Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Νίκος Παπαδημητρίου: Έτσι θα είναι το νέο Κυπριακό Μουσείο

Περί τις τέσσερις χιλιάδες εκθέματα θα φιλοξενεί το νέο Κυπριακό Μουσείο και ο μουσειολόγος της νικήτριας ομάδας για την ανέγερσή το...


Νίκος Παπαδημητρίου: Έτσι θα είναι το νέο Κυπριακό Μουσείο

Περί τις τέσσερις χιλιάδες εκθέματα θα φιλοξενεί το νέο Κυπριακό Μουσείο και ο μουσειολόγος της νικήτριας ομάδας για την ανέγερσή του, Νίκος Παπαδημητρίου, ξεδιπλώνει τη σκέψη του για την ταξινόμησή τους.

Ο Νίκος Παπαδημητρίου είναι ο μουσειολόγος της ομάδας που απέσπασε το πρώτο βραβείο στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το νέο Κυπριακό Μουσείο. Στη βάση δικών του προτάσεων -με τη σημαντική καθοδήγηση των ιθυνόντων του τμήματος Αρχαιοτήτων- θα παρουσιαστούν οι κυπριακές αρχαιότητες στο πολυαναμενόμενο μουσείο, ο προϋπολογισμός του οποίου λογικά θα βρίσκεται στα κρατικά κονδύλια του 2018. Και ενώ το μουσείο βρίσκεται προς το παρόν στα χαρτιά μόνο, δεν είναι ποτέ αρκετά νωρίς για να μιλάμε για ένα τόσο μεγάλο έργο. Με αφορμή την κυκλοφορία του τόμου “Αρχαία Κύπρος, πρόσφατες εξελίξεις στην αρχαιολογία της ανατολικής Μεσογείου”, μια έκδοση του αθηναϊκού Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης -όπου παρουσιάζεται η μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή κυπριακών αρχαιοτήτων εκτός Κύπρου- που επιμελήθηκε ο ίδιος ο κ. Παπαδημητρίου με την Μαρία Τόλη, μιλήσαμε στον μουσειολόγο τόσο για τον τόμο αλλά και για το νέο μουσείο.

Νίκος Παπαδημητρίου: Έτσι θα είναι το νέο Κυπριακό Μουσείο

Τι προσφέρει ο εν λόγω τόμος και σε τι αποσκοπεί;

O νέος συλλογικός τόμος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, που επιμεληθήκαμε με την συνάδελφο Μ. Τόλη:

– αποτελεί μια επικαιροποιημένη επισκόπηση της αρχαίας κυπριακής ιστορίας, από την πρώτη άφιξη ανθρώπων στο νησί [κάπου στην 11η χιλιετία π.Χ., σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε σήμερα] έως τον 4ου αι. π.Χ. και την κατάλυση των ανεξάρτητων πόλεων-βασιλείων.

– αναδεικνύει τον πλούτο του ερευνητικού έργου που πραγματοποιείται στην Κύπρο, καθώς φέρνει μαζί αρχαιολόγους από τους δύο σημαντικότερους φορείς έρευνας στο νησί, δηλαδή το Τμήμα Αρχαιοτήτων [Δ. Πηλείδου, Μ. Χατζηκωστή, Γ. Γεωργίου, Σ. Ράπτου, Γ. Βιολάρης-Ε. Στεφανή] και την Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας [Λ. Κασσιανίδου, Μ. Ιακώβου, Γ. Παπασάββας, Ο. Κουκά, Σ. Δεμέστιχα), καθώς και από ερευνητικά ιδρύματα άλλων χωρών [Ν. Ευστρατίου, Ν. Παπαδημητρίου, Μ. Αmadasi-Guzzo, Ε. Μάρκου].

– περιλαμβάνει σημαντικά νέα ευρήματα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά [π.χ. προϊστορικά ομοιώματα ιερών από τη Λευκωσία, νέες θέσεις της Εποχής του Χαλκού στην περιοχή του Αγίου Σωζόμενου, κτιστούς τάφους της Γεωμετρικής περιόδου από την Αμαθούντα, μέρος από το περίφημο ‘Φοινικικό Αρχείο’ του Ιδαλίου κ.ά.]

– είναι γραμμένος στην ελληνική γλώσσα ώστε να είναι προσβάσιμος από τους φοιτητές των κυπριακών και ελληνικών πανεπιστημίων (σημ. τα τελευταία χρόνια, τα περισσότερα αρχαιολογικά κείμενα γράφονται στα αγγλικά για να διαβάζονται από ένα ευρύτερο επιστημονικό κοινό με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα σχετικό έλλειμμα στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία)

– είναι γραμμένος με εύληπτο τρόπο και πλούσια εικονογράφηση, ώστε να μπορεί να διαβαστεί από όλους (δηλαδή όχι μόνον τους ‘ειδικούς’) και να χρησιμοποιηθεί και ως διδακτικό βοήθημα σε σχολεία και άλλους φορείς εκπαίδευσης.

Η Κύπρος ως χωνευτήρι πολιτισμών

Ποια υπήρξε η θέση της Κύπρου στην ανατολική Μεσόγειο κατά την αρχαιότητα και ποια η ιδιαιτερότητα της Κύπρου σε σχέση με τους γειτονικούς της πολιτισμούς;

Λόγω στρατηγικής θέσης και πρώτων υλών [κυρίως του χαλκού], η Κύπρος είχε ανέκαθεν κεντρικό ρόλο στα δίκτυα θαλάσσιων επαφών της Μεσογείου. Αυτό της έδινε οικονομική δύναμη [μέσω ανταλλαγών με την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία και το Αιγαίο] και την έφερνε σε επαφή με άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου, πλουτίζοντάς την με νέες ιδέες και πρακτικές. Δικαίως, λοιπόν, η Κύπρος έχει χαρακτηριστεί ως σταυροδρόμι ή «χωνευτήρι» πολιτισμών.

Πρωτεύοντα ρόλο είχαν βεβαίως τα μεγάλα λιμάνια: η Έγκωμη και η Σαλαμίνα στην περιοχή της Αμμοχώστου, το Κίτιο, η Αμαθούντα, η Πάφος, η Κερύνεια κ.ο.κ. Αυτά ανέπτυξαν ακτινωτά τις επαφές της Κύπρου προς όλες τις κατευθύνσεις και έγιναν οι διαχρονικές πύλες της στον κόσμο της αρχαίας Μεσογείου. Για να λειτουργήσουν τα λιμάνια, βεβαίως, χρειαζόταν ένα σύνθετο πλέγμα παραγωγικών, οικονομικών και διοικητικών δραστηριοτήτων στην ενδοχώρα, το οποίο εξελισσόταν και μεταβαλλόταν ανά εποχή, επηρεάζοντας και την πολιτική οργάνωση της Κύπρου.

Η ιδιαιτερότητα της Κύπρου σε σχέση με τους γειτονικούς της πολιτισμούς προκύπτει κυρίως από το νησιωτικό χαρακτήρα της:

Α. Η Κύπρος ήταν πάντα νησί – δεν ήταν δηλαδή ποτέ ενωμένη με τις γύρω ακτές. Αυτό σημαίνει ότι οι πρώτοι άνθρωποι που ήλθαν εδώ χρησιμοποίησαν πλωτά μέσα. Αν σκεφτούμε ότι αυτό συνέβη για πρώτη φορά γύρω στο 10.500 π.Χ., εάν όχι νωρίτερα, καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε για μια από τις πρωιμότερες περιπτώσεις διάσχισης ανοικτής θάλασσας από τον άνθρωπο. Ένα μοναδικό κατόρθωμα και μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια για την εποχή.

Β. Ο νησιωτικός χαρακτήρας επηρέασε διαχρονικά τον πολιτισμό της αρχαίας Κύπρου. Όπως επισημαίνει ο κορυφαίος Γάλλος ιστορικός του 20ού αιώνα, Fernand Braudel, η θάλασσα λειτουργούσε πάντα με διττό τρόπο: ως δρόμος επικοινωνίας και ως μέσο απομόνωσης. Γι’ αυτό και στα νησιά παρατηρούμε συχνά έναν συνδυασμό μεγάλων καινοτομιών (π.χ. στην τεχνολογία) με την ταυτόχρονη διατήρηση πανάρχαιων παραδόσεων. Για παράδειγμα, οι Κύπριοι ήταν πάντα πρωτοπόροι στη ναυσιπλοΐα και τη ναυπηγική, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσαν για αιώνες αναλλοίωτες παραδόσεις στη θρησκεία ή την γλώσσα (όπως συνέβαινε και σε άλλα μεγάλα νησιά, π.χ. στην Κρήτη, τη Ρόδο και τη Σικελία). Η πρόοδος και η παράδοση συνυπήρχαν ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της νησιωτικότητας.

Γ. Αν και μεγάλη για νησί της Μεσογείου, η Κύπρος ήταν πολύ μικρή σε σύγκριση με τους πολιτικο-οικονομικούς γίγαντες που την περιτριγύριζαν: την φαραωνική Αίγυπτο, την Χεττιτική, την Ασσυριακή και την Περσική αυτοκρατορία, και αργότερα τα ελληνιστικά βασίλεια και την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η πολιτική ανεξαρτησία ήταν πάντα ένα ζητούμενο. Η θάλασσα έπαιξε κι εδώ ρόλο, καθώς συνέβαλε στο να διατηρεί η Κύπρος ένα βαθμό αυτονομίας ακόμη και σε περιόδους που εξαρτάτο από μεγάλες αυτοκρατορίες.

Στην εισαγωγή του βιβλίου σημειώνετε το «ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον του κοινού» για την κυπριακή αρχαιολογία. Πώς μεταφράζετε αυτό το ενδιαφέρον;

Για πολλά χρόνια, η κυπριακή τέχνη αντιμετωπιζόταν ως ένα «αμάλγαμα» στοιχείων από πολιτισμούς, οι οποίοι αναπτύχθηκαν και απέκτησαν την ιδιαίτερη έκφρασή τους σε άλλες περιοχές, π.χ. το Αιγαίο, την Αίγυπτο ή την Εγγύς Ανατολή. Οι αναφορές στις περιοχές αυτές ήταν διαρκής, και πολλοί επιστήμονες ασχολούνταν συστηματικά με το να εντοπίσουν τις «επιδράσεις» από την ανατολή ή τη δύση, που ήταν ορατές στα διάφορα τέχνεργα. Αυτό, όμως, έδινε στο κοινό την αδιόρατη αίσθηση ότι η Κύπρος ήταν μια ετερόφωτη πολιτισμική οντότητα. Σήμερα, που οι πολιτισμικές επαφές αποτελούν πολύ πιο απτή κοινωνική εμπειρία [αφενός λόγω παγκοσμιοποίησης αφετέρου λόγω της έντασης του προσφυγικού φαινομένου], η κυπριακή τέχνη και ιστορία αντιμετωπίζονται πλέον διαφορετικά και αποκτούν ξεχωριστή αξία ως σημεία αναφοράς για το παρόν. Το ενδιαφέρον για τις κάθε λογής «επιρροές» έχει μειωθεί και πλέον κυριαρχούν προσεγγίσεις που επιχειρούν να κατανοήσουν πιο ουσιαστικά πράγματα: τους μηχανισμούς των επαφών, τα ρευστά όρια των «πολιτιστικών ιδιωμάτων» της αρχαιότητας και το πώς οι άνθρωποι αναδιαμόρφωναν τους κώδικες επικοινωνίας τους και τους τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τις εξελίξεις της κάθε εποχής. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια βαθύτερη κατανόηση της πρωτοτυπίας, της δημιουργικότητας αλλά και της κοινωνικής πολυπλοκότητας του αρχαίου κυπριακού πολιτισμού – ενός πολιτισμού που συνδύαζε με μοναδικό τρόπο το τοπικό με το υπερ-τοπικό. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια η Κύπρος έχει αναδειχθεί σε πραγματικό εργαστήρι μελέτης των επαφών μεταξύ ανθρώπων και πολιτισμών και του σύνθετου φαινομένου της διαπολιτισμικότητας στην αρχαιότητα. Τα ζητήματα αυτά δεν αφορούν μόνον τους ‘ειδικούς’ αλλά και ένα ευρύτερο κοινό, που προσπαθεί να οργανώσει την εμπειρία του και κατανοήσει τις σύγχρονες εξελίξεις αναζητώντας παράλληλα στο παρελθόν.

Από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στο νέο Κυπριακό Μουσείο

Η προσωπική σας ενασχόληση με την κυπριακή αρχαιολογία υπήρξε μακρά. Ποιες ήταν οι σημαντικότερες σας δράσεις και συνεργασίες σε σχέση με το ερευνητικό αυτό αντικείμενο; 

Άρχισα να ασχολούμαι με την κυπριακή αρχαιολογία το 2003, όταν στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ετοιμάζαμε την παρουσίαση της συλλογής κυπριακών αρχαιοτήτων Θάνου Ν. Ζιντίλη. Έκτοτε ασχολούμαι ερευνητικά με ζητήματα επαφών του Αιγαίου, της Κύπρου και της ανατολικής Μεσογείου.

Την περίοδο 2011-12 εργάστηκα στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, όπου μαζί με την Έφορο Μουσείων Δρ Δέσπω Πηλείδου επιμεληθήκαμε μια μεγάλη έκθεση για την αρχαία Κύπρο στις Βρυξέλλες [με τίτλο “Ancient Cyprus – Cultures in Dialogue”], στο πλαίσιο της πρώτης κυπριακής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εμπειρία αυτή ήταν καθοριστική για εμένα, τόσο σε επίπεδο γνώσης όσο και επίπεδο προσωπικής επαφής με την Κύπρο και τους ανθρώπους της.

Και το 2017 συμμετείχα ως υπεύθυνος μουσειολόγος στην ομάδα της κ. Θεώνης Ξάνθη (XZA architects), η πρόταση της οποίας κέρδισε το 1ο Βραβείο στον Διεθνή Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό για το Νέο Κυπριακό Μουσείο. Συνεπώς έπεται συνέχεια…

Το νέο μουσείο βάσει της μουσειολογικής μελέτης

Η μουσειολογική σας μελέτη για το νέο κυπριακό μουσείο αποτελεί επιστέγασμα αυτής της ενασχόλησής σας με την κυπριακή αρχαιολογία. Πώς θα είναι το νέο μουσείο βάσει της μελέτης σας; Ποιες αρχαιότητες ξεχωρίζουν; Πώς φανταστήκατε το χώρο και τι σας βοήθησε να καταλήξετε στη διάταξη των συλλογών;

Το σχέδιο για το νέο μουσείο, όπως έχει εκπονηθεί από την ομάδα της κ. Θεώνης Ξάνθη, περιλαμβάνει:

Α. ενιαίους ισόγειους και υπόγειους χώρους, όπου θα βρίσκονται τα γραφεία, οι αποθήκες, τα εργαστήρια, χώροι εκπαιδευτικών προγραμμάτων, χώροι παρουσιάσεων, η αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, το καφέ και το πωλητήριο,

Β. τρεις υπερυψωμένες κατασκευές οι οποίες θα φιλοξενούν περίπου 4000 εκθέματα όλων των περιόδων από την Νεολιθική έως την Ρωμαϊκή.

Οι τρεις κατασκευές αντιστοιχούν σε διαφορετικές νοηματικές ενότητες που στην πρότασή μας αποκαλούνται συμβατικά «ΤΟΠΟΣ», «ΚΟΣΜΟΣ» και «ΘΑΛΑΣΣΑ» – διαχωρισμός που οφείλεται σε ιδέα της αρχιτέκτονα κ. Θεώνης Ξάνθη με βάση τη συνολική μουσειολογική μελέτη.

Η ενότητα «ΤΟΠΟΣ» θα περιλαμβάνει ευρήματα των πρωιμότερων περιόδων [έως τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ.] και θα δίνει έμφαση στον φυσικό πλούτο της Κύπρου, δηλαδή στα αγαθά που προσφέρει η κυπριακή γη [τα ορυκτά – μέταλλα, λίθους, ώχρες κτλ.- , τα γεωργικά προϊόντα, την ξυλεία, τους υδάτινους πόρους] και στο πώς οι ανθρώπινες κοινωνίες τα αξιοποίησαν σε κάθε περίοδο [αλλά και τι επιπτώσεις είχε η υπερεκμετάλλευση κάποιων πόρων, π.χ. των μετάλλων]. Η αλληλεπίδραση ανθρώπου-περιβάλλοντος θα έχει δηλαδή κεντρική θέση στην αφήγηση αυτής της ενότητας, ενώ παράλληλα θα αναδεικνύονται ζητήματα που σχετίζονται με τον τρόπο κατοίκησης, την διατροφή, την κοινωνική οργάνωση, τον θρησκευτικό συμβολισμό, τις εμπορικές ανταλλαγές κτλ.

Η ενότητα «ΚΟΣΜΟΣ» θα περιλαμβάνει ευρήματα μεταγενέστερων περιόδων και θα δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα που αφορούν σε διαπολιτισμικές επαφές και στο πώς η Κύπρος σχετίστηκε με τον ευρύτερο «κόσμο» της Μεσογείου – τι είδους αλληλεπιδράσεις είχε με άλλους πολιτισμούς, πώς αυτό επηρέασε την ιδεολογία της κάθε εποχής, πώς η πολυπολιτισμικότητα εκφράστηκε στην τέχνη κτλ. Παράλληλα, θα αναδεικνύονται πολλά άλλα ζητήματα, όπως η πολιτική οργάνωση, η οικονομία, το εμπόριο, η γραφή και η διοίκηση, η τεχνολογία, η θρησκεία, τα ταφικά έθιμα κτλ.

Η τρίτη ενότητα θα εστιάζει στη «ΘΑΛΑΣΣΑ», το στοιχείο που έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της Κύπρου συνδέοντας τα τοπικά στοιχεία με τον διαπολιτισμικό χαρακτήρα του νησιού. Η ενότητα θα περιλαμβάνει ευρήματα διάφορων περιόδων που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα, τα καράβια και τα ναυάγια, το θαλάσσιο εμπόριο κτλ. και θα έχει έντονα διαδραστικό χαρακτήρα με χρήση τρισδιάστατων ομοιωμάτων αρχαίων πλοίων, αναπαράσταση υποβρύχιας ανασκαφής, ψηφιακές εφαρμογές κτλ.

Η καθιερωμένη έμφαση στα αντικείμενα δεν θα χαθεί στο νέο μουσείο, και πλάι στους γνωστούς «πρωταγωνιστές» [π.χ. τα πικρολιθικά και τα σανιδόχημα ειδώλια, τα χαλκινα όπλα και εργαλεία, τα εντυπωσιακά ευρήματα από τους τάφους της Σαλαμίνας, τα πήλινα αγαλμάτια από την Αγία Ειρήνη και άλλα ιερά, απεικονίσεις της Αφροδίτης κτλ.] θα αναδειχθούν και νέα ευρήματα ή άλλα που ίσως σήμερα «υποφωτίζονται».

Η μελέτη μας επιχειρεί να επιτύχει κάτι περισσότερο από την καλύτερη «προβολή» των αντικειμένων: προσπαθεί να τα θέσει σε ένα ευρύτερο περιβάλλον κατανόησης, να τα εντάξει στην εποχή τους και να δώσει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να δει πίσω από αυτά τις κοινωνίες και τους ανθρώπους που τα παρήγαγαν. Με άλλα λόγια, δεν θέλουμε απλώς να προκαλέσουμε τον θαυμασμό του κοινού για τα «αριστουργήματα» του παρελθόντος, αλλά να εξηγήσουμε τη σημασία και τον συμβολισμό κάθε αρχαιολογικού ευρήματος, ακόμη και αυτών που δεν τραβούν άμεσα την προσοχή του κοινού. Για παράδειγμα,  ένα λίθινο ή χάλκινο εργαλείο ή μια νέα τεχνική κατεργασίας του μετάλλου μπορεί να συμβολίζουν σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις, που επηρέασαν συνολικά την οικονομία.  Αντίστοιχα, μια ταπεινή επιγραφή μπορεί να φωτίζει ζητήματα διοίκησης, γλώσσας, επαφών κ.ό.κ. Κι ένας καμμένος σπόρος μπορεί να σηματοδοτεί τις απαρχές της γεωργίας. Όλα αυτά θέλουμε να αναδειχθούν και να γίνουν αντιληπτά από το κοινό.

Άλλωστε, ένα αρχαιολογικό μουσείο δεν είναι απλώς χώρος παρουσίασης «υψηλής τέχνης» άλλα ένα πεδίο ενεργούς μάθησης και δημιουργικού προβληματισμού, ένας φορέας που διαμεσολαβεί την επιστημονική γνώση στην κοινωνία με κατανοητό τρόπο. Η γνώση αυτή προκύπτει από τη συστηματική μελέτη των ανασκαφικών ευρημάτων. Γι’ αυτό και η τελική μορφή της έκθεσης θα καθοριστεί σε στενή συνεργασία με τους καθ’ ύλην αρμόδιους για τη μελέτη και τεκμηρίωση των ευρημάτων, δηλαδή τους συναδέλφους λειτουργούς του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Άλλωστε, η μουσειολογική μας πρόταση έχει διαμορφωθεί με βάση τις υποδείξεις του Τμήματος και έχει λάβει υπόψη τη λογική και τις προσεγγίσεις που ακολουθήθηκαν σε παλαιότερες εκθέσεις που διοργανώθηκαν από το Τμήμα, όπως οι εκθέσεις «anThrOPOS: Πρόσωπα της Κύπρου ανά τους αιώνες», «Σώμα: βιωματικές εμπειρίες στην αρχαία Κύπρο» και «Ancient Cyprus – Cultures in Dialogue»

Πέραν της αρχαίας ιστορίας της Κύπρου, στο νέο μουσείο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε δύο ακόμη πράγματα:

α) τη φύση της αρχαιολογικής έρευνας – γι’ αυτό και θα υπάρχουν αναπαραστάσεις και εφαρμογές που σχετίζονται με τον τρόπο που γίνεται μια χερσαία ή μια υποβρύχια ανασκαφή, η μελέτη και συντήρηση ευρημάτων κτλ. (κάτι που αφενός θα βοηθήσει να αναδειχθούν σημαντικές έρευνες που γίνονται στο νησί, αφετέρου θα συμβάλλει στην κατανόηση της σημασίας των αρχαιοτήτων και στην ανάγκη προστασίας τους και θα ελκύσει νέους ανθρώπους στην αρχαιολογία)

β) την ιστορία της ίδιας της αρχαιολογικής έρευνας και ερμηνείας και το πώς σχετίζεται με ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις και επιστημολογικές αντιλήψεις – γι’ αυτό και ένα κομμάτι της έκθεσης θα αφορά στην ιστορία της αρχαιολογίας στην Κύπρο.

Οι νέοι τρόποι επικοινωνίας των μουσείων “επιβάλλουν” μια σχέση κοινού – εκθεμάτων πιο διαδραστική, ίσως και πιο συναισθηματική παρά αποστασιοποιημένη. Ποια είναι η δική σας αφήγηση του νέου Κυπριακού Μουσείου;

Όπως ανέφερα, στο νέο μουσείο θα χρησιμοποιηθούν ευρέως διαδραστικές μέθοδοι παρουσίασης [και δεν αναφέρομαι μόνον σε ψηφιακά μέσα, διότι συχνά γίνεται αυτή η παρεξήγηση]. Οι μέθοδοι αυτές έχουν ως στόχο να εμπλέξουν ενεργά τον επισκέπτη στην διαδικασία επαφής με τα αρχαία ευρήματα και την εποχή τους. Ο επισκέπτης θα αντιμετωπίζεται ως ένας «ερευνητής», που θα έχει τη δυνατότητα να «ανακαλύπτει» ο ίδιος δεδομένα και κρυμμένα νοήματα αλλά και να επιλέγει σε τι θα εστιάσει.

Όσον αφορά, τώρα, στην δημιουργία μιας μη-αποστασιοποιημένης εμπειρίας, προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη ‘βιωματική’ παρά ‘συναισθηματική’. Είναι αλήθεια ότι κάθε εξωγενής πληροφορία [π.χ. τα ιστορικά στοιχεία που μαθαίνουμε από βιβλία και μουσειακές επισκέψεις] πρέπει να ενταχθεί σε ένα βιωματικό περιβάλλον ώστε να γίνει καλύτερα αντιληπτή και να αποτελέσει κομμάτι ουσιαστικής γνώσης για τον επισκέπτη. Όμως εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε: για ποιον επισκέπτη μιλάμε; Για παιδιά ή για ενήλικες; Για ντόπιους ή για τουρίστες; Κάθε κατηγορία έχει τις δικές της ανάγκες και απαιτήσεις, γι’ αυτό και θα πρέπει να σχεδιάσουμε για πολλές διαφορετικές κατηγορίες κοινού. Ακόμη πιο σημαντικό είναι να σκεφθούμε πώς θα κάνουμε το μουσείο προσβάσιμο σε όλους και πώς θα άρουμε τυχόν κοινωνικούς αποκλεισμούς. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι τα σύγχρονα μουσεία απευθύνονται πρωτίστως στην αίσθηση της όρασης [και σπανιότερα σε αυτήν της ακοής π.χ. μέσω ηχητικών περιηγήσεων]. Έτσι, όμως, η εμπειρία ενός ατόμου με προβλήματα όρασης περιορίζεται είτε σε προφορικές περιγραφές είτε στο άγγιγμα κάποιων αντιγράφων αρχαίων έργων. Στο νέο Κυπριακό Μουσείο θέλουμε να υιοθετήσουμε μια διαφορετική, πολύ-αισθητηριακή προσέγγιση, η οποία θα ενεργοποιεί και άλλους τρόπους πρόσληψης της πληροφορίας πέραν της όρασης. Είναι κάτι που απαιτεί εντατική μελέτη και συνεργασία με εξειδικευμένους επιστήμονες, ωστόσο εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση, με στόχο στο νέο μουσείο να υιοθετηθούν οι πλέον καινοτόμες προσεγγίσεις στο θέμα.

Έχοντας την εμπειρία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και του ενδιαφέροντος για την κυπριακή αρχαιολογία που έχουμε ήδη αναφέρει, ποια βήματα θα προτείνατε ως θεμιτά ώστε αυτό το ενδιαφέρον αφενός να διατηρηθεί, αφετέρου να αυξηθεί όχι μόνο μέσα από το νέο μουσείο αλλά, μέχρι τότε, μέσα από το υφιστάμενο;

Καταρχήν, ευχή και επιθυμία όλων μας είναι να ξεκινήσει άμεσα η κατασκευή του Νέου Μουσείου – και μαζί να προχωρήσουν όλες οι υπόλοιπες διαδικασίες. Διότι παράλληλα με την ανέγερση του κτιρίου, θα πρέπει να ρυθμιστούν και άλλα ζητήματα: η διαμόρφωση της τελικής, πλήρως τεκμηριωμένης μουσειολογικής παρουσίασης, ο σχεδιασμός και η παραγωγή υψηλών προδιαγραφών προθηκών, , ψηφιακών εφαρμογών, φωτιστικών μέσων κτλ., ο εξοπλισμός των εργαστηρίων και των αποθηκών, και βεβαίως το μεγάλο έργο της μεταφοράς των αρχαιοτήτων από το παλαιό στο νέο μουσείο και η εγκατάσταση των εκθεμάτων στους νέους χώρους. Όλες αυτές είναι διαδικασίες που απαιτούν πολύ κόπο, καλή οργάνωση και κυρίως χρόνο – γι’ αυτό και θεωρώ ότι θα πρέπει να δρομολογηθούν ταυτόχρονα με την έναρξη κατασκευής του κτιρίου του νέου μουσείου.

Όσον αφορά στο υφιστάμενο μουσείο, τώρα, οι συνάδελφοι του Τμήματος Αρχαιοτήτων έχουν ήδη κάνει σημαντικά ανοίγματα στο κοινό, παρουσιάζοντας πρωτότυπες αρχαιολογικές εκθέσεις, εκπαιδευτικές δράσεις αλλά και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις εντός των αιθουσών και στον υπέροχο κήπο του. Το να γίνουν πολλά παραπάνω σε εκθεσιακό επίπεδο δεν είναι απλό για δύο λόγους. Πρώτον, ο χώρος του μουσείου είναι περιοριστικός, τόσο λόγω μικρών διαστάσεων όσο και λόγω του παραδοσιακού χαρακτήρα του κτιρίου, που δεν επιτρέπει πολλές επεμβάσεις. Δεύτερον, κάθε «ανανέωση» ή «επανέκθεση» συνεπάγεται σχεδόν τον ίδιο κόπο με τον σχεδιασμό ενός νέου μουσείου – καθώς και οικονομικούς πόρους. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι είναι προτιμότερο να εστιάσουμε στην ταχύτερη ολοκλήρωση του νέου μουσείου, το οποίο θα προσφέρει ασύγκριτα μεγαλύτερες δυνατότητες σε όλα τα επίπεδα.

Επειδή το ζητάτε, όμως, εάν θα έπρεπε να προτείνω κάποια πράγματα, με βάση τη δική εμπειρία σε μουσεία, θα έλεγα τα εξής:

Α. Θεωρώ ότι το Κυπριακό Μουσείο θα ήταν καλό να εστιάσει περισσότερο στις εκπαιδευτικές δράσεις. Ο σχεδιασμός προγραμμάτων για σχολεία και αντίστοιχων δράσεων για ενήλικες δεν είναι μόνον αναπόσπαστο κομμάτι του έργου ενός μουσειακού οργανισμού αλλά και ζητούμενο των σύγχρονων κοινωνιών. Το κοινό διψά για δραστηριότητες που το φέρνουν σε επαφή με σύγχρονες εξελίξεις στην επιστημονική έρευνα αλλά και με τους ίδιους τους ερευνητές. Γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη μου, τέτοιες δράσεις πρέπει να σχεδιάζονται εντός του χώρου του μουσείου – δηλαδή εκεί που παράγεται η πρωτογενής γνώση. Θα ήταν ευχής έργον, λοιπόν, να υπήρχαν μουσειο-παιδαγωγοί, οι οποίοι θα εργάζονταν σε μόνιμη βάση για το Τμήμα Αρχαιοτήτων και θα έστηναν πρωτότυπες εκπαιδευτικές εκδηλώσεις για παιδιά και ενήλικες, σε συνεργασία με τους αρχαιολόγους και με βάση την γνώση που προκύπτει από τις συνεχιζόμενες έρευνες. Δράσεις τέτοιου είδους – που μπορεί να περιλαμβάνουν διαλέξεις και σεμινάρια για το ευρύ κοινό, θεματικές ξεναγήσεις, εργαστήρια και πολλά άλλα – εκτός του ότι «κοινωνικοποιούν» τη γνώση, ανανεώνουν και τη σχέση του κοινού με το μουσείο. Με άλλα λόγια, η επαφή με το μουσείο δεν εξαντλείται σε μία ή δύο επισκέψεις για να δει κανείς τα εκθέματα, αλλά συνεχίζεται με άλλες δραστηριότητες που οργανώνονται στον χώρο του, οι οποίες έχουν συμμετοχικό χαρακτήρα και προβάλλουν άγνωστες πτυχές της παρελθόντος ή άλλες που συνδέονται άμεσα με το σήμερα. Με αυτόν τον τρόπο το μουσείο μπορεί να γίνει «κτήμα» και σταθερός προορισμός του κοινού. Βεβαίως, εάν μιλάμε για ενήλικες, η διοργανωση προγραμμάτων αυτού του είδους πιθανώς θα απαιτήσει περαιτέρω διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας. Για να μπορεί, π.χ., ένα εργαζόμενος να παρακολουθεί τέτοιες εκδηλώσεις, θα πρέπει το μουσείο να μένει ανοικτό τουλάχιστον κάποιες ημέρες την εβδομάδα έως τις 20.00 ή τις 21.00 [σήμερα μένει ανοικτό έως τις 20.00 την πρώτη Τετάρτη κάθε μήνα]. Αυτό όμως είναι θέμα διοικητικής απόφασης.

Β. Δεύτερον, θεωρώ ότι θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί η προοπτική της σταδιακής αυτονόμησης του Κυπριακού Μουσείου από άλλες διαδικαστικές και ερευνητικές δραστηριότητες, που βρίσκονται στην αρμοδιότητα του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Η διεθνής εμπειρία λέει ότι τα εθνικά μουσεία [όπως είναι το Κυπριακό] είναι εξαιρετικά απαιτητικοί οργανισμοί, που για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χρειάζονται δικό τους προσωπικό και διοικητική ευελιξία. Σήμερα το Κυπριακό Μουσείο στελεχώνεται από ικανότατους αρχαιολόγους, οι οποίοι όμως είναι επιφορτισμένοι με πολλές άλλες ευθύνες: καθημερινή διοικητική γραφειοκρατία, σωστικές ανασκαφές, παρακολούθηση ερευνητικών προγραμμάτων, συμμετοχή σε διάφορες επιτροπές κ.ο.κ. Στην Ελλάδα αυτό οδήγησε προ πολλού σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα το Υπουργείο Πολιτισμού να αποφασίσει την διοικητική αυτονόμηση των μεγάλων μουσείων της χώρας. Έτσι, σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τα Αρχαιολογικά Μουσεία Θεσσαλονίκης και Ηρακλείου, το Επιγραφικό και το Νομισματικό Μουσείο και τα Βυζαντινά Μουσεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης αποτελούν αυτόνομες διοικητικές μονάδες με δικό τους προσωπικό, δηλαδή αρχαιολόγους, συντηρητές, φύλακες και διοικητικούς υπαλλήλους, που ασχολούνται αποκλειστικά με τις ανάγκες τους. Ο όγκος των εργασιών ενός τέτοιου μουσείου [από τη διαχείριση των συλλογών και την οργάνωση εκθέσεων έως την εκπόνηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και την επικοινωνία με το κοινό] είναι τεράστιος και απαιτεί καθημερινή ενασχόληση αλλά και παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων στους τομείς της συντήρησης, της έρευνας, της μουσειολογίας, της παιδαγωγικής, κτλ. Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσον αυτά μπορούν να επιτευχθούν εάν π.χ. οι αρχαιολόγοι του μουσείου είναι επιφορτισμένοι και με την παρακολούθηση σωστικών ανασκαφών για διάφορα έργα που γίνονται στην πόλη. Είναι πρωτίστως θέμα χρόνου. Εάν λοιπόν επιθυμούμε ένα ζωντανό και δραστήριο μουσείο, θα πρέπει να εξετάσουμε τη δυνατότητα στελέχωσης με προσωπικό που θα εργάζεται απρόσκοπτα για τους σκοπούς του. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει αποκοπή από την πρωτογενή έρευνα – κάθε άλλο, η επαφή του μουσείου με τις τρέχουσες έρευνες πρέπει να είναι στενή, να ενημερώνεται, να εντάσσει νέα ανασκαφικά ευρήματα στις εκθέσεις, να διεξάγει το ίδιο έρευνα στα εργαστήριά του και να παρέχει άπλετη πρόσβαση σε εξωτερικούς ερευνητές. Διοικητικά, όμως, θα ήταν καλό να απολαμβάνει αυτοτέλεια εντός του οργανογράμματος του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Βεβαίως, τέτοιου είδους αλλαγές απαιτούν χρόνο, προσεκτική αναδιάρθρωση αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τις ευρύτερες ανάγκες του Τμήματος, καθώς και την υποστήριξη της δημόσιας διοίκησης. Γι’ αυτό και τα όσα λέω παραπάνω θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά απλώς ως μια ιδέα προς διερεύνηση. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων έχει πολύ μεγάλη επιστημονική και διοικητική εμπειρία για να κρίνει καλύτερα από τον καθέναν ποιες είναι οι οργανωτικές αλλαγές, που θα εξασφαλίσουν τη λειτουργία του νέου μουσείου με τους καλύτερους δυνατούς όρους.


Πηγή: Μ. Μωυσέως, Παράθυρο

Δεν υπάρχουν σχόλια