Το νομοσχέδιο μετατρέπει πέντε μουσεία (φωτ. το Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών) σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τους δίνει αυτοτέλεια στη δι...
Το νομοσχέδιο που μετατρέπει πέντε εμβληματικά μουσεία (Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικό Ηρακλείου, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών, Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης) σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από κάποιους χαιρετίστηκε ως μέτρο που δίνει στα μουσεία αυτοτέλεια στη διαχείριση πόρων και στη χάραξη πολιτικής, από άλλους επικρίθηκε επειδή τα αποσπά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Και οι υπέρμαχοι και οι επικριτές κοιτάζουν ένα προβληματικό δέντρο και όχι το δάσος που νοσεί από καιρό. Το ότι ελληνικά μουσεία δεν έχουν αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό τους δεν οφείλεται στο νομικό τους καθεστώς, αλλά στη στελέχωση και λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στις ανεπάρκειες της αρχαιολογικής παιδείας και στην έλλειψη ενιαίας στρατηγικής για την έρευνα και προβολή του υλικού πολιτισμού της αρχαιότητας και του Βυζαντίου.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι ιδιόμορφος οργανισμός με δύσκολο έργο: διοικητικό, ανασκαφικό, επιστημονικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό. Ωστόσο, παρά τις ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις της αποστολής της, η στελέχωσή της είναι ελλιπής και επί δεκαετίες γίνεται χωρίς διαγωνισμούς ή άλλα αξιοκρατικά κριτήρια (ειδίκευση, εμπειρία), με συμβάσεις που σταδιακά οδηγούν στη μονιμότητα. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι καθρέφτης των προβλημάτων του ελληνικού Δημοσίου· υποφέρει από έλλειψη αξιοκρατίας, κομματικές παρεμβάσεις, ευνοιοκρατία, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, ακόμα και νεποτισμό. Το αν υπάρχουν –και υπάρχουν– άξια και εξαιρετικά καταρτισμένα στελέχη που με αφοσίωση και μερικές φορές αυτοθυσία υπηρετούν τη μελέτη και ανάδειξη του υλικού πολιτισμού της αρχαιότητας, αυτό είναι προϊόν ευτυχούς σύμπτωσης και όχι διαδικασιών αξιολόγησης.
Με το να απομονώνει πέντε μουσεία και να τα απομακρύνει από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, το υπουργείο Πολιτισμού αφήνει τα υπόλοιπα στην τύχη τους και την Αρχαιολογική Υπηρεσία στην κακοδαιμονία της. Ο σχεδιαζόμενος διορισμός των διοικητικών συμβουλίων των πέντε μουσείων από το υπουργείο, χωρίς εγγύηση ότι θα γίνεται με διαφάνεια και αξιοκρατικά κριτήρια, υπονομεύει την αυτοτέλειά τους. Τα μουσεία δεν είναι μόνο εκθεσιακοί χώροι και πωλητήρια· έχουν βιβλιοθήκες, εργαστήρια συντήρησης, αποθήκες, φωτογραφικά αρχεία και επιστημονικές συλλογές. Η απομάκρυνσή τους από την ευθύνη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δημιουργεί προβλήματα στις συνεργασίες με τις Εφορείες Αρχαιοτήτων που διαρκώς φέρνουν στο φως νέα ευρήματα που χρειάζονται συντήρηση, μελέτη, δημοσίευση και έκθεση.
Ομως η διαχείριση των μουσείων και η στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι δύο μόνο πτυχές ενός ευρύτερου ζητήματος. Αρχαιολογική εκπαίδευση, μουσειολογία, συντήρηση αρχαιοτήτων και ξενάγηση αποτελούν μια ενότητα που απαιτεί ενιαία αντιμετώπιση. Τα ελληνικά ΑΕΙ, από τα οποία προέρχονται στη συντριπτική τους πλειονότητα τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, υποφέρουν επί δεκαετίες από ανεπαρκή χρηματοδότηση και απουσία στοιχειώδους συντονισμού στη διδασκαλία των σχετικών γνωστικών αντικειμένων. Η διαχρονική πολιτική των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων να ιδρύουν πανεπιστημιακά τμήματα υπό την πίεση βουλευτών και δημάρχων και όχι με βάση τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, έχει ως αποτέλεσμα αρχαιολογικά αντικείμενα να διδάσκονται σήμερα σε 10 ελληνικά ΑΕΙ: στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Αιγαίου, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας, Θράκης, Ιωαννίνων, Κρήτης, Πάτρας (στο Αγρίνιο, Μουσειολογία στον Πύργο), Πελοποννήσου και εν μέρει στο Διεθνές Πανεπιστήμιο. Ενώ κάποια τμήματα έχουν προσπαθήσει να δημιουργήσουν ιδιαίτερο προφίλ –π.χ. το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου δίνει έμφαση στην αρχαιομετρία και την περιβαλλοντική αρχαιολογία–, η έλλειψη προσωπικού στα περισσότερα τμήματα οριακά μόνο επιτρέπει την κάλυψη της βασικής ύλης.
Ενώ τα τμήματα αρχαιολογίας παράγουν αποφοίτους που σπάνια θα απασχοληθούν στο αντικείμενο των σπουδών τους, η συντήρηση αρχαιοτήτων, στην οποία η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι πρωτοπόρος, διδάσκεται μόνο στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (πρώην ΤΕΙ Αιγάλεω) και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (πρώην ΤΕΙ Ζακύνθου). Ενώ με τα μέτρα Γαβρόγλου αποκτήσαμε πανεπιστημιακά τμήματα με φανταχτερά ονόματα –Τμήμα Πολιτισμού και Δημιουργικών Μέσων και Βιομηχανιών, Τμήμα Δημιουργικού Σχεδιασμού και Ενδυσης, Τμήμα Διοίκησης Εφοδιαστικής Αλυσίδας (μα επιτέλους, γιατί να μη διδάσκεται και η κομμωτική σε ένα Τμήμα Αισθητικής Διαχείρισης της Κρανιακής Επιφάνειας;)– η Σχολή Ξεναγών παραμένει στην ευθύνη του υπουργείου Τουρισμού και όχι του υπουργείου Παιδείας.
Μία από τις πρώτες μέριμνες εκείνων που πριν από 200 χρόνια ίδρυσαν το ελληνικό κράτος ήταν η προστασία, συλλογή και μελέτη του υλικού πολιτισμού της αρχαιότητας. Αγωνιστής της επανάστασης ήταν ο Κυριακός Πιττάκης, ο πρώτος έφορος αρχαιοτήτων. «Δι’ αυτά επολεμήσαμεν» είναι τα περίφημα λόγια του Μακρυγιάννη για αγάλματα που κάποιοι στρατιώτες σκόπευαν να πουλήσουν σε Ευρωπαίους. Η ενιαία αντιμετώπιση των διαφόρων πτυχών της αρχαιολογίας είναι εθνική ανάγκη: από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ώς τη συντήρηση, τη μουσειακή έκθεση και την ξενάγηση, από τη δημοσίευση σωστικών ανασκαφών ώς τις συνεργασίες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με τα ΑΕΙ (π.χ. για την καταλογογράφηση αντικειμένων) και από τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων ώς τις αξιοκρατικές διαδικασίες για τη στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Με το νέο νομοσχέδιο το υπουργείο Πολιτισμού αντιμετωπίζει πολυσύνθετα ζητήματα αποσπασματικά και ανοίγει νέες πληγές χωρίς να λύνει προβλήματα. Δεν είναι αργά να αποσύρει το νομοσχέδιο και να πάρει την πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής.
* Ο κ. Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας, Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών, Πρίνστον.
Πηγή: Α. Χανιώτης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια