Ο αρχαιολογικός χώρος της Δήλου (φωτ.), η νησίδα των μουσείων στο Κάστρο της Νάξου, το νέο μουσείο στην Κύθνο, το Ακρωτήρι της Σαντορίνης...
Η έδρα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων μπορεί να απλώνει την εμβέλειά της στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου, όμως στεγάζεται στο πιο εμβληματικό σημείο της παλαιάς Αθήνας.
Η είσοδός της βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Αρχαία Αγορά στην Πλάκα και από το γραφείο του επικεφαλής της, του Δημήτρη Αθανασούλη, απολαμβάνει κανείς την υπέροχη θέα προς τον Ιερό Βράχο. Η «Κ» τον επισκέφθηκε πριν από μερικές ημέρες με αφορμή τα πολλά και ενδιαφέροντα έργα που εκπονεί η εφορεία, την οποία ανέλαβε ο βυζαντινολόγος ο οποίος είχε αξιόλογη πρότερη θητεία στην Πελοπόννησο.
Ξεχωρίζει βεβαίως η Επισκοπή της Σικίνου, ένα μνημείο εκπληκτικής ομορφιάς και σπανιότητας, που χρειαζόταν άμεση επέμβαση ύστερα από 17 αιώνες διαρκούς χρήσης και μετασκευών. Πρόκειται για ένα ρωμαϊκό μαυσωλείο του 3ου αιώνα μ.Χ., που μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία τον 7ο αιώνα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το μόνο μνημείο που είχε παράλληλη ιστορία ήταν ο Παρθενώνας προτού τον ανατινάξει ο Μοροζίνι. Παράλληλα με αυτό το έργο όμως, υπάρχουν και άλλα καλά νέα για τις Κυκλάδες, οι οποίες σηκώνουν μεγάλο όγκο τουρισμού.
«Οι Κυκλάδες είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες αρχαιολογικές περιοχές, αλλά έχουν και ειδικές ανάγκες», είναι οι πρώτες κουβέντες του Δημήτρη Αθανασούλη. «Κάθε ένα από τα 27 κατοικημένα νησιά είναι ένας συμπυκνωμένος νομός σε μικρότερη χωρική έκταση. Αν, δε, σε αυτά προσθέσετε και εκείνες τις νησίδες που έχουν αρχαία αλλά όχι κατοίκους, θα καταλάβετε γιατί οι Κυκλάδες διαθέτουν το μεγαλύτερο δίκτυο αρχαιολογικών μουσείων και συλλογών στη χώρα μας. Πολλά εξ αυτών χρειάζονται ριζικές κτιριακές και μουσειολογικές ανακαινίσεις, καθώς φτιάχτηκαν τη δεκαετία του 1960 με εντελώς διαφορετικές προδιαγραφές», υπογραμμίζει στην «Κ», συμπληρώνοντας: «Υπάρχουν βέβαια και νησιά που δεν έχουν μουσεία, αλλά τώρα θα αποκτήσουν, όπως η Κύθνος».
Το μεγαλύτερο μουσειακό έργο, πάντως, είναι η νησίδα των μουσείων στο Κάστρο της Νάξου που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. «Παρά την τεράστια σημασία του νησιού από την πλευρά των αρχαιολογικών ευρημάτων, η υποδομή είχε μείνει πίσω και δεν μπορούσε να αναδείξει τον πλούτο και την ποικιλία. Αναδεικνύουμε τρία μεσαιωνικά κτιριακά κελύφη και μέσα σε αυτά θα φιλοξενηθούν εκθέματα από την προϊστορία μέχρι το Βυζάντιο. Πρόκειται για το Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου με έμφαση στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Στον Πύργο Γλέζου θα παρουσιάζονται αντικείμενα για τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο, με τη σπουδαιότερη συλλογή αποτοιχισμένων βυζαντινών τοιχογραφιών στην Ελλάδα, και στην οικία Προμπονά θα στεγαστεί το Μουσείο Κυκλαδικού Πολιτισμού».
Ο Δημήτρης Αθανασούλης μάς εξηγεί ποια θα είναι η διαφορά ανάμεσα στις συλλογές του ιδιωτικού Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα και αυτού που θα γίνει στη Νάξο: «Στην Αθήνα βλέπουμε τα υπέροχα ειδώλια που όμως είναι αποκομμένα από το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκαν. Αντιθέτως, στην Νάξο τα εκθέματα εντάσσονται στο ανασκαφικό πλαίσιο, σε μια απόπειρα να αποκτήσουμε πληρέστερη εικόνα για τον τρόπο με τον οποίον ζούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή στο Αιγαίο».
Απόλυτη προτεραιότητα για την εφορεία έχει και η Δήλος, καθώς η πόλη και το ιερό χρειάζονται επειγόντως φροντίδα. Το μουσείο χρειάζεται επίσης ριζική ανακαίνιση. Ο επικεφαλής τονίζει ότι δεν επαναπαύεται στα χρήματα που θα προέλθουν από το ΕΣΠΑ, αλλά χάρις σε μια συνεργασία προγραμματικής σύμβασης με τον Δήμο Μυκόνου έχουν ήδη προχωρήσει κάποιες πρώτες εργασίες. Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια παραμένει το φυλακτικό προσωπικό, που καλύπτεται το καλοκαίρι από συμβασιούχους αλλά χωλαίνει τον χειμώνα. Προσπάθειες γίνονται να βρεθούν και χορηγοί, ακολουθώντας το καλό παράδειγμα του Ιδρύματος Κανελλοπούλου που συμβάλλει στην αναστήλωση της μεγάλης στοάς του Φιλίππου, που θα αλλάξει την εικόνα του νησιού. Συνεργασία υπάρχει και με τη Γαλλική Σχολή για διάφορα μνημεία αλλά και με την Εφορεία της Πομπηίας.
Όπως μας λέει ο Δημήτρης Αθανασούλης, πρωταθλήτρια του αρχαιολογικού τουρισμού στις Κυκλάδες είναι η Σαντορίνη με το Ακρωτήρι, που δέχεται ετησίως πάνω από μισό εκατομμύριο επισκέπτες, και μετά η Δήλος με 120.000, καθώς υπάρχει περιορισμένη πρόσβαση με τα πλοιάρια. Η Θήρα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα νησιά, διότι κατόρθωσε να προσελκύσει και έναν ξένο χορηγό, τον Ρώσο Κασπέρσκι, που έδωσε χρήματα για τις συντηρήσεις των τοιχογραφιών, και απ’ ό,τι φαίνεται θα ήθελε να δει τα εκθέματα του Ακρωτηρίου να ταξιδεύουν σε μεγάλες εκθέσεις στα μουσεία του εξωτερικού.
Πηγή: Μ. Πουρναρά, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια