To τμήμα ρωμαϊκής σαρκοφάγου που βρισκόταν προς πώληση σε γκαλερί του Μανχάταν και επιστρέφεται στην Ελλάδα. Την ταύτιση του αντικειμένου...
Προϊόντα λαθρανασκαφών, ή κλεμμένα αντικείμενα από αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, τροφοδοτούν ένα παράνομο εμπόριο, με τζίρο εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, που διακινεί αρχαιολογικούς θησαυρούς σε όλο τον κόσμο. Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες που έχουν δει την πολιτιστική κληρονομιά τους να λεηλατείται, με κλεμμένες αρχαιότητες να βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, ενώ συχνό είναι το φαινόμενο να εμφανίζονται ελληνικά αρχαία αντικείμενα προς πώληση σε οίκους δημοπρασιών.
Ωστόσο, η ταύτιση και η ανάκτηση των κλεμμένων αρχαιοτήτων είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία.
Παρότι οι υποθέσεις διεκδίκησης αυτών των αρχαίων αντικειμένων δεν στέφονται πάντα με επιτυχία, η πολύ πρόσφατη περίπτωση ενός τμήματος μαρμάρινης ρωμαϊκής σαρκοφάγου, που εντοπίστηκε σε γκαλερί της Νέας Υόρκης, ήταν μία από τις περιπτώσεις που είχαν ευτυχή κατάληξη και την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκε πως θα επιστρέψει στην Ελλάδα.
Φωτογραφία από το κατασχεμένο αρχείο του αρχαιοκάπηλου Τ. Μπεκίνα, στην οποία απεικονίζεται το τμήμα ρωμαϊκής σαρκοφάγου. |
Το τμήμα της σαρκοφάγου, που χρονολογείται περίπου στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., εντόπισε σε γκαλερί του Μανχάταν ο δρ. Χρήστος Τσιρογιάννης, αρχαιολόγος και ερευνητής διεθνών αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων, ο οποίος εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Το συγκεκριμένο αντικείμενο είχε εξαχθεί παράνομα από την Ελλάδα και προσφερόταν προς πώληση από τη γκαλερί Royal Athena, η οποία μάλιστα ανέφερε πως το κομμάτι «προέρχεται πιθανότατα από το ίδιο εργαστήριο» που κατασκεύασε μια άλλη σαρκοφάγο και σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Ο δρ. Τσιρογιάννης επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για κλεμμένο, όταν είδε το τμήμα της σαρκοφάγου να εμφανίζεται σε φωτογραφίες πολαρόιντ από το αρχείο του διαβόητου ιταλού αρχαιοκάπηλου Τζιανφράνκο Μπεκίνα, που είχε κατασχεθεί από τις ιταλικές αρχές το 2001 και στο οποίο έχει πρόσβαση. Στη συνέχεια, συγκέντρωσε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία περί της ελληνικής προέλευσης της αρχαιότητας και έστειλε τις πληροφορίες στον βοηθό του γενικού εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, με τον οποίον συνεργάστηκε πάνω στην υπόθεση.
Ο δρ. Χρήστος Τσιρογιάννης, στον Παρθενώνα |
Τα τελευταία χρόνια, ο Χρήστος Τσιρογιάννης έχει δημοσιεύσει πληροφορίες για περισσότερες από 100 ταυτίσεις κλεμμένων αρχαιοτήτων. Όπως προσθέτει ο ίδιος, «αυτά που έχω βρει και δεν έχουν δημοσιευθεί από εμένα, είναι τουλάχιστον άλλα 900. Δηλαδή μιλάμε για 1.000 ταυτίσεις αυτή τη στιγμή, τα τελευταία 9μισι χρόνια. Από τα 900, περίπου τα 250 έχουν ήδη διεκδικηθεί και επαναπατριστεί στις χώρες προέλευσής τους, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας κυρίως, αλλά και της Ελλάδας.
»Και για κάθε μία από αυτές τις υποθέσεις, κανένα μουσείο, συλλέκτης, οίκος δημοπρασιών, ή έμπορος τέχνης, δεν κατέφυγε στη δικαιοσύνη διεκδικώντας να κρατήσει το κομμάτι που είχε στην κατοχή του. Αυτό νομίζω από μόνο του είναι μία σοβαρότατη ένδειξη, ότι το εμπόριο καταλαβαίνει πάρα πολύ καλά ότι είναι εν αδίκω. Και συνεπώς καταλαβαίνει επίσης τι μπορεί παραπάνω να φέρει εναντίον τους μία πιθανή δικαστική διαμάχη».
Το σίγουρο είναι πως, παρά τις κατά καιρούς διεκδικήσεις από τα διάφορα κράτη, πρόκειται για ένα εμπόριο με τεράστια κέρδη. «Την εικόνα για τα ποσά που διακινούνται για τις παράνομες αρχαιότητες σε διεθνές επίπεδο, μπορούμε να τη σχηματίσουμε μόνο από τις υποθέσεις οι οποίες εντοπίζονται και ταυτίζονται. Και αυτές αναγκαστικά είναι ένα τμήμα, ένα πολύ μικρό κομμάτι του γενικότερου παράνομου εμπορίου και πιθανότατα πάντοτε θα χάνουμε την ευρύτερη εικόνα του προβλήματος. Αν, λοιπόν, κρίνουμε αποκλειστικά από αυτές τις υποθέσεις, ήδη μιλάμε για έναν τζίρο εκατοντάδων εκατομμυρίων τον χρόνο. Πάντως όσο εντοπίζουμε και αναλύουμε υποθέσεις και βρίσκουμε πληροφορίες, όπως την οικονομική αξία, τόσο θα καταλαβαίνουμε ότι τα πράγματα είναι χειρότερα από ό,τι νομίζαμε αρχικά στον χώρο της αρχαιοκαπηλίας», επισημαίνει.
Στην Ελλάδα, οι παράνομες ανασκαφές «ανθίζουν». Σύμφωνα με τον δρ. Τσιρογιάννη, από τη μελέτη των κατασχεμένων αρχείων αρχαιοκάπηλων, προκύπτει ότι «η Αττική, η Βοιωτία, η Θεσσαλία έχουν κυριολεκτικά ρημαχθεί, για να αναφερθώ μόνο σε μερικές περιοχές. Αν δούμε άλλα στοιχεία, δηλαδή από υποθέσεις του τμήματος δίωξης αρχαιοκαπηλίας τα τελευταία 10-15 χρόνια, αποκαλύπτεται ότι η αρχαιοκαπηλία οργίαζε και συνεχίζει να οργιάζει, και μετά την κρίση ειδικά, σε όλη την επικράτεια και όχι μόνο στις περιοχές που προανέφερα».
«Έχουμε αρχαιοκαπηλία σε χώρους που δεν είχαν εντοπιστεί αρχαιολογικά, αλλά και σε κηρυγμένους επίσημους αρχαιολογικούς χώρους. Όπως έχουμε, για παράδειγμα, και επαναπατρισμούς κλεμμένων από αρχαιολογικούς χώρους. Θα αναφερθώ τελείως παραδειγματικά στην επιστροφή του αγάλματος του Λυκείου Απόλλωνα από τη Γόρτυνα, που είχε κλαπεί και επεστράφη το 2007», προσθέτει.
Πώς ακριβώς γίνεται όμως ο εντοπισμός των κλεμμένων αρχαιοτήτων;
Ο Χρήστος Τσιρογιάννης εξηγεί: «πρώτα απ' όλα, παίρνω στα χέρια έντυπους καταλόγους οίκων δημοπρασιών και γκαλερί, ή εκθέσεων σε μουσεία. Κατόπιν συγκρίνω τα αντικείμενα που απεικονίζονται εκεί, με φωτογραφικό υλικό και άλλου είδους πληροφορίες, που μπορεί να περιλαμβάνουν ακριβείς, λεπτομερείς περιγραφές, ώστε να κάνουν εφικτή την ταύτιση των αντικειμένων.
»Έχω τη δυνατότητα να έχω πρόσβαση σε κατασχεμένο υλικό από τις ιταλικές και τις ελληνικές αρχές, με φωτογραφικό υλικό και έγγραφα, για δεκάδες χιλιάδες παράνομα αντικείμενα. Υλικό από εμπόρους αρχαιοτήτων που έχουν ήδη καταδικαστεί για παράνομη διακίνηση. Συνεπώς, ένα αντικείμενο που ταυτίζεται από αυτά τα αρχεία είναι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, παράνομο. Είτε λαθρανασκαμμένο, είτε απλώς κλεμμένο από μια συλλογή, ένα μουσείο, από μία ανασκαφή και μετά λαθραίως εξαχθέν. Είτε παράτυπο με οποιοδήποτε άλλο τρόπο: μπορεί να είναι πλαστό και να έχουν αλλοιωθεί τα συνοδευτικά του έγγραφα για να παρουσιαστεί ως αυθεντικό. Οπότε και εκεί το αντικείμενο είναι, με ένα διαφορετικό τρόπο, παράνομο».
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η διαδικασία είναι πιο περίπλοκη από ό,τι φαίνεται συνήθως. «Μετά την ταύτιση ενός αντικειμένου, η υποχρέωση ενός οποιουδήποτε πολίτη, άρα λοιπόν και του αρχαιολόγου, είναι να ενημερώσει τις αρχές. Έτσι, λοιπόν, εγώ ενημερώνω πάντοτε την Interpol και τις αρχές της χώρας στην οποία πρόκειται πραγματοποιηθεί η δημοπράτηση/πώληση, ή ακόμα και αν εκτίθεται κάπου χωρίς να πωλείται αναγκαστικά. Επίσης, ενημερώνω και τη χώρα από την οποία θεωρώ, με βάση τα στοιχεία που έχω, ότι έχει προέλθει αυτό το αντικείμενο. Πολλές φορές βέβαια χρειάζονται μήνες έρευνας μετά την ταύτιση για να βρω περισσότερα στοιχεία που πιθανότατα αποδεικνύουν και την παράνομη προέλευσή του. Στο μεταξύ όμως έχουν ενημερωθεί οι αρχές και πλέον η ευθύνη έχει διαβιβαστεί σε εκείνες για να δράσουν», προσθέτει.
Υπάρχουν, όμως, φορές που οι οίκοι δημοπρασιών δεν αποσύρουν τα αντικείμενα. «Ή τα αποσύρουν μετά από πολύ καιρό, παίζοντας διάφορα παιχνίδια, περιμένοντας να δουν αν μπορούν να αποφύγουν την απόσυρση, αν μπορούν να πουλήσουν το αντικείμενο και να βγάλουν κέρδος, αν οι αποδείξεις -κατά την άποψή τους βεβαίως- είναι επαρκείς για να σταθούν νομικά», τονίζει ο δρ. Τσιρογιάννης.
Η φωτογραφία και το εξώφυλλο από τον κατάλογο Christie’s, που απεικονίζουν τον κορμό ενός αντρικού αγάλματος, το οποίο είχε ταυτίσει ο δρ. Τσιρογιάννης αλλά δεν αποσύρθηκε από τη δημοπρασία. |
Μία τέτοια περίπτωση, όπως προσθέτει, αφορούσε τον κορμό ενός αντρικού αγάλματος, το οποίο ο ίδιος ταύτισε από στοιχεία του κατασχεμένου αρχείου των εμπόρων αρχαιοτήτων Ρόμπερτ Σάιμς και Χρήστου Μιχαηλίδη. «Το ταύτισα πρώτα το 2009, στη δημοπρασία της ιδιωτικής συλλογής του Yves Saint Laurent και του Pierre Berge, μετά τον θάνατο του μόδιστρου. Eίχε γίνει η δημοπρασία στο Petit Palais των Παρισίων, τον Φεβρουάριο του 2009. Μετά το ξαναταύτισα στον οίκο Christie's στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 2013, όπου μάλιστα το είχαν βάλει και εξώφυλλο γιατί ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι. Και τις δύο φορές το αντικείμενο δεν αποσύρθηκε και πωλήθηκε -την τελευταία φορά για πάνω από ένα εκατ. λίρες».
Το αρχείο των εμπόρων αρχαιοτήτων Σάιμς και Μιχαηλίδη εντοπίστηκε στο πλαίσιο της πολύκροτης υπόθεσης της Σχοινούσας το 2006, της μεγαλύτερης υπόθεσης αρχαιοκαπηλίας των τελευταίων ετών. Στις αποκαλύψεις συμμετείχε ενεργά τότε ο Χρήστος Τσιρογιάννης, ως μέλος της σχετικής ομάδας του υπουργείου Πολιτισμού αρχικά, ενώ στη συνέχεια μετατέθηκε με εντολή εισαγγελέως στο υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου συνεχίστηκε η έρευνα της υπόθεσης. «Είναι η μοναδική φορά που το ελληνικό κράτος ακούμπησε την καρδιά του διεθνούς κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας», επισημαίνει.
Η έφοδος στη βίλα στη Σχοινούσα, που οδήγησε στην ανεύρεση εκατοντάδων αρχαίων αντικειμένων αλλά και του πολύτιμου αρχείου, πραγματοποιήθηκε λίγες μόλις εβδομάδες μετά την έφοδο σε ένα άλλο σπίτι στην Πάρο -στην εξοχική κατοικία της πρώην εφόρου του Μουσείου Γκετί των ΗΠΑ, Μάριον Τρου, όπου επίσης βρέθηκε πλήθος αδήλωτων αρχαιοτήτων. Οι ιδιοκτήτες της βίλας στη Σχοινούσα είναι οι κληρονόμοι του Χρήστου Μιχαηλίδη γνωστού αρχαιοπώλη, ο οποίος πέθανε το 1999. Ο Μιχαηλίδης ήταν συνεταίρος του Ρόμπιν Σάιμς, επίσης γνωστού αρχαιοπώλη, που ήταν βασικός προμηθευτής του Μουσείου Γκετί και προσωπικός φίλος της Μάριον Τρου.
Ο δρ. Τσιρογιάννης εξηγεί πως «η υπόθεση είχε ξεκινήσει πρώτα από τους Ιταλούς, για δικό τους συμφέρον εντοπίζοντας αντικείμενα από τα δύο πρώτα αρχεία των Μέντιτσι και Μπεκίνα, που εκείνοι κατάσχεσαν το 1995 και το 2001, και αναζητούσαν το αρχείο Σάιμς και Μιχαηλίδη αλλά δεν το έβρισκαν. Όταν τον Απρίλιο του 2006 βρέθηκε το αρχείο Σάιμς- Μιχαηλίδη στη Σχοινούσα, εκεί που δεν θα το περίμενε κανείς, πολλοί θυμήθηκαν καθυστερημένα το δημοσίευμα του πολύ έμπειρου Νικόλα Ζηργάνου, που τότε εργαζόταν στην Ελευθεροτυπία, ο οποίος είχε γράψει πρώτος ήδη από το 2003 για την υπόθεση αυτή, αναφέροντας ότι οι Σάιμς και Μιχαηλίδης παραθέριζαν σε ιδιωτικό συγκρότημα από βίλες στη Σχοινούσα και ότι υπάρχουν αποθήκες στην Αγγλία με πάρα πολλές ελληνικές αρχαιότητες. Οι ελληνικές αρχές, κάθε είδους, δεν αντέδρασαν σε αυτό το δημοσίευμα άμεσα. Μόνο μετά από τρία χρόνια έγινε η έρευνα στη Σχοινούσα, και μόνο αφότου οι αστυνομικές αρχές ενημερώθηκαν από τον πληροφοριοδότη, κατά τη διάρκεια της εφόδου στο σπίτι της Μάριον Τρου στην Πάρο, δεκαπέντε ημέρες πριν».
Στη συνέχεια, έγινε ανταλλαγή αρχείων με τις ιταλικές αρχές. «Εμείς πήραμε αντίγραφα των Μέντιτσι και Μπεκίνα και τους δώσαμε αντίγραφο του αρχείου των Σάιμς και Μιχαηλίδη. Έτσι, από τον Ιούλιο του 2006 και μετά και οι δύο πλευρές έχουν όλα τα αρχεία -τουλάχιστον όλα τα αρχεία που είχαν βρεθεί μέχρι τότε. Και ξεκίνησαν οι έρευνες. Εμείς ξεκινήσαμε από το μηδέν, οι Ιταλοί είχαν ήδη 11 χρόνια έρευνας πριν από εμάς, με τα προηγούμενα αρχεία», αναφέρει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόθεση, που πλέον έχει κλείσει δεκαετία, έφτασε στις δικαστικές αίθουσες μόλις πριν από περίπου ένα χρόνο, ενώ η ακροαματική διαδικασία δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, καθώς παίρνει συνεχώς αναβολές.
«Βρεθήκαμε μπροστά στο αρχείο των μεγαλύτερων εμπόρων αρχαιοτήτων παγκοσμίως. Οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές άλλων χωρών ονειρεύονταν να το βρουν και εμείς που το βρήκαμε ως κράτος δεν έχουμε εργαστεί όπως θα έπρεπε πάνω σε αυτό», προσθέτει ο Χ. Τσιρογιάννης, σημειώνοντας ότι ο εισαγγελέας Ιωάννης Διώτης, που είχε αναλάβει το νομικό κομμάτι, «είχε άμεσα καταλάβει πόσο σημαντική ήταν η υπόθεση και η περαιτέρω έρευνά της, που θα κρατούσε σίγουρα για χρόνια, αλλά τη διέκοψαν μέσα σε λίγους μήνες και αφαίρεσαν τη δικογραφία από τον ίδιο». Τον Οκτώβριο του 2008, η σύμβαση του Χ. Τσιρογιάννη με το υπουργείο Πολιτισμού έληξε και δεν ανανεώθηκε, ωστόσο την τελευταία ημέρα της σύμβασης κατέθεσε με απόρρητα έγγραφα στο υπουργείο τη δουλειά που είχε κάνει για περισσότερο από δύο χρόνια, ταυτίζοντας 420 αντικείμενα από το αρχείο Σάιμς-Μιχαηλίδη που είχαν καταλήξει σε ιδιωτικές συλλογές, μουσεία κλπ. Τη μελέτη του συγκεκριμένου αρχείου τη συνέχισε, ως διδακτορική διατριβή πλέον, στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ενώ μέχρι σήμερα συνεχίζει την έρευνα στο ίδιο πανεπιστήμιο, σε συνάφεια και με άλλα αρχεία.
Ο Χ. Τσιρογιάννης αναφέρει πως πρόσφατα προσέφερε δωρεάν τη συνεργασία του στο υπουργείο Πολιτισμού, σε μία συνάντηση που είχε με τη γενική γραμματέα Μαρία Βλαζάκη, στο περιθώριο ημερίδας της Unesco τον Μάρτιο του 2016 στο Παρίσι. «Η ίδια με προσέγγισε και μου ζήτησε να συναντηθούμε μετά την ημερίδα, φαντάστηκα ότι θα ήταν για να συνεργαστούμε. Όταν συναντηθήκαμε και της πρόσφερα δωρεάν τη συνεργασία μου, μου απάντησε: "όχι, δεν ήθελα να σας δω γι'αυτό, ήθελα να σας πω να μη μιλάτε σε έλληνες δημοσιογράφους και να λέτε ότι το ελληνικό υπουργείο αδυνατεί να εντοπίσει και να επαναπατρίσει αντικείμενα από τα κατασχεμένα αρχεία". Μα, της λέω, είναι αλήθεια*».
*Σε επικοινωνία με το Lifo.gr, η κ. Βλαζάκη επιβεβαίωσε τη συνάντηση, σημειώνοντας ότι έγινε παρανόηση της συζήτησης, ενώ ανέφερε ότι παρέπεμψε τον δρ. Τσιρογιάννη σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου.
Ο Χρήστος Τσιρογιάννης επισημαίνει πως υπάρχουν προϋποθέσεις για να γίνουν πολλά περισσότερα στην Ελλάδα, «υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρόν. Μπορούν να γίνουν θαύματα, τόσο σε ένα επίπεδο ταυτίσεων και διεκδικήσεων μέσω της διπλωματικής οδού, αλλά και νομικά, για να γίνουν ανοιχτά οι δίκες δημοσίως. Να μπορεί να έχει τη δυνατότητα ο κόσμος να τις παρακολουθήσει και να ενημερωθεί από πρώτο χέρι για όλη την αλήθεια, η οποία προφανώς του αποκρύβεται, τόσο από την πλευρά του εμπορίου με διάφορα κόλπα, όσο και από την πλευρά των αρχών που πολλές φορές φέρουν ευθύνη για τη μη ολοκληρωμένη παρουσίαση όλων των στοιχείων».
Οι προσπάθειες επαναπατρισμού
Η αρμόδια υπηρεσία στην Ελλάδα, που ασχολείται με την ανάσχεση και αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, με στόχο την ανάκτησή τους από το ελληνικό Δημόσιο, είναι η Διεύθυνση Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού. Η σύσταση της υπηρεσίας (με διαφορετικό οργανόγραμμα αρχικά) έγινε με ειδικό νόμο που ψηφίστηκε μόλις το 2008.
Όπως εξηγεί η προϊσταμένη της Διεύθυνσης, Βάσω Παπαγεωργίου, η υπηρεσία τηρεί και ενημερώνει τα αρχεία κλαπέντων ή υπεξαιρεθέντων κινητών μνημείων, των λαθρανασκαφών, καθώς και των κατασχεθέντων αρχαιοτήτων από την αστυνομία. Στο αρχείο κλαπέντων προστίθεται και η βάση δεδομένων της Ίντερπολ, ενώ πηγή πληροφοριών είναι και τα κατασχεθέντα φωτογραφικά αρχεία, όπως για παράδειγμα εκείνα των εμπόρων αρχαιοτήτων Σάιμς και Μιχαηλίδη.
«Ένα ακόμα κρίσιμο αρχείο είναι αυτό των ανιχνευτών μετάλλων. Πέρα από την εγγραφή στο μητρώο και την αδειοδότηση, κρατάμε τα στοιχεία και ελέγχουμε τη χρήση των ανιχνευτών, δεδομένου ότι είναι ένα εργαλείο έρευνας το οποίο δεν χρησιμοποιείται πάντα για αγαθούς σκοπούς. Όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία, όπου υπάρχουν κατασχέσεις νομισμάτων και αρχαιοτήτων, πάντα υπάρχει κοντά και ένας ανιχνευτής», σημειώνει η κ. Παπαγεωργίου. «Ο συνδυασμός των πληροφοριών από όλα τα παραπάνω αρχεία είναι συνήθως το κλειδί για την όποια διεκδίκηση επαναπατρισμού αρχαίων αντικειμένων», προσθέτει.
Για την ταύτιση και τη διεκδίκηση ενός αρχαίου αντικειμένου, «το κρίσιμο είναι να αποδείξεις ότι το είχες στην Ελλάδα, πως ξέρεις ότι το είχες μέχρι μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή και από τη στιγμή εκείνη το έχασες. Που σημαίνει, δηλαδή, ότι έχεις κάποιο αποδεικτικό για την ημερομηνία που έλαβε χώρα το συμβάν. Και η φωτογραφία είναι πολύ σημαντική. Εντοπίζουμε αρχαιότητες παντού, στο διαδίκτυο, στις δημοπρασίες, να αλλάζουν χέρια συνεχώς. Λες, γιατί δεν τις διεκδικώ; Δεν αρκεί να είναι ελληνικό το αντικείμενο. Για να μπορέσεις να το φέρεις πίσω, πρέπει να έχεις αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτό έχει διακινηθεί παράνομα από τη χώρα σου», επισημαίνει η κ. Παπαγεωργίου.
Σημειώνει ακόμα, πως στον επαναπατρισμό βοηθούν ιδιαίτερα οι διμερείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Ελλάδα με άλλα κράτη -όπως οι ΗΠΑ, Ελβετία, Τουρκία, Κίνα κ.α.- στο κομμάτι της παράνομης διακίνησης, με αποτέλεσμα να κινείται πιο γρήγορα η διαδικασία όταν εντοπιστεί κάποιο κλεμμένο αντικείμενο. Οι συμφωνίες αυτές βασίζονται στο πνεύμα της σχετικής σύμβασης της Unesco. Επίσης, κάποιες υποθέσεις διεκδίκησης αρχαιοτήτων ακολουθούν τη νομική οδό και οδηγούνται σε δίκη, ή πραγματοποιείται εξωδικαστικός συμβιβασμός.
Στις περιπτώσεις που κάποιο αντικείμενο εντοπίζεται παράνομα στην κατοχή ενός πολίτη στην Ελλάδα, γίνεται κατάσχεση από την αστυνομία, σχηματίζεται δικογραφία και ακολουθεί ποινική δίωξη - ο νόμος 3028/2002 προβλέπει κάθειρξη μέχρι και 10 ετών. Ωστόσο, κάποιος μπορεί να έχει νόμιμα στην κατοχή του ένα αρχαίο αντικείμενο, υπό προϋποθέσεις, σύμφωνα με τον αρχαιολογικό νόμο. «Για ένα πολιτιστικό αγαθό που δεν είναι εισαγόμενο, και χρονολογείται μέχρι το 1453, υπάρχει η δυνατότητα να είναι κάτοχός του ένας πολίτης, υπό προϋποθέσεις, αλλά την κυριότητα του αντικειμένου την κρατάει το ελληνικό κράτος. Για τα αντικείμενα μετά το 1453 δίνεται η κυριότητα στον πολίτη -εξαιρούνται τα αποσπασμένα από μνημεία, τα ευρήματα ανασκαφών για τα οποία ισχύει ότι για τα προ του 1453. Αλλά, για παράδειγμα, ένα νόμισμα του 17ου αιώνα δεν εμπίπτει στην έννοια αυτή, εκ του περισσού θα έδινες την κυριότητα στον πολίτη», εξηγεί η κ. Παπαγεωργίου. Σημειώνεται ότι η εξαγωγή αρχαιοτήτων και πώληση στο εξωτερικό, χρειάζεται σχετική άδεια και επιτρέπεται μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης, σύμφωνα με την προϊστάμενη της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, «η γνώση και η ευαισθητοποίηση των πολιτών είναι το Α και το Ω. Όσα κατασταλτικά μέσα και να πάρεις, όσους αστυνομικούς και αν εξαπολύσεις, όσους αρχαιολόγους και να έχεις να ψάχνουν καθημερινά, αν ο κάθε πολίτης δεν συνειδητοποιήσει ότι το αρχαίο είναι η κληρονομιά του, του ανήκει και πρέπει να τη προστατεύσει, ό,τι και να κάνουμε μπορεί να περιορίσει μεν το φαινόμενο, αλλά όχι να το εξαλείψει».
Πηγή: Κ. Κοντινη, LiFO
Δεν υπάρχουν σχόλια