Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

The Guardian: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Ελλάδα

«Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Ελλάδα. Τότε γιατί είναι τόσο δύσκολο να αποδεχτούμε την επανένωσή τους;» Με αυτόν τον τίτλο η προϊστα...

The Guardian: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Ελλάδα

«Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Ελλάδα. Τότε γιατί είναι τόσο δύσκολο να αποδεχτούμε την επανένωσή τους;» Με αυτόν τον τίτλο η προϊσταμένη του πολιτιστικού τμήματος της εφημερίδας The Guardian, η πολυβραβευμένη δημοσιογράφος και συγγραφέας Charlotte Higgins, θέτει για μια ακόμη φόρα στο δημόσιο διάλογο της Βρετανίας, το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Η πολιτική περί ταυτότητας αναζωπυρώνεται, την ώρα που οι κληρονομιές της αποικιοκρατίας εξετάζονται εξονυχιστικά, σχολιάζει σε άρθρο γνώμης με αναφορά στα Γλυπτά του Παρθενώνα και στην επιστροφή τους στην Ελλάδα.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο εκτενές άρθρο γνώμης «όσοι θα έβλεπαν τα Γλυπτά του Παρθενώνα να επιστρέφουν στην Ελλάδα θα αισθάνονταν μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα». Καθώς, όπως επισημαίνει, η πολιτική της ταυτότητας των γλυπτών ξαναζωντανεύει και τα κληροδοτήματα της αποικιοκρατίας πλέον επανεξετάζονται εξονυχιστικά.

Αναφέρεται στις αρχαιότητες που έχουν ήδη επιστραφεί στον τόπο προέλευσής τους, όπως τα Νιγηριανά χάλκινα που λεηλατήθηκαν από τους Βρετανούς το 1897 σε μια επιδρομή στην πόλη Μπενίν. «Τα χάλκινα του Μπενίν που κρατούνταν στο Αμπερντίν και το Κέιμπριτζ έχουν σταλεί πίσω στην Νιγηρία. Αυτά που είναι στην Γλασκόβη αποτελούν αντικείμενο επίσημου αιτήματος και αυτά στην Γερμανία θα επιστραφούν επίσης» , τονίζει με νόημα η κα Χίγκινς. Δεν ξεχνάει να θυμίσει και την πρόσφατη σχετική συμφωνία του Αρχαιολογικού Μουσείου του Παλέρμο με το Μουσείο της Ακρόπολης. «Το γλυπτό του Παλέρμο είναι ένα θραύσμα σε μέγεθος κουτιού από παπούτσια, που δείχνει μέρος του ποδιού της θεάς Άρτεμης, αντί της ζωφόρου των 75 μέτρων συν το υπέροχο αέτωμα που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο. Παρ' όλα αυτά όμως ακόμα και αυτή η κίνηση, αποτελεί ένα είδος «προηγούμενου»».


The Guardian: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Ελλάδα

«Το να χωρίζεις ένα καλλιτεχνικό σύνολο είναι σαν να ξεσκίζεις τον Άμλετ από το Πρώτο Φύλλο των έργων του Σαίξπηρ», λέει το editorial, αν και το να φέρεις τα γλυπτά του Μπλούμσμπερι στην Αθήνα δεν θα ολοκλήρωνε απολύτως τίποτα, αφού η μισή λιθοδομή έχει καταστραφεί και δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια» συνεχίζει.

Τονίζει, επίσης, τη ριζική στροφή θέσης της εφημερίδας Times η οποία μετά από 50 χρόνια άλλαξε γραμμή και πλέον υποστηρίζει και αυτή τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα. Υπογραμμίζει δε τον ρόλο που έχει παίξει ο Έλληνας πρωθυπουργός, λέγοντας ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατέστησε την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα σημείο συζήτησης στην πρόσφατη επίσκεψή του στο Λονδίνο».

Σημειώνει την τελευταία δημοσκόπηση της YouGov όπου η πλειοψηφία των βρετανών τάσσεται υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών. Παράλληλα, κάνει μια εκτενή ιστορική και νομική αναφορά όπου κατά βάση επισημαίνεται ότι «ο επαναπατρισμός των λαφύρων της αυτοκρατορίας έχει κολλήσει σε κάθε είδους νομικά και ιστορικά αδιέξοδα που διατηρούν το status quo».

«Τα θέλουν οι Έλληνες, φτιάχτηκαν για την Αθήνα, να επιστραφούν. Πράγματι, η παρουσία τους στο Μπλούμσμπερι ήταν πάντα έντονα αμφιλεγόμενη, αμέσως μετά την κοινοβουλευτική συζήτηση το 1816, όπου συζητήθηκε, μεταξύ πολλών άλλων, αν ο Λόρδος Έλγιν είχε εκμεταλλευτεί τη θέση του ως πρεσβευτής για να αποκτήσει το «φιρμάνι» ή την άδεια, από τις οθωμανικές αρχές ώστε να αφαιρέσουν το «qualche pezzi di pietra» («κάθε κομμάτια πέτρας») από την Ακρόπολη της Αθήνας» όπως αναφέρει.

Η ίδια ωστόσο επισημαίνει ότι όλα αυτά τα τρομερά πράγματα που έγιναν τότε πρέπει να εξεταστούν καθώς αποτελούν πλέον ιστορία στο πλαίσιο του κράτους δικαίου της εποχής.

«Η υπόθεση της επιστροφής φάνηκε ακόμη πιο συναρπαστική από τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης το 2009, του οποίου οι ευάερες γκαλερί, μπροστά στον ίδιο τον ναό, κάνουν μια τόσο υπέροχη δουλειά καθώς αφηγούνται την ιστορία του Παρθενώνα. Συγκριτικά, η γκαλερί Duveen του Βρετανικού Μουσείου μπορεί να φαίνεται ζοφερή και καταθλιπτική» συμπληρώνει.

«Γιατί λοιπόν ο φιλέλληνας Μπόρις Τζόνσον δεν δίνει πίσω τα Γλυπτά; Άλλωστε, ως φοιτητής έγραφε με πάθος υπέρ της αποκατάστασης. Λοιπόν: αυτό που μπορεί να σκέφτηκε ή όχι κάποτε ο Τζόνσον είναι, φυσικά, άσχετο. Πολύ πιο σχετικό, δε, είναι το γεγονός ότι δεν μπορεί να το κάνει, (δηλαδή να επιστρέψει τα Γλυπτά): τα εθνικά μουσεία στη Βρετανία δεν είναι προέκταση της κυβέρνησης, είναι σε απόσταση αναπνοής και ανεξάρτητα από αυτήν.

»Σε ένα σπάνιο ξέσπασμα εγκράτειας, ο Τζόνσον είπε ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι υπόθεση των εντολοδόχων του Βρετανικού Μουσείου» συνεχίζει το άρθρο γνώμης.

«Αυτοί οι διαχειριστές, οι οποίοι περιλαμβάνουν τη Mary Beard, τον Grayson Perry και τον πρόεδρο George Osborne, είναι οι «ιδιοκτήτες» της συλλογής, όπως λέει.

»Η πράξη του 1753 του κοινοβουλίου που ίδρυσε το μουσείο όριζε το «κοινό» ως «όλα τα φιλομαθή και περίεργα πρόσωπα» – συμπεριλαμβανομένων «όλων των μορφωμένων ξένων. Δεν είναι αδύνατο, λοιπόν, οι εντολοδόχοι να ξυπνήσουν ένα πρωί και να αποφασίσουν ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα ωφελούσαν περισσότερο το κοινό εάν εκτίθεντο στο Μουσείο της Ακρόπολης;» επισημαίνει.

«Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι θα ήταν απίθανο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να το κάνουν. Ένας λόγος είναι ότι οι διαχειριστές ιδρυμάτων όπως το Βρετανικό Μουσείο είναι, συλλογικά, συνταγματικά ακατάλληλοι για τη λήψη ριζοσπαστικών αποφάσεων, όσο ανεξάρτητοι και αν είναι.

»Ένα άλλο ιδεολογικό σημείο είναι ότι: το μουσείο επιβεβαιώνει την κεντρική θέση στη συλλογή των γλυπτών και υποστηρίζει ότι υπάρχει τεράστιο όφελος από την έκθεσή τους κοντά στην ασσυριακή και αιγυπτιακή τέχνη, μια διάταξη που αναδεικνύει τη διασύνδεση μεταξύ των πολιτισμών, με τρόπο, που δεν θα συνέβαινε στην Αθήνα.


The Guardian: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στην Ελλάδα

Ένας τρίτος λόγος είναι ο νόμος, συνεχίζει η Higgins. «Ο νόμος του Βρετανικού Μουσείου του 1963 και οι τροποποιήσεις του ορίζουν ότι οι διαχειριστές δεν μπορούν να παραχωρήσουν αντικείμενα συλλογής παρά μόνο υπό πολύ συγκεκριμένες συνθήκες: εάν είναι υποβαθμισμένα ή γεμάτα με παράσιτα, εάν είναι «διπλότυπα» ή εάν θεωρούνται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Spoliation του Ηνωμένου Βασιλείου ότι έχουν λεηλατηθεί ή αγοραστεί υπό συνθήκες εξαναγκασμού κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. 

»Και έτσι η κατάσταση κάνει έναν κύκλο, ίσως βολικά. Δεν εξαρτάται από την κυβέρνηση, εξαρτάται από τους διαχειριστές. Και όμως δεν εξαρτάται από τους διαχειριστές, λόγω του νόμου. Και δεν μπορεί να δανειστούν στους Έλληνες, γιατί οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν την ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου» λέει χαρακτηριστικά η Higgins.

«Τα μουσεία, στο σύνολό τους, δεν δανείζουν πράγματα χωρίς να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Εξ ου και το αδιέξοδο, η βολική συνέχιση του status quo. Τα Γλυπτά, αν και πιο αρχαία από κάθε έννοια, εμπλέκονται στην ιστορία του εθνικού κράτους και των μουσείων και μπλέκονται σε έναν «κόμπο» νόμιμης κηδεμονίας και ιδιοκτησίας» όπως εξηγεί η αρθρογράφος.

Συνεχίζει δε λέγοντας πως «Στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, ο Neil MacGregor, ο πρώην διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, υποστήριξε σθεναρά το Βρετανικό Μουσείο ως ένα «καθολικό» μουσείο που βασίζεται στις αρχές του Διαφωτισμού.

»Ήταν ένα μέρος του κόσμου, για τον κόσμο, είπε. Η συλλογή θα μπορούσε να είναι κινητή, δανείζοντας τους θησαυρούς της στη Βρετανία και σε όλο τον κόσμο (το 2014, το μουσείο δάνεισε ακόμη και ένα από τα γλυπτά του Παρθενώνα στην Αγία Πετρούπολη).

»Στο Ναϊρόμπι το 2006, παρακολουθώντας την πρώτη έκθεση στην Αφρική στην οποία το Βρετανικό Μουσείο είχε δανείσει αντικείμενα, ο MacGregor μου είπε –και θυμάμαι ακόμα τη μαρτυρία του– ότι «ο επαναπατρισμός είναι το ερώτημα του χθες». 

»Μιάμιση δεκαετία μετά, ο MacGregor, νομίζω, θα παραδεχόταν ότι η αποκατάσταση είναι, στην πραγματικότητα, ερώτημα του σήμερα. Το παγκόσμιο μουσείο δεν είναι μια ουδέτερη έννοια.

»Το Βρετανικό Μουσείο είναι το προϊόν ενός συνδυασμού περιέργειας, επιστήμης και αιχμάλωτου αυτοκρατορικού επιτηδεύματος. Αλλά αν τα μουσεία είναι τοποθεσίες που αντιπροσωπεύουν μερικές από τις πιο ανησυχητικές κληρονομιές της αυτοκρατορίας, μπορούν και πρέπει επίσης να είναι, μέρη όπου μπορούν να επιλυθούν αυτά τα ζητήματα - ή για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο πρόσφατη διατύπωση του MacGregor, «τόποι εξιλέωσης και συμφιλίωσης». Έχουν καθήκον να ενεργούν ηθικά.

Καταλήγει προτείνοντας στην Βρετανική κυβέρνηση να δημιουργήσει μια ομάδα εμπειρογνωμόνων η οποία θα ορίσει τις προϋποθέσεις επαναπατρισμού αρχαιοτήτων από εθνικά Μουσεία που θα της τα ζητήσουν. Το ίδιο «έχει γίνει εδώ και καιρό για τα έργα τέχνης που συνδέονται με το Ολοκαύτωμα», γράφει χαρακτηριστικά. Παρ’ όλα αυτά εκτιμά ότι μια τέτοια απόφαση δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς όπως λέει «η κυβέρνηση του Γουεστμίνστερ δεν έχει το μυαλό να κάνει κάτι τέτοιο». Τονίζει όμως πως «ο επαναπατρισμός είναι ένα σημερινό ζήτημα» και όπως λέει «είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι και αυριανό».


Πηγή: Ναυτεμπορική, LiFO



Δεν υπάρχουν σχόλια