Ο σχεδιασμός της υπερκατασκευής έγινε από τον αρχιτέκτονα κ. Νίκο Φιντικάκη Αν δεν ήταν το ηφαίστειο, σήμερα δεν θα υπήρχε Σαντορίνη ...
Ο σχεδιασμός της υπερκατασκευής έγινε από τον αρχιτέκτονα κ. Νίκο Φιντικάκη |
Αν δεν ήταν το ηφαίστειο, σήμερα δεν θα υπήρχε Σαντορίνη όπως την ξέρουμε, πολλώ δε μάλλον δεν θα υπήρχε Ακρωτήρι. Οσο κι αν αυτό φαίνεται σκληρό, είναι η πραγματικότητα που θα άκουγα να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη διάρκεια μιας πρόσφατης επίσκεψης στο νησί.
Για τον αρχαιολόγο κ. Χρίστο Ντούμα, το όνομα αλλά και η ζωή του οποίου έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τον προϊστορικό οικισμό, και τον πλέον ειδικό για ένα νησί σαν κι αυτό, τον ηφαιστειολόγο κ. Γιώργη Βουγιουκαλάκη τα πράγματα είναι ξεκάθαρα.
Φυσικά θα ήταν μία από τις συνήθεις, που συμβαίνουν ανά τακτικά διαστήματα, όπως βεβαιώνει ο κ. Βουγιουκαλάκης, παρ' όλα αυτά η ανησυχία υπήρχε. Τελικά όμως ο συναγερμός έληξε, χωρίς επεισόδιο προς αγαλλίαση των πάντων και για του λόγου το αληθές ο ηφαιστειολόγος επρόκειτο να αναχωρήσει την επαύριο από το νησί, ήσυχος.
Στο ενδιάμεσο θα είχε δώσει όλες τις πληροφορίες για το ηφαίστειο της Σαντορίνης και την καταστροφή του οικισμού ενώ ο καθηγητής κ. Ντούμας θα μιλούσε για το Ακρωτήρι και τον πολιτισμό του και θα ξεναγούσε μία ομάδα ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων, καλεσμένων του δημάρχου Θήρας κ. Ζώρζου στο εξαιρετικό, βιοκλιματικό στέγαστρο που καλύπτει την ανασκαφή.
Ήταν άνοιξη του 1613 π.Χ., το πολύ πρώτες μέρες του καλοκαιριού, όταν ξύπνησε το ηφαίστειο της Σαντορίνης, όπως λέει ο κ. Βουγιουκαλάκης. Σπόροι και γυρεόκοκκοι από ελιές, κωνοφόρα δέντρα, αμπέλια, δημητριακά και άλλα φυτά, που έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης μαρτυρούν την εποχή.
Για τη χρονολογία, όμως, που έχει αλλάξει αρκετές φορές τις τελευταίες δεκαετίες – ανάλογα με μεθόδους μέτρησης και επιστήμονες – φαίνεται, ότι μόλις τώρα μπορούμε να είμαστε περισσότερο ασφαλείς.
Ένα κλαδί ελιάς με ρίζες και φύλλα, που βρέθηκε στην καλδέρα του ηφαιστείου της Θήρας, επέτρεψε τη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα και ο κ. Βουγιουκαλάκης προσδιορίζει πλέον την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, που ήταν «η μεγαλύτερη που έχει γνωρίσει το ανθρώπινο είδος τα τελευταία 10.000 χρόνια», όπως λέει, στο 1613 π.Χ. (συν-πλην 13 χρόνια).
Καθισμένοι στο μικρό αμφιθέατρο του Ακρωτηρίου παρακολουθούμε τον ηφαιστειολόγο που έχει μελετήσει τη Μινωική έκρηξη να περιγράφει την εξέλιξη του φαινομένου, όπως μπορεί να αναπλασθεί σήμερα. Εν ολίγοις η διάρκεια της έκρηξης, που έγινε σε τρεις φάσεις, πρέπει να ολοκληρώθηκε σε δύο ή τρία εικοσιτετράωρα, που προφανώς έμοιαζαν σαν η γη να ξαναγεννιόταν.
Η Σαντορίνη και τα κοντινά νησιά σε ακτίνα 50-60 χιλιομέτρων καταστράφηκαν ολοσχερώς, ο ηφαιστειακός χειμώνας που απλώθηκε έως τις περιοχές του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας κράτησε δύο χρόνια, η θερμοκρασία έπεσε κατά δύο - τρεις βαθμούς, τα αλλεπάλληλα παλιρροϊκά κύματα, ύψους ως και 12 μέτρων είχαν σαρώσει τις ακτές των κοντινών νησιών και της βόρειας Κρήτης μέσα σε 20 λεπτά.
Όσο για τους κατοίκους είναι αδύνατο να σώθηκαν, όπου κι αν είχαν προφθάσει να πάνε, όσα πλοία κι αν είχαν…
Ίσως αν εντοπισθεί το αρχαίο λιμάνι όπου είναι πιθανό να είχαν καταφύγει οι άνθρωποι τις τελευταίες, δραματικές ώρες της πόλης τους, να υπάρξουν απαντήσεις.
Άγνωστο, εξάλλου, πότε κατοικήθηκε εκ νέου το νησί. Θα χρειάστηκαν περί τα 50 - 60 χρόνια ώστε να επανέλθει σε μία κατάσταση που να επιτρέπει την ανθρώπινη διαβίωση, επισημαίνει ο κ. Βουγιουκαλάκης. Τα αμέσως επόμενα, ανθρώπινα ίχνη όμως εμφανίζονται γύρω στον 13ο - 12ο π.Χ. αιώνα (με τα έως τώρα δεδομένα τουλάχιστον), όπως διευκρινίζει ο κ. Ντούμας.
Εξαιρετική εμπειρία όμως, την οποία – αν και περασμένος Οκτώβρης – απολαμβάνουν πολλοί τουρίστες είναι η επίσκεψη στο στέγαστρο, που καλύπτει περί τα 14 στρέμματα ανασκαμμένου αρχαιολογικού χώρου. Πρόκειται φυσικά για μία υπερκατασκευή, ο σχεδιασμός της οποίας έγινε από τον αρχιτέκτονα κ. Νίκο Φιντικάκη, απόντα, αν και δικαιολογημένα από τη συγκεκριμένη ξενάγηση, για τον οποίο ο κ. Ντούμας είχε να πει ιδιαίτερα καλά λόγια για τη σύλληψη της ιδέας, τον σεβασμό στα μνημεία και την αποτελεσματικότητα στην εξεύρεση λύσεων.
Μεγαλύτερο προσόν του στεγάστρου αυτού όμως – απολύτως ασφαλές πλέον, μετά την περιπέτεια της πτώσης ενός τμήματός του λόγω αστοχίας υλικών, όπως κατέληξαν οι έρευνες – είναι ότι απ' έξω δεν φαίνεται!
Στο εσωτερικό στα «συν» του είναι η σταθερή, ευχάριστη θερμοκρασία του χώρου, παρά τη μεγάλη ζέστη εξωτερικά.
Ακόμη, ο φυσικός φωτισμός, η καθαρότητα, η ευκρίνεια, τα χρώματα, η απλότητα της κατασκευής, που δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό στη θαμμένη πόλη, η οποία διατηρήθηκε χάρη στην κάλυψή της από τα παχιά στρώματα ελαφρόπετρας και τέφρας από την ηφαιστειακή έκρηξη.
Αρνητική ωστόσο η πρώτη εντύπωση του οικισμού, καθώς η διαδρομή που ακολουθεί ο επισκέπτης περπατώντας σε μία ξύλινη ράμπα που περιτρέχει τον αρχαιολογικό χώρο από ανατολικά και σε αρκετό ύψος από τα κατάλοιπα δίνει μία εικόνα δυσνόητη, με τα μισοθαμμένα σπίτια να μοιάζουν με σωρούς από πέτρες.
Στη συνέχεια όμως όλα γίνονται καλύτερα. Η ράμπα διαχωρίζεται και αποκτά διακλαδώσεις, οι διαδρομές κατεβαίνουν στο επίπεδο της ανασκαφής και επιτέλους πατάμε στα δρομάκια όπου περπατούσαν και οι κάτοικοί του χωριού καθημερινά. Εκείνοι βέβαια δεν γνώριζαν το τσιμέντο που μπήκε τώρα για την προστασία των ερειπίων αλλά έφτιαχναν τους δρόμους τους λιθόστρωτους.
Τα σπίτια τους είχαν δύο και τρεις ορόφους και πολλά δωμάτια. Τα πλούσια ήταν κτισμένα με πελεκητές πέτρες – γι΄ αυτό αποκαλούνται «ξεστές» –, ενώ τα υπόλοιπα από τούβλα λάσπης ενισχυμένα με άχυρα, ξύλα και γύψο. Με ξύλα και καλάμια έφτιαχναν τις στέγες και από πάνω έβαζαν πατημένο χώμα για δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη τον χειμώνα. Ιδέα, που ακολουθεί και σημερινό βιοκλιματικό στέγαστρο.
Στην τριγωνική πλατεία του οικισμού ορισμένα από τα οικήματα μπορεί να ήταν καταστήματα, όπως λέει ο κ. Ντούμας, λίγο πιο κάτω μάλιστα πάνω από μία χαμηλή πόρτα υπάρχουν ακόμη οι τρύπες από τα δοκάρια, που στήριζαν ένα σκέπαστρο. Δύο τριβεία για σπόρους στην είσοδο και το εσωτερικό του σπιτιού αποδεικνύουν μία από τις ασχολίες των ανθρώπων, ενώ λίγο πιο κάτω έχουν απομείνει οι μύλοι του αλέσματος.
Αλλωστε – όπως θα συνέβαινε και στη συνέχεια στην Ελλάδα για πολλούς αιώνες – το ισόγειο ήταν αποθήκες, εργαστήρια ή μύλοι και αντίστοιχα οι πάνω όροφοι ήταν οι χώροι διαμονής των κατοίκων. Μόνο τέσσερα σπίτια έχουν ανασκαφεί πλήρως, λέει ο κ. Ντούμας και άλλα τρία μερικώς.
Εδώ βρέθηκαν διάφορα σκεύη και καλάθια με το περιεχόμενό τους καμιά φορά, δίχτυα, αγκίστρια, ακόμη και έπιπλα, όπως κρεβάτια και ένα ιδιαίτερης τέχνης τραπέζι.
Οι τοιχογραφίες που κάλυπταν το εσωτερικό των σπιτιών, όχι μόνον δείχνουν μία υπέροχη ζωγραφική αλλά αποτελούν πολυτιμότατη πηγή πληροφοριών για την κοινωνία, τη θρησκεία, το εμπόριο και τις άλλες ασχολίες των ανθρώπων.
Λίγο αργότερα στα εργαστήρια του Ακρωτηρίου θα βλέπαμε μερικές από αυτές τις τοιχογραφίες, υπέροχες πλην άγνωστες στο μεγάλο κοινό εξ αιτίας της έλλειψης εκθεσιακού χώρου. «Θα ήθελα ένα μουσείο για να εκτεθούν, δεν το αξίζει το Ακρωτήρι;», λέει ο κ. Ντούμας.
Επί του παρόντος όμως, άλλες είναι οι ελλείψεις. Πληροφοριακές πινακίδες δεν έχουν ακόμη τοποθετηθεί, αν και ο καθηγητής βεβαιώνει, ότι σε έναν μήνα περίπου θα είναι έτοιμες.
Άγνωστο, ωστόσο, πότε θα υλοποιηθούν οι εκθέσεις με ευρήματα των ανασκαφών μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, κάτι που θα εμπλουτίσει δυναμικά το σύνολο και θα συντελέσει στην αντίληψη της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
Χωρίς αυτές το έργο θα είναι πάντα ανολοκλήρωτο. Φυσικά περιμένει κανείς να ανοίξει γρήγορα και το κυλικείο, για το οποίο έχει προκηρυχθεί από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων σχετικός διαγωνισμός.
Έξω από τον οικισμό πια καθώς περπατούμε στο καλοστρωμένο, βοτσαλωτό δάπεδο ανάμεσα σε χαμηλά τοιχία φτιαγμένα από αδρές, ηφαιστειακές πέτρες, κόκκινες και μαύρες το τοπίο είναι ξερό, με μόνες νησίδες πρασινάδας την περίφημη, σαντορινιά κάπαρη. Ο κρόκος που συνέλεγαν οι περίφημες Κροκοσυλλέκτριες των τοιχογραφιών του Ακρωτηρίου δεν φυτρώνει πια εδώ.
Πηγή: Μαρία Θερμού, Εφημερίδα "Το Βήμα"
Δεν υπάρχουν σχόλια