Page Nav

HIDE
HIDE_BLOG

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ:

latest

Et in Lamia ego

Γ. Πάλλης (2020), Από τη Λαμία στο Ζητούνι: Ανασυνθέτοντας μια μικρή βυζαντινή πόλη, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, σελ. 196. Η περιηγητική γραμματε...

Et in Lamia ego


Γ. Πάλλης (2020), Από τη Λαμία στο Ζητούνι: Ανασυνθέτοντας μια μικρή βυζαντινή πόλη, Αθήνα, εκδ. Gutenberg, σελ. 196.

Η περιηγητική γραμματεία, η γραμματεία δηλαδή που προσεγγίζει κριτικά τη χωροχρονική ετερότητα (σπουδαία δείγματα της οποίας μας έδωσαν οι Κυριακός Αγκωνίτης και Χριστόφορος Μπουοντελμόντι) αποτέλεσε έναν locus αποθησαυρισμού πληροφοριών, οι οποίες λειτούργησαν επιτελεστικά για την υστερογενή ανασύσταση ολόκληρων περιοχών. Το ζήτημα είναι ότι οι περιγραφές αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν να προβούν σε λεπτομέρειες που καθορίζουν αποφασιστικά την ποιότητα και την ταυτότητα των έργων τέχνης, των αρχιτεκτονημάτων κ.ο.κ., περισσότερο λόγω της αδυναμίας τους να παρέχουν αυστηρές χρονολογήσεις. Επίσης, η οπτική των περιηγητών δεν έμεινε πάντοτε αδιαμεσολάβητη από πολιτικές ή άλλου είδους σκοπιμότητες. Για παράδειγμα, η ρομαντική τοπιογραφία δεν «έδωσε» την πραγματική εικόνα των Αθηνών, αλλά μια φαντασιακή - ερειπιώδη εικόνα, γιατί ακριβώς προσπάθησε να αναδείξει τα ερείπια και όχι τα τουρκικά κατάλοιπα της πόλης. Θα έπρεπε να παρουσιαστούν τα πανοράματα, όπως αυτά του Φ. Στάντεμαν, ώστε να υπάρξει μια ολοκληρωμένη εικόνα της πόλης. Το βιβλίο του Γ. Πάλλη1 με τίτλο: «Από τη Λαμία στο Ζητούνι» επιχειρεί μια πρωτότυπη χωροχρονική περιήγηση σε μια από τις περιοχές του ελλαδικού χώρου που «δειγματίζει» μικρογραφικά το σύνολο της πορείας της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο συγγραφέας τοποθετεί αντίστροφα το βέλος του χρόνου (εξ ού και ο τίτλος), παραθέτοντας μια απρόσμικτη -από νεοελληνικές ιστοριογραφικές φαντασιώσεις- παρουσίαση της Λαμίας. Θεωρώ πως τo εν λόγω κείμενο αποτελεί έναν πιο «ακαδημαϊκό επίγονο» των περιηγητικών κειμένων, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, με μία σαφώς πιο φορμαλιστική - επιστημονική προσέγγιση.

Ο Γ. Πάλλης, προτάσσοντας το βιωματικό κριτήριό του ως αρχαιολόγου που εργάστηκε στην περιοχή της Λαμίας, γίνεται έως έναν βαθμό και ο ίδιος περιηγητής. Το κείμενο μπορεί να έχει όλα τα ακαδημαϊκά στοιχεία που θα περίμενε κανείς, χωρίς όμως να χάνει την ποιητικότητά του (δείτε για παράδειγμα τον «σκαμπρόζικο» τίτλο του), γινόμενο έτσι μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου περιηγητικών κειμένων με σαφή όμως την αρχαιολογική τεκμηρίωση. Το βιβλίο ξεκινά με μία γεωγραφική παρουσίαση της περιοχής της Λαμίας (πρόκειται, εάν όχι για την περιεκτικότερη, τουλάχιστον για μια από τις πιο περιεκτικές περιγραφές που έχω ποτέ διαβάσει για την περιοχή). Ο χρονικός ορίζοντας που εισηγείται ο συγγραφέας εκκινεί από τον 4ο μ.Χ. αι. και καταλήγει περίπου στον 15ο, με το Βυζαντινό Ζητούνι. Για να φτάσουμε εκεί βέβαια, ο συγγραφέας μας ζητά να αντιμετωπίσουμε ξανά τους Ούννους, να φιλοξενήσουμε μερικούς Σλάβους, να διαπραγματευτούμε με τις δυτικές κυριαρχίες της περιοχής κ.ο.κ. Ένα ολόκληρο καραβάνι χρονικών ταξιδιωτών, από τους Ρωμαίους στον Βονιφάτιο, που όμως ο Γ. Πάλλης τους δίνει αρκετό χρόνο για να συστηθούν πριν χαθούν και πάλι.

Ο άξονας στον οποίο ο συγγραφέας στηρίζει το έργο του, αποτελείται από τέσσερα βασικά κεφάλαια που αναλύουν (i) την παλαιοχριστιανική Λαμία (εκεί ο συγγραφέας εξετάζει τη διείσδυση του χριστιανισμού στην πόλη), (ii) τη σλαβική εγκατάσταση (αναφορές στις μετατροπές της περιοχής και την -κατά τα φαινόμενα- συρρίκνωσή της, όπως επίσης αναφορές για τη δυσεξήγητη «εξαφάνιση» του όρου Λαμία για 3 ολόκληρους αιώνες), (iii) το βυζαντινό Ζητούνι (εκεί ο συγγραφέας προσεγγίζει το ζήτημα της επανανακάλυψης της περιοχής και της ανάδειξής της ως πολιτισμικού και γεωγραφικού κόμβου) και τέλος (iv) την πόλη ως υστεροβυζαντινό πολίχνιον2 στην πολυρηγματωμένη αυτοκρατορία. Δίχως αμφιβολία, το πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην παλαιοχριστιανική Λαμία έχει (ελλείψει υλικών και αρχαιολογικών τεκμηρίων) ως κεντρική θεματική το “flagship project” της περιοχής: τη μεγαλόπρεπη βασιλική της, ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας προσπαθεί να «ορατοποιήσει» το αστικό συγκείμενο των «σκοτεινών χρόνων» της περιοχής, η οποία σχετίζεται με την κάθοδο των Σλαβικών φύλων. Ανασταλτικό στοιχείο (το οποίο δεν σχετίζεται πρωτογενώς με το πόνημα, αλλά με τη συνολικότερη μελέτη της περιοχής) αποτελούν οι πολλές έρευνες που παρά την ολοκλήρωσή τους ακόμη δεν έχουν δημοσιεύσει τα αποτελέσματά τους (νομισματικής – κατά βάση – φύσης), ώστε να παρέχουν δευτερογενώς εξωτερική στήριξη για το εν λόγω πόνημα.

Δυστυχώς λόγω έλλειψης τεχνικών γνώσεων και συγκεκριμένα γνώσεων αρχαιολογικής προσέγγισης, κάποια πράγματα δεν μπορούν να γίνουν ανεξάρτητα ελέγξιμα από εμένα. Εν ολίγοις, αν και το κείμενο απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, κάποια στοιχεία δεν είναι προσεγγίσιμα δίχως κάποια αρχαιολογική προπαιδεία. Αυτό είναι κάτι που ο συγγραφέας έχει αντιληφθεί και γι’ αυτό το πληροφοριακό περιεχόμενο του βιβλίου διευρύνεται από παρακείμενα ιστορικά στοιχεία (π.χ. έλευση των Καταλανών, Οθωμανοί, ένα ολόκληρο μπαράζ ανακαταλήψεων της περιοχής από το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το δεσποτάτο της Ηπείρου, τους Αγγέλους της Θεσσαλίας, το δουκάτο των Αθηνών κ.ά.). Ο συγγραφέας αναδεικνύει το πολυεπίπεδο χρονικό στρώμα της περιοχής: ψηλά εντοπίζεται η Λαμία, από κάτω το Ζητούνι, πιο χαμηλά η ελληνιστικο-ρωμαϊκή Λαμία, φτάνοντας τελικά κοντά στο «μηδέν» της γεωμετρικής περιόδου.

Μου προκάλεσαν εντύπωση οι εκμυστηρεύσεις του συγγραφέα που προσδίδουν -δίχως αμφιβολία- ακαδημαϊκή εντιμότητα στο έργο, όπως οι η παραπομπή με αριθμό 56 («Η επιτόπια αναζήτησή μου, το 2009, υπήρξε άκαρπη[…]»), η παραπομπή με αριθμό 67 («Επανειλημμένως αναζήτησα τη θέση των ερειπίων του ναού κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας μου στη Λαμία, χωρίς αποτέλεσμα») και η παραπομπή με αριθμό 100 («Δεν έχω επισκεφτεί το μνημείο και δεν γνωρίζω τη σημερινή του κατάσταση[…]»), στις οποίες ο συγγραφέας περιγράφει τις ατελέσφορες προσπάθειές του να εντοπίσει υλικά τεκμήρια που να επιβεβαιώνουν τη φημολογούμενη παρουσία οικοδομικής δραστηριότητας δίνοντας αυτό που εισαγωγικά αναφέραμε: χαρακτήρα αρχαιολογικού οδοιπορικού.


Et in Lamia ego

Στο σύνολο του έργου παρατίθενται πληροφορίες που διευρύνουν τον γνωσιακό ορίζοντά μας, εμπλουτίζοντας τις ιστορικές μας γνώσεις, και που ταυτόχρονα αλλάζουν και τη ροϊκότητα της αφήγησης, κάνοντας το κείμενο ένα ευχάριστο και εύχρηστο ανάγνωσμα. Ευεργετικός παράγοντας η σωστή κατανομή της ύλης του κειμένου με υποκεφάλαια που επιτρέπουν στο κείμενο να λάβει έναν πιο ευχάριστο χαρακτήρα παρά τη συνταγματική -πολλές φορές- ιστορική σύνταξή του, αποσοβώντας έτσι τον κίνδυνο να αποκτήσει το κείμενο έναν μονότονο χαρακτήρα λόγω της πυκνότητάς του, δίχως να χάνει το παραμικρό από το ενδιαφέρον του. Θα έλεγα λοιπόν, πως το κείμενο του Γ. Πάλλη είναι αναντίλεκτα μία σπουδαία προσπάθεια που απευθύνεται όχι μόνο σε ένα ειδικό κοινό, αλλά και σε κάθε άλλον που θα ήθελε να προσεγγίσει την περιοχή της Λαμίας με τρόπο εκλαϊκευτικό και εύληπτο, υπό το πρίσμα βέβαια των υλικών τεκμηρίων, αφού αυτά χρησιμοποιούνται κατά βάση για την ανασύσταση της πόλης. Ένα καλό αρχαιολογικό εγχειρίδιο πρέπει να δίνει την αίσθηση ότι τα περιγραφόμενα γίνονται κτήμα της όρασης του αναγνώστη, ο Γ. Πάλλης δεν καταφέρνει όμως μόνο αυτό: δεν νιώθεις ως αναγνώστης ότι τα βλέπεις, αλλά και ότι κατάφερες να «ψηλαφήσεις» κάτι απ’ όλα αυτά. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει ο συγγραφέας ενός τέτοιου εγχειριδίου είναι να περιγράψει ερείπια, δυσεξήγητα όμως η ερειπιογραφία που επιτυγχάνεται εδώ μας οδηγεί σε καθαρότατες εποπτείες και παραστάσεις της πόλης και της αρχιτεκτονικής της: τα τείχη της, οι εκκλησίες της, το κάστρο της, τίποτα δεν υπάρχει πλέον από αυτά κι όμως ο Γ. Πάλλης καταφέρνει να τα «σύρει» ακριβώς εδώ, «μπροστά στα μάτια μας».


1. Ο Γιώργος Πάλλης είναι επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

2. Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι χρησιμοποιεί τον όρο πολίχνιον όχι με τη σημασία του μικρού οικισμού, αλλά με αυτή του κάστρου υιοθετώντας σύγχρονη άποψη για τη σημασία του όρου στην ύστερη βυζαντινή περίοδο.


Ο Ηρακλής Καραμπάτος είναι υποψήφιος διδάκτορας αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ  



Πηγή: Η. Καραμπάτος, Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια