου, φοιτητές και καθηγητής θα κάνουν το εκπαιδευτικό έργο στη Βεργίνα. Κι επειδή οι ανασκαφές αυτές δεν μπορούσαν να είναι προσωπικές του καθηγητή, για να βγει το ένταλμα πληρωμής, κοβόταν ένα νούμερο από τον τακτικό προϋπολογισμό από την πρυτανεία. Κι επομένως, οι ανασκαφές οι παλιές του Πανεπιστημίου, Βεργίνα και Φίλιπποι, βγαίναν από την Πρυτανεία τα χρήματα. Για να πληρωθούν όλοι αυτοί, να έχουν κωδικό οι εργάτες και οι συνεργάτες, έπρεπε να έχουν έναν κωδικό, κι αυτό μπορούσε να το έχει μόνο η πρυτανεία. Αυτό γινόταν πάντοτε.
-Το ’76 με χρήματα της πρυτανείας, πάμε στη Βεργίνα. Αρχίζουμε μια προσπάθεια με 2-3 εργάτες που βρήκε εκεί ο Ανδρόνικος κι έναν φοιτητή. Τι κάνουμε; Αρχίζουμε να βλέπουμε την Τούμπα. Γιατί ο δάσκαλος του τους έλεγε πάντα για αυτή τη βουβάλα, τη μεγάλη τούμπα και τι θα κάνουμε. Όλη η σκέψη ήταν ότι, κάπου στο κέντρο θα υπάρχει κάποιος τάφος. Όμως, μέσα στον καιρό της δικτατορίας είχε γίνει ένα συνέδριο της Αρχαίας Μακεδονίας και είχε έρθει ο Χάμοντ και του είχε πει του Ανδρόνικου ότι εκεί στη Βεργίνα, που έχεις ένα τόσο παλιό νεκροταφείο της εποχής Σιδήρου, κάτι μου λέει ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Κι ο Χάμοντ, αξιωματικός του αγγλικού στρατού, μυστικός, είχε περπατήσει όλη την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία με τα πόδια. Κι όταν έφτασε στα Παλατίτσια, του είπαν, δε τραβάς εκεί πάνω να δεις τι γίνεται στην Παναγία; Και είδε τα λείψανα αλλά είδε και κάτι άλλο. Ότι, όταν έχει βόρειο άνεμο, τα σύννεφα χτυπάνε πάνω στα Πιέρια και στον Όλυμπο και γυρίζουν. Κι αυτό, ο Θεόφραστος λέει ότι συμβαίνει στις Αιγές. Ο Ανδρόνικος, φοβερή μικρασιάτικη ιδιοσυγκρασία, του είχε κολλήσει, λέει «εγώ το πιστεύω, δεν ξέρω». Το ’76, φαίνεται ότι του είχε κολλήσει αυτή η ιδέα του Χάμοντ. Αρχίζουμε, σκάβουμε με χέρια τα 13 μέτρα που να τα φτάσεις; Εν τω μεταξύ είχαν φυτευτεί πεύκα και είχαν γεμίσει κάμπιες. Και, όλοι εμείς, δηλαδή 3-4 εργάτες, ο φοιτητής μας, εγώ, είχαμε γεμίσει φλύκταινες από τις κάμπιες. Ήμασταν σαν λεπροί. Τέλος πάντων, αρχίζουν βγαίνουν από μέσα μπάζα από την τούμπα. Αρχίζουμε, σκάβουμε από πάνω γιατί πίστευε ότι ο κρατήρας θα μας οδηγούσε κάπου.
-Κάποια Παρασκευή του λέω, κύριε καθηγητά τι γίνεται με αυτές τις στήλες; Αφού κάναμε έναν καβγά τρικούβερτο σήκωσα εγώ μια στήλη, γιατί εκείνος δεν ήθελε να τις σηκώσουμε και του λέω, τι έχουμε εδώ πέρα; Μπας και σκάβουμε το Θεμιστόκλειο τείχος; Μπα, μου λέει, χαζομάρες. Φεύγουμε το Σαββατοκύριακο Θεσσαλονίκη για να πλυθούμε, εκεί τα σπίτια δεν είχανε μπάνια. Τη Δευτέρα μου λέει, έλα να σου πω. Ξέρεις τι λέει ο Χάμοντ, αλλά εγώ βρήκα και κάτι άλλο. Ο Πλούταρχος λέει ότι ο Αντίγονος Γονατάς νικήθηκε από τον Πύρρο το 278-79 π.Χ.. Κι αυτός ο Πύρρος έφερε μισθοφόρους Γαλάτες. Και οι Γαλάτες πέσαν πάνω στους πλούσιους τάφους στις Αιγές. Κατέκτησε ο Πύρρος τις Αιγές. Να δεις, λέει, αυτές οι ταφόπλακες που βρίσκουμε μπάζα μέσα στην τούμπα, είναι από αυτούς τους κατεστραμμένους τάφους. Μου λέει «ανάκτορο, το μεγάλο νεκροταφείο, όλες αυτές οι ρήσεις, Αιγές, μου λέει, η Βεργίνα».
-Το ’76 κάνει μια ανακοίνωση στο Βρετανικό συμβούλιο, πριν από τα Χριστούγεννα, και ανακοινώνει ότι κατά πάσα πιθανότητα, η Βεργίνα είναι οι Αιγές. Αν είναι οι Αιγές, όμως, από εκεί και πέρα ξετυλίγεται το κουβάρι, είναι οι βασιλικοί τάφοι. Γιατί, οι Τυμενίδες, έθαβαν τους νεκρούς τους εκεί. Όχι στην Πέλλα. Λοιπόν, με το που το ανακοινώνει, έρχεται ο πρύτανης, ο Χριστοδούλου, πολύ καλός άνθρωπος, ακόμη είχαμε πρυτάνεις που το νιώθαν ότι είναι πρυτάνεις, και μας δίνει 1 εκατομμύριο δραχμές. Από εκεί και πέρα, το ’77, σκάβουμε με διάφορους τρόπους, και με μηχανήματα, σκάβουμε από νότια. Γιατί ένας φύλακας, ζει ακόμα, ο Τσακιρίδης. Μας είπε ότι εκεί, όταν γινόταν ένας δρόμος πάνω από την Τούμπα, τα μηχανήματα είχαν βγάλει ένα στρώμα πελεκημένο μάρμαρο. Αυτό σήμαινε ότι είχαμε αρχαίο στρώμα, κάποιοι δούλεψαν μάρμαρο κι εκεί μείναν τα πελεκούδια. Ξεκινήσαμε απ’ τα νότια μια μεγάλη τομή, μετά από πολύ μεγάλο αγώνα. Τότε ήρθε η Χρυσούλα η Παλιαδέλη, ως βοηθός, ήρθαν και 2-3 φοιτητές, είχαμε περισσότερους εργάτες και, με τον άνθρωπο που είχε ο Παντερμαλής στο Δίον, εκσκαφέα αλλά εξαιρετικός τεχνίτης και φοβερός άνθρωπος, αγράμματος αλλά από αυτούς που χαίρεσαι να τους έχεις σε όλη σου τη ζωή. Το πρωί ανασκαφή, το βράδυ η κυρία Στέλλα πίσω απ’ το μηχάνημα. Και μου λέει ένα απόγευμα, Οκτώβρης ήτανε, φεύγαμε Απρίλη-Μάιο και γυρίζαμε πριν απ’ τα Χριστούγεννα. Και μου λέει, κάτι γίνεται εδώ, εγώ μου λέει, σταματάω, φεύγω. Το συζητάω με τον Ανδρόνικο, ήρθε την ίδια στιγμή, ήταν κι από τους καθηγητές που δια τηλεφώνου δεν έσκαβε, ήταν εκεί. Όταν έλειπε ήταν και μεγάλη η δική μου ευθύνη και ήμασταν όλοι στην τσίτα. Και το ’76 και το ’77, να τακτοποιείς, να κάνεις… Εγώ ακόμη δεν είχα μπει σε αίθουσα διδασκαλίας γιατί είχα όλο αυτό το βάρος.
-Την άλλη μέρα ξεκαθαρίστηκε ότι είχαμε, στην αρχή νομίζαμε- και στο ημερολόγιο έτσι είναι γραμμένο- ότι είχαμε έναν τοίχο. Στην δεύτερη ξεκαθάρισε ότι ήταν η γωνία ενός κτιρίου επίγειου, ήταν ένας μικρός τάφος της Περσεφόνης και η μεγάλη γωνία που δεν ξέραμε ακόμα τι είναι. Από εκεί και πέρα, όπως τα γράφει ο Ανδρόνικος στο χρονικό με εκείνον τον πολύ καλό λόγο, ξεκίνησε μια πολύ μεγάλη ιστορία. Σε έναν μήνα, αποφάσισε ο Ανδρόνικος και πήγαμε απ’ την πίσω πλευρά του τάφου και είδαμε ότι δεν είναι ξελυμένος ο τάφος. Ήδη ξέραμε από μπροστά ότι η πόρτα ήταν στη θέση της, δεν είχε πειραχτεί, ένα μήνα δουλέψαμε με τα κατάλοιπα που βρήκαμε πάνω στην Καμάρα και πήγαμε στην πίσω πλευρά. Εκεί ανοίξαμε, είχαμε ένα συνεργείο από πετράδες, κι άνοιξε μια τρύπα μόνο για να δει ο Ανδρόνικος πόσο ασφαλές είναι το κτίριο. Δεν μπορούσε να δει με τον φακό. Εκεί είναι φοβερή στιγμή. Έχει σταματήσει να ρέει ο χρόνος, παρά μόνο η φύση έφερε τις καταστροφές που μπορούσε να φέρει στο εσωτερικό. Και ξαφνικά μπαίνει φως. Και είναι ο πρύτανης, ήδη είχαν αρχίσει να διαρρέουν, είναι η Μαίρη η Σιγανίδου η κυρία Όλια η Ανδρόνικου, Χρυσούλα Παλιαδέλη, 2-3 εργάτες κι ούτε καν στο χωριό οι εργάτες μας, δεν είναι ακόμη. Νομίζω ότι πρέπει να ήταν απ’ έξω κάποιος από το Βήμα και ο Μελίκης αλλά μακριά. Ο Πάντος ήταν, που ήταν επιμελητής στην Εφορεία Αρχαιοτήτων. Μας φωνάζει πρώτα εμάς, τη Χρυσούλα κι εμένα, αλλά μου κάνει εμένα αυτή την κίνηση. Κατάλαβα εγώ αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω τίποτα, δεν μπορώ να φανταστώ. Εκείνο που είδαμε σε μια κατάσταση ογκώδη. Και μπροστά στην πόρτα την εσωτερική, άδειος ο χώρος. Αυτό μας ενδιέφερε, να κατασκευάσουν μια σκάλα για να κατεβούμε. Την άνοιξε περισσότερο την τρύπα ο Ανδρόνικος, λίγο κρεμάστηκε. Μπήκαμε.
-Μετά κατεβήκαμε κάτω με τη Χρυσούλα, αριθμήσαμε τα πράγματα. Ήρθε φωτογράφος απ’ την Αθήνα την ίδια μέρα, ο αγαπημένος μας Σπύρος που έφυγε νωρίς, τα φωτογράφισε, έφυγε βολίδα, μεσάνυχτα πάλι και τύπωσε τις φωτογραφίες αυτές τις σπουδαίες και είπε προχωρήστε είναι εντάξει, ήρθε ο Καγιάς, ο αρχιτέκτονας απ’ το πανεπιστήμιο, σχεδίασε τα πράγματα, κι ύστερα μπήκαμε εμείς κι αρχίσαμε να αριθμούμε τα πράγματα, ακόμη δεν τα έχουμε πάρει. Κατασκευάζουμε την ίδια μέρα μια σιδερένια σκάλα, κατεβαίνει ξανά ο Ανδρόνικος μέχρι κάτω, αρχίζει και μου λέει, εν τω μεταξύ έχω δει εγω τα ελεφαντοστένια, τα έχουμε δει με τη Χρυσούλα. Μου λέει, ξέρεις, βλέπω εδώ κάτι κεφαλάκια. Τι έγινε λέω εγώ κύριε καθηγητά, βρήκαμε το Φιλίππειον; Τι ήθελα και το είπα κι εγώ… Τα πήρε, τα είδε….
-Από εκεί και πέρα, η αγωνία του ήταν πως θα τα σώσει αυτά τα πράγματα, που θα βρει χρήματα. Γιατί, ήταν Ελλάδα. Ένα μνημείο πέτρινο μπορεί να μείνει αιώνες έξω εκτεθειμένο. Τα μέσα, τα ελεφαντοστέινα, τα ξύλινα, τα μετάλλινα, όλα ήθελαν άμεση βοήθεια. Η αγωνία του ήταν πως θα τα προστατεύσει. Μεγάλη, τίποτε άλλο. Και τον έβλεπα.. Κάποια στιγμή βέβαια, έρχεται ο Καραμανλής. Θα ερχόταν ο Καραμανλής, τα γράφει κι ο Ανδρόνικος. Θα ερχόταν με το ελικόπτερο. Πάω εγώ στο Όλυμπος Νάουσα και παίρνω τον Αχιλλέα Καραμανλή, τον Λαμπρία και τον Υπουργό Προεδρίας, γίνονται κάτι κουβέντες μες στο αυτοκίνητο, φτάνουμε εκεί. Λέει ο Ανδρόνικος, «μπορείς να απορροφήσεις χρήματα»; «Ναι βεβαίως». «Αυτά που λες κύριε καθηγητά»… Του εξηγεί ο Ανδρόνικος ότι με βάση αυτά τα δεδομένα καταλήγω σε αυτήν την πρόταση. Λέει ο Λαμπριάς «Κύριε καθηγητά, αυτή η αμφιβολία θα κρατήσει την Ελλάδα στην επικαιρότητα πάρα πολλά χρόνια». Ο Καραμανλής είχε ένα αδύνατο σημείο που λεγόταν Μακεδονία. Και το μουσείο της Πέλλας και το Φιλίππων, πάντα ήταν με την παλιά νοοτροπία και με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και λέει τα 15 πόσα εκατομμύρια. Με έναν όρο, λέει ο Ανδρόνικος. Τι θράσος ε; Θα τα μοιράσετε ανάμεσα στο Δίον, την Πέλλα και την Βεργίνα. Κι έτσι έγινε. Από εκεί και πέρα, όμως, το πανεπιστήμιο δεν είχε ούτε τεχνικό προσωπικό, συντηρητές, είχε μια οικονομική δυσκολία, είναι αλήθεια ότι οι πρυτάνεις χρηματοδότησαν, αλλά είχε. Και τα χρήματα αυτά του Καραμανλή δόθηκαν στην εταιρεία, την αρχαιολογική εταιρεία για να κάνει τη διαχείριση. Γιατί, ως καθηγητής πανεπιστημίου, δε μπορούσε. Κι έτσι άρχισε να έχει αυτά τα χρήματα, να μπορεί να φέρνει τους συντηρητές από την Αθήνα με έξτρα αμοιβή και αυτό ήταν όλη η δεκαετία του ’80, αυτή η αγωνία.
Η Μερκούρη και το όνειρο του Ανδρόνικου
-Όταν ήρθε η Μελίνα, είναι αλήθεια ότι της είπε το όνειρό του, της είπε ότι πρέπει να γίνει κάτι να στεγαστούν αυτά τα πράγματα. Γιατί υπάρχουν τάφοι στη Μακεδονία που δε στεγάστηκαν και καταστράφηκαν. Και πρώτο και κύριο, ο πρώτος τάφος μακεδονικός που βρήκε ο Heuzey τον βρήκαμε εμείς εντελώς κατεστραμμένο με τα χρόνια, ένας αιώνας πέρασε. Και του είπε, κάτι θα γίνει, άλλαξαν κυβερνήσεις, άλλαξαν υπουργοί, πήγαν και ήρθαν μύρια όσα. Και, όταν πια το πράγμα πήρε, το ’85 νομίζω παραιτήθηκε για να έχει χρόνο να ασχοληθεί, άλλαξε και η κατάσταση στο πανεπιστήμιο με τον νέο νόμο-πλαίσιο, έγινε ακόμα πιο γραφειοκρατική η κατάσταση. Εμείς παλεύαμε με τη Χρυσούλα όσο γίνεται να είμαστε εκεί και με τον Ανδρόνικο εκεί, άρχισαν να προκύπτουν νέα πράγματα που θέλαν επίσης χρήματα, είχε απλωθεί πάρα πολύ η ανασκαφή και, απ’ την άλλη, η αγωνία ήταν τι θα γίνει με τους δυο τάφους τους μεγάλους. Κι έτσι δρομολογήθηκε και συναίνεσε ο Ανδρόνικος να γίνει το στέγαστρο του Υπουργείου Πολιτισμού. Αυτό δε μπορούσε να το κάνει βέβαια το πανεπιστήμιο. Αργότερα, σε άλλες περιοχές με βάση τον νόμο έγιναν και αυτά τα πράγματα.
-Και ξεκίνησε το έργο του στεγάστρου το οποίο ήταν δύσκολο και αμέσως δόθηκε στο κοινό και η μέριμνα του κοινού, η υποδοχή του κοινού, είναι έργο του Υπουργείου Πολιτισμού, βεβαίως. Και από εκεί και πέρα η εμπλοκή του Υπουργείου Πολιτισμού ήταν πάρα πολύ πιο έντονη και πολύ πιο ενεργή και εμείς αρχίσαμε να έχουμε οικονομικό πρόβλημα. Σιγά σιγά φάνηκε να λειτουργούν δυο διαφορετικοί δρόμοι. Δεν επήλθε συνεργασία. Κι έτσι η κατάσταση εξελίχθηκε. Από εκεί και πέρα δεν έχω να πω τίποτα, δεν ρωτήθηκα ποτέ ούτε για το μουσείο, ούτε για το ανάκτορο. Για τίποτα. Μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου δε ρωτήθηκα για τίποτα.
-Η Βεργίνα είναι το όνομα του χωριού που δημιουργήθηκε μετά το ’22, κατά μια παράδοση εκεί τοπική ότι ήταν μια πριγκίπισσα, Βιργινία-Βεργίνα, κάποιος μητροπολίτης το έδωσε. Ιστορική σημασία έχει το διπλανό χωριό, τα Παλατίτσια που, κατά τη γνώμη μου, όταν καταστράφηκαν οι Αιγές ο πληθυσμός σκόρπισε, πρέπει να κατηφόρισαν στον Αλιάκμονα, μετά όμως επειδή είχαν διάφορες επιδρομές. Βρίσκουμε μια βασιλική εκεί κάτω, πρέπει να πήραν την άνοδο στα Πιέρια και να μετοίκησαν οι άνθρωποι και είχαν ακόμα τη μνήμη του παλατιού και είπαν το χωριό Παλατίτσια. Το όνομα μαρτυρείται σε μια διαθήκη σε ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, όπου ένας πλούσιος Βεροιώτης αφήνει τους μύλους του στα Παλατίτσια, σε αυτό το μοναστήρι. Απ’ τον 13ο αιώνα μαρτυρείται το όνομα Παλατίτσια. Το Αιγές δεν το έχουμε πια. Αλλά αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο, δηλαδή το οικοδόμημα άφησε το αποτύπωμά του.
-Όταν βρέθηκαν, όταν πια καταλήξαμε στις Αιγές, το όνομα μάλιστα δεν άρεσε και στον Ανδρόνικο. Μετά άρχισε μια φιλολογία, άρχισαν οι Μακεδονολογίες και διάφορα άλλα πράγματα προς δυσαρέσκεια των καημένων τον Εδεσσαϊτών, η παλαιότερη ιστορία ήθελε ότι οι Αιγές ήταν εδώ κλπ. Από εκεί και πέρα είμαι πάρα πολύ τυχερή που έζησα αυτό το θέμα της Βεργίνας με διάφορους τρόπους. Πρώτα απ’ όλα είδα τι σημαίνει επαρχία στην Ελλάδα, όχι αστικό κέντρο, απέκτησα χωριό. Είδα πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διαχειριστείς ανθρωπιστική επιστήμη και την ιστορία. Είδα πως μετατρέπεται η ιστορία σε κάτι που γίνεται ζωντανό αλλά από την άλλη μεριά, χρειάζεται μια διαχείριση. Και πως μετατρέπεται σε μια εμπορική υπόθεση. Και τι πράγματα χρειάζεται μια σύγχρονη ανθρωπιστική επιστήμη και τι αντλεί ένας σύγχρονος άνθρωπος από την ιστορία. Είναι πάρα πολλά, δε θα τα πω τώρα γιατί δε θέλω αυτή η εμπειρία να θεωρηθεί προσωπική αντιδικία. Έχω τις αντιρρήσεις μου για πάρα πολλά πράγματα αλλά είναι μεγάλος ο ορίζοντας για να μιλήσουμε ακόμα σοβαρά. Θα γίνουν σφάλματα κι άλλα.
-Δεν πρόκειται να γίνει κάτι άλλο, γίνεται μια μοιρολατρία αλλά αυτή τη στιγμή έτσι λειτουργούν οι θεσμοί και τα πράγματα στη χώρα. Εγώ δε θέλω να γίνω ούτε σταρ ούτε ήρωας. Ό,τι ήθελα το πέρασα στα παιδιά μου, δεν έχω δικό μου αλλά έχω πολλά παιδιά. Και τους είπα να είναι ειλικρινείς και αυθεντικοί. Κι επίσης να μάθουν να αγωνίζονται.Πολλές ζαβολιές κάνανε. Γιατί δεν ήμουν ο μόνος δάσκαλός τους, κι έχουν κι άλλους γονείς. Κράτησα επαφές. Το θεώρημά μου εμένα είναι, όχι τόσο στο μάθημα, το οποίο είναι λίγο θεατρικό. Αλλά, ειδικά στην ανασκαφή, η μέθοδός μου είναι η ομαδική δουλειά. Την έχω την ευθύνη αλλά θα πρέπει σιγά σιγά να τη συνειδητοποιούν. Και τότε θα έχουν δικαίωμα να διεκδικούν πράγματα.Πριν μου ζητήσει χατίρι ο μαθητής να κάνω τα πάντα αλλά την ώρα που πρέπει να γίνει κάτι και διεκδικεί κάτι θα αγωνιστεί μόνος του. Θα αγωνιστεί μαζί με άλλους. Όχι επειδή είναι του τάδες, της τάδε, ο τάδε, όχι. Κι άλλα πράγματα γιατί έτσι καταλαβαίνουν ότι προκύπτει λίγο, νομίζω, ένα είδος αγάπης για τα πράγματα. Και η δουλειά μας είναι λίγο περίεργη. Αν δε την αγαπάς, είναι δύσκολη.
– Εγώ δεν ονειρεύτηκα να γίνω αρχαιολόγος ούτε ήταν στο νου μου, ούτε είδα στον ύπνο μου αρχαία, ούτε μιλάω με φαντάσματα ούτε τίποτα. Να σας πω την αλήθεια, ήθελα να γίνω μουσικός. Και ο πατέρας μου μου είπε δε θα γίνεις μουσικός γιατί θα υποφέρεις. Του ξέφυγε η αδερφή μου, έγινε μουσικός στην κρατική ορχήστρα. Ήθελα να γίνω μουσικός. Στο σχολείο, τα πήγαινα καλά με το γράψιμο. Οι καλοί δάσκαλοι ούτε μας ρίχναν στο τεχνικό και το αυτόματο, ούτε μας εκθείαζαν, ήταν αυστηροί. Τα πήγαινα καλά. Αλλά και πάλι είχα αρχίσει να διαβάζω, δεν υπάρχει τέτοιο ταλέντο. Να ασχοληθώ με την ιστορία της τέχνης. Εν τω μεταξύ, πολιτικά, μες στο γυμνάσιο ήξερα περί τίνος επρόκειτο, μπαίνω για να κάνω ιστορία της τέχνης. Τον καιρό που μπήκα, έμοιαζε η αρχαιολογία να ταυτίζεται με την ιστορία της τέχνης. Εκεί που μπήκα, όμως, σαν να αρχίσαμε με τον Μπακαλάκη, να λέει πως χτίζονται, με τα διάφορα όστρακα, με την ανασκαφή. Βλέποντας τον κόπο, το χώμα, όλα αυτά άρχισαν να παίρνουν ανθρώπινη μορφή, καθημερινή. Και βέβαια τα πανεπιστήμιά μας εκείνο τον καιρό δεν ήταν μόνο οι αίθουσες διδασκαλίας. Ήταν και οι διάδρομοι, ήταν και το σπουδαστήριο ήταν και βιβλία, δεν είχε κουμπάκι.
-Ρωτάω προχθές έναν φοιτητή στη Βεργίνα που ήμουνα κάτι. Βγάζει το κινητό, του λέω τι κάνεις βρε εκεί, να βρω λέει τη σωστή απάντηση. Και μετατρέπεται μέσα μου η ιστορία της τέχνης σε μια ανθρωπολογία, γιατί ήδη ο Μπακαλάκης ήταν ανθρωπολογία. Ο Ανδρόνικος, έτσι που μετέφερε τις στάσεις ήταν πιο αισθητικός ο Ανδρόνικος. Αν δε τα βρεις με τους ανθρώπους, με τις στάσεις τους, τα βάσανά τους, δε βγαίνει αλλιώτικα. Όταν είδα εγώ τη Βεργίνα, να είναι ταφικά έθιμα, να είναι οι Πόντιοι πάνω απ’ το κεφάλι μας, οι γυναίκες που γύριζαν 7 η ώρα από τα καπνοχώραφα, να σώσουμε εμείς πράγματα που ήταν καταπληκτικά, τοιχογραφία, ζωγραφική. Και ξαφνικά έβγαιναν κάτι Φίλιπποι, κάτι Αλέξανδροι, και λέω να’ το. Όλο μαζί, οι άνθρωποι, να η ιστορία. Ιδανικό. Από εκεί και πέρα έτσι πήγαν τα πράγματα. Ξεκίνησα με τον Επιτάφιο του Κακριδή κι έχω ερωτευτεί τα φτερά του Τεντόγλου. Το λέω και κλαίω. Ένας αντιστάρ μας χρειάζεται. Κι αυτό το παιδί, τα φτερά του να μη του τα σπάσουν, να μη του τα κάνουν φτερά για καπέλα.
Η επανάληψη του φασισμού
-Έχουμε σήμερα επανάληψη του φασισμού. Θα περάσουμε μέσα από λαϊκισμό, μέσα από έναν κακό πατριωτισμό, όμως από πάνω μας υπάρχει ένα παγκόσμιο κεφάλαιο. Πως θα το πολεμήσουμε αυτό; Αυτή τη στιγμή, είναι άνθρωποι που θα μετακινηθούν προς τη Δύση από την Γάζα, απ’ την Τουρκία. Τι θα τους κάνει; Θυσία. Θα τους πνίξει στη Μεσόγειο, τι θα τους κάνει. Όταν εγώ είδα την ομορφιά στα Γρεβενά και την φτώχεια, ξέρεις ότι αν καθίσεις μετά στο καφενείο, εμείς μέναμε, μετά τις 10-11 μένω σε ένα πανδοχείο που ήταν μέσα στο χωριό, έρημο το χωριό 2 οικογένειες μένουν. Το καλοκαίρι έρχονται άλλες δέκα οικογένειες ντόπιες στο Πολυνέρι, απέναντι απ’ την Αλατόπετρα και από το χιονοδρομικό της Βασιλίτσας. Έρχονταν και κάθονταν 2-3 μεγάλοι άνθρωποι, 60ρηδες 70ρηδες, και η κυρά του πανδοχείου ήταν μεγάλης ηλικίας, πεθανε η καημένη. Εγώ, μου λέει, Στέλλα, έφαγα πολύ ξύλο κι απ’ το ΕΑΜ κι απ’ τον Εθνικό Στρατό. Ο αδερφός της καθόταν σιωπηλός, ήταν από αυτούς που ήρθαν μετά τον Καραμανλή, απ’ την Τασκένδη, απ’ την Ουγγαρία. Σιωπηλοί. Εκεί υπάρχει δεκαετία του ’50 ακόμη. Μη βλέπεις που έχουν ουίσκια, καφετέριες. Η φτώχεια τους και η ανεργία είναι δύσκολη. Δεν μπορώ να πω εγώ, δεν είμαι πολιτικός. Μου αρέσει η πολιτική γι’ αυτό αγαπώ και την δημοσιογραφία. Αλλά ο πολιτικός είναι κάτι άλλο, έχει ένα άλλο θάρρος ίσως, μια άλλη αντίληψη της ευθύνης.
-Σιωπούσα γιατί δεν ήθελα να είμαι η ουρά, το έκτυπο του Ανδρόνικου. Ο Ανδρόνικος ένας ήταν κι ένας θα μείνει. Ο ευρέτης. Από εκεί και πέρα ότι κάνουμε, πρέπει να το υπογράψουμε ο καθένας με το έργο του. Ότι το υποστηρίξαμε και θα το υποστηρίζουμε είναι υποχρέωσή μας ως αρχαιολόγοι αφού υπογράφουμε ως αρχαιολόγοι. Από εκεί και πέρα, τι υπογράφει ο καθένας είναι δική του υπόθεση.
-Η πόλη μας δε διαχειρίζεται τίποτα σωστά. Και πάει βαθιά πίσω. Εγώ είμαι μεταπολεμικό παιδί δεν ξέρω, δεν έζησα προπολεμικά, ότι εικόνες έχω είναι από τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Πραγματικά, είναι μια εργατούπολη με εργοστάσια, με πληθυσμό εργατικό, που μπορούσε και κατέβαινε στις διαδηλώσεις. Και μπορεί, όταν υπάρχει διαδήλωση σαν αυτό που σκοτώθηκαν οι εργάτες, όταν υπάρχει βιβλίο του Μοσκώφ που λέει για την μετα-πραττική Θεσσαλονίκη σημαίνει ότι ήταν σφύζουσα, κι επομένος είχε και τάξεις, είχε και κόσμο. Αυτά ρήμαξαν, έχω την εντύπωση, όπως η πολεοδομία. Ξαφνικά μετά τον πόλεμο ρημάζει όλη η αρχιτεκτονική. Να μου πεις, τι θα ‘κανε, τόσοι πρόσφυγες, τόσοι άνθρωποι απ’ τα χωριά, που θα ζούσαν; Είναι αυτό που έλεγε ο Λεκορμπιζιέ ότι «εμένα δε με πειράζει που χτίζουν οι σοσιαλιστές στη Σοβιετία ατελείωτες πολυκατοικίες, πρέπει να ζήσουν ανθρώπινα οι άνθρωποι, να έχουν στέγη». Αλλά μη το τραβάμε, επειδή εμείς ζήσαμε 400 χρόνια τουρκοκρατία, θα παραμείνουμε την νοοτροπία του ραγιά. Εγώ βλέπω μια αναγέννηση του ραγιαδισμού. Και καλλιεργείται και παγκόσμια ένα είδος φόβου. Ο μικρός άνθρωπος έχει έναν φόβο. Ακόμα και στην τέχνη και στη μουσική βλέπεις έντονα, να φύγει το κακό από πάνω μας, τρομάζουμε, δεν έχει δημιουργία, έχει τεχνολογία. Επίσης, η τεχνολογία οδήγησε το άτομο στην απομόνωση. Και καταλύεται η κοινωνικότητά μας. Είναι καλό πράγμα, εγώ τώρα με το κουμπί έχω κάνει οικονομία στο χώρο, δε χρειάζεται, αποθηκεύω βιβλία στον υπολογιστή μου, αλλά έχασα τη βιβλιοθήκη, τους συναδέλφους, την κουβέντα, την αντιπαράθεση. Πολλά πράγματα. Νομίζω ότι μας οδηγεί αυτού του είδους η τεχνολογία στον φασισμό. Κι αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Τώρα, η Θεσσαλονίκη, απ τη στιγμή που έχασε το προλεταριάτο της, τους εργάτες, και γίναν οι πιο πολλοί υπάλληλοι, εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμη τη μετατροπή του πανεπιστημίου μας. Το ζω στο πανεπιστήμιο.
-Το πανεπιστήμιο είναι αυτή τη στιγμή με τρομερά λίγα έσοδα, γραφειοκρατικός διεκπερεωτής των πτυχίων. Δεν ξέρω αν δίνει ιδέες, αν δίνει όνειρα, αν δίνει… Αυτό πια εξαρτάται απ’ τον κάθε διδάσκοντα. Όποιος έχει το μεράκι. Τώρα που φύεται, με ποιο πάει καλά το μεράκι, δεν ξέρω, σε ποιο χώμα. Είναι δύσκολο.
-Τα παιδιά που μπήκαν τώρα, δεν ξέρουν τι είναι το πανεπιστήμιο. Το ξέρουν από τον υπολογιστή, το ψηφιακό μάθημα. Είναι πολύ κακό. Ξέρουν, έχουν την αγωνία του γονιού, να υπάρχει ο μισθός, η σύνταξη, δεν έχουν ζήσει τη διαδικασία του μεροκάματου, της σύνταξης, τα βρίσκουν όλα έτοιμα. Γιατί λέει ο γονιός, μη τυχόν και περάσει την ίδια ταλαιπωρία. Η χώρα δεν παράγει πια, εμένα αυτό με στεναχωρεί, η χώρα δεν παράγει. Δεν μπορεί να λες μια επιστήμη, η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι ο τουρισμός. Αλλά, η αρχαιολογία δεν είναι μόνο τουρισμός, είναι έρευνα πως θα γίνει; Ας πούμε, δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένα αρχαιολογικό Ινστιτούτο, είναι μόνο τα ξένα, τα οποία ξέρουν τι κάνουν. Εμείς έχουμε μια αρχαιολογική υπηρεσία, τα τμήματα στα πανεπιστήμια κι εκεί αγκομαχούν. Όλοι οι δικοί μου πτυχιούχοι, είμαι δέκα χρόνια συνταξιούχος, είναι μόνο συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, μερικοί θα πάρουν σύνταξη από το μετρό. Δεν έχουν δικαίωμα, ούτε κουράγιο ούτε χρόνο για επιστήμη. Πως να κάνουν αγώνες; Όλο αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Θα πρέπει όλοι μας να συμβαδίσουμε με τον καιρό μας, αλλά πρέπει να κρατήσουμε και μερικά πράγματα που έχουν σχέση με την ανθρώπινη υπόσταση. Και με την κοινωνία. Δεν υπάρχει κοινωνία ενός ατόμου. Υπάρχει κοινωνία πολλών ατόμων. Δεν υπάρχει αλλιώτικα. Αλλιώτικα δεν υπάρχει γλώσσα, δεν υπάρχουν συναισθήματα, δεν υπάρχει τίποτα.
– Όταν βρήκαμε τη γωνίτσα εκείνη που σας είπα εκείνο τον Οκτώβρη. Καθαρίσαμε σε 2-3 μέρες την γωνία του τάφου και βρήκαμε μια ομάδα όστινα κεραμικά και λέει ο Ανδρόνικος «τι λες;» γιατί εγώ υποτίθεται ασχολούμουν με την κεραμική. Και στο μεταξύ εγώ δούλευα, γιατί είχα τη μεγάλη τύχη να δουλέψω στο μουσείο της Βέροιας μεροκάματο. Κι εκεί σιγά σιγά γνωριστήκαμε και δουλέψαμε με τον Τουράτσογλου, τον νομισματικό, κι ετοιμάζαμε ένα βιβλίο για τη Βέροια. Το πρώτο μου βιβλίο, και είχα αρχίσει να μελετώ την ελληνιστική εποχή. Και μου λέει ο Ανδρόνικος «τι λες για αυτά τα οστά»; Του λέω, κύριε καθηγητά, όσα ξέρω απ’ τη βιβλιογραφία, αυτά τα όστρακα είναι του 3ου 4ου αιώνα. Δηλαδή, από το 350 μέχρι το 425. Δηλαδή, αν αλλάξει όλη η αρχαιολογία, τότε θα αλλάξουμε κι εμείς την χρονολόγηση. Δεν έχει αλλάξει αυτό το πράγμα. Είμαι της άποψης, με όλα αυτά τ δεδομένα, ότι δεν έχει ειπωθεί ακόμα κανένα επιχείρημα που να έχει ανατρέψει την πρόταση του Ανδρόνικου.
Πηγή: Γ. Τούλας, Parallaxi
Δεν υπάρχουν σχόλια