Μια αναδρομή στην ιστορία, τις μεγάλες στιγμές και τα σημαντικότερα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης με αφορμή την επετειακή...
Μια αναδρομή στην ιστορία, τις μεγάλες στιγμές και τα σημαντικότερα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης με αφορμή την επετειακή έκθεση για τα 60 χρόνια λειτουργίας του.
Η συλλογή ενός αρχαιολογικού μουσείου, πέρα από τα αντικείμενα, τους ογκώδεις καταλόγους και τα ευρετήρια που γεμίζουν τις αποθήκες και τα ράφια του, αλλά και τα χιλιάδες ηλεκτρονικά αρχεία, συνιστά από μόνη της μια ιστορία. Μια ιστορία φτιαγμένη από χιλιάδες μικρότερες, που κι αυτές με τη σειρά τους πλέκονται αξεδιάλυτα με υπαρκτά πρόσωπα, επώνυμα και ανώνυμα.
Στις 27 Οκτωβρίου 1962, κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη για τα πενήντα χρόνια από την απελευθέρωσή της, εγκαινιάστηκε το νεόκτιστο τότε αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Φέτος, εξήντα χρόνια μετά, την ίδια μέρα, το μουσείο γιορτάζει μια σημαντική επέτειο που θα τιμήσει την ιστορία του μεγαλύτερου πλέον και παλαιότερου αρχαιολογικού μουσείου του βορειοελλαδικού χώρου, εγκαινιάζοντας μια έκθεση.
«Με την έκθεση “Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης: 60 χρόνια - 60 στιγμές” ξεφυλλίζουμε την ιστορία μας και επιλέγουμε εξήντα εμβληματικές στιγμές. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η εκθεσιακή αφήγηση φαίνεται να ακολουθεί μια πορεία που ξεκινά από το 1962 και διατρέχει εξήντα χρόνια, φτάνοντας στο σήμερα. Γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάτω από τη γραμμικότητα υφαίνεται ένας σύνθετος ιστός που συμπλέκει το παρελθόν με το παρόν με έναν τρόπο δυναμικό. Με αφορμή σημαντικές στιγμές του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (ΑΜΘ) η εσωτερική ανάπτυξη των σταθμών της ιστορίας του μουσείου γίνεται με τη λογική “μικροϊστοριών” που με προβολές και αναδρομές στο παρελθόν συνδέουν όχι μόνο το χθες με το σήμερα αλλά και την πόλη με το μουσείο, αντανακλώντας τα γεγονότα και το κλίμα της εκάστοτε εποχής. Στόχος η ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας του ΑΜΘ που διαμορφώθηκε ενεργά ήδη από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, ενός μουσείου με όραμα και εξωστρέφεια», λέει η Αγγελική Κουκουβού, αναπληρώτρια προϊσταμένη του μουσείου.
Στην έκθεση παρουσιάζονται συνολικά 274 αντικείμενα ή σύνολα αντικειμένων. H αφήγηση ακολουθεί την ιστορική διαδρομή του μουσείου: εμβληματικές εκθέσεις των δεκαετιών ’60, ’70 και ’80, σημαντικές ανακαλύψεις που άλλαξαν τον αρχαιολογικό χάρτη της Μακεδονίας, μυστικές νυχτερινές μεταφορές αρχαιοτήτων για λόγους ασφαλείας, τυχαία ευρήματα που έδωσαν στην επιστημονική κοινότητα τη λύση για αινίγματα χρόνων και πολλά άλλα παρουσιάζονται αντιστικτικά με τη νεότερη ιστορία του μουσείου, που χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, εισαγωγή στον ψηφιακό κόσμο και τις δυνατότητες που δίνει στα μουσεία, πρωτοποριακά προγράμματα που διασφαλίζουν την προσβασιμότητα σε όλες και όλους και προσφέρουν εξατομικευμένη μουσειακή εμπειρία, δράσεις με σκοπό την ανάπτυξη ενός κοινωνικού χώρου για διάλογο και συμμετοχή των κοινοτήτων. Η έκθεση αντικειμένων υποστηρίζεται από οπτικό και ηχητικό υλικό που θα συνδυάζει κείμενα, εικόνες, βίντεο αρχείου κ.ά., τα οποία, σε συνάρτηση με τον υπομνηματισμό και τα ενημερωτικά κείμενα, θα εμπλουτίζουν τη μουσειακή αφήγηση. Παράλληλα θα προβάλλεται και ταινία μικρής διάρκειας, αφιερωμένη στην ιστορία μουσείου.
«Ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της έκθεσης πιστεύουμε πως είναι η γραφιστική επεξεργασία του υλικού που θα παρουσιαστεί με ποικιλομορφία, ενώ έχει δημιουργηθεί ειδική γραμματοσειρά για τα κείμενα των τίτλων, εμπνευσμένη από παλιά σφραγίδα του μουσείου. Επίσης, ορισμένες ενότητες θα αναπτυχθούν με τη λογική εγκαταστάσεων που μετατρέπουν σύγχρονα αντικείμενα σε εκθέματα και θα αποδίδουν το περιεχόμενο με μια σύγχρονη εικαστική ματιά. Για τα παιδιά και τις οικογένειές τους θα υπάρχει μια γωνιά με προτάσεις για δραστηριότητες, ενώ με έμπνευση την ιστορία του μουσείου δημιουργήθηκε για τα γενέθλια των εξήντα χρόνων ένα επιτραπέζιο παιχνίδι», σημειώνει η κ. Κουκουβού.
Η διαδρομή του ΑΜΘ σίγουρα δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε εξήντα σταθμούς και 274 εκθέματα. Μια μουσειακή έκθεση έχει πάντα αποσπασματικό χαρακτήρα που τις περισσότερες φορές προξενεί αμηχανία και ερωτηματικά στους επιμελητές της, ακόμη και μετά το πέρας της: ποιος επιλέγει τι και γιατί, πώς το αξιολογεί, πώς το κειμενοποιεί, πώς το κάνει ιστορία. Οι επιλογές είναι πάντοτε υποκειμενικές. Η αναδρομή αυτή στο παρελθόν, που στάθηκε για όλους τους ανθρώπους του μουσείου μια πραγματική εμπειρία, απέδειξε πόσο σημαντική είναι η βαθιά γνώση της Ιστορίας, η αντίληψη της συνέχειας και η αναγνώριση των στοιχείων που συνθέτουν το DNA του μουσείου όχι μόνο ως πηγή έμπνευσης αλλά και ως αφορμή επαναπροσδιορισμού.
«Αν κάτι μου έχει διδάξει η ενασχόλησή μου τόσα χρόνια με την Αρχαιολογία είναι να μην πιστεύω στο απόλυτα καινούργιο. Μπορεί να βλέπουμε κάτι με νέο τρόπο, αλλά στην πραγματικότητα έχει μέσα του το παρελθόν. Με αυτή την έκθεση, λοιπόν, κάνουμε μια κατάδυση στο παρελθόν με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον», λέει η κ. Κουκουβού.
Η σύντομη ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης
Δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 ιδρύεται η Εφορεία Αρχαιοτήτων και αμέσως, τόσο η υπηρεσία όσο και ο ημερήσιος Τύπος, τονίζουν την επιτακτική ανάγκη ίδρυσης αρχαιολογικού μουσείου στην πόλη.
Μέχρι το 1925 αρχαιότητες φυλάσσονται σε διάφορους χώρους: στο Διοικητήριο, στον Λευκό Πύργο, στην πρώην Οθωμανική Σχολή Ιδαδιέ (τη σημερινή παλιά Φιλοσοφική Σχολή), στη Ροτόντα και στην Αχειροποίητο. Οι προτάσεις μετατροπής σε μουσείο κάποιου από τα κτίρια αυτά σταδιακά εγκαταλείπονται.
Λόγοι οικονομικοί, διοικητικοί, αλλά και ιστορικές συγκυρίες, όπως η φωτιά του 1917, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή, στερούν για χρόνια τη Θεσσαλονίκη από ένα μουσείο αντάξιο της ιστορίας της.
Μικρή ιστορία του Παλαιού Μουσείου
Στην οδό Αρχαιολογικού Μουσείου, στην περιοχή Φάληρο, βρίσκεται το Γενί Τζαμί (Yeni Camii, Νέο Τζαμί), ένα οθωμανικό κτίριο που ανεγέρθηκε το 1902 από τον Σικελό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι ως τέμενος για τους εξισλαμισμένους Εβραίους (ντονμέδες). Το 1925, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν το μνημείο παραχωρήθηκε από το Κεντρικό Γραφείο Ανταλλαγών στην Εφορεία Αρχαιοτήτων, η Θεσσαλονίκη απέκτησε το πρώτο της μουσείο, γνωστό σήμερα ως Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το μουσείο αυτό συνδέεται με μία από τις κρίσιμες στιγμές της πόλης, και της χώρας. Το 1940 εκεί έγινε, για προστασία από τους κινδύνους του πολέμου, η απόκρυψη των αρχαιοτήτων. Το 1953 το μουσείο λειτούργησε ξανά με μια επανέκθεση που επιμελήθηκε ο έφορος Χαράλαμπος Μακαρόνας, με τη συνεργασία του Μανόλη Ανδρόνικου. Σήμερα το κτίριο φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις και στην αυλή του στεγάζονται πολλά λίθινα μνημεία. Στην πρόσοψή του φέρει ακόμα την επιγραφή «Αρχαιολογικόν Μουσείον».
Ένα νέο μουσείο δημιουργείται
Η οικοδόμηση ενός νέου σύγχρονου μουσείου, κατάλληλου να στεγάσει τις αρχαιότητες της πόλης, μια απαίτηση πολλών δεκαετιών, αρχίζει το 1961 και ολοκληρώνεται το 1962. Το κτίριο, που καθρεφτίζει τον μοντερνισμό της δεκαετίας του ’60, οικοδομείται σε σχέδια του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού.
Η σύνθεση βασίζεται σε μια κεντρική εσωτερική αυλή, γύρω από την οποία αναπτύσσονται δύο περιμετρικές πτέρυγες. Στο κτίριο, που ξεχωρίζει για τη λιτότητα της μορφής και την καθαρότητα των όγκων του, συνδυάζονται με αρμονικό τρόπο στοιχεία του μοντερνισμού και της αρχαίας ελληνικής κλασικής αρχιτεκτονικής. Το 2001 το κτίριο του μουσείου χαρακτηρίζεται ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης ως ιδιαιτέρως σημαντικό δείγμα αρχιτεκτονικής των δημόσιων κτιρίων της πόλης κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Το μουσείο σήμερα
Από το 1962, όταν ανοίγει για πρώτη φορά τις πόρτες του για το κοινό, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης λειτουργεί ως το μητροπολιτικό μουσείο της Μακεδονίας, ένα μουσείο που φυλάσσει, συντηρεί, μελετά, εκθέτει και προβάλλει συστηματικά αρχαιότητες από όλο τον μακεδονικό χώρο.
Η αυτονόμησή του σε ειδική περιφερειακή υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού το 2001 και ο εκσυγχρονισμός του κτιρίου εγκαινιάζουν μια νέα εποχή. Δίνουν το έναυσμα για να επαναπροσδιορίσει τη φιλοσοφία του και να καθορίσει τις βασικές αρχές ενός στρατηγικού σχεδιασμού για το μέλλον που θα το καταστήσουν ένα σύγχρονο δημόσιο μουσείο εναρμονισμένο με τον νέο ρόλο των μουσείων στον εικοστό πρώτο αιώνα: μελέτη και στοχευμένη έρευνα, καινοτόμα εργαλεία στην προστασία και στη συντήρηση, νέο εκθεσιακό πρόγραμμα, συνεργασίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, επικοινωνιακές δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα χωρίς αποκλεισμούς, ενσωμάτωση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο ψηφιακός κόσμος.
«Πυρήνας αυτού του μουσειακού σχεδιασμού είναι πάντα ο άνθρωπος, ως ο δημιουργός των αρχαίων τεχνουργημάτων αλλά και ως ο επισκέπτης που αναζητά τη σύγχρονη μουσειακή εμπειρία σε ένα περιβάλλον φιλικό που αποφεύγει τον σχολαστικισμό και ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα και τη διάδραση. Στόχος μας, ένα μουσείο για όλους. Με συλλογές που περιλαμβάνουν περισσότερα από 50.000 αντικείμενα τα οποία προέρχονται από ανασκαφές όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη αλλά από όλο τον βορειοελλαδικό χώρο, αποτελεί ένα μητροπολιτικό μουσείο, το “Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Βόρειας Ελλάδας”, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ήδη από το 1974 ο Μανόλης Ανδρόνικος», λέει η Αγγελική Κουκουβού, αναπληρώτρια προϊσταμένη του μουσείου.
Τον Σεπτέμβριο του 2006, μετά τον κτιριακό εκσυγχρονισμό του, το μουσείο επανασυστήνεται στο κοινό ανανεωμένο εκθεσιακά και κάνει μια δυναμική επανεκκίνηση. Η συλλογή χρυσών στεφανιών, η πλουσιότερη στον κόσμο, το αρχαιότερο βιβλίο της Ευρώπης, το μεγαλύτερο ανάγλυφο μεταλλικό αγγείο της κλασικής αρχαιότητας, η πολύ αξιόλογη συλλογή γλυπτών του και πολλά άλλα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αριστουργήματα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ωστόσο, η φιλοσοφία του δεν βασίζεται στα εντυπωσιακά εκθέματα- αριστουργήματα. Η επανέκθεση των συλλογών του επιχειρεί να δώσει στα 3.000 εκθέματα φωνή και να επαναπροσδιορίσει τη σχέση των επισκεπτών με αυτά. Τα απλά και κατανοητά κείμενα και η ανθρωποκεντρική παρουσίαση δίνουν έμφαση στην κοινωνική σημασία των αντικειμένων. Τα υλικά τεκμήρια της αρχαίας Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης μιλούν στον επισκέπτη για όλες τις πτυχές της ζωής και δημιουργούν συνδέσεις με το σήμερα.
«Καθένα αντικείμενο που διαχειριζόμαστε προϋπήρξε, το έχουν αγγίξει πολλά χέρια και εμπεριέχει συναίσθημα, πέρα από την ιστορική και αισθητική του αξία, ξεκινά από τον άνθρωπο και καταλήγει στον άνθρωπο. Για μένα αυτή είναι η πιο συναρπαστική εμπειρία που μπορούν να μας προσφέρουν τα τέχνεργα του παρελθόντος με τη συμβολική και σημειολογική δυναμική που έχουν συσσωρεύσει στη μεγάλη διαδρομή τους: η συνειδητοποίηση του πόσο ίδιοι παραμένουμε οι άνθρωποι στις επιθυμίες, στις ανάγκες και στους φόβους μας. Είναι συγκλονιστικό να διαβάζεις σε μια κατάρα γραμμένη σε έναν κατάδεσμο την τυραννία της ζήλιας, σε μια επιγραφή τη συντριβή της απώλειας, σε μια προσφορά σε ένα ιερό ή σε έναν τάφο τη χειρονομία της απόγνωσης ή της ελπίδας», τονίζει η κ. Κουκουβού.
Δέκα σημαντικοί σταθμοί στην εξηντάχρονη πορεία του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θεσσαλονίκης
Οι πύλες ανοίγουν
Ήταν 27 Οκτωβρίου 1962. Στον εορτασμό για τα πενήντα χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, τα εγκαίνια του νέου αρχαιολογικού μουσείου της πόλης είναι λαμπερά. Το ενδιαφέρον όλων συγκεντρώνει η έκθεση με τα ευρήματα του Δερβενίου που έχουν ανακαλυφθεί την ίδια χρονιά. Παράλληλα πραγματοποιείται και η πρώτη εικαστική έκθεση του μουσείου, αφιερωμένη στον Γύζη. Μετά την ολοκλήρωση των εορτασμών ξεκινά η περίοδος προετοιμασίας της οριστικής έκθεσης των συλλογών του.
Δερβένι: Από την ανασκαφή στο μουσείο
Δερβένι, Ιανουάριος 1962. Κατά τις εργασίες διαπλάτυνσης της οδού Θεσσαλονίκης - Καβάλας ένας μηχανικός εκσκαφέας προσκρούει στα τοιχώματα τάφου. Η ανασκαφή που διαρκεί έως τον Αύγουστο φέρνει στο φως τον πολυτιμότερο θησαυρό του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, τα ευρήματα επτά τάφων που συγκλονίζουν κοινό και διεθνή επιστημονική κοινότητα με τον πλούτο, την ποικιλία και την απαράμιλλη καλλιτεχνική τους αξία. Αναμφίβολα το εύρημα της χρονιάς, επιλέγεται για την πρώτη έκθεση με την οποία ανοίγει τις πύλες του το νέο μουσείο τον Οκτώβριο του 1962.
Μια άγνωστη ιστορία απόκρυψης
Το 1940, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ξεκινά και ολοκληρώνεται μέσα σε λίγους μήνες το ηρωικό έργο της απόκρυψης των αρχαιοτήτων για λόγους προστασίας από τους βομβαρδισμούς και τη λεηλασία. Στο Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης αγγεία και άλλα αντικείμενα συσκευάζονται σε ξυλοκιβώτια και μαζί με τα γλυπτά θάβονται σε ορύγματα. Τα πολύτιμα χρυσά και ασημένια μεταφέρονται με μυστική αποστολή στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος στην Αθήνα από τον έφορο Ν. Κοτζιά. Την περίοδο 1947- 1951 οι αρχαιότητες αυτές ξαναβγαίνουν στο φως μέσα από τα ορύγματα, ενώ τα πολύτιμα αντικείμενα επιστρέφουν οριστικά το 1967.
Μια βραβευμένη έκθεση
Ενώ το μουσείο προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του από τον σεισμό της 20ής Ιουνίου 1978, προετοιμάζεται με ταχύτατους ρυθμούς υπό την επιμέλεια της διευθύντριας Κατερίνας Ρωμιοπούλου η πρώτη του περιοδική έκθεση. Ανοίγει στις 8 Αυγούστου, έχει τον τίτλο «Θησαυροί της αρχαίας Μακεδονίας» και υποδέχεται χιλιάδες επισκέπτες, Έλληνες και ξένους, που συρρέουν για να θαυμάσουν από κοντά τα αριστουργήματα της μακεδονικής μεταλλοτεχνίας. Σε πρωταγωνιστές αναδεικνύονται αναμενόμενα οι θησαυροί της Βεργίνας, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό λίγους μόλις μήνες μετά την αποκάλυψή τους. Η τεράστια επιτυχία της έκθεσης αναγνωρίζεται διεθνώς με τη βράβευσή της στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έτος 1979. Το βραβείο είναι έργο του Ιρλανδού γλύπτη Carl Behan.
Αναζητώντας τον Αλέξανδρο
Στον απόηχο της διεθνούς επιτυχίας της έκθεσης του μουσείου «Μέγας Αλέξανδρος: Ιστορία και θρύλος στην τέχνη» οργανώνεται το 1980 η έκθεση «The search for Alexander» που περιοδεύει ως το καλοκαίρι του 1983 σε επτά μεγαλουπόλεις της Βόρειας Αμερικής. Οι εμβληματικές αρχαιότητες της Μακεδονίας, όπως ο Κρατήρας του Δερβενίου, η χρυσή λάρνακα και το χρυσό στεφάνι βελανιδιάς από τον τάφο του Φιλίππου Β’, προκαλούν τον θαυμασμό χιλιάδων επισκεπτών, το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, την έμπνευση σύγχρονων δημιουργών. Σε κάθε πόλη η έκθεση πλαισιώνεται από έργα ευρωπαϊκών και αμερικανικών συλλογών.
Γιάννης Τσαρούχης: Αναδρομική έκθεση
Η πρώτη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη στη νέα πτέρυγα του μουσείου αποτελεί «το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς». Διοργανώνεται από το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης στο πλαίσιο των Δημητρίων. Στον ένα μήνα λειτουργίας της 30.000 επισκέπτες συρρέουν για να θαυμάσουν 160 έργα του ζωγράφου, προερχόμενα από συλλογές πολιτιστικών φορέων και ιδιωτών. Η έκθεση συνοδεύεται από κατάλογο σχεδιασμένο από τον καλλιτέχνη Βασίλη Φωτόπουλο και περιέχει κείμενα του επιμελητή της Αλέξανδρου Ξύδη, των ποιητών Οδυσσέα Ελύτη και Ανδρέα Εμπειρίκου και του ίδιου του Τσαρούχη.
Πολλαπλές αναγνώσεις της αρχαιότητας
Από το 2007, την επόμενη κιόλας χρονιά από τη συνολική επανέκθεση των μόνιμων συλλογών του, το μουσείο εγκαινιάζει ένα δυναμικό πρόγραμμα αρχαιολογικών περιοδικών εκθέσεων με στόχο τη διαρκή επαφή με το κοινό. Με τριάντα πέντε εκθέσεις στο ενεργητικό του, το μουσείο προσεγγίζει ένα ευρύ πεδίο θεμάτων και ανοίγει έναν δημιουργικό διάλογο με τις συλλογές άλλων πολιτιστικών φορέων. Ως διαμεσολαβητής μεταξύ των αντικειμένων των συλλογών του και των επισκεπτών διερευνά τις σύγχρονες μουσειολογικές τάσεις, προτείνοντας πολλαπλές και πολλές φορές αναπάντεχες αναγνώσεις της αρχαιότητας.
Το μουσείο σε περιοδεία
Το 2010 ήρωες κόμικς μπαίνουν για πρώτη φορά σε ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο. Η έκθεση «50 χρόνια Αστερίξ: Ο Γαλάτης ήρωας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης» γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Γίνεται η πιο δημοφιλής περιοδεύουσα έκθεση, ταξιδεύει από την Ήπειρο μέχρι την Κρήτη και προσαρμόζεται κάθε φορά με χιούμορ στα ιστορικά και αρχαιολογικά συμφραζόμενα της περιοχής. Οι περιοδεύουσες εκθέσεις του μουσείου διευρύνουν συνεχώς το κοινό του, προσφέρουν εμπειρίες και τεχνογνωσία και ενδυναμώνουν τις μουσειακές κοινότητες.
Εκτός συνόρων
Τον Σεπτέμβριο του 2011 το Μουσείο του Λούβρου παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα έκθεση για την αρχαία Μακεδονία. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης αναλαμβάνει από την αρχή τον συντονισμό της σημαντικής αυτής διοργάνωσης, της οποίας η επιτυχία ξεπερνά κάθε προσδοκία. Οι εκθέσεις στο εξωτερικό διευρύνουν τα φυσικά όρια του μουσείου, το φέρνουν σε επαφή με τα μεγαλύτερα πολιτιστικά ιδρύματα και το διεθνές κοινό, συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση που κρατά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Tο ερμάριο με τα αξιοπερίεργα
Τα γνωστά cabinets of curiosities, οι πρώτες συλλογές θησαυρών τέχνης και φυσικής ιστορίας, αποτέλεσαν τους προδρόμους των μουσειακών συλλογών. Με έμπνευση τις εκκεντρικές αυτές συλλογές του παρελθόντος, που ανήκαν σε διακεκριμένα πρόσωπα, τα αξιοπερίεργα των συλλογών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την έκθεση. Μια επιλογή από ασυνήθιστα ανασκαφικά ευρήματα, αντικείμενα από δωρεές ιδιωτικών συλλογών και τέχνεργα άγνωστης προέλευσης συνυπάρχουν για πρώτη φορά πίσω από μια βιτρίνα-ερμάριο, σε μια ετερόκλητη σύνθεση που θα εκπλήξει τους επισκέπτες.
Τα πιο σημαντικά εκθέματα του μουσείου
Ένας πολύτιμος κρατήρας
Ένας από τους πολυτιμότερους θησαυρούς του μουσείου, δημιουργία υψηλής τεχνογνωσίας και άρτιας εκτέλεσης, είναι ο Κρατήρας του Δερβενίου. Με ύψος 90 εκατοστά και βάρος 40 κιλά, είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος ανάγλυφο μεταλλικό αγγείο της κλασικής αρχαιότητας. Κατασκευασμένος με σφυρηλάτηση και χύτευση, διακοσμείται με ανάγλυφες και ολόγλυφες μορφές. Με τόλμη και ευαισθησία απεικονίζεται στην επιφάνεια του ελικωτού κρατήρα ένας ύμνος στον θεό Διόνυσο και στην παντοδυναμία της φύσης: μια σπάνια παράσταση του ιερού γάμου του θεού με την Αριάδνη, πλαισιωμένη από οργιαστικούς βακχικούς χορούς, άγρια και ήμερα ζώα, κλαδιά αμπέλου και κισσού.
Προέρχεται από τον πλουσιότερο τάφο του νεκροταφείου του Δερβενίου, η ανασκαφή του οποίου το 1962 σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη υπήρξε μία από τις πιο εντυπωσιακές αρχαιολογικές αποκαλύψεις στον μακεδονικό χώρο. Ο τάφος Β’ περιείχε την καύση ενός άνδρα και μιας νεαρής γυναίκας, μελών αναμφίβολα της αριστοκρατίας της μακεδονικής κοινωνίας της εποχής.
Ο κρατήρας χρονολογείται στα 330-320 π.Χ. και πιθανότατα κατασκευάστηκε σε κάποιο εργαστήριο της Μακεδονίας από καλλιτέχνη εξοικειωμένο με την αττική τέχνη. Το μπρούντζινο αγγείο, αν και δεν περιέχει ίχνος χρυσού, έχει έντονο χρυσαφένιο χρώμα που οφείλεται στην πολύ υψηλή περιεκτικότητα του κράματος χαλκού σε κασσίτερο.
Το αρχαιότερο βιβλίο της Ευρώπης
Η πρώτη ελληνική εγγραφή στον διεθνή κατάλογο της UNESCO «Μνήμη του Κόσμου» τον Οκτώβριο του 2015 ήταν ο Πάπυρος του Δερβενίου. Το μοναδικό αυτό αντικείμενο, το παλαιότερο βιβλίο της Ευρώπης, βρέθηκε το 1962 πάνω στις πλάκες του τάφου Α’, μέσα στα υπολείμματα της νεκρικής πυράς. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ανασκαφέας Πέτρος Θέμελης: «Ήταν σαν μια καμένη εφημερίδα. Μόλις τον είδα, έμεινα κι εγώ άφωνος…». Στη συγκεκριμένη περίπτωση του Δερβενίου ο πάπυρος διασώθηκε ακριβώς επειδή απανθρακώθηκε, αλλά δεν αποτεφρώθηκε μέσα στην πυρά του νεκρού.
Το τμήμα του παπύρου που διασώθηκε αποτελεί το επάνω μέρος ενός κυλίνδρου που αρχικά είχε συνολικό μήκος περίπου τρία μέτρα. Ο Anton Fackelmann, εξειδικευμένος συντηρητής παπύρων, τοποθέτησε 266 θραύσματα από τα φύλλα του παπύρου σε πλάκες γυαλιού, δημιουργώντας εννέα «πίνακες» που εκτίθενται στο μουσείο.
Το περιεχόμενο του βιβλίου κινείται μεταξύ Θεολογίας και Φιλοσοφίας. Στο πρώτο μέρος ένας μάντης απευθύνεται σε επίδοξους μύστες και περιγράφει τις λατρευτικές πρακτικές που σχετίζονται με τη μεταθανάτια τύχη των ψυχών και στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας ερμηνεύει αλληγορικά έναν ορφικό ύμνο που συνόδευε, όπως φαίνεται, τις τελετουργίες των μυστών για τους οποίους προοριζόταν το βιβλίο. Η γραφή του παπύρου χρονολογείται μεταξύ του 340 και του 320 π.Χ., το έργο που αντιγράφει όμως είναι περίπου έναν αιώνα παλαιότερο (420-410 π.Χ.). Ο συγγραφέας του βιβλίου ήταν πιθανότατα ο Ευθύφρων από τα Πρόσπαλτα Αττικής, ένας μάντης και θεολόγος, σύγχρονος του Σωκράτη.
Σύμφωνα με την UNESCO: «… Ο Πάπυρος του Δερβενίου, που αποτελεί το πρώτο βιβλίο της δυτικής παράδοσης, έχει παγκόσμια σημασία, δεδομένου ότι αντανακλά τις οικουμενικές αξίες του ανθρώπου, την ανάγκη του να κατανοήσει τον κόσμο, την επιθυμία του να ανήκει σε μια ανθρώπινη κοινωνία με κοινώς αποδεκτούς κανόνες και την αγωνία του να αντιμετωπίσει το τέλος της ζωής».
Μια πλεξούδα χιλιάδων χρόνων
Το 1962 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη μια μαρμάρινη σαρκοφάγος μέσα στην οποία υπήρχε μολύβδινο φέρετρο με μια μοναδική γυναικεία ταφή της ύστερης αρχαιότητας.
Στο εύρημα αυτό, ένα από τα πιο σπάνια του ελληνικού χώρου, διατηρούνται σε άριστη κατάσταση τα φρύδια της νεκρής και τα μαλλιά της, χτενισμένα σε πλεξούδα. Τα μαλλιά της είναι πολύ καλά διατηρημένα και, σύμφωνα με τις σχετικές συγκρίσεις, η συντήρησή τους αντιστοιχεί σε ταφή έξι μόλις εβδομάδων. Στον σκελετό, λόγω της χρήσης ρητινών και αρωματικών ελαίων που έχουν έντονη αντιμικροβιακή και αντιμυκητισιακή δράση, διασώζονται και μουμιοποιημένοι μαλακοί ιστοί (μυς και δέρμα). Το πολύτιμο χρυσομέταξο πορφυρό ύφασμα που κάλυπτε τον σκελετό αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχαία υφάσματα στην Ελλάδα.
Ο Διόνυσος και η Αριάδνη σε ένα πολυτελές ψηφιδωτό
Το εντυπωσιακό ψηφιδωτό δάπεδο που αποκαλύφθηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ανήκε στην αίθουσα συμποσίων μιας πολυτελούς αστικής έπαυλης.
Η κεντρική παράσταση απεικονίζει μια διονυσιακή σκηνή: ο θεός Διόνυσος φτάνει με τη συνοδεία του (Σάτυρος, Σιληνός, Μαινάδα) στη Νάξο και πλησιάζει τη μέλλουσα σύζυγό του Αριάδνη που κοιμάται εγκαταλειμμένη από τον Θησέα. Στο βάθος, πίσω από έναν βράχο, ξεπροβάλλει ένας φτερωτός Έρωτας.
Οι δυο μικρότερες παραστάσεις που κοσμούν το δάπεδο αποδίδουν δύο σκηνές ερωτικής καταδίωξης. Στη μία πιθανότατα πρόκειται για τον Απόλλωνα και τη Δάφνη, ενώ στην άλλη ο Δίας, μεταμορφωμένος σε αετό, αρπάζει τον νεαρό Γανυμήδη. Η επιλογή του κεντρικού θέματος δεν είναι τυχαία. Η λατρεία του Διονύσου, θεού της φύσης και της γονιμότητας, συνδέεται με τη χαρά της ζωής και ήταν πολύ δημοφιλής στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της πόλης. Το ψηφιδωτό, έργο έμπειρου τεχνίτη, χρονολογείται την περίοδο 200-250 μ.Χ. και αντανακλά τον πλούτο και την κοινωνική θέση των ιδιοκτητών της πολυτελούς οικίας.
Η περιπέτεια ενός αγάλματος
Το 1944 Γερμανοί στρατιώτες, σκάβοντας στον χώρο όπου αργότερα αποκαλύφθηκε το Ωδείο της Αρχαίας Αγοράς, βρίσκουν σχεδόν ανέπαφο ένα γυναικείο άγαλμα που χρονολογείται γύρω στο 200 μ.Χ. Ακολουθώντας τον γνωστό αγαλματικό τύπο της Μικρής Ηρακλειώτισσας, το γλυπτό απεικονίζει μια πλούσια Θεσσαλονικιά με ξεχωριστή θέση στην πόλη, σίγουρα μία από τους χορηγούς του αρχαίου ωδείου. Αρχικά οι Γερμανοί παραδίδουν το άγαλμα στην Εφορεία Αρχαιοτήτων σε μια πομπώδη τελετή στη Ροτόντα. Μόλις μία εβδομάδα μετά, με το πρόσχημα της προστασίας από αεροπορικές επιθέσεις, το παίρνουν και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του έφορου Στυλιανού Πελεκανίδη, το μεταφέρουν στη Γερμανία. Μετά το τέλος του πολέμου το άγαλμα εντοπίστηκε κρυμμένο σε εγκαταλειμμένο ορυχείο άλατος στο Altaussee της Αυστρίας, μαζί με χιλιάδες έργα τέχνης από ολόκληρη την Ευρώπη. Το ελληνικό κράτος έστειλε εγκαίρως αποστολή για την παραλαβή και επιστροφή του στην Ελλάδα το 1947. Αυτός υπήρξε ο πρώτος καταγεγραμμένος επαναπατρισμός ελληνικής αρχαιότητας πολύ πριν από τη σύναψη, το 1954, της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης.
Αρέσκων, ένας δημοφιλής ηθοποιός
Κοντά στο ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης βρισκόταν ο τάφος του τραγικού ηθοποιού Μάρκου Ουαρεινίου Αρέσκοντα. Στο μνημείο που έστησαν στον τάφο ο νεκρός εικονίζεται ως στρατιωτικός ήρωας ή βασιλιάς, φορώντας χιτώνα τραγικού υποκριτή. Στα δεξιά του εικονίζεται ένα γυναικείο τραγικό προσωπείο που υπαινίσσεται τις υποκριτικές του ικανότητες και σε γυναικείους ρόλους.
Το όνομά του, Αρέσκων (αυτός που αρέσει, που είναι δημοφιλής), ιδιαίτερα ταιριαστό για ηθοποιό, ταυτίζεται με εκείνο της μητέρας του, Ουαρεινίας Αρέσκουσας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια οικογένεια ηθοποιών. Βέβαια η μητέρα του θα ήταν ηθοποιός του λαϊκού θεάτρου των μίμων, καθώς στις γυναίκες δεν επιτρεπόταν να ερμηνεύουν ρόλους τραγωδίας.
Ο βωμός χρονολογείται στο 170-200 μ.Χ. και εντυπωσιάζει η άριστη διατήρηση των χρωμάτων. Μνημεία αφιερωμένα σε ηθοποιούς, όπως αυτός ο βωμός του Αρέσκοντα από τη Θεσσαλονίκη, είναι εξαιρετικά σπάνια σε όλη την αρχαιότητα.
Αρχαία θύρα
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά εκθέματα του μουσείου είναι η εξαιρετικά διατηρημένη πόρτα ενός μακεδονικού τάφου. Ανήκει στον τάφο που βρέθηκε στην Αγία Παρασκευή Θεσσαλονίκης.
Είναι μια μεγάλη σε διαστάσεις δίφυλλη εξώπορτα από λευκό μάρμαρο, με χάλκινα εξαρτήματα. Έχει ρόπτρο για το χτύπημα, περίτεχνη λαβή για το άνοιγμα και κλειδαριά για το σφάλισμα. Η διακόσμησή της με σειρές από καρφιά μάς δίνει μια εικόνα για ανάλογες ξύλινες πόρτες που δεν διατηρούνται. Είναι εντυπωσιακό το ότι η πόρτα αυτή είναι απόλυτα λειτουργική. Τα βαριά θυρόφυλλα άνοιγαν εύκολα χάρη στους τροχούς που υπήρχαν στο κάτω μέρος, οι οποίοι κυλούσαν πάνω σε μολύβδινες ράγες στο δάπεδο.
Η αρχαία αυτή θύρα είναι ενδεικτική της μνημειακότητας, της πολυτέλειας και της τεχνικής αρτιότητας των μακεδονικών τάφων που αποτέλεσαν τα πιο χαρακτηριστικά ταφικά οικοδομήματα της μακεδονικής αριστοκρατίας στην αρχαιότητα.
Χρυσό στεφάνι ανθισμένης μυρτιάς
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης φιλοξενεί τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη στον κόσμο συλλογή χρυσών στεφανιών από την κλασική και ελληνιστική εποχή. Τα χρυσά στεφάνια μιμούνται τα φυσικά που γίνονταν από φύλλα, καρπούς και άνθη διαφόρων φυτών, όπως η μυρτιά, η βελανιδιά, η ελιά, η δάφνη και ο κισσός. Τα χρυσά στεφάνια εμφανίζονται στη Μακεδονία γύρω στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και γνωρίζουν πολύ μεγάλη διάδοση στο δεύτερο μισό του αιώνα.
Ο μεγαλύτερος αριθμός τους προέρχεται από πλούσιους τάφους, τόσο ανδρών όσο και γυναικών, που αναμφίβολα ανήκαν στη μακεδονική αριστοκρατία. Ήταν πολύτιμα αντικείμενα που φοριόντουσαν σε γάμους, συμπόσια και άλλου είδους επίσημες εκδηλώσεις ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα. Στεφάνια φορούσαν, επίσης, οι ιερείς και όσοι συμμετείχαν σε θρησκευτικές τελετουργίες, καθώς και οι μυημένοι σε μυστήρια.
Το συγκεκριμένο χρυσό στεφάνι πιθανώς προέρχεται από λαθρανασκαφή τάφου στην Κεντρική Μακεδονία και διακινήθηκε παράνομα ως προϊόν αρχαιοκαπηλίας. Έπειτα από συστηματική και επίμονη έρευνα, εντοπίστηκε στο μουσείο J. Paul Getty στο Λος Άντζελες και επιστράφηκε στην πατρίδα του το 2007.
Αποτελεί ένα από τα πιο πλούσια διακοσμημένα στεφάνια που έχει σωθεί από την αρχαιότητα. Τα 135 ανθισμένα λουλούδια μυρτιάς αποδίδονται με εξαιρετικά λεπτομερή και φυσιοκρατικό τρόπο. Κάποια πέταλα διακοσμούνται με πράσινο και γαλάζιο σμάλτο, ενώ οι χρυσοί στήμονες απολήγουν σε χρυσά ή γυάλινα σφαιρίδια γαλάζιου ή λευκού χρώματος, δημιουργώντας με αυτή την πολυχρωμία ένα μοναδικό αισθητικό αποτέλεσμα που εντυπωσιάζει και συγκινεί τον σύγχρονο θεατή.
Ένας χάλκινος «θησαυρός»
Σε ένα χωράφι κοντά στα Πετράλωνα Χαλκιδικής τη δεκαετία του 1950 ένας αγρότης βρήκε ένα πιθάρι που περιείχε χάλκινα εργαλεία και τα παρέδωσε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τέσσερις πελέκεις και σαράντα σμίλες. Στερεώνονταν σε στειλιάρι και χρησίμευαν για την κοπή και την κατεργασία ξύλων ή δερμάτων, σύμφωνα με τα ίχνη που διατηρούνται στην κόψη τους. Είναι κατασκευασμένα από τοπικό χαλκό και τα περισσότερα στην ίδια μήτρα.
Τα χαρακτηριστικά των εργαλείων παραπέμπουν στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, δηλαδή στην 3η χιλιετία π.Χ. Όπως φαίνεται, τα εργαλεία βρέθηκαν μέσα στο πιθάρι μακριά από κάποιον οικισμό γιατί ο ιδιοκτήτης τους ήθελε να τα κρύψει. Μπορεί να ανήκαν σε κάποιον μεταλλουργό ή έμπορο που υπολόγιζε να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Τα μεταλλικά αντικείμενα ήταν πολύτιμα λόγω της σπανιότητάς του υλικού και της τεχνικής εξειδίκευσης που απαιτείται για την κατασκευή τους.
Η εβραϊκή κοινότητα της αρχαίας Θεσσαλονίκης
Η μαρμάρινη σαρκοφάγος βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών για τη θεμελίωση του κτιρίου διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 1960. Από την επιγραφή στην όψη της μαθαίνουμε ότι αγοράστηκε από τον Μάρκο Αυρήλιο Ιακώβ για τον ίδιο και τη γυναίκα του Άννα, καθώς επίσης ότι προβλέπεται χρηματικό πρόστιμο υπέρ των συναγωγών της πόλης για όποιον παραβάτη χρησιμοποιήσει τον τάφο.
Ο νεκρός ήταν μέλος της πρώτης ελληνόφωνης εβραϊκής κοινότητας της πόλης, μίας από τις σημαντικότερες της Βαλκανικής Χερσονήσου. Τα μέλη της θάβονταν κατά την ύστερη αρχαιότητα στο ανατολικό νεκροταφείο. Με την έλευση των Ισπανοεβραίων στα τέλη του 15ου αι. συνέχισε να χρησιμοποιείται από την εβραϊκή κοινότητα της πόλης έως την καταστροφή του κατά τη γερμανική κατοχή.
Σύμφωνα με την επιγραφή, ήδη από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. λειτουργούσαν στην πόλη περισσότερες από μία συναγωγές και αυτό βεβαιώνει τη δυναμική της εβραϊκής κοινότητας της πόλης ήδη από την αρχαιότητα.
Πηγή: Αργ. Μποζώνη, LiFO
Δεν υπάρχουν σχόλια