Ο Πίτερ Τζον Χιγκς πριν την απόλυσή του. Το 2002 ένας βρετανός δημοσιογράφος των Sunday Times, προσποιούμενος τον ασκούμενο στο χώρο των μου...
Ο Πίτερ Τζον Χιγκς πριν την απόλυσή του. |
Το 2002 ένας βρετανός δημοσιογράφος των Sunday Times, προσποιούμενος τον ασκούμενο στο χώρο των μουσείων και επιθυμώντας, όπως ανέφερε, να αποκτήσει επαγγελματική εμπειρία κατόρθωσε να φθάσει ως τα έγκατα του Βρετανικού Μουσείου.
Εκεί, όπου φυλάσσονται όλα όσα δεν βρίσκονται στις αίθουσες και τις προθήκες του. Μερικά εκατομμύρια αντικείμενα δηλαδή, από τα οκτώ συνολικά, που διαθέτει το μουσείο. Ο στόχος ήταν να διερευνηθούν τα μέτρα ασφάλειας του και όντως αυτό συνέβη.
Η έρευνα έδειξε, πως ανεκτίμητα αντικείμενα από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη ήταν, άλλα παραπεταμένα, άλλα είχαν σπάσει και τα περισσότερα προστατεύονταν ελάχιστα. Η διαπίστωση ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση, καθώς ο μυστικός ρεπόρτερ βγήκε από το μουσείο παίρνοντας μαζί του το πόδι ενός αγάλματος του 3ου αιώνα π.Χ., αξίας 20.000 λιρών!
Προηγουμένως, κατά την «ξενάγησή» του στα άδυτα του μουσείου είχε ακούσει τον επιμελητή Ελληνικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων Πίτερ Τζον Χιγκς, ο οποίος και υποτίθεται ότι τον επέβλεπε, να παραδέχεται: «Είναι χάος εδώ κάτω».
Βρετανικό Μουσείο |
Σήμερα, μία εικοσαετία αργότερα αποδεικνύεται, ότι αυτό το «χάος» υπήρξε πολύ προσοδοφόρο για κάποιους, όπως ο ίδιος Χιγκς στον οποίο έχουν πέσει όλες οι υποψίες για υπεξαίρεση αρχαιοτήτων. (Να σημειωθεί, ότι ως αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, απαγγελία κατηγοριών δεν έχει γίνει).
Επιπλέον το ίδιο «χάος» φαίνεται ότι επικρατεί και στη διοίκηση του μουσείου, η οποία ήταν ενημερωμένη από το 2021 για την εμφάνιση αντικειμένων του σε διαδικτυακές πωλήσεις, αλλά παρουσιάστηκε εντελώς αναποτελεσματική στην αντιμετώπιση του γεγονότος.
Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε ο τίτλος των σημερινών «Times»: «Το Βρετανικό Μουσείο είχε μία δουλειά να κάνει, και απέτυχε».
Ήξεραν αλλά αδράνησαν
Διατηρώντας ψηλά στις ειδήσεις το θέμα ο βρετανικός Τύπος παρουσιάζει διαρκώς και νέα στοιχεία ενώ οι επικρίσεις αφορούν όλη την ηγεσία του μουσείου. Από τον διευθυντή του Χάρτβιχ Φίσερ, που πολύ βολικά και σαφώς επιλήψιμα ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το μουσείο, τον αναπληρωτή διευθυντή Τζόναθαν Ουίλιαμς και βεβαίως τον πρόεδρο Τζορτζ Όσμπορν. Όλοι τους είχαν πληροφορηθεί τις κλοπές, αλλά όλοι αδράνησαν.
Ο απερχόμενος διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Χάρτβιχ Φίσερ. |
Σύμφωνα με το BBC, τον Φεβρουάριο του 2021, ένας έμπορος αρχαίων πολύτιμων λίθων ονόματι Ίταϊ Γκρέιντελ με έδρα τη Δανία ειδοποίησε το Βρετανικό Μουσείο, ότι είχε δει αντικείμενα από τη συλλογή του –συγκεκριμένα τρία πετράδια- προς πώληση στο διαδίκτυο. Ο αναπληρωτής διευθυντής του ιδρύματος, Τζόναθαν Ουίλιαμς, απάντησε όμως στον έμπορο, πέντε μήνες αργότερα, λέγοντας: «Δεν υπήρξε καμία υπόδειξη για παράβαση».
Χωρίς να έχει πειστεί ωστόσο ο Γκρέιντελ συνέχισε να παρακολουθεί την κατάσταση και με email του προς ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Βρετανικού Μουσείου, κατηγόρησε τον Ουίλιαμς και τον Φίσερ, ότι «τα σκούπισαν όλα κάτω από το χαλί». «Ο κλέφτης πρέπει να ήταν κάποιος μέσα στο ίδρυμα», έλεγε ο Γκρέιντελ στο email του, όπως αναφέρουν οι «New York Times». Παράλληλα εξέφραζε την ανησυχία του θεωρώντας, ότι οι τρεις πολύτιμοι λίθοι ήταν «μόνο η κορυφή ενός πολύ μεγαλύτερου παγόβουνου».
Οι πωλήσεις στο διαδίκτυο
Και πάλι όμως, η απάντηση στον Γκρέιντελ, που δόθηκε από τον Τζόναθαν Ουίλιαμς ήταν, ότι δεν υπήρχαν «αποδεικτικά στοιχεία» για οποιαδήποτε αδικοπραγία εκ μέρους οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού του μουσείου» και ότι τα αντικείμενα, που ανέφερε ο Γκρέιντελ ήταν «στη συλλογή».
Το ίδιο απάντησε και ο Όσμπορν με δικό του email σε έναν διαχειριστή του μουσείου _ανώνυμο επί του παρόντος- λέγοντας, ότι «δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς». Τελικά όμως τον περασμένο Ιανουάριο ο Όσμπορν αναγκάστηκε να παραδεχθεί, ότι …κάτι συμβαίνει, αφού απάντησε στον Γκρέιντελ, πως «έχω λάβει τα σχόλιά σας πολύ σοβαρά»…
Στο μεταξύ και ένας άλλος έμπορος, ο Μάλκολμ Χέι είχε έρθει κι εκείνος σε επαφή με το μουσείο για να ενημερώσει, ότι είχε αγοράσει ένα από τα πετράδια, αλλά ανησυχούσε ότι ήταν κλεμμένο. Γι΄ αυτό το λόγο προτίμησε να το επιστρέψει στο μουσείο τον Μάιο του 2021.
Μόλις χθες εξάλλου, ο καθηγητής Μάρτιν Χένιγκ της σχολής Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αποκάλυψε, ότι ένα άλλο ύποπτο αντικείμενο, που απεικονίζει το προφίλ ενός Ρωμαίου άνδρα είχε εντοπισθεί το 2020 προς πώληση στο διαδίκτυο. Το αντικείμενο αγόρασε ένας έμπορος αρχαιοτήτων, αλλά, όπως δήλωσε ο Χένιγκ έκανε «εντελώς το σωστό» και το επέστρεψε στο Βρετανικό Μουσείο, όταν ένας ευρωπαίος ειδικός ερεύνησε την προέλευσή του και το βρήκε καταχωρισμένο σε έναν κατάλογο μουσείων από το 1926.
Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου Τζορτζ Όσμπορν. |
Διάτρητο μουσείο
Η καθαρή αξία των αντικειμένων, που φέρεται να έκλεψε ο Χιγκς πιστεύεται, ότι είναι δεκάδες εκατομμύρια λίρες, με μερικά να χρονολογούνται πριν από 3.500 χρόνια. Ο Χιγκς, ο οποίος λειτουργούσε με ψευδώνυμο στο eBay αναγνωρίστηκε, όταν ένας χρήστης βρήκε τον λογαριασμό του στο Paypal συνδεδεμένο με τη ροή του στο Twitter, στο οποίο είχε γράψει τόσο το πραγματικό του όνομα όσο και τον τίτλο εργασίας του στο μουσείο.
Ο εντοπισμός του έγινε, όταν φέρεται να προσπάθησε να πουλήσει αντικείμενα από τη συλλογή, που όμως είχαν καταχωρηθεί κανονικά, πράγμα που σημαίνει, ότι ήταν ανιχνεύσιμα.
Άγνωστος πάντως, παραμένει ο αριθμός των αντικειμένων, αν και σύμφωνα με τα βρετανικά Μέσα Ενημέρωσης πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 1500 και 2000. Δημοσίευμα της Daily Telegraph ανεβάζει τον αριθμό των αρχαιοτήτων που έκαναν φτερά «κοντά στις 2.000», επικαλούμενη πηγές της εφημερίδας. Κυρίως μάλιστα φαίνεται να είναι κοσμήματα και πετράδια, σε κάθε περίπτωση δηλαδή κομμάτια μικρών διαστάσεων. Μάλιστα δεν έχουν εκτεθεί ποτέ δημόσια, ενώ όπως πιστεύεται από πολλούς στη Βρετανία, είχαν αποκτηθεί από το μουσείο από τον Τσαρλς Τάουνλι, έναν πλούσιο αρχαιοκάπηλο και συλλέκτη που πέθανε το 1805.
Μιλώντας στην εφημερίδα «The Economist», ο Έλληνας εμπειρογνώμονας παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων Χρήστος Τσιρογιάννης, της σχετικής ομάδας εργασίας της Unesco λέει τώρα, ότι η κλοπή του Βρετανικού Μουσείου είναι «πιθανώς η χειρότερη περίπτωση μέχρι στιγμής, δεν περιμένει κανείς να συμβεί αυτό σε ένα μουσείο».
Σοκαρισμένος δηλώνει στους «New York Times» και ο πρώην επικεφαλής της ομάδας τέχνης και αρχαιοτήτων της Σκότλαντ Γιαρντ, Ντικ Έλις, καθώς θεωρεί αδιανόητο, ότι το μουσείο έλαβε τόσα λίγα μέτρα τα τελευταία δύο χρόνια, από τότε που σήμανε συναγερμός. Ο ίδιος πιστεύει επίσης, ότι θα είναι πολύ δύσκολο να ανακτηθούν τα αντικείμενα που πουλήθηκαν πριν από χρόνια και έχουν αλλάξει στο μεταξύ, πολλά χέρια.
Ο βουλευτής των Εργατικών και πρώην υφυπουργός Πολιτισμού, Μπεν Μπράντσο, δήλωσε ότι οι κατηγορίες είναι πολύ σοβαρές. «Αυτή η υπόθεση θα κάνει ζημιά στη Βρετανία επειδή έχει πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Το Βρετανικό Μουσείο είναι το πιο διάσημο μουσείο του κόσμου», δήλωσε. Για την υπόθεση το μουσείο απέλυσε έναν βετεράνο επιμελητή του, τον 56χρονο Πίτερ Χιγκς, ειδικό στην αρχαιοελληνική συλλογή, αλλά οι Αρχές δεν έχουν κάνει ακόμη συλλήψεις και ο ίδιος αρνείται την εμπλοκή του στις κλοπές.
Στην ιστοσελίδα του μουσείου πάντως, κάτω από το κεφάλαιο «Διακυβέρνηση» τονίζεται ότι: «Στόχος του Μουσείου είναι να διαθέτει μια συλλογή αντιπροσωπευτική των παγκόσμιων πολιτισμών και να διασφαλίζει, ότι η συλλογή στεγάζεται με ασφάλεια, συντηρείται, επιμελείται, ερευνάται και εκτίθεται».
Πηγή: Μ. Θερμού, MonoNews, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια