Εικ. 1. Ερυθροβαφής κάνθαρος. Το εύρημα του μήνα, ένας αποσπασματικά σωζόμενος κάνθαρος με διακόσμηση Δυτικής Κλιτύος (Εικ. 1-2), προέρχεται...
Εικ. 1. Ερυθροβαφής κάνθαρος. |
Το εύρημα του μήνα, ένας αποσπασματικά σωζόμενος κάνθαρος με διακόσμηση Δυτικής Κλιτύος (Εικ. 1-2), προέρχεται από τις βαθύτερες επιχώσεις του θεάτρου Φθιωτίδων Θηβών στον λόφο Κάστρο (Εικ. 3).
Το αγγείο εντοπίστηκε σε δοκιμαστική τομή που διανοίχθηκε στο βόρειο τμήμα του κοίλου με σκοπό τη έρευνα του εδάφους για τις ανάγκες εκπόνησης της γεωτεχνικής μελέτης. Ανιχνεύθηκαν τρία στρώματα: το ανώτερο (Στρώμα 1) είναι η τεχνητή επίχωση για τη διαμόρφωση του κοίλου, ενώ τα δύο κατώτερα (Στρώματα 2 και 3) είναι στρώματα καταστροφής μιας συνοικίας της αρχαίας πόλης, η οποία απλωνόταν στην ανατολική πλαγιά του λόφου Κάστρο πριν από την ανέγερση του θεάτρου στην ίδια θέση.
Ο εικονιζόμενος ερυθροβαφής κάνθαρος είναι συγκολλημένος από πέντε θραύσματα και μας προσφέρει τη διατομή του χείλους και του σώματος, καθώς και το σχήμα της λαβής. Έχει σχεδόν κάθετα τοιχώματα, που καμπυλώνουν προς τον πυθμένα, λοξότμητο χείλος και κάθετη ταινιωτή λαβή με πλαστικό διακοσμητικό πηνίο στην κορυφή. Είναι κατασκευασμένος από πορτοκαλόχρωμο πηλό, φέρει ερυθρή βαφή εξωτερικά και εσωτερικά και εγχάρακτη διακόσμηση Δυτικής Κλιτύος, που τονίζεται ακόμη περισσότερο χάρη στην εφαρμογή επίθετου πηλού κίτρινου χρώματος.
Εικ. 2. Σχεδιαστική αποτύπωση και τομή του ερυθροβαφούς κανθάρου. |
Η διακόσμηση Δυτικής Κλιτύος συναντάται σε μια πληθώρα αγγείων, όπως οι κάνθαροι, οι αμφορείς και οι οινοχόες, από τα τέλη του 4ου έως τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Το συγκεκριμένο σχήμα συναντάται στη περγαμηνή sigillata του 2ου και του 1ου αι. π.Χ., ενώ στην αθηναϊκή Αγορά υπάρχει ένα παράλληλο του σχήματος, που βρέθηκε σε σύνολο του 200 – ύστερου 1ου αι. π.Χ. Με βάση τη διακόσμηση (απλοποιημένη εγχάρακτη) και τα χρονολογημένα παράλληλα ως προς το σχήμα, το συγκεκριμένο τμήμα κανθάρου μπορεί να χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 2ου αι. π.Χ. και πιθανότερα στα τέλη του ίδιου αιώνα και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ.
Η δοκιμαστική τομή στο βόρειο τμήμα του κοίλου, όπου βρέθηκε ο κάνθαρος, απέδωσε, επίσης, πλήθος θραυσμάτων αγγείων από πινάκια, σκύφους, κανθάρους, κύπελλα, ποτήρια, οινοχόες, μυροδοχεία, μαγειρικά σκεύη με έντονα ίχνη καύσης (όπως χύτρες και λοπάδες), λεκάνες, ένα ιγδίο και αμφορείς (Στρώματα 2 και 3), τα οποία αποτελούν τυπικά δείγματα της οικοσκευής ενός ελληνιστικού νοικοκυριού.
Δυτικά και νοτιοδυτικά της τομής αυτής (βόρειο και κεντρικό τμήμα του κοίλου) έχουν έρθει στο φως τμήματα τριών τουλάχιστον πολυτελών ιδιωτικών οικιών, εκ των οποίων στο ένα εντοπίστηκε τμήμα τοιχογραφίας με διακόσμηση που θυμίζει το τέταρτο πομπηιανό στιλ. Εντοπίστηκαν, επίσης, και τμήματα προγενέστερων του θεάτρου αναλημματικών τοίχων που χρησίμευαν για τη διαμόρφωση ανδήρων[1], τα οποία ήταν απαραίτητα για την ανέγερση οικοδομημάτων στην πλαγιά του λόφου. Τα οικοδομήματα αυτά είναι υπό διερεύνηση και τα κινητά ευρήματα σε φάση μελέτης.
Εικ. 3. Ο αρχαιολογικός χώρος των Φθιωτίδων Θηβών σε απόσταση 4 χλμ. περίπου δυτικά-νοτιοδυτικά της Νέας Αγχιάλου. |
Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τα κινητά ευρήματα που προέκυψαν, φαίνεται πως η εν λόγω συνοικία της αρχαίας πόλης των Φθιωτίδων Θηβών κατοικήθηκε συνεχόμενα από τα μέσα ή τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. μέχρι και τα μέσα περίπου του 1ου αι. μ.Χ. Όταν εγκαταλείφθηκε, έδωσε τη θέση της στο θέατρο της πόλης. Η συνέχιση των εργασιών θα δώσει περισσότερες πληροφορίες τόσο για το θέατρο όσο και για τις προϋπάρχουσες ιδιωτικές οικίες.
Βιβλιογραφία
Θεοχάρης, Δ.Ρ. – Χουρμουζιάδης, Γ., «Ανασκαφή τάφων Φθιώτιδων Θηβών», ΑΑΑ ΙΙΙ (1970), 204-207.
Καλτσάς, Ν., «Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου», ΑΔ 38 (1983), Μελέτες, 1-77.
Karagiorgou, O., Demetrias and Thebes: The Fortunes and Misfortunes of Two Thessalian Port-Cities in Late Antiquity, JRA Suppl. Series 42 (2001), 184-185.
Κολώνας, Λ., «Διακόσμηση αγγείων της ελληνιστικής περιόδου στη Μεσσηνία», στο: Πρακτικά του Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Φιλιατρά – Γαργαλιάνοι 24-26 Νοεμβρίου 1989, 1991, 257-278.
Leake, W., Travels in Northern Greece, τ. IV, 1835, 360-365.
Πατσιαδά, Β. «Κεραμική του τύπου της «Δυτικής Κλιτύος» από τη Ρόδο», ΑΔ 38 (1983), Μελέτες, 105-210.
Rotroff, S. I., The Athenian Agora XXIX, Hellenistic Pottery, Athenian and Imported Wheelmade Table Ware and Related Material, The American School of Classical Studies at Athens, Princeton, New Jersey 1997.
Stählin, Fr., Η αρχαία Θεσσαλία, Στουτγάρδη 1924 (ανατύπωση 2002), 297-301.
[1] Άνδηρο: επίπεδη επιφάνεια, πλάτωμα, που κατασκευάζεται από επιχώσεις σε επικλινές έδαφος (π.χ. πλαγιές βουνών ή λόφων) και συγκρατείται με τη βοήθεια αναλημματικών κατασκευών (π.χ. τοίχων και αντηρίδων), με σκοπό τη δημιουργία χώρου κατάλληλου για την ανέγερση οικοδομημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια