Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG
Wednesday, May 28

Pages

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

Η περίπτωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

Τάσης Παπαϊωάννου, Αρχαιολογικό Μουσείο-λαδοπαστέλ σε χαρτί Σταδιακά όσοι χώροι είχαν απομείνει ανέπαφοι, μεταλλάσσονται προς το χειρότερο ή...

Τάσης Παπαϊωάννου, Αρχαιολογικό Μουσείο-λαδοπαστέλ σε χαρτί

Σταδιακά όσοι χώροι είχαν απομείνει ανέπαφοι, μεταλλάσσονται προς το χειρότερο ή εξαφανίζονται διά παντός από τη ζωή της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο δημόσιος χώρος μπροστά από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου δρόμος και πλατεία αλληλομπλέκονται και οι λειτουργίες του ενός διοχετεύουν ζωή στην άλλη. Πρόκειται για έναν σημαντικό χώρο αναπνοής για την περιοχή και τους κατοίκους της κι όχι μόνον για τους τουρίστες και τους επισκέπτες του μουσείου, έναν κεντρικό χώρο πολλαπλών χρήσεων, έναν σημαντικό κόμβο συνάντησης και επαφής.

Αν κάτι χαρακτηρίζει την Αθήνα, αλλά και γενικότερα τις νεοελληνικές πόλεις, είναι η ανυπαρξία υπαίθριων χώρων. Τα πάρκα είναι ελάχιστα, ό,τι απέμεινε από τη διαχρονική επέλαση του χτισμένου πάνω στο φυσικό ανάγλυφο. «Η διαφορά μεταξύ τεχνητού και φυσικού εξέλιπε, το φυσικό το κατάπιε η σφαίρα του τεχνητού» 1, σημειώνει εύστοχα ο Hans Jonas. Το αστικό πράσινο μοιάζει με τις οάσεις της ερήμου, μέσα στο υπερκορεσμένο σώμα των πόλεων που πνίγεται από τις πυκνοδομημένες πολυκατοικίες, οι οποίες έχουν κατακυριεύσει κάθε σπιθαμή ελεύθερης γης.

Το χειρότερο όμως είναι η αλλοίωση και ο κατακερματισμός όσων υπαίθριων δημόσιων χώρων γλίτωσαν από την κερδοσκοπική λαίλαπα στο παρελθόν κι έφτασαν σχετικά αλώβητοι ώς εμάς σήμερα. Στο στόχαστρο τελευταία έχουν μπει οι πλατείες των γειτονιών, απ’ όπου θα περάσει η Γραμμή 4 του μετρό: Γαλάτσι, Κυψέλη, Εξάρχεια, Κολωνάκι, Ευαγγελισμός... Θα μετατραπούν κι αυτές από ζωντανούς χώρους ανάπαυσης και αναψυχής σε πολυσύχναστους χώρους διέλευσης και κίνησης διερχομένων: διαλύεται η προηγούμενη χρήση τους, ως μοναδικών κοινωνικών πυκνωτών των περιοχών τους. Σήμερα ψάχνεις μάταια να βρεις ένα παγκάκι να ξαποστάσεις, όμως θα βρεις τα χιλιάδες τραπεζοκαθίσματα των καταστημάτων που απλώνονται παντού, όντας ο εν δυνάμει πελάτης που θα πληρώσει το τσουχτερό αντίτιμο για να καθίσεις.

Σταδιακά όσοι χώροι είχαν απομείνει ανέπαφοι, μεταλλάσσονται προς το χειρότερο ή εξαφανίζονται διά παντός από τη ζωή της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο δημόσιος χώρος μπροστά από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου δρόμος και πλατεία αλληλομπλέκονται και οι λειτουργίες του ενός διοχετεύουν ζωή στην άλλη. Πρόκειται για έναν σημαντικό χώρο αναπνοής για την περιοχή και τους κατοίκους της κι όχι μόνον για τους τουρίστες και τους επισκέπτες του μουσείου, έναν κεντρικό χώρο πολλαπλών χρήσεων, έναν σημαντικό κόμβο συνάντησης και επαφής. Ο δημόσιος αυτός χώρος σήμερα λειτουργεί διπλά: ως ελεύθερος χώρος-πλατεία σε άμεση σχέση με τη λεωφόρο Πατησίων, αλλά κυρίως ως ο απαραίτητος ανοιχτός υπαίθριος χώρος ανάδειξης του εμβληματικού νεοκλασικού κτιρίου. Γιατί δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε και να απομονώνουμε το νεοκλασικό κτίριο από τον σημαντικό χώρο που βρίσκεται μπροστά του και ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της συνολικής σύνθεσής του. Αντίστοιχος με αυτόν που υπάρχει μπροστά από την τριλογία (Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία) στη λεωφόρο Πανεπιστημίου. Δεν έχουμε διατηρήσει δα και πολλά νεοκλασικά κτίρια σε τούτη τη δύσμοιρη πόλη!

Στο μέλλον, με την ισόγεια (και όχι υπόγεια!) επέκταση των νέων κοινόχρηστων χώρων του μουσείου, η δημόσια αυτή πλατεία θα υπερυψωθεί αρκετά μέτρα πάνω από τη στάθμη της Πατησίων και θα αποκοπεί οριστικά από τη ζωή της γειτονιάς και των γύρω δρόμων. Στο μέτωπο της λεωφόρου, οι Αθηναίοι θα αντικρίζουν πλέον τους τοίχους και την υαλόφρακτη είσοδο της νέας επέκτασης που θα αποκόπτουν την οπτική επαφή με το υφιστάμενο ιστορικό κτίριο, όπως το βλέπουμε σήμερα, ενώ μια σκάλα θα σε οδηγεί πλέον απ’ ευθείας από τον δρόμο στο υπερυψωμένο επίπεδο της ταράτσας-πλατείας.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η επέκταση του «κορεσμένου» μουσείου ήταν απολύτως αναγκαία και επιβεβλημένη. Ενα δύσκολο αρχιτεκτονικό πρόβλημα που ζητούσε μια ιδιαίτερη επίλυση, αλλά όχι με τον τρόπο (και κυρίως τη διαδικασία, για να μην το ξεχνάμε) που τελικά ακολουθήθηκε. Μια επίλυση η οποία θα διατηρούσε την υφιστάμενη νεοκλασική πλατεία και θα σεβόταν τον ιστορικό χαρακτήρα της, με την υπόγεια (κυριολεκτικά) επέκταση των νέων χώρων του μουσείου κάτω από την επιφάνειά της. Αντίστοιχη λύση επελέγη, ως γνωστόν, και στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, όπου δεν πειράχτηκε ο τεράστιος δημόσιος χώρος μπροστά του.

Η σπουδαία αρχιτεκτονική δεν είναι αξιομνημόνευτη μόνο για τα εντυπωσιακά νεωτερικά επιτεύγματά της – μπορεί να είναι σπουδαία όταν στέκεται με σεβασμό και ταπεινότητα απέναντι σε σημαντικά έργα του παρελθόντος και στην ιστορική μνήμη της πόλης. Οταν παραμένει σε δεύτερο πλάνο και υποχωρεί διακριτικά, δίχως να θυσιάσει τίποτε από τον σύγχρονο χαρακτήρα της, προκειμένου να μην τραυματίσει με την παρουσία της αυτό που προϋπήρχε και αποτελούσε στολίδι του κτιριακού πολιτισμού μιας χώρας.

Η υπερυψωμένη φυτεμένη ταράτσα και οι τοίχοι-μέτωπο στην Πατησίων, αλλά και στους παράπλευρους δρόμους Τοσίτσα και Βασ. Ηρακλείου που θα δημιουργηθούν εκεί, δεν θα επηρεάσουν αρνητικά μόνο το Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά και το γειτονικό συγκρότημα του Πολυτεχνείου που κι αυτό χρόνια τώρα το εποφθαλμιούν διάφοροι «επενδυτές». Και τα δύο ιστορικά συγκροτήματα συναποτελούν ένα ενιαίο νεοκλασικό σύνολο, συνδεδεμένο με την παλαιότερη, αλλά και τη νεότερη ιστορία της πόλης. Κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας τους, η κεντρική και ανεμπόδιστη θέαση από την Πατησίων, απ’ όπου γίνεται και η κύρια πρόσβαση: πρώτα στον αύλειο χώρο και μετά στο βάθος στα ίδια τα κτίρια.

Η πλήρης απουσία διαλόγου, σε σχέση με τη βραβευθείσα πρόταση του γνωστού Αγγλου αρχιτέκτονα David Chipperfield (με συνεργάτη το ελληνικό γραφείο Τομπάζη) η οποία έλαβε θριαμβευτική επικοινωνιακή δημοσιότητα από το ΥΠΠΟ πριν από δύο χρόνια, είναι χαρακτηριστική. Η προσβολή είναι διπλή: Απέναντι στον αρχιτεκτονικό κόσμο της χώρας, ο οποίος αποκλείστηκε σύσσωμος μέσω της απαράδεκτης «διαγωνιστικής» διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Αλλά και απέναντι στους πολίτες της Αθήνας, οι οποίοι ουδέποτε ενημερώθηκαν και ούτε κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην αναγκαία δημόσια συζήτηση-κριτική για τη μελέτη και την κατασκευή ενός τόσο σημαντικού έργου στο κέντρο της πρωτεύουσας. Αλλη μια προσβολή ανάμεσα σε τόσες άλλες που μας επιφύλαξαν οι κυβερνώντες, «αποφασίζοντας και διατάσσοντας» για το τι μέλλει γενέσθαι στην πόλη, ερήμην των κατοίκων της! Ενέργειες που δυστυχώς θυμίζουν αυταρχικά καθεστώτα και όχι δημοκρατικά πολιτεύματα.

Κάπως έτσι αλλάζει η φυσιογνωμία της Αθήνας και μαζί μ’ αυτήν και η καθημερινότητά μας. Ετσι συρρικνώνεται μέρα τη μέρα ο δημόσιος χώρος, εξαφανίζονται σημαντικοί πνεύμονες πρασίνου, απομειώνονται οι χώροι εκτόνωσης και αναπνοής της πόλης, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να αποδιώχνονται από αυτό που συνιστά τον ενεργό κοινωνικό χώρο της πόλης. Η συρρίκνωση δεν αφορά, φυσικά, μόνο τον δημόσιο χώρο, αλλά και την εξαφάνιση των πολλαπλών κοινωνικών δράσεων που συμβαίνουν σ’ αυτόν. Ο κοινωνικός χώρος γίνεται ολοένα και πιο συμπιεσμένος, άχρωμος, ουδέτερος, φτωχός. Οι χώροι της συνάθροισης, της συνάντησης και της επαφής σταδιακά αλλοιώνονται και αλλάζουν χαρακτήρα, ενώ κατοπτεύονται και ελέγχονται πλέον διαρκώς από τις κάμερες του «Μεγάλου Αδελφού». Αλλοτριωμένοι και αποστειρωμένοι χώροι, που απευθύνονται περισσότερο στους τουρίστες, παρά στους πολίτες της Αθήνας. Εκείνοι κλείνονται ολοένα και περισσότερο στα ιδιωτικά τους διαμερίσματα-κελιά, μακριά από τους ζωντανούς δημόσιους χώρους, αυτούς, δηλαδή, που συγκροτούν την ουσιαστική συνθήκη μιας δημοκρατικής πόλης. Μήπως τελικά αυτός είναι ο βαθύτερος στόχος αυτών των επεμβάσεων στο κέντρο της πρωτεύουσας; Να αποδυναμωθούν οι κοινωνικοί δεσμοί, οι άνθρωποι να κλειστούν ακόμη περισσότερο στο μοναχικό Εγώ τους και να επικρατήσει η σιωπή;

 


1. Hans Jonas, Η αρχή της ευθύνης, Αρμός, Αθήνα 2018

 

* Ο Τάσης Παπαϊωάννου είναι Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ


Πηγή: Τ. Παπαϊωάννου, Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια