Η λίμνη Πλαστήρα στη Θεσσαλία Οκτώ χιλιάδες χρόνια πριν, οι άνθρωποι της εποχής, όχι μόνον δεν φοβούνταν τα βουνά με το άφιλο και επικίνδυνο...
Η λίμνη Πλαστήρα στη Θεσσαλία |
Οκτώ χιλιάδες χρόνια πριν, οι άνθρωποι της εποχής, όχι μόνον δεν φοβούνταν τα βουνά με το άφιλο και επικίνδυνο περιβάλλον τους, αλλά όπως φαίνεται, έφθαναν ως και τα 800 μέτρα ύψος, δημιουργώντας οικιστικές εγκαταστάσεις.
Το οροπέδιο της λίμνης Πλαστήρα είναι η απόδειξη, καθώς στη θέση «Βοτανικός Κήπος» οι αρχαιολόγοι Νίνα Κυπαρίσση και Ορέστης Αποστολίκας εντόπισαν πράγματι μία ανθρώπινη εγκατάσταση, που ξαφνιάζει πολλαπλώς.
Με την πλέον πιθανή ερμηνεία, να παραπέμπει στην γνωστή πρακτική της μετακίνησης κοπαδιών εξημερωμένων ζώων, από τα πεδινά προς το βουνό, για ορισμένους μήνες του χρόνου. Κάτι, που στον ελλαδικό χώρο γίνεται ακόμη και σήμερα, πολλές χιλιετίες μετά, με τους βοσκούς ξεκινούν την άνοιξη από τα χειμαδιά τους για τα ορεινά βοσκοτόπια.
Η περιοχή της ανασκαφής στις όχθες τις λίμνης. |
Όπως δείχνουν μάλιστα τα ευρήματα της ανασκαφής, ίσως αυτές οι ορεινές εγκαταστάσεις να διαρκούσαν ως και έξι μήνες το χρόνο. Η θερμοκρασία άλλωστε, εκείνη την εποχή ήταν περί τους 2 βαθμούς υψηλότερη από σήμερα, δυσκολεύοντας την ανεύρεση τροφής για τα ζώα στις πεδινές εκτάσεις.
Γεγονός είναι, ότι κατά τη Νεολιθική εποχή οι άνθρωποι δεν κατοικούσαν σε μεγάλα ύψη, κι αυτό για λόγους, που είχαν σχέση με την καθημερινότητά τους και το γνωστικό τους πεδίο όσον αφορά την επιβίωση.
Εδώ, στην περίπτωση της λίμνης Πλαστήρα φαίνεται να υπάρχει μία εξαίρεση. Πρόκειται μάλιστα, για την μοναδική ως σήμερα θέση της Μέσης Νεολιθικής περιόδου σε τόσο μεγάλο υψόμετρο, ένα σπάνιο εύρημα, που δίνει νέα στοιχεία για την ακτίνα δράσης και τις στρατηγικές διαβίωσης των πληθυσμών της περιόδου, όπως λένε οι δύο ανασκαφείς.
Τα ευρήματα
Η φετινή ανασκαφή στη λίμνη Πλαστήρα -ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο- είχε στόχο να εντοπίσει και να αποκαλύψει στοιχεία οικιστικής δραστηριότητας στην εγκατάσταση, καθώς είχαν ήδη βρεθεί από πέρυσι έντονα ίχνη καύσης.
Τα ευρήματα κατά χώραν. |
Πράγματι αποκαλύφθηκαν μία εστία φωτιάς με διαμορφωμένο αργιλικό περιχείλωμα, μια σπασμένη μυλόπετρα, δύο πήλινα, πυραμιδοειδή αντικείμενα, που η χρήση τους συσχετίζεται με τις εστίες φωτιάς, ένα μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο, το οποίο βρέθηκε δίπλα στην εστία, ενώ εκτός αυτής βρέθηκαν και ακέραια μικρά αγγεία.
Σε άλλο τετράγωνο της ανασκαφής αποκαλύφθηκε εξ ολοκλήρου μία θερμική (πιθανότατα) κατασκευή κυκλικού σχήματος, αποτελούμενη από ψαμμιτικούς λίθους και άργιλο. Και λίγο βορειότερα ήρθαν στο φως τα υπολείμματα μιας ακόμη θερμικής κατασκευής σε κατάρρευση.
Μικρά αγγεία από την ανασκαφή. |
Οι πάσσαλοι εν σειρά. |
Συγκεκριμένα πρόκειται για ένα σύνολο από καμένες επιφάνειες, τοιχώματα και μάζες πηλού, που εκτείνονται σε μια περιοχή περίπου 1,5μ x 3,5μ και αποτελούν, πιθανότατα, τα υπολείμματα ενός κλιβάνου, που κατασκευάστηκε στις παρυφές της νεολιθικής εγκατάστασης για την όπτηση των αγγείων, τα οποία παρήχθησαν τοπικά.
Τα μοναδικά δομικά στοιχεία εξάλλου, που έχουν προκύψει ως τώρα είναι τεμάχια στεγνωμένων πηλών με αποτυπώματα καλαμιών και δοκαριών από επάλειψη τοίχων ή οροφής καλυβών, καθώς όμως και τρεις πάσσαλοι σε σειρά, με την πιθανότητα να υπάρχουν άλλοι δύο. Άλλο ενδιαφέρον εύρημα είναι μία τριγωνική καμένη επιφάνεια (διαστάσεων 0,65×0,50×0,50 μέτρων), άγνωστης χρήσης.
Κεραμικός κλίβανος για την όπτιση αγγείων. |
Το οροπέδιο
Η θέση «Βοτανικός Κήπος», όπου πραγματοποιείται η ανασκαφή έχει πάρει το όνομά της από τον βοτανικό κήπο του Νεοχωρίου, που είναι το πλησιέστερο χωριό, σε υψόμετρο περίπου 800 μέτρων και αυτό.
Είναι επίσης σε πολύ κοντινή απόσταση από τις όχθες της λίμνης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν η στάθμη του νερού είναι σε χαμηλά επίπεδα, ενώ τον χειμώνα και ιδιαίτερα την άνοιξη, όταν λειώνουν τα χιόνια, βρίσκεται διαρκώς κάτω από την επιφάνεια του νερού!
Σε κάθε περίπτωση, η άροση της περιοχής κατά τους ιστορικούς χρόνους και στη συνέχεια η ίδια η λίμνη συνετέλεσαν στην σταδιακή έκθεση της θέσης στη σημερινή επιφάνεια. Η οριζόντια επίπεδη επιφάνεια της εγκατάστασης εδράζεται στο ολοκαινικό αλλουβιακό υπόστρωμα και καλύπτεται από καμένα στρώματα πηλού, ενώ σε κάποια σημεία περιέχει και κατασκευές από πηλό.
Όπως λέει ο δρ Ορέστης Αποστολίκας η γεωγραφική θέση του οροπεδίου είναι τέτοια, που το καθιστά σχετικά απομονωμένο από την πεδιάδα της Θεσσαλίας, καθώς η μοναδική διαδρομή που τα συνδέει, διέρχεται από το στενό πέρασμα του Μουζακίου –μερικά χιλιόμετρα βορειότερα του οροπεδίου- σε μια φυσική πορεία που έχουν χαράξει ποταμοί και χείμαρροι που κατέρχονται τα όρη της Πίνδου.
«Είναι πολύ πιθανό οι προϊστορικοί πληθυσμοί να ακολουθούσαν αυτή τη διαδρομή από την πεδιάδα προς το οροπέδιο, έχοντας ως φυσικό οδηγό τα ποτάμια που καταλήγουν στον κάμπο της Θεσσαλίας. Η απόσταση από το οροπέδιο μέχρι το πέρασμα του Μουζακίου είναι περίπου 11 χλμ. και από εκεί μέχρι την καρδιά του θεσσαλικού κάμπου μερικές δεκάδες χιλιόμετρα ακόμα», αναφέρει ο ίδιος.
Η χρονολογική συνέχεια
Το οροπέδιο της λίμνης Πλαστήρα βρίσκεται σε απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων από το περίφημο σπήλαιο της Θεόπετρας, το οποίο έχει ανασκάψει και αναδείξει η δρ Νίνα Κυπαρίσση, μία αρχαιολογική θέση μεγάλης σημασίας, καθώς έφερε στο φως επάλληλα στρώματα και σημαντικά ευρήματα, που καταδεικνύουν τη συστηματική χρήση του χώρου από τον άνθρωπο, από τη Μέση Παλαιολιθική εποχή (130.000 χρόνια πριν) έως και τη Νεολιθική (4000 π.Χ.).
Πρόκειται δηλαδή, για μία χρονολογική συνέχεια εξαιρετικά σημαντική, καθώς είναι μία από τις ελάχιστες αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελλαδικό χώρο, που έχουν διασώσει μαρτυρίες για τη μετάβαση από τον Παλαιολιθικό στο Νεολιθικό τρόπο ζωής.
Η αρχαιολόγος Νίνα Κυπαρίσση |
Γενικότερα οι παλαιότερες ανθρώπινες δραστηριότητες στο νομό Καρδίτσας εντοπίζονται στην περιοχή της σημερινής λίμνης Ν. Πλαστήρα. Όπως είναι γνωστό, η τεχνητή λίμνη δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1950, στην περιοχή που πρότερα υπήρχε το εύφορο οροπέδιο της Νεβρόπολης, στις ανατολικές υπώρειες των Αγράφων, το οποίο διέρρεε ο Μέγδοβας ή Ταυρωπός ποταμός και βρισκόταν πάνω στις αρχαίες διαβάσεις που ένωναν τη Θεσσαλία με τον ορεινό όγκο της Πίνδου και την Ήπειρο.
Η ανασκαφή της Νίνας Κυπαρίσση και του Ορέστη Αποστολίκα αποτελεί μέρος πενταετούς ερευνητικού προγράμματος (2022-2026) στην περιοχή και πραγματοποιήθηκε με την συμμετοχή μεταπτυχιακών και προπτυχιακών φοιτητών από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλίας, του Ρεθύμνου και των Ιωαννίνων.
Πηγή: Μ. Θερμού, MonoNews
Δεν υπάρχουν σχόλια