Για πρώτη φορά, μια διεθνής ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής μία Ελληνίδα επιστήμονα, ανέλυσε ταυτόχρονα το DNA των αρχαίων και των σύγ...
Για πρώτη φορά, μια διεθνής ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής μία Ελληνίδα επιστήμονα, ανέλυσε ταυτόχρονα το DNA των αρχαίων και των σύγχρονων ελεφάντων, φωτίζοντας -περισσότερο από κάθε άλλη φορά έως τώρα- την άκρως πολύπλοκη εξελικτική ιστορία αυτών των ζώων, καθώς και των συγγενών τους (μαμούθ και μαστόδοντες).
Οι ελέφαντες -τα πιο μεγαλόσωμα ζώα πάνω στη Γη σήμερα- εμφανίσθηκαν πριν από πέντε έως δέκα εκατομμύρια χρόνια στην Αφρική και σήμερα ζουν λιγότεροι από 500.000. Ο αριθμός τους μειώνεται συνεχώς, παρά τα μέτρα προστασίας, καθώς αντιμετωπίζουν μεγάλους κινδύνους από τους λαθροκυνηγούς, με συνέπεια περίπου 50.000 ελέφαντες να σκοτώνονται κάθε χρόνο.
Οι σύγχρονοι ελέφαντες ταξινομούνται σε τρία είδη: τον ασιατικό (Elephas maximus) και δύο αφρικανικούς, ένα των δασών (Loxodonta cyclotis) και ένα της σαβάνας (Loxodonta africana). Ο διαχωρισμός των αφρικανικών ελεφάντων σε δύο ξεχωριστά είδη έγινε μόλις το 2010 (έως τότε θεωρούνταν ένα ενιαίο είδος).
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ιστορία αυτών των ζώων είναι τόσο πολύπλοκη, επειδή υπήρξε στο μακρινό παρελθόν εκτεταμένη επιμιξία μεταξύ τους, κάτι όμως που ουσιαστικά έχει σταματήσει ανάμεσα στα διαφορετικά είδη των σύγχρονων ελεφάντων.
Αυτή η έλλειψη επιμιξίας μεταξύ των τριών ειδών ελεφάντων που έχουν απομείνει, δύο στην Αφρική και ενός στην Ασία, δημιουργεί ανησυχίες για την επιβίωσή τους στο μέλλον. Αντίθετα, οι συχνές επιμιξίες εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία των μαμούθ σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι επιστήμονες από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Σουηδία και τη Γερμανία, με επικεφαλής τη δρα Ελευθερία Παλκοπούλου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), «διάβασαν» (αλληλούχισαν) το γονιδίωμα 14 ζωντανών και εξαφανισμένων ειδών ελεφάντων.
Η ανάλυση επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι ελέφαντες της αφρικανικής σαβάνας αποτελούν ξεχωριστό είδος από τους ελέφαντες των αφρικανικών δασών. Τα δύο είδη απέκλιναν εξελικτικά πριν από δύο έως πέντε εκατομμύρια έτη και οι απόγονοί τους έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό απομονωμένοι κατά τα τελευταία 500.000 χρόνια, με ελάχιστες μεταξύ τους επιμιξίες σε περιοχές όπου γειτονεύουν τα ενδιαιτήματά τους.
Οι επιμιξίες είναι συνηθισμένες ανάμεσα σε ζώα με στενή συγγένεια, π.χ. μεταξύ των καφέ και των πολικών αρκούδων, των ουρακοτάγκων της Σουμάτρα και της Βόρνεο, του ευρασιατικού τσακαλιού και του λύκου κ.α. Αλλά δεν συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό, παρά πολύ σπάνια, ανάμεσα στα δύο γειτονικά είδη ελεφάντων της Αφρικής.
Αντίθετα, όπως αποκαλύφθηκε τώρα, τα -σήμερα πια εξαφανισμένα- κολομβιανά και βορειοαμερικανικά τριχωτά μαμούθ εμφανίζουν πολύ περισσότερα γενετικά ίχνη επιμιξιών.
Ακόμη, η ανάλυση του DNA ενός γιγάντιου ελέφαντα με σχεδόν ίσιoυς χαυλιόδοντες (Paleoloxodοn antiquus), που ζούσε πριν από 120.000 χρόνια, δείχνει ότι ήταν ένα υβρίδιο με τριπλή καταγωγή: από τους αρχαίους αφρικανικούς ελέφαντες, από τα τριχωτά μαμούθ και από τους σημερινούς ελέφαντες των δασών. Αντίθετα με την πεποίθηση ότι ο εν λόγω ελέφαντας σχετίζεται με τους ασιατικούς, η νέα γενετική ανάλυση τον τοποθετεί στους αφρικανικούς των δασών.
Εξάλλου, η ανάλυση του εξαφανισμένου προ πολλού αμερικανικού μαστόδοντος αποκάλυψε ότι τα ζώα αυτά διαχωρίστηκαν από την ευρύτερη οικογένεια των ελεφάντων πριν από δέκα έως 28 εκατομμύρια χρόνια.
Η Ελευθερία Παλκοπούλου γεννήθηκε το 1984 και αποφοίτησε το 2006 από το Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, ενώ πήρε το διδακτορικό της στη Συστηματική Ζωολογία από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, όπου ειδικεύθηκε στο Σουηδικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στην παλαιογενετική, ιδίως όσον αφορά τα μαμούθ. Από το 2015 διεξάγει έρευνα στις ΗΠΑ ως μεταδιδακτορική συνεργάτης στο εργαστήριο του πρωτοπόρου γενετιστή David Reich, στο Τμήμα Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Πηγή: Καθημερινή, με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια