Μοντέλο της πρόσκρουσης του αστεροειδούς Chicxulub στη Γη πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια δείχνει ότι δημιούργησε έναν κόσμο που ήταν α...
Μοντέλο της πρόσκρουσης του αστεροειδούς Chicxulub στη Γη πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια δείχνει ότι δημιούργησε έναν κόσμο που ήταν ακατάλληλος για να ζήσουν οι δεινόσαυροι.
Ο αστεροειδής, ο οποίος έπληξε τη Γη στα παράλια του Μεξικού στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου, πιστεύεται εδώ και καιρό ότι αποτελεί την αιτία της εξαφάνισης όλων των ειδών δεινοσαύρων, εκτός από όσα εξελίχθηκαν σε πουλιά.
Ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές έχουν προτείνει ότι δεκάδες χιλιάδες χρόνια μεγάλων ηφαιστειακών εκρήξεων ίσως αποτελούν την πραγματική αιτία της εξαφάνισής τους, οδηγώντας παράλληλα στον αφανισμό περίπου του 75% της ζωής στη Γη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας νέας έρευνας ομάδας επιστημόνων από τα Πανεπιστήμια Imperial College London, University of Bristol και University College London, με συνεπικεφαλής τον δρα Αλεσάντρο Κιαρέντζα (Alessandro Chiarenza) και τον Άλεξ Φαρνσγουορθ (Alex Farnsworth), μόνο η πρόσκρουση του αστεροειδούς θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες δυσμενείς για τους δεινόσαυρους παγκοσμίως, ενώ η μαζική ηφαιστειότητα θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμα βοηθήσει στην ανάκαμψη της ζωής στη Γη. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (PNAS).
«Δείξαμε ότι η πρόσκρουση του αστεροειδούς δημιούργησε έναν χειμώνα που κράτησε δεκαετίες και οι περιβαλλοντικές αυτές συνέπειες εξάλειψαν τα κατάλληλα για τους δεινόσαυρους περιβάλλοντα. Αντίθετα, οι επιπτώσεις των έντονων ηφαιστειακών εκρήξεων δεν ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να διαταράξουν ουσιαστικά τα παγκόσμια οικοσυστήματα», δήλωσε ο δρ Κιαρέντζα. «Η μελέτη μας επιβεβαιώνει, για πρώτη φορά ποσοτικά, ότι η μόνη εύλογη εξήγηση για την εξαφάνιση είναι η επίδραση του χειμώνα που εξάλειψε τους οικοτόπους των δεινοσαύρων παγκοσμίως», προσθέτει.
Η πρόσκρουση του αστεροειδούς θα είχε απελευθερώσει σωματίδια και αέρια στην ατμόσφαιρα, κρύβοντας για χρόνια τον Ήλιο και προκαλώντας μόνιμους χειμώνες. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις επίσης παράγουν σωματίδια και αέρια με συνέπεια να κρύβεται ο ήλιος, και κατά την εποχή της μαζικής εξαφάνισης, για δεκάδες χιλιάδες χρόνια συνέβαιναν εκρήξεις στην ηφαιστειακή περιοχή του Ντέκαν της Ινδίας.
Για να προσδιορίσουν αν η μεγαλύτερη επίδραση στην αλλαγή του κλίματος προήλθε από την πρόσκρουση του αστεροειδούς ή λόγω της ηφαιστειότητας, οι ερευνητές παραδοσιακά χρησιμοποίησαν γεωλογικούς δείκτες κλίματος και ισχυρά μαθηματικά μοντέλα. Στη δημοσίευση, η ομάδα συνδύασε αυτές τις μεθόδους με πληροφορίες σχετικά με το είδος των περιβαλλοντικών παραγόντων (π.χ. βροχόπτωση και θερμοκρασία) που ήταν απαραίτητοι σε κάθε είδος δεινοσαύρου για να ευδοκιμήσει.
Στη συνέχεια κατάφεραν να χαρτογραφήσουν τα σημεία όπου θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν αυτές οι συνθήκες, έπειτα από την πτώση αστεροειδούς ή από μαζικά ηφαιστειακά φαινόμενα. Διαπίστωσαν ότι μόνο η πρόσκρουση του αστεροειδούς εξαφάνισε όλα τα πιθανά περιβάλλοντα δεινοσαύρων, ενώ η ηφαιστειότητα άφησε ορισμένες βιώσιμες περιοχές γύρω από τον Ισημερινό.
«Αντί να χρησιμοποιήσουμε μόνο το γεωλογικό αρχείο για να μοντελοποιήσουμε την επίδραση στο κλίμα που μπορεί να έχει προκαλέσει ο αστεροειδής ή η ηφαιστειότητα, πήγαμε αυτήν την προσέγγιση ένα βήμα πιο πέρα, προσθέτοντας μια οικολογική διάσταση στη μελέτη, για να αποκαλύψουμε πώς αυτές οι κλιματικές διακυμάνσεις επηρέασαν σοβαρά τα οικοσυστήματα», δήλωσε ο δρ Άλεξ Φαρνσγουορθ (University of Bristol).
«Σε αυτή τη μελέτη προσθέτουμε μια προσέγγιση μοντελοποίησης σε βασικά γεωλογικά και κλιματικά δεδομένα, που δείχνει την καταστροφική επίδραση της πρόσκρουσης αστεροειδούς στους παγκόσμιους οικοτόπους», προσθέτει ο δρ Φίλιπ Μάνιον (Philip Mannion) του University College London, ο οποίος συνυπογράφει την έρευνα.
Τα ηφαίστεια δεν απελευθερώνουν μόνο αέρια και σωματίδια που εμποδίζουν τον ήλιο, αλλά και διοξείδιο του άνθρακα, ένα αέριο θερμοκηπίου. Βραχυπρόθεσμα μετά από έκρηξη, τα στοιχεία αυτά που εμποδίζουν τον ήλιο έχουν μεγαλύτερη επίδραση, προκαλώντας «ηφαιστειακό χειμώνα». Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, τα στοιχεία αυτά φθίνουν από την ατμόσφαιρα, ενώ το διοξείδιο του άνθρακα παραμένει και συσσωρεύεται, θερμαίνοντας τον πλανήτη.
Μετά τον αρχικό παγκόσμιο χειμώνα που προκλήθηκε από τον αστεροειδή, το μοντέλο της ομάδας υποδηλώνει ότι, μακροπρόθεσμα, η ηφαιστειακή θέρμανση θα μπορούσε να έχει βοηθήσει στην αποκατάσταση πολλών οικοτόπων, βοηθώντας τη νέα ζωή που εξελίχθηκε μετά την καταστροφή να ευδοκιμήσει.
«Παρέχουμε νέα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι ηφαιστειακές εκρήξεις που συνέβησαν την ίδια περίοδο ενδέχεται να περιόρισαν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον που προκλήθηκαν από την πρόσκρουση του αστεροειδούς, ιδίως στην επιτάχυνση της αύξησης των θερμοκρασιών μετά τον χειμώνα. Αυτή η ηφαιστειακή θέρμανση βοήθησε στην ενίσχυση της επιβίωσης και της αποκατάστασης των ζώων και των φυτών που δεν αφανίστηκαν, με πολλές ομάδες να μεγαλώνουν αμέσως μετά, συμπεριλαμβανομένων των πουλιών και των θηλαστικών», προσθέτει ο δρ Κιαρέντζα.
Πηγή: Αρχαιολογία και Τέχνες, με πληροφορίες από Imperial College London
Δεν υπάρχουν σχόλια