Η Βάλια Παπαναστασοπούλου με τους εργάτες της ανασκαφής στον μεσοελλαδικό τύμβο του Βάλτου Λεπτοκαρυάς το 2006. Η Βάλια Παπαναστασοπούλου αφ...
Η Βάλια Παπαναστασοπούλου με τους εργάτες της ανασκαφής στον μεσοελλαδικό τύμβο του Βάλτου Λεπτοκαρυάς το 2006. |
Η Βάλια Παπαναστασοπούλου αφηγείται στο Short Stories την ιστορία της αποκάλυψης, το 2006, μιας μεσοελλαδικής ταφής ενός κοριτσιού με όμορφα χάλκινα σκουλαρίκια στον Βάλτο Λεπτοκαρυάς.
Το 2006 εργαζόμουν σε μια σωστική ανασκαφή στη θέση Βάλτος Λεπτοκαρυάς με την ΚΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Πιερίας. Ήμουν πιτσιρίκα, εκπονούσα τότε ένα διδακτορικό στην προϊστορική αρχαιολογία –που πήγε άκλαφτο– και είχα τη λαχτάρα των νεανικών χρόνων, πασπαλισμένη με εκείνη την έπαρση του να λες πως είσαι αρχαιολόγος. Γιατί τόσο λίγα ήταν αυτά που ήξερα.
Η ανασκαφή διαρκούσε περισσότερο από πέντε μήνες και είχε ξεκινήσει να αποφέρει τους πρώτους ουσιαστικούς της καρπούς. Είχε αρχίσει να γίνεται φανερό πια πως επρόκειτο για ένα μεσοελλαδικό νεκροταφείο με έναν ταφικό τύμβο, που χρονολογούνται περίπου το 1650 με 1500 π.Χ., και του οποίου την ανασκαφή έτυχε να αναλάβω.
Η αποκάλυψη του τύμβου προχωρούσε κανονικά, όταν ένα μεσημέρι, λίγο πριν σχολάσουμε, ύστερα από δύο χτυπήματα του κασμά φάνηκαν τα πρώτα οστά να λαμπυρίζουν στο φως του ήλιου στην περίμετρο του μεγάλου τύμβου.
Με επιδέξιες κινήσεις, μαζί με έναν έμπειρο εργάτη ξεκινήσαμε να αποκαλύπτουμε τον μικρό σκελετό. Γιατί ήταν ολοφάνερο πως επρόκειτο για ένα μικρό άτομο – κορίτσι ή αγόρι, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει εκείνη τη στιγμή.
Όμως η ώρα για το σχόλασμα είχε φτάσει και όλοι έσπευδαν να μαζέψουν στα σκάμματα τέντες, εργαλεία, σκαμνάκια. Στην τομή της ταφής του παιδιού έγιναν όλες οι απαραίτητες κινήσεις που θα κάλυπταν και θα προστάτευαν τον τάφο για τη δουλειά της επόμενης ημέρας.
Όμως την ώρα του μαζέματος και της κάλυψης της ταφής, καθώς κάποιος έκλεινε μια ομπρέλα θαλάσσης –από αυτές που χρησιμοποιούσαμε για να προστατευτούμε από τον ήλιο–, δεν άργησε να γίνει το κακό. Το σιδερένιο στέλεχος παρασύρθηκε από τον αέρα και μου ήρθε κατακέφαλα. Με χτύπησε τόσο ξαφνικά και δυνατά που η αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν να ξεσπάσω σε κλάμα, περισσότερο σαν αντίδραση στο σοκ παρά στον ίδιο τον πόνο.
Και τότε συνέβη κάτι μαγικό, σχεδόν σαν να έβλεπα σε αργή κίνηση μια σκηνή από ταινία του Φελίνι. Προσπαθώντας να συνέλθω, την ίδια στιγμή κάποιος από τους εργάτες σχολίασε χαμηλόφωνα: «Με θρήνο έκλεισε αυτός ο τάφος χιλιάδες χρόνια πριν και με θρήνο ανοίγει πάλι».
Την ίδια στιγμή μια πεταλούδα, άγνωστο πώς και από πού προερχόμενη, ήρθε και στάθηκε για λίγο πάνω στο πονεμένο κεφάλι μου. Στη συνέχεια στροβιλίστηκε με χάρη στον αέρα σαν να εκτελούσε ανάλαφρα έναν αέναο χορό. «Τι περίεργο πράγμα που είναι η ψυχή» μουρμούρισε με δέος ένας άλλος εργάτης και σταυροκοπήθηκε.
Από τότε πέρασαν τα χρόνια. Η ταφή αυτή τελικά ανήκε σε ένα νεαρό κορίτσι που είχε κάποια κοσμήματα. Μεταξύ αυτών και ένα όμορφο ζευγάρι από χάλκινα ενώτια (σκουλαρίκια). Το έργο παραδόθηκε στην ώρα του, στον τύμβο βρέθηκαν και άλλοι δυο νεκροί, ενώ σήμερα έχει πάλι καταχωθεί, όπως τον παρέδωσα ανεσκαμμένο μες στα σπλάχνα της μακεδονικής γης για τους μελλοντικούς αρχαιολόγους που ίσως τον μελετήσουν ξανά.
Μα κάθε φορά που ανεβοκατεβαίνω την εθνική οδό, όταν περνώ από το σημείο, πάντοτε γυρίζω το κεφάλι και πάντοτε μονολογώ: «Να εδώ ήταν το κορίτσι με τα ενώτια, στους πρόποδες του Ολύμπου». Και καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως όλα αυτά τελικά τα φαντάστηκα ή τα έζησα πραγματικά.
Διαβάστε και άλλες ιστορίες στο Short Stories.
Πηγή: Β. Παπαναστασοπούλου, Short Stories
Δεν υπάρχουν σχόλια