Η επί τιμή προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας μιλά στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ και την κ. Γλ. Υδραίου για τα σπουδαία ευρήματα, που βρίσκοντα...
Η επί τιμή προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας μιλά στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ και την κ. Γλ. Υδραίου για τα σπουδαία ευρήματα, που βρίσκονται στο εξωτερικό.
Κομβικής σημασίας η επανασύνδεση των διασκορπισμένων κομματιών της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, με την Αργυρούλα Δουλγέρη -Ιντζεσίλογλου, επί τιμή προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, να υπογραμμίζει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ότι απαιτείται συντονισμένη, επίμονη προσπάθεια για να επιτευχθεί ο στόχος. Οπως αναφέρει η γνωστή αρχαιολόγος, θησαυροί από τη Μαγνησία φυγαδεύτηκαν παράνομα στο εξωτερικό, σε παλαιότερες εποχές, και βρίσκονται σήμερα στις προθήκες μεγάλων Μουσείων του εξωτερικού. Με τα Γλυπτά του Παρθενώνα να αποτελούν τη ναυαρχίδα της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και το παγκόσμιο ενδιαφέρον να στρέφεται στην Ελλάδα, η γνωστή αρχαιολόγος εκτιμά ότι υπάρχουν ελπίδες να ενωθούν και πάλι τα διασκορπισμένα κομμάτια, μόνιμα και οριστικά.
Με τον άνεμο της επιστροφής ελληνικών αρχαίων θησαυρών, που φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό, σε παλαιότερες εποχές, να πνέει ούριος, ανοίγει, άραγε, ο δρόμος για τη σύνδεση των κομματιών, που λείπουν από το παζλ της εθνικής κληρονομιάς;
Oπως είναι γνωστό, οι συζητήσεις, οι προτάσεις και οι προσπάθειες επαναπατρισμού ελληνικών αρχαιοτήτων, που με διαφόρους τρόπους φυγαδεύτηκαν παράνομα στο εξωτερικό και μάλιστα των γλυπτών του Παρθενώνα, είχαν αρχίσει ήδη αμέσως μετά την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους το 1827 και είναι συνεχείς, όχι μόνο από την ελληνική πλευρά, αλλά εντάσσονται σε μια ανάλογη διεθνή εκστρατεία. Πολλές από τις προσπάθειες, με συντονισμένες ενέργειες αρμοδίων φορέων, έχουν στεφθεί με επιτυχία. Οσο ο άνεμος της επιστροφής των ελληνικών θησαυρών στον τόπο που τους δημιούργησε συνεχίζει να πνέει όλο και πιο ισχυρός, επίμονος και διαρκής, θα υπάρχουν ελπίδες επανασύνδεσης των διασκορπισμένων κομματιών της πολιτιστικής μας κληρονομιάς μόνιμα και οριστικά και όχι απλά με τη μορφή προσωρινού δανεισμού τους…
Η Μαγνησία, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, μπορεί να ελπίζει, άραγε, στον επαναπατρισμό θησαυρών, που της ανήκουν;
Βεβαίως, η επιστροφή θησαυρών από την περιοχή της Μαγνησίας θα ήταν εφικτή, εφόσον η προσπάθεια θα εντάσσεται σε μια γενικότερη εκστρατεία επαναπατρισμού αρχαιοτήτων, που θα επιχειρεί το Ελληνικό Κράτος, αλλά και με τη συνδρομή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας. Μάλιστα, είναι γνωστή η περίπτωση επαναπατρισμού αρχαιολογικών ευρημάτων από παράνομη ανασκαφή, που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1941 στη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής από Γερμανούς αρχαιολόγους στον γνωστό προϊστορικό οικισμό Μαγούλα Βισβίκη, κοντά στο Βελεστίνο. Τα ευρήματα φυγαδεύτηκαν στη Γερμανία και επεστράφησαν σταδιακά από τους Γερμανούς τα έτη 1946, 1949 και 2014. Μέχρι σήμερα παραμένουν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου παρουσιάστηκαν σε μικρή περιοδική έκθεση, την οποία επισκέφθηκα στις 25-11-2018.
Eχοντας θητεύσει επί σειρά ετών προϊσταμένη στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, ασχοληθήκατε με τους αρχαιολογικούς θησαυρούς, που απομακρύνθηκαν από τη γη, στην οποία ανήκουν. Υπάρχει εικόνα σχετικά με τις αρχαιότητες, που «ταξίδεψαν» στο εξωτερικό και τα Μουσεία, στα οποία φιλοξενούνται;
Σημαντικές αρχαιότητες από τη Μαγνησία συγκαταλέγονται μεταξύ των εκθεμάτων Μουσείων διεθνούς ακτινοβολίας, όπως το Βρετανικό Μουσείο, όπου βρίσκονται τα γλυπτά του Παρθενώνα, το Μουσείο του Λούβρου και αλλού. Eνας πλήρης κατάλογος όλων των αρχαιοτήτων από τη Μαγνησία, που βρίσκονται σήμερα σε άλλα Μουσεία, απαιτεί συστηματική έρευνα, αλλά και καταγραφή, που δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Ως γνωστόν, την περίοδο της Τουρκοκρατίας πολλοί ξένοι περιηγητές, ιστορικοί και αρχαιολόγοι περιόδευαν στους ιστορικούς τόπους και κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους για να τις δημοσιεύσουν στη συνέχεια, ενώ παράλληλα έβρισκαν και φυγάδευαν στο εξωτερικό σημαντικά αρχαία αντικείμενα, είτε κρυφά, είτε μετά από άδεια και με την ανοχή των Οθωμανικών Αρχών, συχνά πληρώνοντας σεβαστά χρηματικά ποσά. Τα αντικείμενα αυτά κατέληγαν αρχικά σε συλλογές ηγεμόνων και μεγιστάνων, ενώ αργότερα μεταφέρονταν σε μεγάλα Μουσεία. Ανάλογη δραστηριότητα, αλλά πιο περιορισμένης κλίμακας, υπήρχε και στη Θεσσαλία και ειδικότερα στη Μαγνησία, μέχρι την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό Κράτος (1881).
Θα αναφερθώ σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Μια ενεπίγραφη στήλη του 2ου αιώνα π.Χ., που αποκαλύφθηκε στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών, βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο μαζί με τα γλυπτά του Παρθενώνα. Στοιχεία για τη στήλη αντλούμε από τον τόμο των «Αρχαίων επιγραφών της Θεσσαλίας» (O. Kern, 1908, αρ. 146). Ο Βρετανός περιηγητής W. Leake, ο οποίος ήλθε στη Θεσσαλία την περίοδο 1805-1810, αποκάλυψε τη σπάνια αναθηματική λίθινη στήλη, αφιερωμένη στον Ποσειδώνα, η οποία φέρει ανάγλυφη παράσταση με δύο πλεξούδες, και την μετέφερε στην Αγγλία, τοποθετώντας την αρχικά στο σπίτι του. Η εν λόγω στήλη μεταφέρθηκε αργότερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Eνα ακόμη εξαιρετικά σημαντικό αρχαίο μνημείο, που προέρχεται από το Βελεστίνο, την αρχαία πόλη των Φερών, βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Πρόκειται για αρχαία λίθινη ενεπίγραφη στήλη, που χρονολογείται μεταξύ των ετών 27 π.Χ. και 14 μ.Χ., περίοδο διακυβέρνησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Οκταβιανό Αύγουστο. Η επιγραφή περιλήφθηκε, επίσης, στον τόμο των «Αρχαίων επιγραφών της Θεσσαλίας» (O. Kern, 1908, αρ. 415), ωστόσο δεν έγινε γνωστό ούτε το όνομα του προσώπου που την αποκάλυψε, ούτε ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Πρόκειται για «απελευθερωτική» επιγραφή, στην οποία καταγράφονται πράξεις απελευθέρωσης δούλων και πιθανότατα ήταν τοποθετημένη σε κάποιο ιερό θεότητας ή στην Αγορά των αρχαίων Φερών. Εκτός των άλλων, η επιγραφή παρέχει μια σπάνια πληροφορία σχετικά με την ισοτιμία μεταξύ του ελληνικού και του ρωμαϊκού νομίσματος της εποχής.
Οι κοινωνικές συνθήκες και οι εκάστοτε εποχές, τα ιστορικά γεγονότα και οι ταραγμένες περίοδοι της ιστορίας, αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα για τη φυγάδευση αρχαίων ευρημάτων από τη Μαγνησία και άλλες περιοχές στο εξωτερικό;
Φυσικά, οι ανώμαλες και ταραγμένες περίοδοι, όπως οι πόλεμοι, ευνοούν γενικά την κλοπή και φυγάδευση αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, ιδιαίτερα από τους κατακτητές. Ευτυχώς, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν φαίνεται να είχαμε σημαντικές απώλειες αρχαίων ευρημάτων από τα Μουσεία της Μαγνησίας, του Βόλου και του Αλμυρού, προφανώς επειδή ο πρωτοπόρος αρχαιολόγος Νικόλαος Γιαννόπουλος φρόντισε να τα αποκρύψει και να τα προστατέψει, όπως έγινε και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Ωστόσο, κάποιες δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, όπως η δύσκολη οικονομική κατάσταση ορισμένων ανθρώπων και η δίψα του εύκολου κέρδους ορισμένων άλλων οδήγησαν στο δυσάρεστο φαινόμενο των λαθρανασκαφών και της αρχαιοκαπηλίας, ακόμη και σε ειρηνικές περιόδους, με αποτέλεσμα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα να καταλήγουν στο εξωτερικό. Τέτοια φαινόμενα είχαμε, δυστυχώς, και στην περιοχή μας. Σε αρκετές περιπτώσεις τα περιστατικά αρχαιοκαπηλίας αποκαλύφθηκαν και τα κλεμμένα επεστράφησαν.
Πόσο καθοριστικά λειτουργεί η σύσταση θεσμικών φορέων, όπως η Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, για παράδειγμα;
Η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι η παλαιότερη τέτοιου είδους Υπηρεσία στην Ευρώπη, καθώς ιδρύθηκε το 1833, αμέσως μετά τη δημιουργία του σύγχρονου Κράτους της Ελλάδας, και ανέλαβε την προστασία των αρχαιοτήτων. Ο Ιωάννης Καποδίστριας εξέδωσε διαταγή απαγόρευσης της εξαγωγής αρχαιοτήτων και την παραχώρησή τους στην Κυβέρνηση, πρακτική θεμελιακή για όλους τους μετέπειτα αρχαιολογικούς νόμους.
Στη Θεσσαλία, τις πρώτες δεκαετίες μετά την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό Κράτος, την προστασία των αρχαιοτήτων και γενικότερα το αρχαιολογικό έργο είχαν αρχαιολόγοι που έρχονταν από την Αθήνα ή οι λεγόμενοι έκτακτοι επιμελητές αρχαιοτήτων, κυρίως εκπαιδευτικοί (γυμνασιάρχες κ.ά.). Σημαντική ήταν και η συμβολή φιλάρχαιων τοπικών λογίων και αρχόντων, όπως και της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Οθρυς» με τον πρωτοπόρο αρχαιολόγο Νικόλαο Γιαννόπουλο. Τα περισσότερα ευρήματα της εποχής αυτής, κυρίως τα πολύτιμα, μεταφέρονταν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών για συντήρηση και ασφαλέστερη φύλαξη.
Η πρώτη Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας ιδρύθηκε το 1906, με έφορο Αρχαιοτήτων τον Απόστολο Αρβανιτόπουλο. Το 1909 ιδρύθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου και το 1910 το Αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού από τη Φιλάρχαιο Εταιρεία «Οθρυς». Από τότε και στο εξής τα αρχαιολογικά ευρήματα της Μαγνησίας φυλάσσονταν κυρίως στα δύο αυτά Μουσεία. Στη συνέχεια, στον 20ό αιώνα, με τη σταδιακή ανάπτυξη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, την ίδρυση πολλών τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων και τη στελέχωσή τους με επαρκές προσωπικό πολλών ειδικοτήτων, κυρίως αρχαιολόγων και αρχαιοφυλάκων, και με την ψήφιση και εφαρμογή ισχυρής και αυστηρής αρχαιολογικής νομοθεσίας, η προστασία των αρχαιολογικών θησαυρών έγινε πιο αποτελεσματική και οι περιπτώσεις αρχαιοκαπηλίας είναι πλέον εξαιρετικά σπάνιες.
Μιλώντας για αρχαιολογικούς θησαυρούς και την εθνική μας κληρονομιά, το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι εξοικειωμένοι οι πολίτες με τον πλούτο, που φέρνουν στο φως οι αρχαιολογικές έρευνες;
Αν και αυτό συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα, είτε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, είτε με πρωτοβουλία των Εφορειών Αρχαιοτήτων και Μουσείων, η τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, η πρώην ΙΓ΄ ΕΠΚΑ, εδώ και 50 χρόνια εκδηλώνει μια έντονη εξωστρέφεια, που εξελίσσεται σταδιακά και απευθύνεται σε όλους τους πολίτες, όλων των ηλικιών και ομάδων. Η εξοικείωση των πολιτών με τον αρχαιολογικό πλούτο και την τοπική πολιτιστική μας κληρονομιά επιτυγχάνεται με τη διοργάνωση πολλών και ποικίλων εκδηλώσεων και δράσεων, όπως συνέδρια, διαλέξεις, περιηγήσεις σε Μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, επανεκθέσεις αρχαιοτήτων και περιοδικές εκθέσεις στα Μουσεία, ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων, έκδοση ενημερωτικών φυλλαδίων και άλλα.
Μεταξύ των περιοχών, που διαθέτουν αρχαιολογικό πλούτο, συγκαταλέγεται, κατά γενική ομολογία, η Μαγνησία. Εχει, ωστόσο, θεωρείτε, την προβολή, που δικαιούται, για να καταλάβει τη θέση που της αρμόζει στον εθνικό αρχαιολογικό χάρτη;
Θεωρώ ότι μπορούν και πρέπει ακόμη να γίνουν πολλές και συντονισμένες προσπάθειες προβολής της Μαγνησίας, ενταγμένες όμως σε γενικό εθνικό στρατηγικό σχέδιο προβολής, ώστε να έχουν αποτέλεσμα.
Υπάρχουν ακόμη άγνωστες αρχαιολογικές θέσεις, που πρέπει να έρθουν στο φως;
Βεβαίως, υπάρχουν πάρα πολλές ακόμη γνωστές και άγνωστες αρχαιολογικές θέσεις, που θα μπορούσαν να έρθουν στο φως, πρωτίστως, όμως, θα πρέπει να μελετηθούν, να αναδειχθούν και να προβληθούν σωστά οι ήδη γνωστοί και ανεσκαμμένοι αρχαιολογικοί χώροι.
Ποια θεωρείτε ότι είναι τα στοιχεία, που καθιστούν ξεχωριστή περίπτωση τη Μαγνησία και θα μπορούσαν να αποτελέσουν μοχλό για την ανάπτυξη του αρχαιολογικού τουρισμού;
Η μυθολογία, που την περιβάλλει με τα πασίγνωστα μυθικά της πρόσωπα (Κένταυροι-Χείρων, Ιάσων-Μήδεια, Αργώ και Αργοναυτική Εκστρατεία, Αργοναύτες, Αδμητος-Αλκηστις, Φρίξος-Ελλη, Πηλέας-Θέτις, Τρωική Εκστρατεία, Αχιλλέας κ.ά.), αλλά και οι μυθικοί τόποι, που έχουν ήδη ανασκαφεί (Ιωλκός, Φεραί, Αλος κ.ά.), σημαντικοί ιστορικοί τόποι (Δημητριάς κ.ά.), εξαιρετικής σημασίας προϊστορικοί οικισμοί και τόποι (Σέσκλο, Διμήνι, λίμνη Κάρλα κ.ά.), παλαιοχριστιανικά κέντρα (Ν. Αγχίαλος), Πήλιο με τους οικισμούς και τα μοναστήρια του, Βελεστίνο-Ρήγας, νησιά Βορείων Σποράδων.
Θα συμβάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση, άραγε, το Μουσείο της Αργούς, που προωθεί ο Δήμος Βόλου;
Θεωρώ ότι όποιο νέο Μουσείο ιδρυθεί με πρωτότυπες ιδέες, εμπνευσμένη μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη, υψηλές προδιαγραφές λειτουργίας και σοβαρούς στόχους βιωσιμότητας, θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού στον τόπο μας.
Πηγή: Γλ. Υδραίου, Ταχυδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια