Η Βοιωτία, μολονότι βρέχεται από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό, παρέμεινε μια κλειστή από βουνά συντηρητική χώρα, με αριστοκρατικά ή ...
Η Βοιωτία, μολονότι βρέχεται από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό, παρέμεινε μια κλειστή από βουνά συντηρητική χώρα, με αριστοκρατικά ή ολιγαρχικά κατά κανόνα καθεστώτα σε ολόκληρη σχεδόν την ιστορική πορεία της.
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη
Γύρω στη λίμνη Κωπαΐδα κατοικούσαν άνθρωποι χωρίς διακοπή από τη Νεότερη Παλαιολιθική, τη Μεσολιθική και τη Νεολιθική εποχή (με σημαντικό χώρο κατοίκησης το μεγάλο σπήλαιο Σαρακηνό), όπως και στα παράλια του Ευβοϊκού. Ακμαία εμφανίζεται η Πρωτοχαλκή εποχή με σημαντικούς την περίοδο αυτή οικισμούς στη Θήβα, τις Λιθαρές, την Εύτρηση και τον Ορχομενό.
Κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, τη γνωστή ως Μυκηναϊκή, η Βοιωτία βρίσκεται στο απόγειο της πολιτικής και πολιτιστικής της άνθησης. Μεταξύ των ετών 1400 και 1200 π.Χ. κτίζονται τα λαμπρά ανάκτορα της Θήβας, αλλά και της Εύτρησης και του Γλα, γύρω από την αποξηραμένη Κωπαΐδα. Το τεχνικό έργο αποστράγγισης της Κωπαΐδας για την εξασφάλιση καλλιεργήσιμης γης συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης. Η οχυρωμένη μυκηναϊκή εγκατάσταση στο Γλα με σειρά οχυρών και φυλακίων εξασφάλιζε τη συντήρηση και την επίβλεψη των έργων. Η αποξήρανση επιχειρήθηκε και από τον Μέγα Αλέξανδρο, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., με υπεύθυνο των έργων τον Ολύνθιο μηχανικό Κράτη, χωρίς ωστόσο να ολοκληρωθεί.
Οι 31 πόλεις της Βοιωτίας, που αναφέρονται στον ομηρικό «Κατάλογο των Πλοίων» στη δεύτερη (Β) ραψωδία της Ιλιάδας, απηχούν την πολιτική γεωγραφία των μετα-μυκηναϊκών μάλλον χρόνων (1100-1050 π.Χ.), όπως δέχεται σήμερα η έρευνα.
Στα Πρωτογεωμετρικά-Γεωμετρικά χρόνια (1050-700 π.Χ.) προβάλλουν στο προσκήνιο των γεγονότων οι μεγάλοι γαιοκτήμονες (ορισμένοι προερχόμενοι από την κατεύθυνση της Θεσσαλίας) με τις ολιγαρχικές κυβερνήσεις τους, που διαρκούν ως τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.). Ο ποιητής Ησίοδος από την Ασκρα καταγράφει τη Θεογονία της εποχής και ταυτόχρονα την καθημερινότητα των αγροτών κατοίκων της Βοιωτίας στις αρχές του 7ου αι. π.Χ.
Τον 7ο με 6ο αι. π.Χ., η πόλη του Ορχομενού, με μια τριλογία σημαντικών μνημείων (του Θολωτού τάφου, του ελληνιστικού Θεάτρου και της φημισμένης Μονής Σκριπού) επιχειρεί να επιβληθεί και να αναλάβει τον έλεγχο των μεγάλων παραλίμνιων ιερών (όπως το Ιτώνιο και το Αλαλκομένειο). Τελικά, ενισχυμένη από τη διαμάχη βγαίνει η Θήβα, η οποία ελέγχει τόσο τα παραπάνω ιερά όσο και το ιερό του Απόλλωνα στο Πτώο.
Προδοσία και εξιλέωση
Οι βοιωτικές πόλεις δημιούργησαν ομόσπονδο κράτος το 520 π.Χ., χωρίς τη συμμετοχή των Πλαταιών. Η Θήβα μήδισε δυστυχώς, τασσόμενη στο πλευρό των Περσών, και για το λόγο αυτό ταπεινώθηκε - ενώ οι Πλαταιείς έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στο πλευρό των Αθηναίων στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. Τότε ακριβώς αναδύεται ο μέγιστος λυρικός ποιητής Πίνδαρος, που υμνεί τους νικητές των πανελλήνιων αγώνων με τις υψιπετείς και μεγαλόστομες ωδές του.
Η Θήβα επεδίωκε σταθερά να επιβάλει την εξουσία της συγκρουόμενη με τις άλλες βοιωτικές πόλεις, αλλά και με την αιώνιο αντίπαλο Αθήνα, γι’ αυτό και τάχθηκε στο πλευρό της Σπάρτης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πόλεμου (431-404 π.Χ.). Επανόρθωσε ωστόσο τάχιστα την λανθασμένη πολιτική της και κατέκτησε επάξια τη θέση της μεγάλης δύναμης στον αρχαίο κόσμο με τη λαμπρή νίκη της ενάντια στους Σπαρτιάτες στην περίφημη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ.
Επίσης, η θυσία του ιερού λόχου των 300 Θηβαίων στη μάχη της Χαιρώνειας, ενάντια στα στρατεύματα των Μακεδόνων του Φιλίππου το 338 π.Χ., έμεινε ιστορική και ανέβασε ηθικά τη Θήβα στη συνείδηση των Ελλήνων μετά τα Περσικά.
Ένας λαμπρός πολιτισμός
Η πόλη της Θήβας, στη μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία της, επηρέασε καταλυτικά τον ελληνικό πολιτισμό.
Στο εμπνευσμένο γεωπολιτικό σχέδιο του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα οφείλεται η ίδρυση της Μεσσήνης και της Μεγαλόπολης αμέσως μετά.
Η te-qa των πινακίδων της Γραμμικής Β΄ από το πλούσιο αρχείο των ανακτόρων της Θήβας, με μυθικό ιδρυτή τον Κάδμο και τους δίδυμους Ζήθο και Αμφίωνα, οι οποίοι την οχύρωσαν κατά το μύθο, βρίσκεται στον ίδιο λόφο από την Πρωτοελλαδική τουλάχιστον εποχή (2800 π.Χ.) μέχρι σήμερα. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η κακοδαιμονία της σύγχρονης πόλης. Εχουν γίνει πάντως σοβαρές προτάσεις να μετακινηθούν οι σύγχρονες πολυκατοικίες από το κέντρο του λόφου, με την οικονομική συμβολή και ξένων ιδρυμάτων, ώστε τα λαμπρά ανάκτορα του Κάδμου και οι θησαυροί του να αντικρίσουν επιτέλους στο σύνολό τους το φως - και να αποκτήσει η Θήβα, εκτός από το λαμπρό της Μουσείο, κι έναν εξέχοντα, μοναδικό αρχαιολογικό χώρο.
Χιλιάδες τάφοι όλων των εποχών έχουν ανασκαφεί κατά καιρούς στη Βοιωτία, ενώ ένα πλήθος ιερών έχουν έλθει στο φως τόσο στην ύπαιθρο όσο και μέσα στις πόλεις. Από τα μυκηναϊκά νεκροταφεία της Τανάγρας (στις θέσεις Γέφυρα και Δένδρο) προέρχονται οι γραπτές πήλινες λάρνακες με το μοναδικό εικονιστικό θεματολόγιο των νεκρικών τελετουργιών (θρήνου, πρόθεσης και εκφοράς νεκρού).
Γνωστά είναι και τα πλούσια σε κτερίσματα κλασικά/ελληνιστικά νεκροταφεία της Τανάγρας, από όπου προέρχονται και οι λεγόμενες Ταναγραίες: τα πήλινα γυναικεία πολύχρωμα ειδώλια, που κοσμούν τις προθήκες πολλών Μουσείων ανά τον κόσμο. Εχουν έλθει στο φως με τις εκτεταμένες λαθρανασκαφές του 1860/70 και τις συστηματικές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1874-1911, καθώς και τις πρόσφατες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας των ετών 1976-2002.
Αιώνιοι αντίπαλοι
Ο ανταγωνισμός μεταξύ Θήβας και Ορχομενού διατηρείται σε όλη της διάρκεια των ιστορικών χρόνων. Ο Ορχομενός καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Θηβαίους το 364 π.Χ. και επανιδρύεται από τον Φίλιππο Β΄ μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. Καταστρέφεται εκ νέου από το Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα, το 86 π.Χ. στη διάρκεια του πρώτου Μιθριδατικού πολέμου. Τμήμα του τροπαίου του Σύλλα, με αφιέρωση στην Αφροδίτη, τον Αρη και τη Νίκη, βρέθηκε πρόσφατα στη θέση «Κυδωνιά» στις βόρειες παρυφές του πεδίου της Κωπαΐδας και δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση στο φιλάρχαιο ελληνικό και ξένο κοινό. Ο Σύλλας και ο στρατηγός του Μουρήνας τιμώνται από την πόλη της Μεσσήνης
Η συνεχής κατοίκηση του Ορχομενού από τα Νεολιθικά ως τα Ρωμαϊκά χρόνια είναι δεδομένη. Ξεχωρίζει ο θολωτός τάφος των Μυκηναϊκών χρόνων που αναφέραμε, γνωστός ως «Θησαυρός του Μινύου», με την ανάγλυφη διακόσμηση στην οροφή του. Χρησιμοποιήθηκε και για την ανίδρυση αγαλμάτων του Μ. Αλέξανδρου στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και της οικογένειάς του, καθώς και για να στεγάσει τη λατρεία Ρωμαίων αυτοκρατόρων στο εσωτερικό του θαλάμου του. Στο ελληνιστικό Θέατρο του Ορχομενού, που βρίσκεται δίπλα στο θολωτό τάφο, ανέθεταν οι νικητές χορηγοί τρίποδές, όπως στην Αθήνα.
Ο Λέων της Χαιρώνειας
Η πόλη της Χαιρώνειας τελούσε υπό τον έλεγχο του Ορχομενού ως το 395 π.Χ. τουλάχιστον, οπότε αποτέλεσε ενότητα ανεξάρτητη μαζί με τις Κώπες και την Ακραίφια. Ο γνωστός «Λέων της Χαιρώνειας», ανάλογος με το λέοντα της Αμφίπολης, αποτελεί το μνημείο των 300 Θηβαίων ιερολοχιτών που έπεσαν στη μαχόμενοι ενάντια στους Μακεδόνες του Φιλίππου στη Χαιρώνεια. Ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Σταματάκης αποκάλυψε εκεί 245 σκελετούς ανδρών, ενταφιασμένων με αγγεία και όπλα. Από τη Χαιρώνεια καταγόταν ο Πλούταρχος, ιερέας του Δελφικού Μαντείου επί σειρά ετών και συγγραφέας των «Παράλληλων Βίων» και άλλων σημαντικών συγγραμμάτων.
Βουνό των Μουσών
Ο Ελικώνας στάθηκε το αιώνιο και αιθέριο σύμβολο της ποιητικής έμπνευσης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας για ποιητές και καλλιτέχνες στην αρχαιότητα, από την εποχή του Ησίοδου ως τα νεότερα χρόνια. Είναι το βουνό όπου χόρευαν οι Μούσες σε αντίθεση με τον Κιθαιρώνα, όπου κατοικούσαν οι ανδροφόνες Μαινάδες κατά την παράδοση.
Πλήθος πόλεων βρισκόταν γύρω στο βουνό. Οι ανασκαφές του Παναγιώτη Σταματάκη και της Γαλλικής Σχολής το 1880-1890 στο ιερό των Ελικωνιάδων Μουσών στην ομώνυμη κοιλάδα δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Αναφέρεται πάντως ότι ήλθαν τότε στο φως το κοίλο ενός θεάτρου, βωμός, στοά και κρηπίδωμα ναού των Μουσών, καθώς και βάσεις αγαλμάτων και επιγραφές.
Η πόλη των Θεσπιών, που βρίσκεται «υπό κροτάφοις Ελικώνοιο», έχει ερευνηθεί κατά καιρούς όχι όμως συστηματικά. Το ίδιο και η Θίσβη, με το επίνειό της στις Σίφες.
Φαρές στην Τανάγρα
Η Ταναγρική χώρα περιλάμβανε τις πόλεις Αυλίδα (όπου το γνωστό ιερό της Αυλιδίας Αρτέμιδος, κάτω από την κολοσσιαία οδογέφυρα σήμερα), το επίνειό της Δήλιον (όπου το σημερινό Δήλεσι), καθώς και τη λεγόμενη Τετρακωμία, δηλαδή τις πόλεις Ελεώνα, Αρμα, Μυκαλησσός (σημ. Ριτσώνα) και Φαρές, ομώνυμες με τις Φαρές (σημ. Καλαμάτα) της Μεσσηνίας.
Κορώνεια και Κορώνη
Η βορειότερη παρα-ελικώνια πόλη είναι η αρχαία Λεβάδεια, με το φημισμένο στην αρχαιότητα μαντείο του Τροφώνιου. Αλλες σημαντικές πόλεις της περιοχής είναι η Αλίαρτος και η Κορώνεια που χάρισε, κατά τη παράδοση το όνομά της στην Κορώνη της Μεσσηνίας.
Πηγή: Π. Θέμελης, Eleftheria Online
Δεν υπάρχουν σχόλια