Ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον δημόσιο λόγο, κατά την τελευταία περίοδο, παρά την συνθήκη της πανδημίας που βιώνουμε και τ...
Ο Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης (ΈΚΠΑ), Γιώργος Πάλλης |
Σε τι αναφερόμαστε όταν μιλάμε για τις αρχαιότητες του σταθμού του «Βενιζέλου»;
Αναφερόμαστε σε ένα μοναδικό στο είδος του εύρημα, την κεντρική λεωφόρο της μόνης βυζαντινής μεγαλούπολης του ελλαδικού χώρου, τον μαρμαρόστρωτο Decumanus Maximus, και το σημείο διασταύρωσής του με μία κάθετη οδό, όπου υψωνόταν ένα μνημειακό τετράπυλο οικοδόμημα. Η λεωφόρος αυτή που αποκαλύφθηκε σε μήκος 77 μέτρων, διαμορφώθηκε μετά τα μέσα του 4ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ως και τον 9ο. Η Θεσσαλονίκη είναι η πρώτη μεγαλούπολη της βυζαντινής αυτοκρατορίας που μας δίνει ένα τέτοιο εύρημα, που μας αποκαλύπτει την «καρδιά» της. Ακόμα και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, ό,τι γνωρίζουμε για αντίστοιχα σημεία βασίζεται μόνο σε γραπτές πηγές. Επομένως η αξία του ευρήματος αφορά την αρχιτεκτονική και πολεοδομία όλου του βυζαντινού κόσμου, και ξεπερνά τα στενά όρια της Θεσσαλονίκης, για την οποία βέβαια είναι επίσης τεράστιας σημασίας.
Ποιο το χρονικό της κρίσης και πού έγκειται το σημερινό αδιέξοδο; Τι θα σηματοδοτήσει η εν αναμονή απόφαση του ΣτΕ;
Η αφετηρία του προβλήματος βρίσκεται στον αρχικό σχεδιασμό του Μετρό, όταν δεν εισακούστηκαν οι προειδοποιήσεις των αρχαιολόγων για το ποια σημεία θα πρέπει να αποφευχθούν, ως αρχαιολογικώς «επικίνδυνα». Αν η διέλευση της γραμμής γινόταν κάτω από την οδό Τσιμισκή για παράδειγμα, δεν θα υπήρχαν τόσο σοβαρά προβλήματα και αυτό ήταν γνωστό σε όλους. Oι ανασκαφικές εργασίες που άρχισαν το 2006 επιβεβαίωσαν και με το παραπάνω τις προειδοποιήσεις. Η έκταση και η κατάσταση διατήρησης των ευρημάτων ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Το 2014 το ΚΑΣ ενέκρινε την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαίων στο σταθμό Βενιζέλου. Κατά της απόφασης προσέφυγε στο ΣτΕ ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, μαζί με άλλους φορείς. Ο ίδιος υπέβαλε πρόταση για την in situ διατήρηση, την οποία ενέκρινε το ΚΑΣ το 2015. Το 2017 εγκρίθηκε και η σχετική τεχνική μελέτη, της οποίας όμως δεν προχώρησε η εφαρμογή. Η εταιρεία του Μετρό επανήλθε πέρσι με νέα μελέτη, σύμφωνα με την οποία η in situ διατήρηση είναι ανέφικτη. Η κυβέρνηση την υιοθέτησε και φτάσαμε στη νέα απόφαση απόσπασης, κατά της οποίας έχουν προσφύγει στο ΣτΕ η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, η Κίνηση Πολιτών Θεσσαλονίκης και σειρά φορέων εργαζομένων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η απόφαση του ΣτΕ που αναμένεται τώρα ίσως ακυρώσει την έγκριση της απόσπασης. Αλλά δεν ξέρω αν θα αλλάξει τις προθέσεις της κυβέρνησης. Παρά τις διεθνείς αντιδράσεις, δεν διαφαίνεται αλλαγή στάσης. Και η πρόσφατη δημόσια επιστολή των μελών του ΚΑΣ, αυτό δείχνει.
Στον δημόσιο λόγο φαίνονται να συγκρούονται δυο κυρίαρχες απόψεις σχετικά με το ζήτημα των αρχαιοτήτων· από τη μια η απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων και από την άλλη η κατασκευή και η in situ ανάδειξή τους. Τι σημαίνουν αυτές οι δύο επιλογές διαχείρισης; Ποια από τις δυο επιλογές θεωρείτε εσείς καλύτερη και γιατί; Μπορεί να υπάρξει κάποια ισορροπία;
Κάθε απόσπαση συνεπάγεται απώλεια της αυθεντικότητας, ακόμα και αν η επανατοποθέτηση γίνει με ακρίβεια χιλιοστού. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Από εκεί και πέρα, εμείς καλούμαστε να βρούμε την τεχνική λύση. Και όπως αποδείχτηκε, λύση υπάρχει.
Έχουμε ξαναβρεθεί ποτέ σε άλλα αντίστοιχα διλήμματα; Αν ναι, ποια η λύση που προκρίθηκε τότε;
Η πρακτική των αποσπάσεων αρχαίων καταλοίπων έχει γίνει συνήθης από τη δεκαετία του 1990 και εξής, όταν άρχισαν τα μεγάλα δημόσια έργα ανά την Ελλάδα. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Έχουμε να κάνουμε κυρίως με μικρής κλίμακας κατάλοιπα, τάφους, μικρά κτίσματα, τέτοια έχουν μετακινηθεί πολλές φορές. Κάτι αντίστοιχο με το Μετρό ήταν η προϊστορική ακρόπολη στο λόφο Ζάγανι των Σπάτων, που «ταπεινώθηκε» για λόγους ασφαλείας των πτήσεων. Τα τείχη και τα άλλα κτίσματα διαλύθηκαν για να επανατοποθετηθούν αλλού, πράγμα που δεν έχει γίνει ακόμη. Πολύ μελανή σελίδα. Από την άλλη, για την προστασία του Κεραμεικού στην Αθήνα, καταργήθηκε ένας σταθμός και μετατοπίστηκε ελαφρά η διαδρομή του εδώ μετρό.
Πού τοποθετείται η ίδια η κοινωνία της Θεσσαλονίκης μέσα σε όλο αυτό;
Η αίσθησή μου είναι ότι έχει για πρώτη φορά κινητοποιηθεί ένας πολύ διευρυμένος κύκλος ευαισθητοποιημένων φορέων και πολιτών υπέρ της διατήρησης των ευρημάτων στη θέση τους. Ωστόσο δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες, ο πολύς κόσμος δεν νοιάζεται ιδιαίτερα για τέτοια ζητήματα. Θέλει να έχει μετρό και θεωρεί ότι τον κοροϊδεύουν.
Χάρτης της πόλης με σήμανση στο σημείο που βρίσκεται η ανασκαφή στο σταθμό Βενιζέλου |
Ποιο το υπόβαθρο των δυο «στρατοπέδων» που έχουν διαμορφωθεί; Μπορεί να τους αποτυπωθεί ένα πολιτικό πρόσημο; Μήπως τελικά πρόκειται για μια αμιγώς πολιτική/πολιτισμική συζήτηση ή υπάρχει και μια επιστημονική βάση; Με ποια κριτήρια γνωμοδοτεί το Κ.Α.Σ., όταν στην πλειονότητά τους οι Έλληνες ακαδημαϊκοί στηρίζουν την επιλογή της in situ ανάδειξης των αρχαιοτήτων;
Στον πυρήνα του το θέμα παραμένει επιστημονικό. Ωστόσο η συζήτηση έγινε και πολιτική, αυτό ήταν αναπόφευκτο, αφού το θέμα εμπλέκεται με την ικανοποίηση του εκλογικού σώματος: κάθε κυβέρνηση επιθυμεί να χρεωθεί ως έργο της τη λειτουργία του μετρό Θεσσαλονίκης. Οι καθυστερήσεις δίνουν τροφή στην αντιπολίτευση και στοιχίζουν σε ψήφους. Η προσπάθεια για την in situ διατήρηση έχει συνδεθεί στην κοινή γνώμη με τον Σύριζα, ενώ η απόσπαση με τη νέα κυβέρνηση. Αυτό δεν ισχύει, η προσπάθεια οφείλει πολλά κατ’ αρχήν στον Γιάννη Μπουτάρη, ενώ την υποστηρίζουν και πολλά πρόσωπα και φορείς που είναι ιδεολογικά συντηρητικοί ή διατηρούν έναν αυστηρά επιστημονικό χαρακτήρα, όπως η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία. Το «στρατόπεδο» της διατήρησης είναι πολυσυλλεκτικό.
Όσο για το ΚΑΣ, επικαλείται επιστημονικά και ιδιαιτέρως τεχνικά επιχειρήματα υπέρ της απόσπασης, αλλά η θέση του είναι σαφώς και πολιτική, αυτό φάνηκε και από την πρόσφατη ανοικτή επιστολή των μελών του, μία κίνηση τελείως ασυνήθιστη στην ιστορία του θεσμού. Δεν είναι μυστικό ότι το ΚΑΣ διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση με κριτήρια όχι μόνον επιστημονικά. Έτσι έκαναν και η τωρινή και η προηγούμενη κυβέρνηση. Η αντιπαράθεσή του τώρα με σύσσωμη την ελληνική και διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, πλήττει περαιτέρω την αξιοπιστία του, κάτι το οποίο δείχνει και η πρόσφατη έκκληση της Europa Nostra, ενός πανευρωπαϊκού οργανισμού με ιδιαίτερα βαρύνουσα γνώμη για τέτοια ζητήματα.
Υφιστάμενη κατάσταση και γραφική αποκατάσταση της διαστάυρωσης του Decumanus Maximus, β’ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ |
Πρακτικά, μέσα από τέτοιες κρίσεις αναδεικνύεται το βαθύτερο ζήτημα της ιεράρχησης των αρχαιοτήτων ανάλογα με την περιοδολόγησή τους. Κατά αυτό, τα υλικά κατάλοιπα του κλασικού ή ελληνιστικού παρελθόντος σε ένα επίπεδο δημόσιου -αλλά όπως δείχνει και η σημερινή κρίση και θεσμικού- λόγου θεωρούνται σημαντικότερα, έναντι των αντίστοιχων Βυζαντινών ή Οθωμανικών καταλοίπων. Συνεπώς, κατά πόσο μπορούμε να αξιολογήσουμε τα ευρήματα; Θα υπήρχε η ίδια αντιμετώπιση εάν στο σταθμό Βενιζέλου βρισκόταν για παράδειγμα κάποιο εύρημα της κλασικής ή της ελληνιστικής εποχής;
Ναι, είναι πολύ πιθανό ότι ένα μνημείο της αρχαιότητας θα είχε άλλη αντιμετώπιση. Τα βυζαντινά μνημεία εξακολουθούν να βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα. Δεν έχουν την αίγλη της αρχαιότητας και συνδέονται αψήφιστα με τον «κακό» μεσαίωνα. Υποτίθεται ότι το ζήτημα αυτό είχε ξεπεραστεί, αλλά ειδικά σήμερα έχει επανέλθει εντονότερα. Με την ενοποίηση των παλαιών ξεχωριστών Εφορειών Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, υπάρχουν στην Ελλάδα πολλές υπηρεσίες χωρίς αρχαιολόγους που να ειδικεύονται στη βυζαντινή περίοδο. Οι περισσότεροι διευθυντές είναι κλασικοί αρχαιολόγοι. Αυτό έχει πάει την προστασία των βυζαντινών μνημείων πολύ πίσω.
Γραφική αναπαράσταση του Decumanus Maximus, β’ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. |
Ο τρόπος με τον οποίο έχει χειριστεί τα αρχαιολογικά ζητήματα η Υπ.Πο. και αρχαιολόγος Λίνα Μενδώνη (φωτιά στις Μυκήνες – φωτισμός Ακρόπολης – διάνοιξη τσιμεντένιων διαδρόμων στην Ακρόπολη) αποτελεί σε μεγάλο βαθμό και την βάση της απονομιμοποίησής της. Γιατί η αρχαιολογία είναι ένα τόσο καυτό θέμα στην πολιτική ατζέντα;
Η κ. Μενδώνη βρίσκεται στο στόχαστρο, όχι μόνο επειδή τα θέματα της αρχαιολογίας έχουν πάντα υψηλή δημοσιότητα, αλλά διότι το Υπουργείο Πολιτισμού έχει δείξει επί των ημερών της ένα πολύ αυταρχικό πρόσωπο. Από τα πολλά παραδείγματα, να θυμίσω από το Μετρό Θεσσαλονίκης την περίπτωση του Γιώργου Σκιαδαρέση, που απομακρύνθηκε από τη διεύθυνση της Εφορείας ή της καθηγήτριας Σοφίας Καλοπίση από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, επειδή υποστήριξαν απόψεις διαφορετικές από της διοίκησης. Δεν είναι κανείς τόσο αφελής ώστε να θεωρήσει τέτοιες κινήσεις τυχαίες. Και η γλώσσα που χρησιμοποιεί το Υπουργείο είναι απαράδεκτη, η πρώτη τοποθέτηση για τις διαδρομές στην Ακρόπολη ήταν πραγματικά άθλια. Τώρα έχουν συμβεί και ορισμένα γεγονότα, στα οποία οι αντιδράσεις είναι άλλοτε υπερβολικές και άλλοτε δικαιολογημένες. Βρίσκω υπερβολικές και σε μεγάλο βαθμό αβάσιμες τις κατηγορίες ότι κάηκαν οι Μυκήνες ή ότι στρώνονται τσιμέντα στην Ακρόπολη. Ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, υπάρχει ένα πολύπλοκο ζήτημα, της προστασίας των επί του βράχου αρχαιολογικών τεκμηρίων και της κίνησης των επισκεπτών. Και δεν στρώνεται γκρι μπετόν. Το αν μας αρέσει αισθητικά ή όχι, είναι εκ των πραγμάτων δευτερεύον. Τα θέματα αυτά έγιναν πολιτικά πυροτεχνήματα για 2-3 μέρες. Από την άλλη όμως, μένει το πολύ σοβαρό πρόβλημα ότι το ελληνικό κράτος ζητιανεύει στο χ ή ψ ίδρυμα για να ξαναφωτίσει την Ακρόπολη ή να κατασκευαστεί αναβατόριο για τα ΑΜΕΑ. Και μάλιστα να το θεωρούμε αυτό και αφορμή εορτασμών. Είναι ντροπή. Δυστυχώς όμως, βλέπουμε ότι πάει να γίνει κανόνας, με απρόβλεπτη συνέχεια. Διότι αυτός που πληρώνει, έχει και λόγο στο τί και πώς θα γίνει.
Το σύνολο των φωτογραφιών που χρησιμοποιήθηκαν και αφορούν τα ευρήματα και τις απεικονίσεις του σταθμού Βενιζέλου προέρχονται από το: Κωνσταντινίδου, Κρινώ, και Μαρία Μίζα. «Μεταμορφώσεις του αστικού τοπίου της Θεσσαλονίκης από τον 4ο στον 9ο αι. στη διασταύρωση του Decumanus Maximus με τον Cardo της Οδού Βενιζέλου (Ανασκαφή σταθμού Βενιζέλου – Μετρό Θεσσαλονίκης)». Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας Περίοδος Δ’, Τόμος ΜΑ’ Αθήνα, 2020, σελ. 9-34. Το άρθρο αυτό αποτελεί κομμάτι των προσπαθειών της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας υπέρ της διατήρησης των ευρημάτων του σταθμού Βενιζέλου κατά χώραν.
Πηγή: Δ. Γαβαλάς, ΣΚΡΑ-Punk
Δεν υπάρχουν σχόλια