Αξιόλογα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών από τις εργασίες του Μετρό παρουσιάστηκαν στη συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο σε Μα...
Αξιόλογα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών από τις εργασίες του Μετρό παρουσιάστηκαν στη συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο σε Μακεδονία και Θράκη.
Μια μεγάλη αγορά κοσμημάτων, χρονολογούμενη περί τον 6ο αιώνα μ.Χ, η οποία κρύβονταν επί αιώνες στα έγκατα της Θεσσαλονίκης, κάτω από τη συμβολή των οδών Εγνατίας και Αγίας Σοφίας, στην καρδιά της πόλης, ήρθε στο φως με τις ανασκαφές του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Υπολείμματα μιας μαρμαρόστρωτης πλατείας, περικλειόμενης από κυκλική σιγμοειδή στοά αποκάλυψε η αρχαιολογική έρευνα στις εισόδους του υπό κατασκευή σταθμού Αγίας Σοφίας, για το μετρό της Θεσσαλονίκης. Το μνημειακό σύνολο, στη διασταύρωση της κεντρικής ρωμαϊκής λεωφόρου «Decumanus Maximus» με τον «cardo» της Αγίας Σοφίας, βρίσκεται πάνω στον άξονα δύο σημαντικών παλαιοχριστιανικών μνημείων, της Βασιλικής της Αχειροποιήτου και της επισκοπικής Βασιλικής στη θέση του ναού της Αγίας Σοφίας. Χρονολογείται στον 6ο αιώνα.
Υπολείμματα μιας μαρμαρόστρωτης πλατείας, περικλειόμενης από κυκλική σιγμοειδή στοά αποκάλυψε η αρχαιολογική έρευνα στις εισόδους του υπό κατασκευή σταθμού Αγίας Σοφίας, για το μετρό της Θεσσαλονίκης. Το μνημειακό σύνολο, στη διασταύρωση της κεντρικής ρωμαϊκής λεωφόρου «Decumanus Maximus» με τον «cardo» της Αγίας Σοφίας, βρίσκεται πάνω στον άξονα δύο σημαντικών παλαιοχριστιανικών μνημείων, της Βασιλικής της Αχειροποιήτου και της επισκοπικής Βασιλικής στη θέση του ναού της Αγίας Σοφίας. Χρονολογείται στον 6ο αιώνα.
Τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών κατά τις εργασίες του Μετρό Θεσσαλονίκης, παρουσιάστηκαν χθες στο πλαίσιο της 30ης ετήσιας Επιστημονικής Συνάντησης για την παρουσίαση του Αρχαιολογικού Έργου στη Μακεδονία και τη Θράκη, που διεξάγεται στην Αίθουσα Τελετών της Παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στον σταθμό της Αγίας Σοφίας αποκαλύφθηκε μία ημικυκλική πλατεία, η οποία κατά τα βυζαντινά χρόνια αποτελούσε αγορά κοσμημάτων κατά βάση και αναπτύσσεται κάτω από τη σημερινή συμβολή των οδών Εγνατίας και Αγίας Σοφίας. Οι εργασίες προχωρούν με εντατικούς ρυθμούς, σε διπλή βάρδια, στην προσπάθεια της ομάδας να ακολουθήσει και να τηρήσει τα στενά χρονοδιαγράμματα.
«Οι μνημειακές αυτές διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου, ενταγμένες σε μεγάλα οικοδομικά προγράμματα ανάγονται στον 5ο και 6ο αιώνα, με ενδιάμεσες επισκευές και διάρκεια χρήσης τουλάχιστον μέχρι και τον 9ο αιώνα. Παρόμοιες διαμορφώσεις δημόσιων χώρων στην πορεία κεντρικών οδών υλοποιήθηκαν ως μεγάλα οικοδομικά προγράμματα αυτοκρατόρων του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, γνωστά από τις πηγές», επισήμανε η κ. Λαμπροθανάση, διευκρινίζοντας ότι «στη Θεσσαλονίκη το νέο πολεοδομικό πρόγραμμα των παλαιοχριστιανικών χρόνων με τις ημικυκλικές σιγμοειδείς πλατείες εκτείνεται πάνω σε προγενέστερες οικοδομικές νησίδες».
«Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους διαπιστώνουμε σαφή διαφοροποίηση στον σχεδιασμό του πολεοδομικού ιστού. Η βυζαντινή αγορά με τα καταστήματα και τα εργαστήριά της καταλαμβάνει τμήμα της δημόσιας έκτασης. [...] Η επαλληλία των οικοδομημάτων εντός ενός διευρυμένου χρονολογικά ορίζοντα, που κυμαίνεται από τα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας μέχρι τη βυζαντινή εποχή, είναι ενδεικτική για τη διαχρονία της δημόσιας καθημερινής ζωής της πόλης», εξήγησε η αρχαιολόγος, σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα του μνημειακού συνόλου.
Τα ευρήματα
Βορείως του «Decumanus Maximus» ανοίγεται μία πλατεία περικλειόμενη από κυκλική σιγμοειδή στοά -εξέδρα. Υπολογίζεται ότι κάλυπτε συνολικά επιφάνεια 300 τετραγωνικών μέτρων. Εντός του μεγάλου σκάμματος αποκαλύφθηκε το ανατολικό ήμισυ της πλατείας σε έκταση 190 τμ. Δύο θυραία ανοίγματα σε τοίχο οδηγούν βόρεια και βορειοανατολικά πιθανότατα σε τρίτο ομόκεντρο σκέλος του στοϊκού οικοδομήματος, όπου εκτιμάται πως λειτουργούσαν καταστήματα.
Αν και η σύνδεση της πλατείας με τον Decumanus Maximus δεν είναι απόλυτα ευκρινής λόγω των επικείμενων βυζαντινών τοιχοποιών κατασκευών, η κ. Λαμπροθανάση σημείωσε: «Με βάση τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα υποθέτουμε ότι η πλατεία συνδέεται με τον κεντρικό δρόμο μέσω στοάς παράλληλης με αυτόν, εκτεινόμενη μόνο στο πλάτος του ανοίγματός της. Οι δύο στυλοβάτες με επίστεψη από μαρμάρινες πλάκες, μόλις που διακρίνονται κατά τόπους κάτω από τους τοίχους των βυζαντινών καταστημάτων. Ο ένας βρέθηκε στη χορδή του ημικυκλίου και ο δεύτερος στη θέση όπου αναμενόταν ο βόρειος στυλοβάτης του δρόμου, σε απόσταση περίπου δύο μέτρων από το κράσπεδο».
Ανάλογη είναι η διαμόρφωση και στη νότια γωνία του «Decumanus Maximus» με τον «cardo», όπου ημικυκλική πλατεία με στοά ανοίγεται προς τον κάθετο οδικό άξονα. Τμήματα των τοίχων και από τους στυλοβάτες εντοπίστηκαν αποσπασματικά στο σκάμμα του νότιου κελύφους του σταθμού «Αγίας Σοφίας». Θραύσματα εντοίχιων ψηφιδωτών και τοιχογραφιών «μαρτυρούν» τον πολυτελή διάκοσμο των τόξων της στοάς.
Η πλατεία και σε αυτή την πλευρά ήταν επιστρωμένη με μαρμάρινες πλάκες, αν και η μεγαλύτερη επιφάνεια του δαπέδου έχει καταστραφεί, ενώ οι πλάκες που διασώθηκαν «in situ» είναι κατακερματισμένες. Η επιφάνεια της πλακόστρωσης υπολογίζεται σε 296 τ.μ., ενώ αφαιρώντας τις καταστροφές από μεταγενέστερους λάκκους και φρεάτια υπολογίζεται ότι καλύπτει συνολικά μέγιστη σωζόμενη έκταση 180 τετραγωνικών μέτρων.
«Οι μνημειακές αυτές διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου, ενταγμένες σε μεγάλα οικοδομικά προγράμματα ανάγονται στον 5ο και 6ο αιώνα, με ενδιάμεσες επισκευές και διάρκεια χρήσης τουλάχιστον μέχρι και τον 9ο αιώνα. Παρόμοιες διαμορφώσεις δημόσιων χώρων στην πορεία κεντρικών οδών υλοποιήθηκαν ως μεγάλα οικοδομικά προγράμματα αυτοκρατόρων του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, γνωστά από τις πηγές», επισήμανε η κ. Λαμπροθανάση, διευκρινίζοντας ότι «στη Θεσσαλονίκη το νέο πολεοδομικό πρόγραμμα των παλαιοχριστιανικών χρόνων με τις ημικυκλικές σιγμοειδείς πλατείες εκτείνεται πάνω σε προγενέστερες οικοδομικές νησίδες».
«Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους διαπιστώνουμε σαφή διαφοροποίηση στον σχεδιασμό του πολεοδομικού ιστού. Η βυζαντινή αγορά με τα καταστήματα και τα εργαστήριά της καταλαμβάνει τμήμα της δημόσιας έκτασης. [...] Η επαλληλία των οικοδομημάτων εντός ενός διευρυμένου χρονολογικά ορίζοντα, που κυμαίνεται από τα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας μέχρι τη βυζαντινή εποχή, είναι ενδεικτική για τη διαχρονία της δημόσιας καθημερινής ζωής της πόλης», εξήγησε η αρχαιολόγος, σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα του μνημειακού συνόλου.
Τα ευρήματα
Βορείως του «Decumanus Maximus» ανοίγεται μία πλατεία περικλειόμενη από κυκλική σιγμοειδή στοά -εξέδρα. Υπολογίζεται ότι κάλυπτε συνολικά επιφάνεια 300 τετραγωνικών μέτρων. Εντός του μεγάλου σκάμματος αποκαλύφθηκε το ανατολικό ήμισυ της πλατείας σε έκταση 190 τμ. Δύο θυραία ανοίγματα σε τοίχο οδηγούν βόρεια και βορειοανατολικά πιθανότατα σε τρίτο ομόκεντρο σκέλος του στοϊκού οικοδομήματος, όπου εκτιμάται πως λειτουργούσαν καταστήματα.
Αν και η σύνδεση της πλατείας με τον Decumanus Maximus δεν είναι απόλυτα ευκρινής λόγω των επικείμενων βυζαντινών τοιχοποιών κατασκευών, η κ. Λαμπροθανάση σημείωσε: «Με βάση τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα υποθέτουμε ότι η πλατεία συνδέεται με τον κεντρικό δρόμο μέσω στοάς παράλληλης με αυτόν, εκτεινόμενη μόνο στο πλάτος του ανοίγματός της. Οι δύο στυλοβάτες με επίστεψη από μαρμάρινες πλάκες, μόλις που διακρίνονται κατά τόπους κάτω από τους τοίχους των βυζαντινών καταστημάτων. Ο ένας βρέθηκε στη χορδή του ημικυκλίου και ο δεύτερος στη θέση όπου αναμενόταν ο βόρειος στυλοβάτης του δρόμου, σε απόσταση περίπου δύο μέτρων από το κράσπεδο».
Ανάλογη είναι η διαμόρφωση και στη νότια γωνία του «Decumanus Maximus» με τον «cardo», όπου ημικυκλική πλατεία με στοά ανοίγεται προς τον κάθετο οδικό άξονα. Τμήματα των τοίχων και από τους στυλοβάτες εντοπίστηκαν αποσπασματικά στο σκάμμα του νότιου κελύφους του σταθμού «Αγίας Σοφίας». Θραύσματα εντοίχιων ψηφιδωτών και τοιχογραφιών «μαρτυρούν» τον πολυτελή διάκοσμο των τόξων της στοάς.
Η πλατεία και σε αυτή την πλευρά ήταν επιστρωμένη με μαρμάρινες πλάκες, αν και η μεγαλύτερη επιφάνεια του δαπέδου έχει καταστραφεί, ενώ οι πλάκες που διασώθηκαν «in situ» είναι κατακερματισμένες. Η επιφάνεια της πλακόστρωσης υπολογίζεται σε 296 τ.μ., ενώ αφαιρώντας τις καταστροφές από μεταγενέστερους λάκκους και φρεάτια υπολογίζεται ότι καλύπτει συνολικά μέγιστη σωζόμενη έκταση 180 τετραγωνικών μέτρων.
«Οι ανασκαφές γίνονται σε ένα πολύ κομβικό σημείο, τον άξονα δύο μεγάλων οδικών αρτηριών, της Εγνατίας και της Αγίας Σοφίας, στη θέση του παλιού Decumanus Maximus και του Cardo Maximus αντίστοιχα», εξήγησε η αρχαιολόγος Σταυρούλα Τζαβράνη. Φέτος, αποκαλύφθηκε μια σειρά καταστημάτων των βυζαντινών χρόνων που αποτελεί κομμάτι της αγοράς, ωστόσο ένα μεγαλύτερο κομμάτι είχε ανασκαφεί κατά τα προηγούμενα χρόνια υπό την εποπτεία της τέως 9ης εφορείας βυζαντινών αρχαιοτήτων.
Σύμφωνα με την κα Τζαβράνη, οι φετινές ανασκαφές περιορίζονται στη βόρεια είσοδο, σε ένα κομμάτι του κελύφους του σταθμού και στη νότια είσοδο. «Στη βόρεια είσοδο, στα βυζαντινά στρώματα έχουμε κτίσματα που ταυτίζονται με καταστήματα για πώληση και εμπόριο κοσμημάτων κατά βάση», τόνισε η αρχαιολόγος και προσέθεσε: «Το ενδιαφέρον είναι ότι οι λασπόκτιστοι τοίχοι των κτισμάτων πατούν πάνω στην προγενέστερη πολεοδομική χάραξη, όπου διαγράφεται η διαμόρφωση της ημικυκλικής πλατείας στην βόρεια είσοδο (αυτήν επί της οδού Αγίας Σοφίας). Αντίστοιχα στη νότια είσοδο έχουμε επίσης ευρήματα που αναπαριστούν την πολεοδομική οργάνωση με διαμόρφωση πλατειών στη συμβολή των δύο κεντρικών αρτηριών».
Αμαξοστάσιο Πυλαίας, προκασσάνδρειος οικισμός του 4ου αιώνα π.Χ. |
Στις εκσκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο «Αμαξοστάσιο» της βασικής γραμμής του Μετρό, στην Πυλαία, στην ευρύτερη περιοχή του μακεδονικού τάφου του «Φοίνικα», ήρθαν στο φως τα κατάλοιπα ενός ιδιαίτερα σημαντικού προκασσάνδρειου οικισμού του 4ου π.Χ. αιώνα.
Σχεδιασμένος με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα πολιτικοοικονομικής οργάνωσης της υστεροκλασικής περιόδου στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης και είναι πιθανόν ένα από τα 26 πολίσματα που συνέβαλλαν στην ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο. Ένας υπόγειος λαξευτός χώρος με κλίμακα αποτελούσε τμήμα Ιερού, αφιερωμένο στη λατρεία της Αθηνάς Εργάνης.
Αμαξοστάσιο Πυλαίας, ευρήματα του οικισμού |
Σταθμός Συντριβάνι, νότιο φρεάτιο |
Η έρευνα των Νεκροταφείων, Ανατολικό και Δυτικό, στο πλαίσιο της κατασκευής των εισόδων στους Σταθμούς «Σιντριβάνι» και «Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός» εμπλούτισε τη γνώση των αρχαιολόγων για την διάρκεια χρήσης τους ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ. με ποικιλία ταφικών κατασκευών και πρακτικών, ενώ ο πλούτος των ευρημάτων δηλώνει την οικονομική ευμάρεια των κατοίκων της πόλης και την πολυτελή διαβίωσή τους.
Σταθμός Δημοκρατίας αποθηκευτικές εργαστηριακές εγκαταστάσεις |
Λίγα μόλις μέτρα έξω από τη Χρυσή Πύλη και τα δυτικά τείχη, η ανασκαφή στις εισόδους του σταθμού Πλατείας Δημοκρατίας απέδωσε, αν και αποσπασματικά, στοιχεία της χωροταξικής εξέλιξης της περιοχής στην είσοδο της πόλης. Λιθόστρωτο του 15ου – 16ου αι., στη χάραξη περίπου της σημερινής 28ης Οκτωβρίου, σφράγισε νεκροταφείο με λακκοειδείς ταφές βυζαντινών χρόνων, οι οποίες ανοίχθηκαν σε προγενέστερα χωμάτινα και χαλικόστρωτα καταστρώματα. Τα κτηριακά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν ανήκουν σε κτίσματα αποθηκευτικού και εργαστηριακού χαρακτήρα πρωτοβυζαντινών χρόνων, τα οποία οργανώνονταν εκατέρωθεν του δρόμου, στο ύψος της σημερινής οδού Μοναστηρίου, που οδηγούσε από την ύπαιθρο χώρα στην πόλη.
Πηγή: Voria , LiFO, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πηγή: Voria , LiFO, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια