Άρθρο του Π. Νίγδελη, καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας, του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ σχετικά με τα αρχαία και την σχέση τους ...
Άρθρο του Π. Νίγδελη, καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας, του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ σχετικά με τα αρχαία και την σχέση τους με την πόλη της Θεσσαλονίκης:
Παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τη διαμάχη για την τύχη των αρχαίων της Βενιζέλου και έχοντας ασχοληθεί λόγω ειδικότητας με την ιστορία της έρευνας των μνημείων της πόλης έκρινα ότι θα ήταν διαφωτιστικό και συνάμα διδακτικό για τους Θεσσαλονικείς να γνωρίζουν τι έπραξαν κατά το παρελθόν οι κάτοικοί ή οι αρχές της πόλης, όταν βρέθηκαν μπροστά σε διλήμματα λίγο ως πολύ ανάλογα με αυτά τα οποία αντιμετωπίζουμε σήμερα. Για το σκοπό αυτό θα παρουσιάσω δύο έγγραφα του αρχείου του ΥΠ. ΕΞ και του Αρχείου της ΙΣΤ΄ Εφορείας Θεσσαλονίκης του τέλους του 19ου / αρχών του 20ου αιώνα.
Παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τη διαμάχη για την τύχη των αρχαίων της Βενιζέλου και έχοντας ασχοληθεί λόγω ειδικότητας με την ιστορία της έρευνας των μνημείων της πόλης έκρινα ότι θα ήταν διαφωτιστικό και συνάμα διδακτικό για τους Θεσσαλονικείς να γνωρίζουν τι έπραξαν κατά το παρελθόν οι κάτοικοί ή οι αρχές της πόλης, όταν βρέθηκαν μπροστά σε διλήμματα λίγο ως πολύ ανάλογα με αυτά τα οποία αντιμετωπίζουμε σήμερα. Για το σκοπό αυτό θα παρουσιάσω δύο έγγραφα του αρχείου του ΥΠ. ΕΞ και του Αρχείου της ΙΣΤ΄ Εφορείας Θεσσαλονίκης του τέλους του 19ου / αρχών του 20ου αιώνα.
Το πρώτο χρονολογείται στα 1888 και αφορά την ανακάλυψη ενός μικρού ναΐσκου του 4ου – 6ου αι. μ.Χ., ενός λατρευτικού οικίσκου που ιδρύθηκε στη θέση δημόσιου ρωμαϊκού λουτρού του 3ου – 4ου αι. μ.Χ. επί της σημερινής οδού Μπαλταδώρου 4 και είναι γνωστός ως ναός του «Σεργίου του πραγματευτού». Ο πρόξενος της Ελλάδος Γ. Δοκός αμέσως μετά την εύρεσή του ενημέρωσε το εθνικό κέντρο για τη σπουδαιότητα του ευρήματος με βάση τις πρώτες αποτιμήσεις τοπικών λογίων χαρακτηρίζοντάς το ως «ανεκτίμητον ως προς την ιστορίαν της τέχνης» ζήτησε όμως να αποσταλεί από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία ειδικός αρχαιολόγος για τη μελέτη του. Εκείνο που εντυπωσιάζει στο φάκελο της αλληλογραφίας είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες δρα και οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει για να διασώσει το μνημείο. Ιδού πως περιγράφονται στο σχετικό έγγραφο «Εκ των πρώτων επεσκέφθην το μνημείο εύρον δε τον Ιουδαίον κύριον τού οικοπέδου ασχολούμενον περί την ανασκαφήν μετά εργατών… Ιδών σημεία σκαπάνης επί των ψηφιδωτών και πλήθος των εκ τούτων μικρών τετραγώνων λίθων … κειμένων επέστησα την προσοχήν του ιδιοκτήτου επί των εργαζομένων, αλλ’ ούτος μοι απήντησεν ότι προσεπάθησεν, αλλά δεν κατώρθωσε να αποσπάση ψηφιδωτάς εικόνας και επιγραφάς, όπως αποστείλη αυτάς εις Παρισίους. Αμέσως μετέβην παρά τω Γεν. Διοικητή (εννοεί τον Γκαλίπ πασά, θητεία 1887-1891) και παρεκάλεσα αυτόν, όπως μεριμνήση περί της διαφυλάξεως του εν λόγω κειμηλίου. Ειδοποίησα συνάμα τον αντιπρόσωπον του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης και τον Πατριαρχικόν Έξαρχον οίτινες μοι υπεσχέθησαν ότι θα ζητήσωσι παρά του γεν. Διοκητού να εμποδίση την καταστροφήν … και ότι θα ειδοποιήσωσι τα Πατριαρχεία δια τα περαιτέρω. Επειδή δε κατά τας τελευταίας ημέρας μετά την παρά τω Γεν. Διοικητη επίσκεψίν μου εξακολουθεί ο ιδιοκτήτης τας ανασκαφάς άνευ της επιβλέψεως υπαλλήλου της Διοικήσεως, ήκουσα δε ότι πρόκειται να εκποιήση τον χώρον εις τον προιστάμενον των ενταύθα Λαζαριστών νομίζω ότι είναι επάναγκες να παρακληθή και υπό της εν Κων/πόλεως Β. Πρεσβείας η Α.Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης όπως συννενοηθή μετά της Υψηλής Πύλης περί των ληπτέων μέτρων προς διάσωσιν του ναού». Χάρη στις ενέργειες του Δοκού και των ομοδόξων του το μνημείο διασώθηκε, αφού οι τοπικές οθωμανικές αρχές το έθεσαν υπό επιτήρηση.
Η δεύτερη περίπτωση στην οποία θα αναφερθώ αφορά μνημεία εμβληματικά της πόλης μας και εννοώ τα τείχη της πόλης και τον Λευκό Πύργο. Λίγοι από τους σύγχρονους Θεσσαλονικείς γνωρίζουν ίσως ότι η τύχη των μνημείων αυτών έγινε αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και ότι τα ίδια κινδύνευαν να πέσουν θύματα των εκσυγχρονιστικών τάσεων, του κέρδους ή ακόμη και της μισαλλοδοξίας που ως ένα βαθμό ήταν αναμενόμενο να επικρατούν στην πόλη μετά την απελευθέρωση του 1912. Η αντίσταση προήλθε από τον Γεώργιο Οικονόμο, εκ μητρός Μακεδόνα, πρώτο Έφορο της Αρχαιολογικής Εφορείας Μακεδονίας, αργότερα καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό και ακαδημαϊκό. Στη αλληλογραφία που ανταλλάσσει με το Νομάρχη Θεσσαλονίκης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό όχι μόνο το κλίμα της εποχής, αλλά και οι προωθημένες για την εποχή του απόψεις σχετικά με τη διατήρηση των αρχαιοτήτων και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, που ισχύουν ακόμη και σήμερα.
Στο χαρακτηριστικότερο ίσως έγγραφο του με ημερομηνία 16-4-1913 ο Οικονόμος δηλώνει ξεκάθαρα προς την προϊστάμενη πολιτική αρχή: « …κατά την σύνταξιν νέου σχεδίου προς εξωραϊσμόν της πόλεως είναι ανάγκη να διατηρηθώσι πάντα τα ιστορικώς σπουδαιότατα λείψανα του βυζαντιακού περιβόλου, όσα δεν επρόφθασε να καταστρέψη η καταλυθείσα διοίκησις. Προτάσσω δε τα κτίσματα αυτά, διότι παρατήρησα ότι πολλάκις εκφέρονται γνώμαι εντελώς ασύστατοι περι της σημασίας αυτών και κινδυνεύομεν να φανώμεν απολύτως ανιστόρητοι ανεχόμενοι και μόνον την έκφρασιν τοιούτων σκέψεων». Στο ίδιο έγγραφο ο Οικονόμος συνεχίζει αναφερόμενος στη διατήρηση του Λευκού Πύργου για την οποία υπάρχουν πιέσεις να κατεδαφισθεί «Επειδή και το κτίσμα τούτο αντιπροσωπεύει ωρισμένην τινα ιστορικήν περίοδον της πόλεως έχει δε και άλλως συνδεθή προς την εξωτερικήν όψιν της πόλεως νομίζω απαραίτητον και τούτου του μνημείου την διατήρησιν» προτείνοντας τη μετατροπή του σε στρατιωτικό Μουσείο των προσφάτων απελευθερωτικών αγώνων και παράλληλα τη διαμόρφωση μικρού άλσους γύρω από το μνημείο. Δύο μήνες μετά το έγγραφο αυτό ο Οικονόμος επανέρχεται και πάλι με έγγραφο προς στον Νομάρχη που δέχεται πιέσεις για το ζήτημα των τειχών όπου του εξηγεί «περί του βυζαντιακού περιβόλου της Θεσσαλονίκης» ότι «είναι απολύτως ενιαίος και δε δύναται δια τούτο να διακριθή εις διατηρητέα και ουχί διατηρητέα μέρη… και άρα ότι οφείλει να διατηρηθή ολόκληρος». Στην πραγματικότητα ο Οικονόμος συνέβαλε με ουσιαστικό τρόπο σε μια συζήτηση που είχε ξεκινήσει από τα τέλη της οθωμανικής περιόδου, όπως μας πληροφορεί δημοσίευμα της 29ης Ιουλίου του 1908 στην εφημερίδα «Φάρος της Θεσσαλονίκης». Εκεί ανώνυμος Θεσσαλονικιός που υπογράφει ως «διδάκτωρ» πρωτοσέλιδο άρθρο με τον τίτλο «Ο Λευκός Πύργος» προτείνει στον Οθωμανό δήμαρχο Αδήλ-μπέη τη μετατροπή του μνημείου σε Μουσείο, αντί για καφενείο και εστιατόριο «όπου ίσως να ακουσθούν και τραγούδια γυναίων και να μεταβληθή ούτω εις Μουλεν –ρουζ των Παρισίων», με το σκεπτικό ότι θα επρόκειτο για βεβήλωση της ιστορίας της πόλης. Κατά τον αρθρογράφο ο Δήμαρχος, «ανήρ μορφώσεως», θα έπρεπε να ακούσει την υπόδειξη του Τύπου ότι «ο Λευκός Πύργος πρέπει να μείνη ως έχη και αυτά τα τείχη του να μην κρημνισθούν», επειδή είναι «τα μόνα μετά την Αψίδα μνημεία της Θεσσαλονίκης».
Οι δύο ιστορίες που προανέφερα έχουν κατά τη γνώμη μου ένα κοινό παρανομαστή που δεν είναι άλλος από τη βούληση των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν και όσων τους βοήθησαν να διατηρήσουν τα μνημεία στη θέση τους. Οι ενέργειές τους έγιναν μέσα σε ένα κλίμα που κάθε άλλο παρά ως ευνοϊκό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Για να το καταλάβει κανείς, αρκεί να συνυπολογίσει την αδιάφορη έως και εχθρική στάση της οθωμανικής διοίκησης που ενεργούσε εξαναγκαζόμενη υπό την πίεση των μεταρρυθμίσεων του ευρωπαϊκής εμπνεύσεως και επιβολής Tανζιμάτ, την αδιαφορία της ηγεσίας σύνοικων τμημάτων του πληθυσμού της πόλης και το επιχειρηματικό κέρδος, το κέρδος των ιδιωτών. Αν σε αυτά προστεθεί η γενική άγνοια και η αδιαφορία του πληθυσμού της πόλης, που όταν δεν εμπορευόταν τις αρχαιότητες δεν δίσταζε να τις καίει για την κατασκευή ασβέστη, όπως μας πληροφορεί ο τύπος της εποχής, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται ουσιαστικά για το έργο μιας μειοψηφίας φωτισμένων και ευαίσθητων ανθρώπων που πέτυχαν να κινητοποιήσουν όσους και όποιους έπρεπε με κύριο όπλο τους την ισχυρή και αδιαπραγμάτευτη βούλησή τους. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι επρόκειτο για ρομαντικούς και ανεδαφικούς εραστές της αρχαιότητας. Δεν είναι ο τόπος και ο χρόνος για ακαδημαϊκές συζητήσεις σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν στην γέννηση του ενδιαφέροντος για τις αρχαιότητες. Για λόγους όμως στοιχειώδους δεοντολογίας επιβάλλεται να ακούσουμε τους ίδιους μέσα από μια ανακοίνωση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου της Θεσσαλονίκης στο φύλο της 31 Οκτωβρίου 1880 της τοπικής εφημερίδας «Ερμής». Εκεί οι υπεύθυνοι του συλλόγου θέτουν το ζήτημα της ίδρυσης Μουσείου στο κατάστημα τους με το εξής αποκαλυπτικό σκεπτικό: «Γνωστά είναι τα εν Σμύρνη επιτευχθέντα ευάρεστα αποτελέσματα μετά την εκεί προκήρυξιν συστάσεως Μουσείου Αρχαιοτήτων. Γνωστόν ομοίως είναι ότι και εν Κωνσατντινουπόλει κατεβλήθησαν τοιαύται ενέργειαι. Δεν αμφιβάλλομεν δε ότι και η φιλοτιμία των οικείων Μακεδόνων θέλει αρθή εις το εμπρέπον ύψος όπως εκτιμήσωσιν δεόντως την σημασίαν της συστάσεως ιδρύματος, όπερ ου μόνον ωφέλειαν διδακτικήν θα παρέχη τοις βουλομένοις, αλλά και τιμήν θα πορίση εις την πόλιν ημών δια την υπέρ των κοινών και πατρίων μέριμναν αυτής».
Φρονώ ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η πόλη μας κακώς εμφανίζεται ως δίλημμα. Είμαι βέβαιος ότι οι γνώσεις και η ευρηματικότητα των ειδικών μπορεί να οδηγήσουν σε σειρά από τεχνικά εφαρμόσιμες και οικονομικά προσοδοφόρες λύσεις ορισμένες από τις οποίες έχουν ήδη απασχολήσει τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ή έχουν παρουσιασθεί σε ημερίδες για το πρόβλημα της τύχης του μνημείου της Βενιζέλου. Όλα αυτά τελούν υπό την αίρεση ενός νηφάλιου και κυρίως έντιμου διάλογου, όπου οι μετέχοντας διαβουλεύονται χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονισμούς. Όμως εκείνο που δεν μπορεί να είναι διαπραγματεύσιμο για την κοινωνία της πόλης είναι η προϋπόθεση του διαλόγου που δεν μπορεί να είναι άλλη από τη βούληση όλων των Θεσσαλονικιών να παραμείνουν τα αρχαία στη θέση τους με παράλληλη μέριμνα για την ανάπτυξη της πόλης. Οποιαδήποτε άλλη λύση που δεν θα είχε ως αφετηρία της και δεν θα ικανοποιούσε αυτή την παραδοχή θα συνιστούσε, κατά τη γνώμη μου, περιφρόνηση της ιστορίας της πόλης και προσβολή της αξιοπρέπειας των κατοίκων της, σε τελική ανάλυση περιφρόνηση και προσβολή όλων μας.
**Ο Π. Νίγδελης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας, Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ
Αναδημοσίευση: Π. Νίγδελης, Αγγελιοφόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια