Είναι ένα από τα πιο εμβληματικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, τοπόσημο της πόλης και παραδοσιακά αγαπημένο σημείο συνάντησης ανθρώπων όλων των ...
Είναι ένα από τα πιο εμβληματικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, τοπόσημο της πόλης και παραδοσιακά αγαπημένο σημείο συνάντησης ανθρώπων όλων των ηλικιών. Η Αψίδα του Γαλερίου (ή αλλιώς Καμάρα όπως συνηθίζεται στην καθομιλουμένη) αποτελεί τμήμα του Γαλεριανού συγκροτήματος που κατασκευάστηκε στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., ενώ οι πεσσοί της φέρουν μαρμάρινες πλάκες με ανάγλυφες παραστάσεις από τις πολεμικές επιχειρήσεις του Γαλερίου κατά των Περσών.
Τα τελευταία χρόνια όμως το μνημείο δέχεται μεγάλη πίεση από φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, τα περιττώματα περιστεριών, αλλά και μικρά φυτά (ριζίδια) που φυτρώνουν ανάμεσα στις ρωγμές της.
Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια να διαβρώνεται το πολύτιμο μάρμαρό της κι έτσι να κινδυνεύει.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης απευθύνθηκε το 2016 στους ειδικούς επιστήμονες του ΑΠΘ, ζητώντας απαντήσεις για την κατάσταση του μνημείου, 25 χρόνια μετά την τελευταία μελέτη και συντήρηση.
Σύνθετες αναλυτικές μέθοδοι
Σήμερα, τα μέλη της διατμηματικής ομάδας Β. Μέλφος (Τομέας Ορυκτολογίας, Πετρολογίας, Κοιτασματολογίας, Τμήμα Γεωλογίας, ΑΠΘ), Κ. Σαμαρά (Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος, Τμήμα Χημείας, ΑΠΘ) Μ. Κυρανούδη κ Γ. Ζαχαροπούλου (Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης), Α. Κούρας κ Ε. Καραλή (Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος, Τμήμα Χημείας, ΑΠΘ), Λ. Παπαδοπούλου ((Τομέας Ορυκτολογίας, Πετρολογίας, Κοιτασματολογίας, Τμήμα Γεωλογίας, ΑΠΘ), Ε. Παυλίδου (Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος, Τμήμα Χημείας, ΑΠΘ) ανέπτυξαν την ανακοίνωσή τους για τον «Προσδιορισμό των παραγόντων που επιδρούν στη φθορά της Θριαμβικής Αψίδας του Γαλερίου» στο πλαίσιο του 33ου Αρχαιολογικού Συνεδρίου.
Όπως έγινε γνωστό η ομάδα μελέτησε δείγματα από τις σωματιδιακές επικαθήσεις και τη μαύρη κρούστα που καλύπτουν τα μαρμάρινα ανάγλυφα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν τα εργαστήρια του ΑΠΘ, και εφαρμόστηκαν σύνθετες αναλυτικές μέθοδοι όπως φασματομετρία μάζας και ιοντική χρωματογραφία για χημικές αναλύσεις ιχνοστοιχείων και ιοντικών συστατικών, καθώς και ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης για τη μελέτη της μικρομορφολογίας. Η ερευνητική ομάδα παρέδωσε τα αποτελέσματά της στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, και τα δημοσίευσε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Science of the Total Environment.
Περιορισμένη η αποδόμηση του μαρμάρου
Όπως αναφέρθηκε στο συνέδριο, ήδη από το 1828 ένας Αυστριακός διπλωμάτης είχε διαπιστώσει τη μεγάλη φθορά των μαρμάρινων αναγλύφων από πυρκαγιές εξαιτίας των ξύλινων σπιτιών που στηριζόταν στους πεσσούς. Επίσης έως και το 2000 περίπου, ο σημαντικότερος παράγοντας φθοράς ήταν η μετατροπή του μαρμάρου σε γύψο λόγω της σημαντικής περιεκτικότητας του διοξειδίου του θείου στην ατμόσφαιρα από τα καυσαέρια.
Σήμερα, όπως έδειξε η διεπιστημονική μελέτη του ΑΠΘ, η απουσία της γύψου στη μαύρη κρούστα και η χαμηλή περιεκτικότητα στα θειικά ιόντα, επιβεβαιώνουν τα χαμηλά ποσοστά του θείου στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, λόγω της αποθείωσης των υγρών καυσίμων κατά τα τελευταία 20 χρόνια.
Πάντως η μελέτη έδειξε ότι οι κίνδυνοι για την καταστροφή του μαρμάρου είναι πλέον περιορισμένοι και συνοψίζονται στη φύση του πετρώματος με την απολέπισή του και τη δημιουργία μικρών φλοίδων με μειωμένη συνοχή, στη δράση των βρυόφυτων και των μικρών φυτών με τα ριζίδια και τα κλαδιά, στα μεταλλικά μικροσωματίδια από τα οχήματα και στους αέριους ρυπαντές. «Αν το προσέξουμε θα διατηρηθεί για πάρα πολλά χρόνια ακόμη», τόνισε ο κ. Μέλφος στη διάρκεια της ανακοίνωσης.
Επιπλέον το μάρμαρο της Καμάρας, που, όπως επιβεβαιώθηκε στο συνέδριο, προέρχεται από την Αλυκή της Θάσου, είναι ένα αδρόκοκκο πέτρωμα με πολυάριθμες μικρές μικρορωγμές που ευνοούν την απολέπισή του και την εξωτερική διάβρωση, σε συνδυασμό με την μηχανική πίεση που ασκούν ο πάγος, τα άλατα και οι ρίζες των μικρόφυτων.
Παράλληλα, σημαντική επίπτωση έχουν και οι εκκρίσεις και τα περιττώματα των πτηνών, που έχουν όξινο pH, και ειδικά των περιστεριών. Το γεγονός αυτό φαίνεται και από την εκτεταμένη ανίχνευση φωσφόρου τόσο στη μαύρη κρούστα όσο και στις επικαθίσεις στο μνημείο. Η οξύτητα των εκκρίσεων αυτών προσβάλλει το μάρμαρο και το διαβρώνει. Τέλος, η βιοδραστικότητα με την παρουσία μικρών φυτών που αναπτύσσονται κατά μήκος των ρωγμών έχει ως αποτέλεσμα την αποδόμηση του μαρμάρου.
Πηγή: Κ. Τσολάκη, Μακεδονία
Δεν υπάρχουν σχόλια