Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Ταξιδεύοντας στην Ιστορία με «Μαύρα Καράβια»

Στις αμέτρητες σελίδες μιας παλιάς ναυτικής εγκυκλοπαίδειας, στο λήμμα με τον μυθιστορηματικό τίτλο «Μαύρη Μοίρα», μαθαίνουμε για μια ιστορί...

Ταξιδεύοντας στην Ιστορία με «Μαύρα Καράβια»

Στις αμέτρητες σελίδες μιας παλιάς ναυτικής εγκυκλοπαίδειας, στο λήμμα με τον μυθιστορηματικό τίτλο «Μαύρη Μοίρα», μαθαίνουμε για μια ιστορία πειρατείας στα νερά της προεπαναστατικής Ελλάδας. Σε μια σύντομη διήγηση που μοιάζει να γίνεται στο όριο θρύλου και αλήθειας, μεταφερόμαστε στο 1807, λίγα χρόνια πριν από το επίσημο ξέσπασμα της Επανάστασης, τη χρονιά που σταματά ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος και που οι Ρώσοι αποχωρούν από το Αιγαίο, αφήνοντας τους Ελληνες που πολέμησαν στο πλευρό τους εκτεθειμένους στα τουρκικά αντίποινα. Οι Θεσσαλοί οπλαρχηγοί, κατατρεγμένοι στους τόπους τους από τον Αλή Πασά, βρίσκουν καταφύγιο στις ελεύθερες Σποράδες, όπου, μαζί με έμπειρους νησιώτες ναυτικούς, συγκροτούν ένα μικρό πειρατικό στόλο με «μαύρα καράβια» υπό την αρχηγία των διαβόητων καπεταναίων Γιάννη Σταθά και Νίκου Τσάρα ή «Νικοτσάρα». Αναφέρεται μάλιστα και ναυμαχία, κατά την οποία οι Ελληνες πειρατές, με τη συνδρομή μιας αγγλικής φρεγάτας, επικρατούν θριαμβευτικά έναντι των καραβιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – καράβια που έστειλε ο σουλτάνος για να «τελειώνει» με αυτούς τους πείσμονες, σκληρούς και ανυπότακτους μαχητές.

Η εξάτομη «Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια» του 1929 μοιάζει έργο σπουδαίο και καθ’ όλα έγκυρο, κάτι που προδίδεται όχι μόνον από τον όγκο της πληροφορίας που περιέχει αλλά και από το κύρος της συντακτικής ομάδας: διευθυντής έκδοσης ήταν ένας διανοούμενος του ελληνικού στρατού, ο δημοσιογράφος Γεώργιος Σώκος (πατέρας της αείμνηστης Ροζίτας Σώκου), και ανάμεσα στους συντελεστές φιγουράρουν «βαριά» ονόματα όπως αυτό του Ερμουπολίτη ναυάρχου Στυλιανού Λυκούδη, «πατέρα» της Ελληνικής Υπηρεσίας Φάρων. Και όμως, αυτά που μαθαίνουμε γι’ αυτόν τον πειρατικό στολίσκο του Αιγαίου είναι ελλιπή και αινιγματικά. Στο λήμμα «Γιάννης Σταθάς», η εγκυκλοπαίδεια επαναλαμβάνει λίγο-πολύ την πληροφορία που μας δίνει σ’ αυτό της «Μαύρης Μοίρας», και όποιος έχει την περιέργεια να ανατρέξει στο λήμμα «πειρατεία», το μόνο πράγμα που θα βρει για τους πειρατές του προεπαναστατικού Αιγαίου είναι μια άποψη: πως αυτοί βοήθησαν τους Ελληνες να αποκτήσουν ναυτοσύνη, εφόσον αναγκάστηκαν να τους πολεμήσουν.

Επιπλέον, η εγκυκλοπαίδεια γράφει πως ο στολίσκος αυτός είχε εβδομήντα πλοιάρια, αποδίδοντας την πληροφορία αυτή στο έργο του Γάλλου λόγιου και διπλωμάτη Esprit Marie Cousinéry «Ταξίδι στη Μακεδονία» («Voyage dans la Macédoine», 1831) και συγκεκριμένα στον πρώτο τόμο και τη σελίδα 74. Ανατρέχοντας όμως εκεί (αλλά και οπουδήποτε αλλού στο δίτομο αυτό έργο με την υπέροχη και λεπτομερή περιηγητική περιγραφή) δεν συναντάμε τίποτα συγκεκριμένο σχετικά με τον στολίσκο αυτό.


Ταξιδεύοντας στην Ιστορία με «Μαύρα Καράβια»

Συνεχίζοντας την έρευνα βρίσκουμε κάποια στοιχεία, αλλά αυτά είναι σκορπισμένα, σαν θραύσματα αλήθειας, εδώ κι εκεί. Η «Μαύρη Μοίρα» και οι πρωταγωνιστές της κάνουν σύντομες εμφανίσεις σε διάφορες πηγές, από συγκινητικούς στίχους δημοτικών μας τραγουδιών και τα λόγια του «Γέρου του Μοριά» στα απομνημονεύματά του μέχρι κείμενα σεβάσμιων ιστορικών όπως ο Ιωάννης Βασδραβέλλης, ο Απόστολος Βακαλόπουλος ή ο Νικόλαος Μέρτζος, αλλά και η μεγάλη τρίτομη έκδοση-έρευνα της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη για την πειρατεία που εξέδωσε η «Βιβλιοθήκη της Εστίας» το 1998. Ωστόσο, όλες αυτές οι εικόνες μοιάζουν θολές, λες και πάντα καλύπτονται από ένα αδιόρατο πέπλο λαϊκής δοξασίας και μυθολογίας.

Τα ναυτικά και ναυπηγικά δεδομένα είναι επίσης φευγαλέα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μιλάει για 1.400 άντρες, νούμερο που όντως αντιστοιχεί στο πιθανό συνολικό πλήρωμα των 70 πλοιαρίων (τα οποία αναφέρει η Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια). Επιπλέον, με δεδομένο το ιστορικό πλαίσιο, δεχόμαστε πως ο στόλος της «Μαύρης Μοίρας» αποτελείτο από ευέλικτα ιστιοφόρα της εποχής, σκαριά όπως η ψαριανή γαλιότα, η φούστα και η σακολέβα. Ελλείψει όμως εικόνων ή πιο λεπτομερών μαρτυριών, αναρωτιόμαστε αν ήταν όντως κατάμαυρα αυτά τα πειρατικά πλοία.


Πορτρέτο του Γιάννη Σταθά. Ελαιο-γραφία του ζωγράφου Ιωάννη Τρικογλίδη (1930). Από τη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
Πορτρέτο του Γιάννη Σταθά. Ελαιογραφία του ζωγράφου Ιωάννη Τρικογλίδη (1930). Από τη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.

Ο δρ Δαμιανίδης

Επικοινωνώντας με τον μελετητή της ιστορίας της ξυλοναυπηγικής μας, δρα Κώστα Δαμιανίδη, αυτός μας δίνει κάποιες απαντήσεις: «Πράγματι, τα πανιά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν βαφτεί με κάποια απόχρωση του μαύρου, όπως τα έβαφαν οι ψαράδες με βρασμένο πίτικα και αποκτούσαν χρώμα σκούρο καφέ. Θα μπορούσαν, ακόμη, να δημιουργήσουν μια πολύ σκούρα απόχρωση βάζοντας κάποια συστατικά επιπλέον στο μείγμα της βαφής. Επίσης, τα ύφαλα (σ.σ. τα μέρη του σκάφους που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας) τα περνούσαν με μαύρο μείγμα που είχε συστατικά προστασίας του ξύλου, όπως κατράμι και λινέλαιο. Οσο για τα χρώματα στο πάνω μέρος των καραβιών, γνωρίζουμε πως επιμέρους τμήματα πράγματι βάφονταν μαύρα, κάτι που βλέπουμε και σε διάφορες εικαστικές και χρωματισμένες αναπαραστάσεις ιστιοφόρων. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως τα σκούρα χρώματα θα ήταν γι’ αυτούς πολύ χρήσιμα στις νυχτερινές επιδρομές τους».

Κι ενώ αυτή τη στιγμή, στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας, στον Πειραιά, «τρέχει» μια ομαδική εικαστική έκθεση εμπνευσμένη από την «πρώτη σημαία» της «Μαύρης Μοίρας» του Γιάννη Σταθά (μιας «πρώτης ελληνικής σημαίας», που, όπως μαθαίνουμε, υφάνθηκε στην Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο, όπου οι εν λόγω οπλαρχηγοί του Ολύμπου και νησιώτες ναυτικοί, πριν συγκροτήσουν τον πειρατικό τους στόλο, μαζεύτηκαν για να συντονίσουν τις επόμενες κινήσεις τους), υπάρχουν κι αυτοί που συνεχίζουν να εξερευνούν τα σκοτάδια της ιστορίας του ’21 και της ελληνικής πειρατείας οδηγούμενοι από μια δική τους τρέλα και δίψα για ιστορική γνώση.


Tα κόμικς του Καραμπάλιου μοιάζουν με ένα σινεμά της αλήθειας φτιαγμένο από μελάνι και χαρτί. Διαβάζοντάς τα, ανεβαίνουμε μαζί με τους «μαυροκαραβίτες» στα καταστρώματα των πλοίων τους και εξερευνούμε την ελληνική ιστορία.
Tα κόμικς του Καραμπάλιου μοιάζουν με ένα σινεμά της αλήθειας φτιαγμένο από μελάνι και χαρτί. Διαβάζοντάς τα, ανεβαίνουμε μαζί με τους «μαυροκαραβίτες» στα καταστρώματα των πλοίων τους και εξερευνούμε την ελληνική ιστορία.

Ο Λεωνίδας Γουργουρίνης εξερευνά εδώ και είκοσι χρόνια την ιστορία της πειρατείας στην Ελλάδα και στη Μεσόγειο, και πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα ιστορικό μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον Πέτρο Λάντζα, έναν Κερκυραίο πειρατή του 16ου αιώνα, από τις πολύ «ναυτικές» εκδόσεις Αρτέον («Ο Μαυροπετρίτης – Το Γεράκι της Μεσογείου», 2020). Αρχισε να ασχολείται με το θέμα αυτό, σκεπτόμενος πως θα ήταν αδύνατον, σε μια χώρα με τόσους αιώνες ναυτικής παράδοσης, να μην έχει υπάρξει και μια πλούσια ιστορία πειρατείας. «Ακόμη και ο Οδυσσέας ήταν πειρατής!» αναφωνεί με πάθος, στην κουβέντα που κάναμε μαζί του, και συνεχίζει: «Είναι ένα θέμα-ταμπού για τους Ελληνες, γιατί παρουσιάζει μια πτυχή της ιστορίας τους που προτιμούν να κρατήσουν κρυφή, μια πτυχή όμως που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της χώρας. Αν δεν υπήρχε η πειρατεία», λέει εμφατικά, «δεν θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε ναυτοσύνη, εμπειρία και χρήμα για να κάνουμε την Επανάσταση».

Την ίδια στιγμή, κάπου στον Θεσσαλικό Κάμπο, ένας επίμονος κομίστας και ιστοριοδίφης συνεχίζει ακούραστα να αποδίδει σε κόμικς την ιστορία των αρματολών και πειρατών της προεπαναστατικής Ελλάδας. Ο Θανάσης Καραμπάλιος, έχοντας ξεκινήσει το 2018 μια σειρά από γκράφικ νόβελ με τον γενικό τίτλο «1800» (εκδόσεις Jemma Press), έχει φτάσει πλέον στο πέμπτο επεισόδιο και μέσα στην άνοιξη της χρονιάς αυτής θα κλείσει τον πρώτο κύκλο της σειράς με μια έκτη έκδοση. Ο κεντρικός του ήρωας, ο «Δήμος Καραμάνος», είναι εμπνευσμένος από τους μεγάλους Θεσσαλούς οπλαρχηγούς της εποχής και στην τελευταία έκδοση της σειράς μπαρκάρει με τα «Μαύρα Καράβια».

Παρόμοια με τον Λεωνίδα Γουργουρίνη, έτσι κι αυτός, έχει καταλάβει πως υπάρχει ένα κομμάτι του παρελθόντος μας που έχει μείνει στο σκοτάδι, κι έφτασε για να το ψάξει έως και τα τοπικά ιστορικά αρχεία στην Ελασσόνα, την ιδιαίτερη πατρίδα του. (Σε κάθε βιβλίο της σειράς, μάλιστα, παραθέτει τη βιβλιογραφία της έρευνάς του, σε περίπτωση που θέλουμε να ανατρέξουμε σε αυτή για επιπλέον έρευνα.)


Το πέμπτο επεισόδιο της σειράς γκράφικ νόβελ, με τον γενικό τίτλο «1800» (εκδόσεις Jemma Press), του Θανάση Καραμπάλιου.
Το πέμπτο επεισόδιο της σειράς γκράφικ νόβελ, με τον γενικό τίτλο «1800» (εκδόσεις Jemma Press), του Θανάση Καραμπάλιου.

Στις ιστορίες του δεν θα βρούμε την εξωραϊσμένη, ιδανική εικόνα των προγόνων μας, αυτή που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Οι σκληροτράχηλοι αρματολοί του ’21 μοιάζουν στις σελίδες του ολοζώντανα ηρωικοί και θαρραλέοι, αλλά καθόλου εξιδανικευμένοι. Είναι ανθρώπινοι, καθημερινοί, γεμάτοι σφάλματα, ιδιοτέλειες και αντιφάσεις. Οι σχεδιαστικές γραμμές του προδίδουν την αγάπη του για μια σειρά από ιερά τέρατα του παγκόσμιου κόμικς – «μεγάλωσα διαβάζοντας τη Βαβέλ και θαυμάζοντας κομίστες όπως ο Μοέμπιους», μας λέει, αλλά βλέπει κανείς στο στυλ και στη σκηνοθεσία του και τον Αμερικανό Φρανκ Μίλερ και τους συγκλονιστικούς του (χάρτινους αλλά και κινηματογραφικούς) «τριακόσιους».

Πράγματι, τα κόμικς του Καραμπάλιου μοιάζουν με ένα σινεμά της αλήθειας φτιαγμένο από μελάνι και χαρτί. Διαβάζοντάς τα, ανεβαίνουμε μαζί με τους «μαυροκαραβίτες» στα καταστρώματα των πλοίων τους και εξερευνούμε την ελληνική ιστορία.



Πηγή: Δ. Καραΐσκος, Καθημερινή



Δεν υπάρχουν σχόλια