Να μια ιστορία που ακόμα και ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος δεν θα έγραφε ποτέ. Συνέβη στην Κολωνία στα μέσα της δεκαετίας του ...
Να μια ιστορία που ακόμα και ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος δεν θα έγραφε ποτέ. Συνέβη στην Κολωνία στα μέσα της δεκαετίας του '60. Ενας φοιτητής στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, ο Ζόζεφ Γκενς, κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού του κρατώντας μια αξίνα. Οι γονείς του, του είχαν ζητήσει να ερευνήσει αν τα θεμέλια του διπλανού σπιτιού θα άντεχαν ένα νέο κτήριο αφού το προϋπάρχον είχε καταστραφεί στους βομβαρδισμούς στη διάρκεια του πολέμου.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να γίνει εκσκαφή και αυτοψία από ειδικούς, αλλά τα χρήματα δεν περίσσευαν κι έτσι η οικογένεια αποφάσισε να εμπιστευθεί την κρίση του νεοσσού της, ο οποίος με το που άρχισε να σκάβει έπεσε πάνω στο πρώτο εμπόδιο: ένα πηγάδι. Σε μια στιγμή απροσεξίας ο κασμάς ξέφυγε από τα χέρια του και κατέληξε στο πηγάδι. Όπου αίφνης στ' αυτιά του Ζόζεφ μπήκαν ψύλλοι: ποτέ κανείς στην οικογένεια δεν του είχε αναφέρει την ύπαρξη αυτού του πηγαδιού. Ξανάπιασε έτσι το σκάψιμο μαζί με τον αδελφό του, Χανς, προκειμένου πριν απ' όλα να καταλάβει αν όντως ο βυθός του ήταν μόλις τρία μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Αποδείχθηκε πως όχι.
Συγκλονιστική περιπέτεια
Στους αδελφούς Γκενς προστέθηκαν στη συνέχεια πέντε ακόμα φίλοι, οι τρεις αδελφοί Χέρμαν, ο Γκούντερ Γκόλντενμπεργκ και ο Μπέρνχαρντ Στράσερ, κι όλοι μαζί πήραν μέρος στη συγκλονιστική περιπέτεια της ανακάλυψης ενός από τα πλέον σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα βόρεια των Αλπεων. Με το που άρχισαν να σκάβουν οι αποκαλύψεις ακολουθούσαν η μία την άλλη: κομμάτια από αγγεία, οστά, κιονόκρανα, καταφανώς όλα από την εποχή που η περιοχή αποτελούσε ρωμαϊκή κτήση. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουν πως εκείνο το πηγάδι τούς είχε ανοίξει το δρόμο για ένα σύμπαν που είχε θαφτεί πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Είχε φτάσει Δεκαπενταύγουστος όταν βρέθηκαν μπροστά σε μια πέτρα, την οποία αδυνατούσαν να μετακινήσουν. Έμειναν άναυδοι και συνέχισαν να σκάβουν επί δύο ώρες γύρω της, δίχως ν' ανταλλάσσουν κουβέντα, με την αδρεναλίνη τους να έχει ανέβει στα ύψη. Βρήκαν έναν κορμό, τα χέρια, έναν αυλό, εν ολίγοις ένα άγαλμα του Πάνα. Δεν το γνώριζαν ακόμα, αλλά είχαν ανακαλύψει το μαυσωλείο του Λούκιου Πουμπλίκιου, ενός λεγεωνάριου που είχε πεθάνει στη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ.
Πριν συνεχίσουν την ανασκαφή οι επτά φίλοι απευθύνθηκαν στο τμήμα ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του μουσείου της πόλης. Ο διευθυντής του, Οτο Ντόπελφελντ, έσπευσε στο υπόγειο και μένοντας άναυδος μπόρεσε μόνο να ψιθυρίσει «απίστευτο». Η ανασκαφή συνεχίστηκε για λίγο ακόμα με ενθουσιασμένους όλους τους συμμετέχοντες, είτε ήταν φοιτητές στο τμήμα των πολιτικών μηχανικών, είτε επαγγελματίες αρχαιολόγοι. Μέχρι που οι τελευταίοι αποφάσισαν πως έπρεπε να σταματήσουν, αφού έβαζαν σε κίνδυνο τη στατικότητα της από πάνω οικείας και τη ζωή των επτά φίλων.
Το αίτημα των αρχαιολόγων έγινε αποδεκτό, αν και οι νεαροί υποπτεύτηκαν αμέσως ότι οι επαγγελματίες του χώρου ήθελαν να συνεχίσουν μόνοι τους τη δουλειά. Παρά ταύτα παθιασμένοι όντες με την ανακάλυψή τους δεν έπαψαν να καταβροχθίζουν βιβλία με συναφή θέματα, αρχαιολογίας και ιστορίας. Οι μήνες ωστόσο περνούσαν και δεν εμφανιζόταν ψυχή. Οι άνθρωποι του μουσείου είχαν κυριολεκτικά εξαφανιστεί. Πιθανότατα δεν ήθελαν να επωμισθούν την ευθύνη να φέρουν στο φως τα ευρήματα με κίνδυνο να πέσει πάνω στο κεφάλι όλων ένα σπίτι.
Στο τέλος -αφηγείται ο Ζόζεφ Γκενς σ' ένα βιβλίο-χρονικό της ανακάλυψης που με τίτλο «Πυρετός της ανασκαφής» εκδόθηκε μόλις στη Γερμανία από τον οίκο Κιπενχάουερ και Σουίτς- οι νεαροί πήραν μια παρακινδυνευμένη απόφαση. Σκέφτηκαν πως ισχυροποιώντας τα θεμέλια και αντιστυλώνοντας το υπόγειο στα σωστά σημεία, θα μπορούσαν να συνεχίσουν το σκάψιμο, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο. Στους γονείς απλώς είπαν πως ήθελαν να ξαναφέρουν το χώρο στην προηγούμενη μορφή του έτσι ώστε να μπορούν να οργανώνουν πάρτι σ' αυτόν. Συνυπολογίστε ότι η οικογένεια Γκενς είχε υποχρεωθεί να υπογράψει ένα έγγραφο σχετικό με τη στάση των εργασιών στο υπόγειο από τους επτά νέους.
Με τις οικονομίες τους και με κάποια χρήματα που είχαν κληρονομήσει από τους παππούδες τους, έβαλαν μπροστά τη δουλειά. Αγόρασαν 35 μέτρα ατσάλινων δοκών, επτά κυβικά οπλισμένο τσιμέντο, 10.000 τούβλα και 90 σακιά άμμο. Σιγά σιγά, μέρα με την ημέρα, δουλεύοντας κρυφά, οι επτά κατάφεραν να ισχυροποιήσουν το υπόγειο, μετατρέποντας το υπέδαφός του σ' ένα είδος σπηλιάς που τη διαπερνούσαν δεκάδες τούνελ. Εμπαιναν σ' αυτό από μια είσοδο στο έδαφος που κρυβόταν από ένα ντουλάπι. Φυσικά μαζί με τις μυστικές τους δραστηριότητες συνέχιζαν να διαμορφώνουν στην επιφάνεια το χώρο για τα πάρτι που τάχα θα οργάνωναν.
Πλήθος ευρημάτων
Οι επτά ερασιτέχνες αρχαιολόγοι αποκάλυψαν πλήθος ακόμα ευρημάτων, ανάμεσά τους και το άγαλμα του Λούκιου Πουμπλίκιου, του βετεράνου της Πέμπτης λεγεώνας που είχε γεννηθεί στη Ρώμη και πεθάνει στην Κολωνία τον καιρό του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Δύο χρόνια αργότερα, το 1967, ήταν έτοιμοι να επιδείξουν σ' όλο τον κόσμο το θαύμα το οποίο είχαν επιτελέσει. Οργάνωσαν μια συνέντευξη Τύπου και μια έκθεση. Κατά τον πρωσικό νόμο, τα ευρήματα αποτελούσαν ιδιοκτησία τους. Όλες οι εφημερίδες, ώς και οι «Τάιμς», αναφέρθηκαν στην ανακάλυψη. Ένας Αμερικανός εμφανίστηκε από το πουθενά και πρόσφερε το αστρονομικό ποσό του ενός εκατομμυρίου μάρκων μόνο και μόνο για το άγαλμα του Λούκιου. Όμως οι επτά αρνήθηκαν και παρέδωσαν τους θησαυρούς στην πόλη της Κολωνίας.
«Το κάναμε γιατί το θέλαμε κι όχι για τα χρήματα», εξηγεί ο Ζόζεφ Γκενς. «Και θέλαμε να είμαστε σίγουροι πως τα πάντα θα έμεναν στην πόλη μας», συνεχίζει. Πράγματι οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν σήμερα τα ευρήματά τους στο τμήμα ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του μουσείου της Κολωνίας.
Πηγή: Χ. Σιάφκος, Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια