Ο καθηγητής Κοινωνικών Σπουδών Μάικλ Χέρτσφελντ είναι τιμητικά πολιτογραφημένος Ελληνας. Ο διακεκριμένος βρετανός καθηγητής Κοινωνικής Ανθρ...
Ο καθηγητής Κοινωνικών Σπουδών Μάικλ Χέρτσφελντ είναι τιμητικά πολιτογραφημένος Ελληνας. |
Ο διακεκριμένος βρετανός καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Μάικλ Χέρτσφελντ μιλάει στην Μ. Αδαμοπούλου (ΝΣυν) λίγο πριν από την άφιξή του στην Ελλάδα για την ομιλία του στο Μουσείο Μπενάκη.
Υπάρχει ένα αόρατο νήμα που συνδέει πολιτισμικά την Ελλάδα με την Ταϊλάνδη; Αν και η χώρα μας δεν υπήρξε στην Ιστορία της αποικία κάποιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, οι Έλληνες συμπεριφέρονται ως θύματα της αποικιοκρατίας; Βοήθησε η Χούντα να δούμε με διαφορετικό τρόπο τον εαυτό μας απέναντι στους άλλους; Και μπορεί η κοινωνική ανθρωπολογία να λειτουργήσει ως παράδειγμα για την πολιτική διαχείρηση δύσκολων καταστάσεων;
Ο διακεκριμένος βρετανός καθηγητής κοινωνικής ανθρωπολογίας Μάικλ Χέρτσφελντ χαμογελά καθώς εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή. Στο παράθυρο πίσω του διακρίνεται το σούρουπο να πέφτει στη Ρώμη, όπου περνά αρκετό διάστημα του χρόνου και αγαπά εξίσου με την Ελλάδα. Άλλωστε από απόψε το βράδυ θα βρίσκεται στην Αθήνα, καθώς την Τρίτη θα δώσει διάλεξη στη μνήμη του ιστορικού διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελου Δεληβορριά, γεγονός που αποτελεί και την αφορμή της διαδικτυακής αυτής «συνάντησής μας».
Πολιτογραφημένος Έλληνας ο πολυγραφότατος επιστήμονας λοιπόν πως θα περιέγραφε τους Έλληνες μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής ανθρωπολογίας; «Ένας ανθρωπολόγος δεν θα δεχότανε ποτέ να χαρακτηρίσει έναν ολόκληρο λαό, διότι εάν υπάρχει κάτι που μας διακρίνει, ως επάγγελμα, είναι η άρνηση να δεχτούμε τις γενικεύσεις, καθώς αποτελούν τη βάση των στερεοτύπων. Και τα στερεότυπα είναι το βασικό εργαλείο του ρατσισμού. Οπωσδήποτε υπάρχουν οι διαστάσεις του ελληνικού πολιτισμού που μου αρέσουν πάρα πολύ. Οι γενικεύσεις, όμως, δεν είναι σωστές.
Η κοινωνική ανθρωπολογία, ξέρετε, είναι κατά κάποιο τρόπο η ιδεώδης επιστήμη που μπορεί να λειτουργήσει στον μεσαιο χώρο, σε μια εποχή που κυριαρχεί η πόλωση στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό. Χαρακτηριστικό της είναι η αυτοκριτική και πολλές φορές μάλιστα οι επικριτές της σχολιάζουν ότι ενδέχεται να καταστραφεί από την εσωτερική κριτική που της ασκείται συνέχεια. Η δική μου απάντηση αντιθέτως θα ήταν να μπορέσουν οι πολιτικοί να υιοθετήσουν αυτό το εργαλείο: να εξετάζουν με ταπεινότητα όλα αυτά που παρουσιάζουν ως σίγουρα και να συζητουν μεταξύ τους, τις διαφορές τους, για να καταλήξουμε σε μια καλύτερη κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο», λέει σε άπταιστα ελληνικά.
Είναι η Ελλάδα «καταπιεσμένη» από το «βαρύ» παρελθόν της;
Η Ελλάδα έπρεπε να συμμορφωθεί σε μια εικόνα φτιαγμένη κυρίως από γερμανούς φιλολόγους, αρχαιολόγους και ιστορικούς τέχνης όπως ο Βίνγκελμαν, η οποία υπήρξε καταπιεστική καθώς μέσα από αυτή οιΈλληνες έμαθαν να υποτιμούν τον εαυτό τους, επειδή γνώριζαν ότι οι ξένοι θεωρούσαν πως δεν ήτανε στο επίπεδο των ένδοξων προγόνων τους. Η προγονοπληξία ήταν κατά τη γνώμη μου μεγάλη πληγή για μια χώρα που προσπαθούσε να ενταχθεί στη σύγχρονη Ευρώπη. Νομίζω ότι αυτά τα προβλήματα έχουν ξεπεραστεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Βέβαια υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που επιμένουν ότι μόνη αξία της χώρας είναι η ιστορία και η αρχαία τέχνη της, αλλά νομίζω ότι οι Ελληνες έχουνε απελευθερωθεί από το δόγμα της απόλυτης και αδιάσπαστης συνέχειας. Εκτιμώ ότι η Χούντα έπαιξε πολύ παράδοξο ρόλο. Ίσως έπρεπε, κατά κάποιο τρόπο, να γίνει για να υπάρξει και η αντίδραση που ακολούθησε και η οποία βοήθησε τους Έλληνες να δουν τον εαυτό τους, όπως τον έβλεπαν οι εκτός Ελλάδας φίλοι της. Κι όταν μιλάω για φίλους δεν εννοώ τον παλιό φιλελληνισμό που κατά κάποιο τρόπο περιφρονούσε τους Έλληνες επειδη δεν ειχαν φτάσει στο επίπεδο των προγόνων τους, αλλά για ανθρώπους που εκτιμούν την Ελλάδα για αυτό που είναι σήμερα.
Η προγονοπληξία έχει επηρεάσει τη θέση της χώρας στη διεθνή κοινότητα και έχει και αντίκτυπο στην πολιτική ζωή;
Έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο διότι οι Έλληνες για πολλά χρόνια αντιλαμβάνονταν ουσιαστικά τον εαυτό τους μέσα από την εικόνα που είχε δημιουργήσει μια συμμορία δυτικών χωρών, οι οποίες για δικό τους συμφέρον ήθελαν μια ουδέτερη χώρα μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ρωσίας και της Δυτικής Ευρώπης και πάρα πολλές φορές οι δυτικοευρωπαικές χώρες δεν έχασαν την ευκαιρία να ταπεινώσουν την Ελλάδα, κατηγορώντας τη για φαυλοκρατία, για διαφθορά, για έλλειψη διαύγειας. Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα είναι αναγκαστικά χειρότερη από άλλες χώρες από αυτή την άποψη.
Η κρυπτοαποικιοκρατία
Μία από τις πιο σημαντικές θέσεις του καθηγητή Χερτσφελντ είναι η σύγκριση της Ελλάδας με χώρες της Ανατολής, όπως η Ταϋλάνδη και το Νεπάλ υπό το πρίσμα του όρου που έχει εισάγει ο ίδιος, της κρυπτοαποικιοκρατίας. Γεγονός που έχει ενοχλήσει ορισμένους, καθώς θεωρούν πως η Ελλάδα ανήκει πολιτισμικά στη Δύση και δεν μπορεί να αντιπαραβάλλεται με χώρες της Ανατολής. «Πρόκειται για μια πεποίθηση πολύ επικίνδυνη για τους ίδιους τους Έλληνες, που βασίζεται στην ιδέα πως στην Ελλάδα υπάρχει κάτι το ευρωπαϊκό που πρέπει να διατηρηθεί, σώνει και καλά, διότι είναι ανώτερο από άλλα μέρη του κόσμου. Για τον ανθρωπολόγο δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι λαοί. Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπισαν τους Έλληνες ως κάτι κατώτερο από αυτούς και οι Έλληνες που αναπαράγουν αυτή τη στάση δεν κάνουν μεγάλη χάρη στη χώρα τους. Αντίθετα νομίζω ότι προκαλούν ζημιά. Ο όρος της κρυπτο-αποικιοκρατίας, αναφέρεται στη σχέση μιας χώρας με τις μεγάλες αποικιακές χώρες, όπως η Βρετανία και τη Γαλλία. Η χώρα αυτή δεν έχει γίνει επισήμως αποικία, αλλά στην ουσία έχει δεχθεί αναγκαστικά πάρα πολύ ταπεινωτικούς όρους επιβίωσης για να μπορέσει να παραμείνει “ανεξάρτητη”. Η Ταιλάνδη το Νεπάλ και η Ελλάδα είναι ίσως τα πιο καθαρά παραδείγματα, ακριβώς επειδή παρουσιάζουν ορισμένα παράλληλα φαινόμενα. Η επιβολή της καθαρεύουσας παραδείγματος χάρην στην Ελλάδα έγινε περισσότερο για να αποδείξουν οι Έλληνες στους Δυτικοευρωπαίους ότι είναι πράγματι Έλληνες. Στην Ταϊλάνδη μπορούμε να παρατηρήσουμε παρόμοια φαινόμενα, καθώς η στάση των Ταϊλανδών απέναντι στους Δυτικούς αποτελούνταν ακριβώς από το ίδιο μείγμα θαυμασμού και καχυποψίας. Δεν είναι τυχαίο πως η λέξη Φράγκος υπάρχει και στις δύο γλώσσες (στα ταϋλανδέζικα με τη μορφή φαράγκ) με την ίδια αμφίσημη έννοια. Οι αντιδράσεις, λοιπόν, αποτελούν κατάλοιπα αυτής της παλιάς αποικιακής νοοτροπίας, η οποία έχει φυτευτεί στους Έλληνες ακριβώς για να μπορέσει η Δυση να τους κρατά στο δικό της σύστημα».
Αποχαιρετώντας τον καθηγητή Χέρτσφελντ, κι αφού μας έχει αποκαλύψει ότι το αγαπημένο του ελληνικό πιάτο είναι οι κολοκυθοανθοί γεμισμένοι με ρύζι κι αγαπήμενη του ελληνική λέξη ο καταφερτζής - «κάτι που θαυμάζω πάρα πολύ στους Έλληνες»- του ζητάμε να αφιερώσει μια μαντινάδα στους αναγνώστες των ΝΕΩΝ. Και δεν μας χάλασε το χατίρι:
«Σα Ζωνιανός περίφανος και Έλληνας πολίτης
Τους αναγνώστες χαιρετώ με τη λαλιά τση Κρήτης.
Όποιος αλάργα βρίχνεται και πίσω συχνά γιαγαίρνει.
Η αγάπη απού’χει στην καρδιά πάντα εκειά τον φέρνει!»
O Αγγελος Δεληβορριάς κράτησε επί 40 χρόνια το τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη. [Credit: EΡΤ] |
Ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Άγγελου Δεληβοριά
Εξι ολόκληρα χρόνια κλείνουν δίχως την παρουσία του Αγγελου Δεληβορριά που «έφυγε» στα τέλη Απριλίου του 2018 έχοντας συμπληρώσει μια τεσσαρακονταετία στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη. Ο φορέας θέλοντας να τιμήσει τον μακροβιότατο διευθυντή και τον άνθρωπο που σμίλεψε τη σημερινή του μορφή, κάνοντάς το πρωτοπόρο σε πολλά θέματα, έχει καθιερώσει μια ετήσια διάλεξη στη μνήμη του. Οι ομιλητές που προσκαλούνται δραστηριοποιούνται σε ένα από τα πολλά γνωστικά πεδία που ενδιέφεραν τον τιμώμενο. Οι διαλέξεις αυτές εκδίδονται αυτοτελώς και αναδεικνύουν διαφορετικά θέματα για τα οποία εργάστηκε ο Δεληβορριάς με συνέπεια και αφοσίωση, πέραν του Μουσείου.
Στις 19 Μαρτίου στις 19.00 στην Κουμπάρη, ο Μάικλ Χέρτσφελντ, σπουδαίος ανθρωπολόγος, τιμητικά πολιτογραφημένος Ελληνας, ομότιμος καθηγητής των Κοινωνικών Σπουδών στην έδρα «Ε.Ε. Μόνραντ» στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, θα μιλήσει με θέμα «Μνημεία του λόγου ή άυλη κληρονομιά; Η ιστορία και οι συνέπειες μιας παραπλανητικής διάκρισης, στην Ελλάδα και αλλού». Με τη φράση «μνημεία του λόγου», ο Νικόλαος Πολίτης, σκαπανέας της λαογραφικής επιστήμης, συνέδεσε την τελευταία με την αρχαιολογία με επίκεντρο τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Ο ομιλητής θα εστιάσει στην αντίθεση μεταξύ της άυλης και της υλικής κληρονομιάς που υιοθέτησε και η UNESCO, προσπαθώντας να φτιάξει ένα περισσότερο συνθετικό αφήγημα που θα εμπεριέχει και τις σχέσεις μεταξύ πολιτισμικής ταυτότητας και εξουσίας.
Ο Χέρτσφελντ είναι ο πλέον κατάλληλος να αναπτύξει αυτό το ζήτημα. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και Νέα Ελληνικά στο Μπέρμιγχαμ, ενώ πήρε το διδακτορικό του στην Κοινωνική Ανθρωπολογία από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εκανε πολυετή επιτόπια έρευνα στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ταϊλάνδη. Αντελήφθη γρήγορα ότι τον ενδιέφεραν περισσότερο οι άνθρωποι και λιγότερο τα αρχαία σπαράγματα. Είναι από εκείνους τους ξένους που γνωρίζουν άριστα την πατρίδα μας, στην οποίαν πρωτοήρθε το 1967.
Αγαπά ιδιαίτερα την Κρήτη, την οποίαν έζησε πριν από την έλευση του μαζικού τουρισμού. Εκανε εκεί για πολλά χρόνια επιτόπια έρευνα και κατάφερε να μπει στο πετσί των ντόπιων, μια υπόθεση που δεν ήταν καθόλου εύκολη για κάποιον αλλοδαπό εκείνη την περίοδο. Ξεκίνησε συλλέγοντας ριζίτικα τραγούδια, έμαθε άπταιστα κρητικά στα χωριά του Μυλοποτάμου και αν τον συναντούσε κανείς τότε δεν θα μπορούσε να τον ξεχωρίσει από τους βέρους Κρητικούς. «Οταν έφτασα, ήταν ακόμα χούντα. Εμαθα τη διάλεκτο γιατί αν μιλούσα μόνο τα ελληνικά της Αθήνας, θα με έβλεπαν σαν αστυνομικό. Ακόμα και σήμερα κάθε φορά που επιστρέφω μου κάνουν εξετάσεις οι φίλοι μου στα καφενεία για να δουν αν θυμάμαι καλά τη γλώσσα τους», υπογραμμίζει.
Η εκδήλωση έχει ελεύθερη είσοδο.
Πηγή: Μ. Αδαμοπούλου, Τα Νέα, Μ. Πουρναρά, Καθημερινή
Αν δεν υπήρχε η προγονολατρία της "συμμορίας" (!) των δυτικών χωρών δεν θα είχε υπάρξει ούτε φιλελληνισμός. Φιλέλληνες σκοτώθηκαν εκατοντάδες. Δεν θα είχε υπάρξει ούτε η σωτήρια επέμβαση του Ναβαρίνου, και θα ήμασταν ίσως... φανεροαποικία της Αιγύπτου. Το μίγμα θαυμασμού των Αρχαίων και αλληλεγγύης προς τους Νέους Έλληνες είναι αξεχώριστο. Η απογοήτευση από τη σύγκριση φαντασίας και πραγματικότητας υπήρχε και θα υπάρχει πάντα. Ας σκεφτούμε μόνο πώς φαντάζονταν εκατομμύρια άνθρωποι τον Νέο Άνθρωπο που χτιζόταν, υποτίθεται, εκεί στα βορειοανατολικά μας ή στα απωανατολικά, και ποια ήταν η πραγματικότητα που έβλεπαν όσοι πήγαιναν εκεί για τουρισμό, και η συναφής απογοήτευση. Η δε καθαρεύουσα και το γλωσσικό ζήτημα γενικότερα δεν γεννήθηκε βέβαια από τους κακούς ξένους, τι ιδέα! Οπότε, πολύ λαϊκίστικα μου φαίνονται πολλά από τα λεγόμενα του Μάικελ Χέρτσφελντ, ο οποίος βέβαια διδάσκει, πού αλλού; Στη Μέκκα του κρυπτοαποικιοκρατικού κύρους... Δεν τον ψέγω, και εκτιμώ το έργο του, αλλά κάπου έλεος...
ΑπάντησηΔιαγραφή